Το Opus Dei ιδρύθηκε το 1928 από τον καθολικό ιερωμένο Χοσεμαρία Εσκριβά ντε Μπαλαγκουέρ (1902-1975). Σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από διάφορες διαθέσιμες πηγές, (την υπηρεσία επικοινωνίας της οργάνωσης, Πεπραγμένα της Αγίας Έδρας για το to 2007 διάφορες έρευνες…) διαθέτει περίπου 80.000 μέλη σε ολόκληρο τον κόσμο, με σταθερή παρουσία σε 64 χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος των μελών του βρίσκεται συγκεντρωμένο στις ισπανόφωνες χώρες: 30.000 στην Ισπανία, 5.000 στο Μεξικό, 2.000 στο Περού, 2.000 στη Βενεζουέλα και στην Αργεντινή, 1.500 στη Κολομβία, κλπ. Στην Ιταλία υπάρχουν περίπου 5.000 μέλη, στις Ηνωμένες Πολιτείες 3.000, στις Φιλιππίνες 3.000, στη Γαλλία 1.600 (προσθέτοντας και τους «συνεργαζόμενους» οι οποίοι δεν είναι άμεσα μέλη). Σε ορισμένες χώρες υπάρχουν μονάχα μερικές δεκάδες. Η τελευταία χώρα όπου εγκαταστάθηκε επισήμως το Opus Dei είναι η Ρωσία (αρχές του 2007).
Πρόκειται για την μοναδική καθολική οργάνωση που απολαμβάνει –από το 1982- ένα ιδιότυπο καθεστώς που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με «προσωπική αρχιμανδριτεία». Αυτό το εξαιρετικά ευέλικτο καθεστώς, στο οποίο είχε γίνει μια σύντομη αναφορά σε ένα από τα διατάγματα της Β’ Συνόδου του Βατικανού (1), εντάχθηκε το 1983 στον Κώδικα του Κανονικού δικαίου που ισχύει σήμερα, (2) κυρίως χάρη στην πείσμονα επιμονή των νομομαθών του Opus Dei. Με τη μετατροπή της οργάνωσης σε «προσωπική αρχιμανδριτεία» εξουδετερώθηκαν οι κριτικές των αντιπάλων της οι οποίοι της προσήπταν την ασαφή φύση της σε σχέση με τις συνήθεις κατηγορίες όπου θα έπρεπε να ενταχθεί σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας.
Πράγματι, από το 1950, το Opus Dei διέπεται από το καθεστώς του Κανονικού Δικαίου που ισχύει για τα «κοσμικά ινστιτούτα» του Ποντιφικικού Δικαίου, με αποτέλεσμα να ανήκει στη δικαιοδοσία της Επιτροπής Καρδιναλίων (Υπουργείου) για τους Ιερωμένους. Όμως, το Βατικανό δεν έπαυε να υπενθυμίζει, με ένα διάταγμα που εκδόθηκε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, την απαγόρευση που ίσχυε για τους ιερωμένους και για τα μέλη ορισμένων οργανώσεων (μεταξύ των οποίων και τα μέλη των κοσμικών ινστιτούτων) να ασκούν ορισμένες κοσμικές δραστηριότητες όπως για παράδειγμα επαγγέλματα επ’ αμοιβή Έτσι, το Opus Dei, του οποίου ο επίσημος λόγος ύπαρξης είναι να βοηθήσει τα μέλη του να φτάσουν στην αγιότητα μέσα από το επάγγελμα το οποίο ασκούν, βρισκόταν σε αντίθεση με τους κανόνες της Εκκλησίας. Σε αυτό το λόγο οφειλόταν μια κάποια δυσφορία, η οποία ωθούσε αυτήν την οργάνωση που χαρακτηρίζεται από ακραία αυστηρότητα να επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση στη δράση της και να αποφεύγει την πολεμική. Η σύνεση αυτή έπαψε να έχει λόγο ύπαρξης μετά το 1982. Από τη στιγμή που μετατράπηκε σε προσωπική αρχιμανδριτεία, το Opus Dei δεν εξαρτάται πλέον από την Επιτροπή Καρδιναλίων για τους Ιερωμένους, αλλά από την Επιτροπή Καρδιναλίων για τους Επισκόπους (άλλο υπουργείο του Βατικανού). Μπορεί δε να οργανωθεί με πολύ πιο ελεύθερο τρόπο και η νομική του ταυτότητα είναι ταυτόχρονα πιο εδραιωμένη και πιο ενδεδειγμένη για την αποστολή του. Όσον αφορά την επικοινωνιακή προβολή της οργάνωσης, το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής είναι σε μεγάλο βαθμό θετικό : σύμφωνα με τον Χουάν Μανουέλ Μορά, διευθυντή επικοινωνίας της οργάνωσης την περίοδο 1991-2006 «όταν πριν το 1982 ρωτούσαν τους υπεύθυνους του Opus Dei, αφιέρωναν μεγάλο μέρος της απάντησής τους για να εξηγήσουν τι δεν ήταν η οργάνωση: δεν ήταν ένα μοναχικό τάγμα, ούτε ακριβώς κι ένα κοσμικό ινστιτούτο… Όμως, δεν είναι δυνατόν να οικοδομήσεις μια επικοινωνιακή πολιτική για την ταυτότητά σου, η οποία να βασίζεται στην άρνηση».