Ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του Διαφωτισμού, διακήρυττε καθολική εμπιστοσύνη στον κόσμο των ιδεών, τον οποίο οι Εγκυκλοπαιδιστές αποκαλούσαν Δημοκρατία των Γραμμάτων. Ένας χώρος χωρίς αστυνομία, ούτε σύνορα και δίχως άλλες ανισότητες πέρα από αυτές του ταλέντου. Οποιοσδήποτε μπορούσε να εγκατασταθεί εκεί, αρκεί ν’ ασκούσε στο ελάχιστο ένα από τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιδιότητάς του ως πολίτης, δηλαδή τη γραφή και την ανάγνωση. Οι συγγραφείς να εκφράζουν ιδέες και οι αναγνώστες να τις κρίνουν. Επηρεασμένοι από την ισχύ της λέξεως έντυπο, τα επιχειρήματα μεταδίδονταν σε ομόκεντρους κύκλους και μόνο τα πιο πειστικά υπερίσχυαν.
Κατά τη διάρκεια αυτής της χρυσής εποχής του γραπτού λόγου, οι λέξεις κυκλοφορούσαν επίσης και μέσω της επιστολικής οδού. Ξεφυλλίζοντας τη μεγάλη αλληλογραφία του Βολτέρου, του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, του Μπένζαμιν Φρανκλίν και του Τόμας Τζέφερσον, δηλαδή πενήντα τόμοι για τον καθένα τους, βυθιζόμαστε στην καρδιά της Δημοκρατίας των Γραμμάτων. Οι τέσσερεις συγγραφείς διαπραγματεύονταν σημαντικά ζητήματα της εποχής τους σε ασταμάτητη ροή αλληλογραφίας, η οποία, ενώνοντας την Ευρώπη και την Αμερική, παρουσίαζε ήδη τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός υπερατλαντικού δικτύου πληροφοριών. Θα σταθώ ιδιαίτερα στην αλληλογραφία του Τόμας Τζέφερσον (1743-1826) και του Τζέιμς Μάντισον (1751-1836). Τους άρεσε να μιλάνε για τα πάντα, κυρίως για το Αμερικάνικο Σύνταγμα κατά τη περίοδο της σύνταξής του, στην οποία ο Μάντισον συμμετέχει από τη Φιλαδέλφεια ενώ ο Τζέφερσον εκπροσωπεύει την καινούργια Δημοκρατία στο Παρίσι. Μιλούν επίσης για βιβλία, διότι ο Τζέφερσον λατρεύει να ανατρέχει στις βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας και αγοράζει, συχνά, έργα για το φίλο του. Η «εγκυκλοπαίδεια» του Ντενί Ντιντερό είναι μέρος των αγορών του. Ο Τζέφερσον θεωρεί πώς βρήκε μια καταπληκτική ευκαιρία, συγχέει, όμως, μια ανατύπωση με την πρώτη έκδοση…
Τι συναρπαστική που είναι η εικόνα δύο μελλοντικών προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών να συζητάνε για βιβλία στο Δίκτυο του Διαφωτισμού. Αλλά προτού να εγκαταλειφθούμε σε αυτήν, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η Δημοκρατία των Γραμμάτων ήταν δημοκρατική μόνο στις αρχές της. Στη πραγματικότητα, ανήκε στους πλούσιους και τους αριστοκράτες. Πράγματι, αδυνατώντας να ζήσουν από τη γραφή τους, η πλειονότητα των συγγραφέων ήταν εξαναγκασμένοι να κολακεύουν τους ισχυρούς, να ζητούν αργομισθίες, να διακονεύουν μία θέση σε κάποια ελεγχόμενη από το κράτος εφημερίδα, να ξεγελούν τη λογοκρισία και να ανοίγουν δρόμο μέσα από τα σαλόνια και τις Ακαδημίες, εκεί οπού η φήμη του καθενός φτιάχνονταν και χαλούσε. Ανίκανοι να γλυτώσουν από την ταπείνωση που τους επέβαλαν οι προστάτες τους, τσακώνονταν οι μεν με τους δε, όπως το μαρτυρά η διένεξη μεταξύ Βολτέρου και Ρουσσώ.
Αφού διάβασε το έργο του Ρουσσώ «Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους», ο συγγραφέας του «Καντίντ» του έγραψε το 1755 : «Έλαβα, κύριε, το νέο σας βιβλίο κατά του ανθρώπινου είδους (…) Κανείς ποτέ δεν χρησιμοποίησε τέτοιο πνεύμα για να μας καταστήσει ανόητους Μας έρχεται η επιθυμία να μπουσουλίσουμε κάθε φορά που διαβάζουμε το έργο σας». Ο Ρουσσώ θα του απαντήσει πέντε χρόνια αργότερα : «Κύριε, (…) σας μισώ».
Οι κοινωνικές διαφορές όξυναν τις προσωπικές διαμάχες. Όχι μόνο δε λειτούργησε ως Αγορά ισότιμων, αλλά η Δημοκρατία των Γραμμάτων υπέφερε από ένα κακό, που ροκάνιζε όλες τις κοινωνίες του 18ου αιώνα : τα προνόμια. Και δεν περιορίζονταν στην αριστοκρατική σφαίρα, αλλά στη Γαλλία, εφαρμόζονταν επιπλέον στον κόσμο των ιδεών, κυρίως στους τυπογράφους και τους βιβλιοπώλες, υποτελείς των μονοπωλιακών σωματείων, καθώς και στα βιβλία, τα οποία δεν μπορούσαν να εκδοθούν χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά και της λογοκρισίας.
Μπορούμε να αναλύσουμε το σύστημα, με βάση την κοινωνιολογία της γνώσης και ιδιαίτερα την έννοια, την οποία ανέπτυξε ο Πιέρ Μπουρντιέ, της λογοτεχνίας, ως πεδίου στο οποίο οι αντιτιθέμενες θέσεις ακολουθούν τους κανόνες ενός παιχνιδιού λιγότερο ή περισσότερο αυτόνομου απέναντι στις δεσπόζουσες δυνάμεις της κοινωνίας. Ωστόσο, δεν είναι ανάγκη να γίνουμε οπαδοί της Σχολής του Μπουρντιέ για να διαπιστώσουμε ότι η λογοτεχνική ζωή απέχει πολύ από τα ιδανικά του Διαφωτισμού. Παρά τις γενικές της αρχές, η Δημοκρατία των Γραμμάτων αποτελούσε έναν κλειστό κόσμο, απροσπέλαστο στους μη προνομιούχους. Κι όμως, πάντα θεωρούσα το Διαφωτισμό ως τον καλύτερο συνήγορο υπέρ του ανοίγματος γενικότερα και συγκεκριμένα της ελεύθερης πρόσβασης στα βιβλία.
Σήμερα, στον κόσμο των ερευνητικών και εικονικών βιβλιοθηκών, οι αρχές και η πραγματικότητα αντιτίθενται, άραγε, όπως γινόταν και στον 18ο αιώνα; Μία συναδέλφους μου, διηγείται ότι συχνά ακούει ένα συγκαταβατικό σχόλιο σε κοινωνικές συναθροίσεις : «μια βιβλιοθηκονόμος, τι ωραία… Πείτε μου, με τι μοιάζει η δουλειά του βιβλιοθηκονόμου;» Κι εκείνη δίνει πάντα την ίδια απάντηση : «Είναι προπάντων μία υπόθεση χρημάτων και εξουσίας».
Κι όμως, οι πιο πολλοί από μας δε ζητούν παρά να συνυπογράψουν τις θεμελιώδεις αρχές των μεγάλων δημόσιων βιβλιοθηκών. «Ελεύθερη πρόσβαση», μπορούμε να διαβάσουμε πάνω από την είσοδο της βιβλιοθήκης της Βοστόνης. Στο μάρμαρο της βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης τα λόγια του Τζέφερσον είναι χαραγμένα με χρυσά γράμματα «θεωρώ την εκπαίδευση ως το καλύτερο μέσο βελτίωσης της ανθρώπινης υπόστασης, προώθησης της αρετής και εξασφάλισης της ευτυχίας των ανθρώπων».
Η δημοκρατία μας, χτίστηκε στην ίδια βάση με τη Δημοκρατία των Γραμμάτων: την εκπαίδευση. Για τον Τζέφερσον, ο Διαφωτισμός αντλούσε την αίγλη του από τους συγγραφείς και τους αναγνώστες, από τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες κυρίως αυτές του Κογκρέσου, του Μοντιτσέλο (όπου διέμενε ο Τζέφερσον) και του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια. Η εμπιστοσύνη στη δύναμη χειραφέτησης των λέξεων είναι καταχωρημένη στο πρώτο κεφάλαιο του Αμερικάνικου Συντάγματος, το οποίο υπάγει τα πνευματικά δικαιώματα -αναγνωρισμένα μόνο «για περιορισμένη διάρκεια»- στην ανώτατη αρχή της «προόδου της επιστήμης και των ωφέλιμων τεχνών». Οι πατέρες θεμελιωτές αναγνώριζαν το συγγραφικό δικαίωμα της δίκαιης ανταμοιβή της πνευματικής εργασίας, αλλά υπογράμμιζαν την υπεροχή του γενικού συμφέροντος προς όφελος του ατομικού.
Πώς να αξιολογήσουμε το αντίστοιχο κύρος των δύο αξιών; Οι συντάκτες του Συντάγματος δεν αγνόησαν ότι ο όρος της πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) επινοήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το 1710, στα πλαίσια του νόμου επονομαζόμενου «Statute of Anne». Η νομοθεσία αποσκοπούσε στο να περιορίσει την παντοδυναμία των εκδοτών και «να ενθαρρύνει την εκπαίδευση». Παραχωρούσε στους συγγραφείς την πλήρη κυριότητα των έργων τους για μία περίοδο 14 ετών, ανανεώσιμη μία φορά μόνο. Οι εκδότες επιχείρησαν να υπερασπιστούν το μονοπώλιο τους, προβάλλοντας το δικαίωμα αποκλειστικής και συνεχούς δημοσίευσης, εγγυημένο κατά την άποψη τους από το εθιμικό δίκαιο. Μετά από επανειλημμένες προσφυγές στα δικαστήρια, έχασαν οριστικά, στην υπόθεση Ντόναλντσον κατά Μπέκετ, το 1774.
Όταν, δεκατρία χρόνια αργότερα, οι Αμερικάνοι συνέταξαν το Σύνταγμά τους, δανείστηκαν την ως τότε επικρατούσα άποψη στην Αγγλία. Μία περίοδος 28 ετών, φαίνονταν αρκετά μεγάλη για να διαφυλάξει τα συμφέροντα συγγραφέων και εκδοτών. Πέρα από αυτό, πρέπει να υπερισχύσει το κοινό συμφέρον. Το 1790, ο πρώτος νόμος πνευματικής ιδιοκτησίας, προορισμένος κι αυτός για την «ενθάρρυνση της εκπαίδευσης», εμπνεύστηκε από το Βρετανικό μοντέλο, υιοθετώντας μία περίοδο δεκατεσσάρων ετών ανανεώσιμων μία φορά μόνο. Ποια είναι η διάρκεια της πνευματικής ιδιοκτησία στις μέρες μας; Σύμφωνα με το νόμο του 1998, το «Sonny Bono Copyright Term Extension Act» (o οποίος ονομάζεται επίσης «Νόμος Μίκυ» διότι η φιγούρα του Ντίσνεϋ παραλίγο να εκπέσει τότε στο Δημόσιο Τομέα), το συγγραφικό δικαίωμα εφαρμόζεται σε ένα έργο για όσο καιρό ο συγγραφέας του βρίσκεται στη ζωή και στη συνέχεια για άλλα εβδομήντα χρόνια μετά το θάνατό του. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το συμφέρον του συγγραφέα και των δικαιούχων προέχει κάθε άλλου συμφέροντος για περισσότερο από ένα αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών βιβλίων, τα οποία εκδόθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα, δεν έχουν ακόμα περιέλθει στο δημόσιο τομέα. Στο Διαδίκτυο, η ελεύθερη πρόσβαση στη πολιτισμική μας κληρονομιά, ασκείται, γενικά μόνο για τα προγενέστερα της 1ης Ιανουαρίου 1923 έργα, ημερομηνία από την οποία και μετά η πλειονότητα των εκδοτών κατοχύρωσε τα πνευματικά τους δικαιώματα. Θα παραμείνει έτσι για πολύ καιρό ακόμη, εκτός, βέβαια, κι αν ιδιωτικές εταιρείες αναλάβουν την ψηφιοποίηση των εμπορευμάτων, τη διαμόρφωσή τους και τη διάθεσή τους στο εμπόριο προς όφελος των μετόχων τους. Για την ώρα, βρισκόμαστε σε μια παράλογη κατάσταση, όπου το «Μπάμπιτ», το μυθιστόρημα του Σινκλέρ Λιούις, το οποίο εκδόθηκε το 1922 έχει περιέλθει στο Δημόσιο Τομέα ενώ για το «Ελμερ Γκάντρι», το οποίο εκδόθηκε το 1927, ισχύει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας μέχρι το 2022. (1)
Το να περάσουμε από τις θεμελιώδεις αρχές που διακήρυξαν οι πατέρες θεμελιωτές στα ήθη της σημερινής πολιτισμικής βιομηχανίας, σημαίνει να πέσουμε από τον ουρανό του Διαφωτισμού στο μικρό ρυάκι της του παγκόσμιου καπιταλισμού. Παρόλο που χρησιμοποιήσαμε την κοινωνιολογία της γνώσης -σύμφωνα με τον Μπουρντιέ- για να εξετάσουμε τη σημερινή εποχή, διαπιστώνουμε ότι ζούμε σε ένα κόσμο κατευθυνόμενο από το Μίκυ.
Η Δημοκρατία των Γραμμάτων μετατράπηκε σε επαγγελματική Δημοκρατία της Γνώσης και να τη που προσφέρεται στους ερασιτέχνες, με την καλύτερη έννοια του όρου, εκείνους ανάμεσα στους απλούς πολίτες που είναι ερωτευμένοι με τη γνώση. Το άνοιγμα επιχειρείται παντού μέσω της πρόσβασης σε ψηφιοποιημένα άρθρα τα οποία δημοσιεύονται δωρεάν στο Διαδίκτυο σε ιστοσελίδες όπως το Open Content Alliance, το Open Knowledge Commons, το OpenCourse Ware ή το Internet Archive, ή σε ιστοσελίδες φανερά ερασιτεχνικές όπως η Βικιπεδία.
Ο εκδημοκρατισμός της γνώσης βρίσκεται στα χέρια μας, τουλάχιστον όσον αφορά στις πηγές. Το ιδεώδες του Διαφωτισμού δεν θα μπορούσε, άραγε, να πραγματοποιηθεί;
Σε αυτό το στάδιο, ο αναγνώστης δικαιούται να αναρωτηθεί μήπως περνάω από μία τυπικά αμερικάνικη άσκηση, την ιερεμιάδα, σε μία άλλη, εξίσου αμερικανική, τον αφελή ενθουσιασμό. Υποθέτω ότι θα υπήρχε αναμφίβολα τρόπος συνδυασμού των δύο σε ένα διαλεκτικό διάβημα, εάν ο κίνδυνος εμπορευματοποίησης δεν μας απειλούσε πια. Όταν επιχειρήσεις, όπως το Google, κρίνουν μία βιβλιοθήκη, δεν βλέπουν αναγκαστικά σε αυτή ένα ναό γνώσης, αλλά περισσότερο ένα κοίτασμα «περιεχομένου» για εκμετάλλευση. Δημιουργημένες κατά τη διάρκεια των αιώνων μετά από πολυέξοδες και μεγάλες προσπάθειες, οι συλλογές των βιβλιοθηκών μπορούν να ψηφιοποιήθουν σε ευρεία κλίμακα, έναντι ενός ευτελούς ποσού, μερικά εκατομμύρια δολάρια ίσως, ποσό εξευτελιστικό, εάν το συγκρίνουμε με την επένδυση που χρειάστηκε για τη δημιουργία των βιβλιοθηκών.
Οι βιβλιοθήκες υπάρχουν για την προώθηση του κοινού καλού: «την ενθάρρυνση της εκμάθησης», μίας εκμάθησης «ανοιχτής για όλους». Οι επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν για να φέρουν χρήματα στους μετόχους τους, τόσο το καλύτερο αν λάβουμε υπόψη μας ότι από μία οικονομία με κέρδη, επωφελείται και το γενικό συμφέρον. Ωστόσο, εάν επιτρέψουμε την εμπορευματοποίηση των πόρων μίας βιβλιοθήκης, υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσουμε να ξεπεράσουμε μία θεμελιώδη αντίθεση. Το να ψηφιοποιούμε τις συλλογές και να τις πουλάμε στο Διαδίκτυο χωρίς να μας ενδιαφέρει η ελεύθερη πρόσβαση σε όλους, θα επαναλάμβανε το λάθος, το οποίο διαπράχθηκε με τα επιστημονικά περιοδικά, τα οποία αφέθηκαν στα χέρια των ιδιωτικών εκδοτών αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Κάτι τέτοιο θα μετέτρεπε το Διαδίκτυο σε εργαλείο ιδιωτικοποίησης της δημόσιας γνώσης. Κανένα αόρατο χέρι δεν υπάρχει για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο γενικό και το ιδιωτικό συμφέρον. Μόνο το κοινό θα είχε την δικαιοδοσία να το κάνει αλλά ποιος θα το αντιπροσωπεύσει; Σίγουρα όχι οι νομοθέτες που ενέκριναν τον «νόμο Μίκυ».
Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για όσα έγιναν στο Διαφωτισμό αλλά μπορούμε να ορίσουμε κανόνες του παιχνιδιού που να προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον. Και οι βιβλιοθήκες αντιπροσωπεύουν αυτό το συμφέρον. Δεν είναι επιχειρήσεις, αλλά πρέπει να αποσβέσουν το κόστος τους, χρειάζονται ένα πλάνο δράσης. Η στρατηγική τους δεν μπορεί παρά να επικαλεστεί το ρητό που χρησιμοποιούσε ο πάροχος ηλεκτρικού ρεύματος Κον Έντισον όταν έσκαβε τους δρόμους της Νέας Υόρκης για να ηλεκτροδοτήσει τα κτήρια: «Να σκάψουμε, πρέπει». Ή προσαρμοσμένο στους βιβλιοθηκονόμους «να ψηφιοποιήσουμε, πρέπει». Αλλά όχι με οποιοδήποτε τρόπο. Οφείλουμε να το κάνουμε με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή διατηρώντας την υπευθυνότητα του περιεχομένου απέναντι στους πολίτες.
Θα ήταν αφελής η ταύτιση του διαδικτύου με τον Διαφωτισμό. Σίγουρα προσφέρει ένα μέσο μετάδοσης της γνώσης πιο ευρύ από αυτό, που ήλπιζε ο Τζέφερσον. Αλλά ενώ το Διαδίκτυο κατασκευάζονταν σιγά-σιγά, δεσμό με δεσμό οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν παρέμεναν άεργες στο τέλος της διαδρομής.. Θέλουν να ελέγξουν το παιχνίδι, να κυριευτούν από αυτό, να το κατακτήσουν. Συναγωνίζονται η μία την άλλη με τέτοια αγριότητα που οι πιο αδύναμοι εξαφανίζονται. Η μάχη τους για επιβίωση γέννησε μία ολιγαρχία με υπέρμετρη εξουσία, της οποίας τα συμφέροντα, διαφοροποιούνται αισθητά σε σχέση με αυτά του κοινού.
Δεν μπορούμε να παραμείνουμε με σταυρωμένα χέρια και να περιμένουμε τις ιδιωτικές εταιρείες να διακινδυνεύσουν το κοινό καλό. Σίγουρα, πρέπει να ψηφιοποιήσουμε αλλά πρέπει κυρίως να εκδημοκρατίσουμε, δηλαδή να γενικεύσουμε την πρόσβαση στη πολιτισμική μας κληρονομιά. Πως; Επαναδιατυπώνοντας τους κανόνες του παιχνιδιού, υπάγοντας το ιδιωτικό συμφέρον στο δημόσιο, εμπνεόμενοι από τους πρώτους δημοκράτες για την εγκαθίδρυση μίας ψηφιακής δημοκρατίας της γνώσης.
Από πού προέρχεται αυτή η ουτοπιστική ορμή; Από το Google. Εδώ και τέσσερα χρόνια, η συγκεκριμένη επιχείρηση ξεκίνησε να ψηφιοποιεί τα έργα που βρίσκονταν στους καταλόγους των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών, ανεβάζοντας στο Διαδίκτυο πλήρεις ερευνητικές εργασίες και καθιστώντας διαθέσιμους τους τίτλους, οι οποίοι κατέληγαν στο δημόσιο τομέα, χωρίς το κοινό να πληρώσει ούτε λεπτό. Είναι, πλέον, δυνατό, για παράδειγμα, να συμβουλευτούμε και να κατεβάσουμε δωρεάν ένα ψηφιακό αντίγραφο της αυθεντικής έκδοσης του «Μiddlemarch», του αριστουργήματος του Τζόρτζ Έλιοτ, το οποίο εκδόθηκε το 1871, και το οποίο υπάρχει στη Μποντλιανή βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Όλος ο κόσμος επωφελήθηκε, συμπεριλαμβανομένου του Google, το οποίο καρπώθηκε τα έσοδα από τη διαφήμιση, σχετικά διακριτικής άλλωστε, στη σελίδα Google Book Search.
Η εταιρία ψηφιοποίησε, επίσης, συνεχώς αυξανόμενο αριθμό βιβλίων τα οποία προστατεύονταν από τη πνευματική ιδιοκτησία και των οποίων αποσπάσματα έθεσε στο διαδίκτυο για τη διευκόλυνση των χρηστών. Ομως, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2005, η ένωση συγγραφέων και εκδοτών, τρομαγμένη από την έλλειψη κέρδους, άσκησε συλλογική αγωγή (class action) κατά του Google εν ονόματι της υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους. Στις 28 Οκτωβρίου 2008, μετά από ατελείωτες διαπραγματεύσεις, οι δύο πλευρές σύναψαν συμφωνία, η οποία αναμένει την έγκριση δικαστηρίου της Νέας Υόρκης. (2)
Η συμφωνία προβλέπει τη δημιουργία μίας επιχείρησης η οποία ονομάστηκε Αρχείο εκδοτικών δικαιωμάτων (Book Rights Registry) επιφορτισμένη με την αντιπροσώπευση των συγγραφικών και εκδοτικών συμφερόντων για τους κατόχους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Το Google θα καταστήσει επί πληρωμή, την πρόσβαση στη γιγαντιαία βάση δεδομένων του, η οποία θ’ αποτελείται, κατ’ αρχήν, από εξαντλημένα βιβλία από τα οποία θα χορηγήσουν πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Λύκεια, πανεπιστήμια και διάφορες δημόσιες αρχές θα μπορούν να συνδέονται σε αυτό αγοράζοντας μια «θεσμική άδεια». Μία άλλη άδεια, ονομαζόμενη «δημόσιας πρόσβασης», θα χορηγείται στις δημόσιες βιβλιοθήκες και θα προσφέρει δωρεάν πρόσβαση στη βάση αλλά από έναν μόνο υπολογιστή. Σε περίπτωση που ένας δυσαρεστημένος χρήστης αρνηθεί να κάτσει στην ουρά ελπίζοντας ότι ο μοναδικός αυτός υπολογιστής κάποτε θ’ απελευθερωθεί, υπάρχει πρόβλεψη, βεβαίως για μία υπηρεσία επί πληρωμή κατά παραγγελία, «την καταναλωτική άδεια». Το Google δεσμεύεται, εξάλλου, να συνεργαστεί με το Αρχείο εκδοτικών δικαιωμάτων, για να μοιράσει τα εισοδήματα, αντικειμενικά. Δηλαδή 37% για το Google και 63% για τους κατόχους της πνευματικής ιδιοκτησίας. Παράλληλα, η επιχείρηση θα συνεχίσει το ανέβασμα στο Διαδίκτυο έργων του δημόσιου τομέα, τα οποία θα μπορούμε να τα κατεβάσουμε από το Διαδίκτυο δωρεάν.
Στους επτά εκατομμύρια τίτλους, που ο όμιλος δήλωσε ότι ψηφιοποίησε πριν από τον Νοέμβριο του 2008, πρέπει να υπολογίσουμε ένα εκατομμύριο «δημόσιων» βιβλίων, άλλο ένα που διέπεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και είναι διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία και πέντε εκατομμύρια τίτλοι που διέπονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας αλλά έχουν εξαντληθεί ή είναι δύσκολο να βρεθούν. Η τελευταία κατηγορία θα τροφοδοτήσει την κύρια μάζα των εμπορεύσιμων τίτλων διαμέσου της «άδειας».
Πολλά έργα που διέπονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, θα αποκλειστούν, έτσι, από τη βάση δεδομένων, εκτός κι αν οι συγγραφείς τους, οι δικαιούχοι ή οι εκδότες αποφασίσουν διαφορετικά. Θα συνεχίσουν, λοιπόν, να πωλούνται υπό τη μορφή του παραδοσιακού χαρτιού ή θα γίνουν αντικείμενο εμπορευματοποίησης σε ψηφιακή μορφή, είτε για να μπορούμε να τα κατεβάσουμε μέσω «της καταναλωτικής άδειας» είτε για να διατεθούν με μορφή ηλεκτρονικών βιβλίων (e-books).
Εν συντομία, αφού διαβάσουμε την συμφωνία ανάμεσα στο Google, τους συγγραφείς και τους εκδότες, και αφού αφομοιώσαμε τη φιλοσοφία της, γεγονός που δεν είναι εύκολο εφόσον το κείμενο εκτείνεται σε 134 σελίδες και 15 παραρτήματα, μένουμε με το στόμα ανοιχτό: εδώ βρίσκεται η θεμελίωση μιας βιβλιοθήκης που θα μπορούσε να γίνει η μεγαλύτερη του κόσμου. Μία ψηφιακή βιβλιοθήκη η οποία θα νικούσε κατά κράτος τα πιο γνωστά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Επιπλέον, το Google θα γίνονταν το μεγαλύτερο εμπορικό βιβλιοπωλείο του πλανήτη, η ψηφιακή αυτοκρατορία του θα υποβίβαζε το amazon.com σε συνοικιακό μαγαζί. Πώς να μείνουμε αδιάφοροι στην προοπτική να δούμε τον πλούτο των μεγαλύτερων αμερικάνικων πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών διαθέσιμο σε όλους τους χρήστες στου Διαδικτύου του κόσμου; Όχι μόνο η τεχνολογική μαγεία του Google θα επέτρεπε σε κάθε αναγνώστη να χει πρόσβαση στα βιβλία που επιθυμεί, αλλά ακόμη θα έδινε δυνατότητες ανεξάντλητης έρευνας. Υπό ορισμένες συνθήκες, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που συνεργάζονται με το σχέδιο, θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ψηφιακά αντίγραφα των έργων που έχουν χαθεί ή καταστραφεί για να ανανεώσουν τα αποθέματα τους. Εξάλλου, το Google δεσμεύεται να προτείνει κείμενα με τρόπο ώστε να τα καταστήσει προσιτά και σε άτομα με ειδικές ανάγκες.
Δυστυχώς, η υπόσχεση της επιχείρησης να εγγυηθεί την ελεύθερη πρόσβαση στα αρχεία της οθόνης ενός μόνο υπολογιστή σε κάθε δημόσια βιβλιοθήκη έχει λίγες πιθανότητες να ικανοποιήσει τη ζήτηση, κυρίως στα πιο πολυσύχναστα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εξάλλου, υπάρχει κι ένας περιορισμός : οι αναγνώστες που επιθυμούν να εκτυπώσουν ένα κείμενο με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, θα μπορούν να το κάνουν μόνο επί πληρωμή. Παρ’ όλα αυτά, οι μικρές δημοτικές βιβλιοθήκες θα διαθέτουν ψηφιακό περιεχόμενο πιο σημαντικό από εκείνο της κεντρικής βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης σήμερα. Ναι, το Google θα μπορούσε ούτε λίγο ούτε πολύ να πραγματοποιήσει το όνειρο του Διαφωτισμού. Θα το κάνει, όμως; Οι φιλόσοφοι του 18ου αιώνα θεωρούσαν το μονοπώλιο ως το κατ εξοχήν εμπόδιο στη διάδοση της γνώσης, τα είχαν βάλει κυρίως με το συνδικάτο τυπογράφων του Λονδίνου και το σωματείο βιβλιοπωλών του Παρισιού, οι οποίοι συντάσσονταν κατά της ελεύθερης κυκλοφορίας βιβλίων.
Το Google δεν είναι συνδικάτο και δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μονοπώλιο. Η εταιρεία έχει μάλιστα συγκεκριμένο στόχο, να προωθήσει την πρόσβαση στη πληροφόρηση. Αλλά η συμφωνία που υπογράφηκε την καθιστά άτρωτη απέναντι σε κάθε μορφή ανταγωνισμού. Η πλειονότητα των συγγραφέων και εκδοτών που διαθέτουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στις ΗΠΑ, καλύπτονται αυτόματα από το κείμενο. Μπορούν, προφανώς, να επιλέξουν την εξαίρεσή τους από τη συμφωνία, αλλά ό,τι και να κάνουν, κανένα άλλο σχέδιο ψηφιοποίησης δεν θα μπορεί να δει το φως χωρίς έγκριση από καθέναν από τους δικαιούχους, μία αποστολή, σαν να λέμε, αδύνατη. Εάν η λειτουργία του Google γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο, διαδικασία που θα μπορούσε να διαρκέσει άλλα δύο χρόνια, ο καλιφορνέζος γίγαντας θα αποκτήσει ψηφιακό έλεγχο σε όλα σχεδόν τα βιβλία που εκδόθηκαν στις ΗΠΑ.
Αυτή η κατάληξη δεν είναι αναπόφευκτη. Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια εθνική ψηφιακή βιβλιοθήκη, το σύγχρονο ανάλογο της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Την ώρα που η πολιτεία αγρόν αγόραζε, το Google αναλάμβανε πρωτοβουλίες. Σκανάρισε, απλά, τα βιβλία και το έκανε τόσο αποτελεσματικά που σε κάποιους άρχισαν να τρέχουν τα σάλια για τα κέρδη που θ’ αποκτούσαν. Θα ήταν λάθος να διαμαρτυρόμαστε για τις προσδοκίες των συγγραφέων και των εκδοτών να προσλάβουν τα δικαιώματά τους και θα πρέπει να μην κρίνουμε βιαστικά τα επιχειρήματα της συλλογικής αγωγής. Ωστόσο, περιμένοντας τους δικαστές της Νέας Υόρκης να αποφασίσουν, είναι αναμφισβήτητο ότι η εν λόγω συμφωνία αποσκοπεί στην κατανομή των κερδών και όχι στην υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος.
Ένα από τα απρόβλεπτα αποτελέσματα της υπόθεσης είναι ότι το Google θα βρεθεί, όντως, σε μονοπωλιακή θέση ενός νέου είδους εμπορίου, όχι αυτό του ατσαλιού ή της μπανάνας, αλλά της πρόσβασης στη πληροφόρηση. Η επιχείρηση δεν είναι αντιμέτωπη με κανένα σοβαρό αντίπαλο. Η Μicrosoft παραιτήθηκε, εδώ και πολλούς μήνες, από το δικό της σχέδιο ψηφιοποίησης των βιβλίων, ενώ οι άλλες εταιρίες της αγοράς όπως η Open Knowledge Commons (πρώην Open Content Alliance) ή η Internet Archive, είναι ασήμαντες μπροστά της. Μόνο το Google διαθέτει τα αναγκαία μέσα ψηφιοποίησης σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Χάρη στη συμφωνία που διαπραγματεύτηκε με συγγραφείς και εκδότες μπορεί να έχει την παντοδυναμία, παραμένοντας στα όρια της νομιμότητας. Όσα έχει κάνει το Google ως τώρα υποδεικνύουν ότι δεν θα καταχραστεί την εξουσία του. Αλλά τι θα συμβεί όταν οι σημερινοί ιθύνοντες πουλήσουν το μερίδιό τους ή συνταξιοδοτηθούν; Οι προβλεπόμενες τιμολογήσεις για την πρόσβαση στη μελλοντική βάση δεδομένων αποτελούν ένα πρώτο στοιχείο απάντησης σε αυτή την ερώτηση. Η συμφωνία, έτσι όπως κατέληξε, άφηνε, πράγματι, ελευθερία κινήσεων στην εταιρία για αναδιαπραγμάτευση του κόστους των αδειών με καθέναν από τους πελάτες της, παρ’ όλο που δεσμεύεται στη τήρηση δύο γενικών αρχών: «1. την προσαρμογή των κατατιθέμενων στους δικαιούχους εισοδημάτων για κάθε έργο και κάθε άδεια ανάλογα με το δείκτη της αγοράς •και 2. την εξασφάλιση της ευρείας πρόσβασης στο κοινό, κυρίως στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα».
Τι θα συμβεί αν το Google επιλέξει το κέρδος εις βάρος του κοινού του; Τίποτα, αν λάβουμε υπόψη μας τις διατάξεις της συμφωνίας. Μόνο το Αρχείο εκδοτικών δικαιωμάτων δρώντας εν ονόματι των δικαιούχων, θα μπορούσε να επιβάλλει νέες τιμές στην εταιρία, αλλά μοιάζει σχεδόν απίθανο να έχει αντίρρηση σε υψηλότερες τιμές. Το Google μπορεί να επιλέξει τη χαμηλή τιμολόγηση. Αλλά τίποτα δεν θα το εμπόδιζε να δανειστεί μία στρατηγική όμοια με αυτή των εκδοτών επιστημονικών περιοδικών: δελεάζουν αρχικά τον πελάτη με μία ελκυστική προσφορά, στη συνέχεια, όμως, όταν αυτός «τσιμπήσει», ανεβάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις τιμές.
Οι υποστηρικτές της οικονομίας της αγοράς ανταπαντούν ότι η αγορά θα ρυθμιστεί από μόνη της. Εάν το Google γίνει πολύ ακριβό, οι καταναλωτές θα ακυρώσουν τις συνδρομές τους και οι τιμές, κατά συνέπεια, θα πέσουν. Αλλά δεν υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στη προσφορά και τη ζήτηση στους μηχανισμούς που διέπουν τη χορήγηση «θεσμικών» αδειών, τουλάχιστον όπως προβλέπουν οι υπογράφοντες τη συμφωνία. Φοιτητές, καθηγητές και βιβλιοθηκονόμοι δεν θα βάλουν οι ίδιοι το χέρι στην τσέπη.
Είναι οι βιβλιοθήκες που θα πληρώνουν και δεν μπορέσουν να εξασφαλίσουν κονδύλια για την ανανέωση της συνδρομής τους, πιθανόν να προκαλέσουν διαμαρτυρίες από τους «εθισμένους» στις υπηρεσίες του Google αναγνώστες. Θα προτιμήσουν, λοιπόν, να ελαχιστοποιήσουν τα άλλα τους έξοδα, μειώνοντας για παράδειγμα, την αγορά βιβλίων, όπως το έκαναν ήδη, όταν οι εκδότες ανέβασαν υπερβολικά τις τιμές των επιστημονικών περιοδικών.
Παρόλο που δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, μπορούμε μόνο να διαβάσουμε προσεκτικά τους όρους της συμφωνίας και να διατυπώσουμε κάποιες υποθέσεις. Εάν το Google καταστήσει προσιτό, σε λογικές τιμές, τον πλούτο όλων των μεγαλύτερων αμερικανικών βιβλιοθηκών, τότε δεν θα πρέπει να τσιγκουνευτούμε τα συγχαρητήριά μας. Μήπως, άλλωστε, δεν είναι καλύτερα να διαθέτουμε ένα τεράστιο αρχείο τίτλων, ακόμα και σε ακριβή τιμή, από το να μην έχουμε τίποτα; Αναμφίβολα, όμως, η συμφωνία του φθινοπώρου 2008 θα μετασχηματίσει ριζικά τον ψηφιακό κόσμο συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις στα χέρια μιας μόνο επιχείρησης.
Με την εξαίρεση της Βικιπαίδεια, το Google ελέγχει ήδη τη πρόσβαση στη πληροφόρηση του Διαδικτύου της πλειονότητας των αμερικάνων, οι οποίοι ψάχνουν για ένα άρθρο, μία φωτογραφία, ένα πλυντήριο ή ένα εισιτήριο κινηματογράφου. Χωρίς να προσμετρήσουμε τις πρόσθετες υπηρεσίες της διάσημης μηχανής αναζήτησης : Google Earth, Google Maps, Google Images, Google Labs, Google Finance, Google Arts, Google Food, Google Sports, Google Health, Google Checkout, Google Alerts και άλλα παράγωγα που ετοιμάζονται. Τώρα, το Google Book Search είναι έτοιμο να εγκαινιάσει τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη και το πιο σημαντικό βιβλιοπωλείο στην ιστορία.
Όποιος κι αν είναι ο τρόπος ερμηνείας της συμφωνίας, οι διατάξεις της εμπλέκονται τόσο που επιβάλλονται ως σύνολο. Σήμερα, ούτε το Google, ούτε οι συγγραφείς, ούτε οι εκδότες, ούτε το δικαστήριο της Νέας Υόρκης δεν είναι σε θέση να επιφέρουν αξιοσημείωτες αλλαγές. Είναι μία κρίσιμη καμπή στην ανάπτυξη αυτού που ονομάζουμε κοινωνία της πληροφόρησης. Εάν δεν αποκαταστήσουμε την ισορροπία το ιδιωτικό συμφέρον μπορεί ν’ αναδειχθεί σε σημαντικότερο από το δημόσιο, μια και καλή. Το όνειρο του Διαφωτισμού θα γίνει, τότε, πιο απρόσιτο από ποτέ.