Η Κίνα είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό παγκοσμίως: 1,35 δισ. κάτοικοι, δηλαδή ένα στα πέντε άτομα στον πλανήτη είναι Κινέζος. Θα εξακολουθήσει δε να κατέχει αυτή τη θέση για μια εικοσαετία. Όμως, από το 2030, θα παραχωρήσει τη θέση της στην Ινδία, η οποία εκτιμάται ότι θα έχει 20 εκατομμύρια περισσότερους κατοίκους. Το 1950, στην Κίνα αντιστοιχούσε το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού, έναντι 20% σήμερα. Αυτό το γεγονός οφείλεται καταρχάς στην εντυπωσιακή πληθυσμιακή αύξηση που παρατηρήθηκε σε ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως στην Αφρική (από 9% το 1950, 15% σήμερα) και στην Ινδία (από 15% στο 18%).
Ο δεύτερος λόγος συνίσταται στην πολιτική του περιορισμού των γεννήσεων που εφαρμόζεται από τη δεκαετία του 1970: πρόκειται για την αυστηρότερη και πλέον μακροχρόνια πολιτική που υιοθετήθηκε ποτέ. Αρχικά, την περίοδο 1971-1978, επιτρέπονταν δύο παιδιά ανά ζευγάρι στις πόλεις και τρία στην ύπαιθρο. Όμως, πολύ σύντομα, το καθεστώς έλαβε πολύ πιο ριζικά μέτρα και, μετά το 1979, ο κανόνας του ενός παιδιού επιβλήθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Εκείνη την εποχή, το μέτρο παρουσιάστηκε ως η αναγκαία προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας που προωθούσε ο μεταρρυθμιστής ηγέτης Ντενγκ Χσιάο Πινγκ: επέτρεπε στο κράτος να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του πληθυσμού και παράλληλα να διαθέτει πόρους για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Ενώ οι Κινέζες έκαναν το 1970 έξι παιδιά κατά μέσο όρο, σήμερα κάνουν λιγότερα από δύο, δηλαδή όσα και οι γυναίκες των πιο αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη. Έτσι, ενώ ο πληθυσμός αυξανόταν κάθε χρόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κατά 20 εκατομμύρια, η αύξησή του τη δεκαετία του 2010 είναι μονάχα 7,5 εκατομμύρια άτομα. Στα μέσα του αιώνα, η δημογραφική κυριαρχία της Κίνας θα πάψει να υφίσταται: οι Κινέζοι θα αποτελούν το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού, έναντι 18% για την Ινδία και 22% για την Αφρική.
Μέχρι σήμερα, η επιβράδυνση της δημογραφικής αύξησης υπήρξε αναμφίβολα ένα τεράστιο ατού : έτσι, στις αρχές του 21ου αιώνα, η Κίνα έγινε ένας από τους πρωταγωνιστές της παγκόσμιας οικονομικής σκηνής (1). Η επιτυχία οφείλεται στην εκ βάθρων μεταρρύθμιση που επιχείρησε ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ τη δεκαετία του 1970 για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ωστόσο, η οικονομική αλλαγή δεν θα είχε αποδειχθεί τόσο επιτυχής εάν δεν είχε συμπέσει με μια εξαιρετικά ευνοϊκή δημογραφική συγκυρία.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Κίνα διέθετε ένα σημαντικό ατού: το εξαιρετικό δημογραφικό της δυναμικό. Πράγματι, η γεννητικότητά της μειώθηκε αισθητά τη στιγμή που το ποσοστό των ηλικιωμένων ήταν χαμηλό. Έτσι, το 2010, σε κάθε οικονομικά εξαρτημένο άτομο αντιστοιχούσαν 2,1 ενήλικες μέλη του ενεργού πληθυσμού, έναντι 1,3 στην Ιαπωνία, 1,6 στην Ινδία και 1,8 στη Βραζιλία. Αυτή τη στιγμή, το 70% των Κινέζων ανήκει στον ενεργό πληθυσμό (15-59 έτη), έναντι 56% στην Ιαπωνία, 61% στην Ινδία και 66% στην Βραζιλία. Όμως, από το 2050 το ποσοστό τους θα είναι 54%, τη στιγμή που στην Ινδία, τον άμεσο ανταγωνιστή της Κίνας, αυτό το ποσοστό θα ανέρχεται στο 63%.
Οπωσδήποτε, η σημερινή δύναμη της Κίνας στην παγκόσμια οικονομική σκηνή οφείλεται εν μέρει σε αυτήν την εξαιρετικά ευνοϊκή –μεταβατική όμως- συγκυρία. Ήδη από τα μέσα του αιώνα, η δημογραφική δυναμική θα έχει εξανεμιστεί και στην Κίνα το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού θα είναι ίσο με εκείνο των οικονομικά εξαρτημένων (1,1 ενήλικας ανά οικονομικά εξαρτημένο άτομο, δηλαδή 50% , ακριβώς το ήμισυ σε σχέση με το 2010).
Η τεράστια ανατροπή της ηλικιακής πυραμίδας που εκδηλώνεται με την ταχύτατη γήρανση του πληθυσμού οφείλεται περισσότερο στη μείωση της γονιμότητας και λιγότερο στην αύξηση της διάρκειας ζωής των κατοίκων (2). Πρόκειται δε για μια κινεζική ιδιαιτερότητα: η γήρανση οφείλεται εξ ολοκλήρου στην πολιτική του ελέγχου των γεννήσεων. Μέχρι το 2050, το ποσοστό των Κινέζων με ηλικία άνω των 65 ετών θα έχει τριπλασιαστεί φτάνοντας τα… 440 εκατομμύρια• θα αντιστοιχεί, δηλαδή, στο σύνολο του σημερινού ευρωπαϊκού πληθυσμού (3). Ένας Κινέζος στους δύο θα έχει ηλικία μεγαλύτερη των 45 ετών, έναντι ενός στους τέσσερις το 2010. Το 2050, η γήρανση του πληθυσμού θα φτάσει σε επίπεδα αντίστοιχα με εκείνα της σημερινής Ιαπωνίας, της χώρας με τη μεγαλύτερη αναλογία ηλικιωμένων στον πληθυσμό. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο, 4 Ιάπωνες στους 10 θα είναι άνω των 65 ετών. Και φυσικά, αυτό θα έχει συνέπειες στην κινεζική οικονομία.
Το κράτος και η κοινωνία θα αναγκαστούν να επωμιστούν αυξημένα οικονομικά βάρη, καθώς την ίδια στιγμή θα διογκώνονται οι δαπάνες για τις συντάξεις και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και θα μειώνονται τα φορολογικά έσοδα. Κι αν η εξέλιξη αυτή μπορεί να παρουσιάζει και ορισμένα πλεονεκτήματα για χώρες όπως η Ιαπωνία -η οποία εξακολουθεί να είναι η τρίτη οικονομική δύναμη παγκοσμίως, παρά το γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι αποτελούν το 30% του πληθυσμού της- για την Κίνα η κατάσταση διαφαίνεται δυσκολότερη. Καταρχήν, η ιαπωνική οικονομία είναι κατά κύριο λόγο μια οικονομία υπηρεσιών: στον τριτογενή τομέα απασχολείται το 68% του ενεργού πληθυσμού (έναντι 27% στην Κίνα) παράγοντας τα τρία τέταρτα του ΑΕΠ (έναντι 40% στην Κίνα). Επιπλέον, στην Ιαπωνία το διαθέσιμο εισόδημα των ηλικιωμένων προσεγγίζει εκείνο του ενεργού πληθυσμού -μάλιστα, αυτή η εξέλιξη πυροδοτεί μια νέα δυναμική καινοτομίας και κατανάλωσης (4). Αντίθετα, στην Κίνα μεγάλο μέρος των ηλικιωμένων δεν έχει πρόσβαση στο συνταξιοδοτικό σύστημα και το επίπεδο ζωής τους είναι γενικά χαμηλό. Πρέπει, λοιπόν, να γίνουν πάρα πολλά πράγματα ακόμα σε αυτόν τον τομέα.
Από το αναδιανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα που κληροδότησε η παλαιά κρατικιστική οικονομία επωφελείται μια μειοψηφία στις πόλεις. Επιπλέον, οι παροχές του περιορίζονται στα ελάχιστα αναγκαία. Το κράτος προσπαθεί να δημιουργήσει ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας για όλους. Όμως, αν και ορισμένοι δήμοι έχουν κάνει σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση (ορισμένοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ιδιωτικά ασφαλιστικά συστήματα που στηρίζονται στις ασφαλιστικές εισφορές των επιχειρήσεων και των μισθωτών) - το εγχείρημα παραμένει ένα εξαιρετικά δύσκολο στοίχημα σε εθνικό επίπεδο, κι ακόμα περισσότερο στην ύπαιθρο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, μονάχα ένας συνταξιούχος στους τέσσερις ζούσε από τη σύνταξή του. Άλλο ένα τέταρτο εξακολουθούσε να εργάζεται, ενώ το υπόλοιπο ήμισυ επιβίωνε χάρη στη βοήθεια ενός μέλους της οικογένειας, συνήθως ενός παιδιού.
Εξάλλου, η συγκατοίκηση αρκετών γενεών κάτω από την ίδια στέγη, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσε τη μοναδική λύση για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, έχει πλέον αγγίξει τα όριά της. Όσο κι αν ένας νόμος του 1996 υποχρεώνει τις οικογένειες, και ιδιαίτερα τα παιδιά, να εξασφαλίζουν τα αναγκαία για τη διαβίωση στους συγγενείς τους, η σημερινή συγκυρία δυσκολεύει την εφαρμογή της οικογενειακής αλληλεγγύης. Με την ανατροπή της πυραμίδας των γενεών που θα επιφέρει η επιμήκυνση του χρόνου ζωής και η έντονη μείωση του αριθμού των παιδιών, τα βάρη που θα υποχρεωθεί να αναλάβει κάθε μέλος του ενεργού πληθυσμού θα καταστούν δυσβάστακτα. Πώς θα κατορθώσει ένα ζεύγος Κινέζων μοναχοπαιδιών να εξασφαλίσει τα προς το ζην τεσσάρων συνταξιούχων γονιών; Επιπλέον, ο σύγχρονος τρόπος ζωής –ιδιαίτερα στις πόλεις- ενδείκνυται πλέον λιγότερο για τη συγκατοίκηση των γενεών: οι ολοένα και ακριβότερες κατοικίες εξακολουθούν να είναι πολύ μικρού μεγέθους, ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται οι απαιτήσεις για ανέσεις και προσωπικές στιγμές του ζευγαριού και το κόστος ζωής αυξάνεται.
Επιπλέον, η αγορά εργασίας υποχρεώνει πολύ συχνά τους νέους να εγκαταλείπουν τον τόπο τους, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμα δυσκολότερη η συντήρηση των ηλικιωμένων. Σχεδόν στο 20% των νοικοκυριών συγκατοικούν σήμερα περισσότερες από τρεις γενιές. Θα μπορέσει όμως, άραγε, η παράδοση αυτή να αντέξει στις πιέσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής; Ακόμα, η κυβέρνηση έχει για την ώρα αποκλείσει το ενδεχόμενο της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης, η οποία είναι σχετικά χαμηλή (60 έτη για τους άνδρες και 55 για τις γυναίκες), τουλάχιστον όσον αφορά τους άνδρες. Αντίθετα, εξετάζει το ενδεχόμενο της εξίσωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης των ανδρών και των γυναικών.
Γενικότερα, η εξουσία δυσκολεύεται να βρει λύσεις για το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού. Εάν η χώρα επιθυμεί να διατηρήσει στο μέλλον τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που έχει επιτύχει, πρέπει να αναδιοργανώσει το φορολογικό της σύστημα για να χρηματοδοτήσει τη διαρκή φροντίδα της τρίτης ηλικίας και να της εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής. Χωρίς αμφιβολία, δεν θα μπορέσει να αποφύγει την αναδιάρθρωση της οικονομίας της, επικεντρώνοντάς την περισσότερο στις υπηρεσίες και στην εσωτερική κατανάλωση, και ιδιαίτερα στην κατανάλωση των ηλικιωμένων.
Ωστόσο, η γήρανση δεν αποτελεί τη μοναδική σημαντική δημογραφική πρόκληση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η κινεζική κοινωνία, καθώς καλείται επίσης να αντιμετωπίσει το αυξανόμενο έλλειμμα γυναικών, εφόσον οι αρχές συνεχίζουν τον περιορισμό των γεννήσεων. Βέβαια, για την ώρα, μονάχα το 36% των ζευγαριών στη χώρα υπόκεινται στον κανόνα του ενός παιδιού. Στην ύπαιθρο των 19 επαρχιών (5) επιτρέπεται δεύτερο παιδί εάν το πρώτο είναι κορίτσι: σε αυτήν την κατηγορία εντάσσεται το 53% του πληθυσμού. Όσον αφορά δε τα ζευγάρια που προέρχονται από εθνοτικές μειονότητες (το υπόλοιπο 11%), μπορούν να κάνουν δύο ή περισσότερα παιδιά ανεξάρτητα από το φύλο του πρώτου παιδιού.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους υπολογισμούς υπάρχει ένα έλλειμμα 60 εκατομμυρίων γυναικών, το οποίο οφείλεται στην έντονη προτίμηση των Κινέζων για τα αγόρια: συχνά, όταν πρόκειται για κορίτσι, είτε κάνουν άμβλωση, είτε του παρέχουν μια χαμηλότερης ποιότητας ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η οποία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατό του. Έτσι, η Κίνα έχει γίνει η χώρα όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη αναλογία παγκοσμίως ανδρών στον πληθυσμό (105,2 ανά 100 γυναίκες (6)). Από καθαρά δημογραφική άποψη, η κατάσταση των γυναικών είναι η χειρότερη δυνατή (7).
Όμως, παρόμοια ανισορροπία ανάμεσα στα φύλα κάθε άλλο παρά ανώδυνη είναι. Καταρχήν, από αυστηρά δημογραφική άποψη: λιγότερες γυναίκες σήμερα σημαίνει λιγότερες γεννήσεις στο μέλλον. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, μέχρι το 2050, αυτό το έλλειμμα γυναικών θα έχει ως αποτέλεσμα μια επιπλέον μείωση των γεννήσεων κατά 20 εκατομμύρια. Επιπλέον, η ασυνήθιστη αυτή κατάσταση θα καταδικάσει έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό ανδρών στην εργένικη ζωή: είναι πιθανό ότι, κάθε χρόνο, 1 ως 1,5 εκατομμύριο Κινέζοι δεν θα μπορούν να παντρευτούν.
Επομένως, υπάρχει κίνδυνος να πληγεί άμεσα η κινεζική οικονομία από αυτήν την εξέλιξη. Στη βιομηχανία, στην οποία οφείλεται το ήμισυ του παραγόμενου πλούτου της χώρας, η συμμετοχή των γυναικών είναι ιδιαίτερα υψηλή, ιδιαίτερα στον κλάδο της υφαντουργίας, των παιχνιδιών και του ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Μάλιστα, στη γεωργία, τομέα τον οποίο οι άνδρες εγκαταλείπουν ολοένα περισσότερο, οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν σήμερα τα δύο τρίτα του εργατικού δυναμικού.
Το 2050, οι άνδρες με ηλικία 15-49 ετών θα αποτελούν το 54% του εργατικού δυναμικού, έναντι 51% σήμερα. Έτσι, στην αγορά εργασίας, όσον αφορά αυτή την ηλικιακή κατηγορία, θα υπάρχει έλλειμμα 100 εκατομμυρίων γυναικών (8). Αυτή η εξέλιξη εγκυμονεί τον κίνδυνο να παρατηρηθεί έλλειψη εργατικού δυναμικού στη γεωργία και στη βιομηχανία.
Όμως, εκτός από την οικονομική διάσταση, τίθεται και το ζήτημα των δικαιωμάτων των γυναικών και της ισότητας των φύλων, αν και, αυτή η προβληματική παραμένει έως τώρα σχετικά περιθωριακή.
Η λύση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνεπάγεται η γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση του ποσοστού των ανδρών θα μπορούσε να συνίσταται στον τερματισμό της πολιτικής του ελέγχου των γεννήσεων, γεγονός το οποίο θα ενθάρρυνε επιπλέον τα ζευγάρια να μην αποφεύγουν να κάνουν κορίτσια. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να αποφευχθεί η αύξηση της αναλογίας των αρένων στον πληθυσμό.
Από αυτήν την άποψη, η Σαγκάη –στην οποία σχεδόν ένας κάτοικος στους τέσσερις έχει ήδη ξεπεράσει την ηλικία των εξήντα ετών και όπου σε ορισμένους κλάδους έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή η έλλειψη εργατικού δυναμικού- αποτελεί μια «πιλοτική πόλη». Είναι ο μοναδικός δήμος της χώρας που οργανώνει εκστρατείες ευαισθητοποίησης που ενθαρρύνουν τα ζευγάρια (που αποτελούνται από μοναχοπαίδια) να κάνουν και δεύτερο παιδί. Αξιέπαινη προσπάθεια… αλλά δίχως αποτέλεσμα. Τα επίπεδα της γονιμότητας που καταγράφονται στην πόλη είναι από τα χαμηλότερα παγκοσμίως: 0,7 παιδιά ανά γυναίκα το 2005!
Συνεπώς, ακόμα κι αν χαλαρώσει ο έλεγχος των γεννήσεων, δεν είναι βέβαιο ότι το μέτρο θα αποδειχθεί αρκετό για την αντιμετώπιση της γήρανσης του κινεζικού πληθυσμού. Οι απαιτήσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής και η αύξηση του κόστους της εκπαίδευσης και της ανατροφής των παιδιών υποχρεώνουν τα περισσότερα ζευγάρια να αυτοπεριορίζονται. Χωρίς αμφιβολία, η λύση προϋποθέτει την εκ βάθρων μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας και της οικονομίας, έτσι ώστε να αποφευχθεί η εμφάνιση ακόμα μεγαλύτερων δημογραφικών πιέσεων.