«Η σκηνή μου είναι κάπου εκεί πέρα, δίπλα στην τεχνική υπηρεσία, εκεί όπου ασχολούνται με το Ίντερνετ, τη διασύνδεση με τις άλλες καταλήψεις, την ενημέρωση στο Facebook. Εδώ είναι η κουζίνα όπου σερβίρεται πρωινό, γεύμα και δείπνο. Και παραδίπλα είναι η σκηνή “τσάι και εμπάθεια”: υπάρχει πιάνο και σερβίρεται δωρεάν τσάι και καφές!» Όλα αυτά συμβαίνουν στο Λονδίνο, μπροστά στον καθεδρικό του Αγίου Παύλου, στην καρδιά του Σίτυ: από τις 15 Οκτωβρίου του 2011, δεκάδες σκηνές είναι εγκατεστημένες σε αυτό το σημείο. (1) Ο Αμίρ Ιμράν αναλαμβάνει την ξενάγησή μας. (2)
Κοιμάται σε αυτή την κατασκήνωση από την πρώτη μέρα που στήθηκε και λείπει μονάχα δύο ημέρες την εβδομάδα, για να παρακολουθήσει τα μαθήματά του. Ο εικοσιτετράχρονος νεαρός έφτασε πριν από μερικούς μήνες στη βρετανική πρωτεύουσα για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη δημοσιογραφία. Στην Μαλαισία, απ’ όπου κατάγεται, «υπάρχει ένας δρακόντειος νόμος ο οποίος επιτρέπει τη φυλάκιση οποιουδήποτε ατόμου για το οποίο υπάρχουν υποψίες ότι διαταράσσει τη δημόσια τάξη και γαλήνη. Στην πατρίδα μου, συμμετείχα σε κινήματα που διεκδικούσαν το δικαίωμα του να διαδηλώνεις ελεύθερα. Εκεί, χρειάζεται μια ειδική άδεια για να διαδηλώσεις. Εδώ τα πράγματα είναι απλούστερα!» Γι’ αυτόν, η συμμετοχή στο κίνημα Occupy the London Stock Exchange (Καταλάβετε το Χρηματιστήριο του Λονδίνου) ήταν κάτι το αυτονόητο.
Το κίνημα, το οποίο ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη στις 17 Σεπτεμβρίου του 2011, υποστηρίζει ότι εμπνέεται από τους Ισπανούς Αγανακτισμένους και από την «Αραβική Άνοιξη». Παρά το γεγονός ότι οι καταστάσεις διαφέρουν και τα αιτήματα είναι μερικές φορές ασαφή και νεφελώδη, από το Λονδίνο έως τη Νέα Υόρκη και από τη Μαδρίτη έως το Τελ Αβίβ συναντάμε την ίδια δυσφορία απέναντι σε μια πολιτική τάξη πραγμάτων που έχει ξεφύγει από τον έλεγχο των πολιτών και εξελίσσεται σε μια ολιγαρχία που σφετερίζεται τον πλούτο. Επιπλέον, υπάρχει το συναρπαστικό συναίσθημα της συμμετοχής σε ένα παγκόσμιο κίνημα. Ωστόσο, παρόλη την επιθυμία των διαδηλωτών, είναι άραγε δυνατόν να εντάξουμε όλες τις κινητοποιήσεις στην ίδια κατηγορία; Μήπως από το Κάιρο ως την Αθήνα κι από το Σαντιάγκο ως το Σαν Φρανσίσκο βρισκόμαστε μπροστά στην ανάδυση ενός «παγκόσμιου αγωνιζόμενου λαού»; (3)
Το ερώτημα τέθηκε σε δύο Χιλιανούς φοιτητές οι οποίοι, από τον Μάιο του 2011, συμμετέχουν στο κίνημα για τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση σε μια χώρα όπου τα περισσότερα πανεπιστήμια ιδιωτικοποιήθηκαν από το δικτατορικό καθεστώς του Αουγκούστο Πινοσέτ, το 1981. (4) Πράγματι, κατά τη διάρκεια του 2011, η Χιλή γνώρισε τις μεγαλύτερες λαϊκές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις από την εποχή της επιστροφής της δημοκρατίας στη χώρα. Οι φοιτητές παρέσυραν στις κινητοποιήσεις τις οικογένειές τους και τους μαθητές λυκείου. Κατέληξαν δε να θέσουν, όχι μονάχα τα ζητήματα των ανισοτήτων και της φορολογικής μεταρρύθμισης, αλλά κι εκείνο της αντιπροσωπευτικότητας του πολιτικού συστήματος. Δεν θεωρούν ότι εμπνέονται από το Κίνημα των Αγανακτισμένων ή από την «Αραβική Άνοιξη» και υποστηρίζουν ότι διαμόρφωσαν τις διεκδικήσεις τους με άξονα την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα τους• ωστόσο, δηλώνουν ότι εκφράζουν μια οργή που υπερβαίνει τα σύνορα της Χιλής.
Για τον Αντρές Μουνιόζ Κάρκαμο, «πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο ενάντια στον τρόπο με τον οποίο το οικονομικό σύστημα αποκομίζει κέρδη καταστρέφοντας τις κοινωνικές δομές. Στη Χιλή, αυτό πραγματοποιείται με την ιδιωτικοποίηση της παιδείας. Αλλού, γίνεται με διαφορετικό τρόπο». Αν και σπεύδει να τονίσει τις ιδιαιτερότητες καθενός από αυτά τα κινήματα, ο συνάδελφός του Βινσέντε Σαΐντ αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας «κοινής βάσης»: «Ο κόσμος αγωνίζεται για να λαμβάνει ο ίδιος τις αποφάσεις.» Κι είναι αλήθεια ότι παντού συναντάμε την επιθυμία να ανακτήσουν την εξουσία την οποία κάποιοι έχουν σφετεριστεί, να συμμετάσχουν πραγματικά στη δημόσια ζωή και στη διακυβέρνηση των κοινωνιών. Πολύ συχνά, όλα αυτά εκφράζονται με μια μονάχα λέξη: «δημοκρατία».
Στην πλατεία της Πουέρτα ντελ Σολ, ένα πανό έγραφε: «Θα ξαναβρεθούμε στις γειτονιές».
Στη Μαδρίτη, το μέγεθος της οργής που κατέκλυσε την Πουέρτα ντελ Σολ στις 15 Μαΐου του 2011 -και αποτέλεσε την αφετηρία του κινήματος που αποκλήθηκε «15-Μ»- εντυπωσίασε τον Κάρλος Παρέδες, παρότι υπήρξε ένας από τους διοργανωτές της διαδήλωσης. Το κίνημα «Democracia real ya!» («Πραγματική Δημοκρατία τώρα!»), στο οποίο συμμετέχει, είχε δημιουργηθεί μόλις λίγους μήνες πριν με άξονα οκτώ προτάσεις που κυμαίνονταν από την κατάργηση των προνομίων των πολιτικών έως τη μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου και την ουσιαστική εφαρμογή του δικαιώματος στη στέγη. (5)
Όμως, για τον τριανταδυάχρονο επιχειρηματία από τον κλάδο της πληροφορικής, τα κίνητρα που ωθούν τον κόσμο να διαδηλώνει είναι ταυτόχρονα πολύ βαθύτερα και περισσότερο ασαφή από αυτές τις προτάσεις. Όπως εξηγεί, υπάρχει στην Ισπανία ένα «γυάλινο ταβάνι», μια αόρατη οροφή εμπόδιο, στην οποία προσκρούουν οι προσπάθειες του πληθυσμού για επαγγελματική άνοδο και άνθηση της προσωπικότητας. «Όσοι βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας παραμένουν στην κορυφή κι όσοι είναι στα χαμηλότερα σκαλοπάτια κατρακυλάνε ακόμα χαμηλότερα. Το γεγονός ότι είναι αδύνατη η οικονομική και κοινωνική πρόοδος με οδήγησε να αναζητήσω άλλες λύσεις. Κι ύστερα, συνάντησα το «Democracia real ya!». Δεν συνδέεται με κανένα κόμμα ή συνδικάτο, δεν επικαλείται καμία πολιτική ιδεολογία. Ωστόσο, ασκεί κριτική: σε ένα οικονομικό σύστημα το οποίο δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερες ανισότητες, σε μια δημοκρατία για την οποία πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν εκπροσωπεί πλέον κανέναν, ούτε στην Ισπανία, ούτε στην Ευρώπη. Επιπλέον, κατακεραυνώνει τα «πραξικοπήματα του χρηματοοικονομικού τομέα» που οδήγησαν –χωρίς εκλογές- τρία μέλη του σε σημαντικά αξιώματα: τον Μάριο Ντράγκι επικεφαλή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον Λουκά Παπαδήμο στην πρωθυπουργία στην Ελλάδα και τον Μάριο Μόντι στην πρωθυπουργία στην Ιταλία.
Η κρίση αντιπροσωπευτικότητας εξηγεί την αυθόρμητη ανάδυση ενός συνόλου μηχανισμών που αποσκοπούν στη συναινετική λήψη των αποφάσεων. Ακριβώς επειδή οι «Αγανακτισμένοι» αισθάνονταν αποκλεισμένοι από την πολιτική, δημιούργησαν τεχνικές διαβούλευσης όσο το δυνατόν περισσότερο περιεκτικές. Έτσι, ήδη από το πρώτο βράδυ της διαδήλωσης στην Πουέρτα ντελ Σολ, στις 15 Μαΐου, ορισμένοι πρότειναν να μείνουν στην πλατεία. Η κατάληψη διήρκεσε περισσότερο από έναν μήνα και συνοδεύτηκε από γενικές συνελεύσεις, συζητήσεις και τη συγκρότηση ομάδων εργασίας πάνω στα πιο διαφορετικά ζητήματα. Όλα τα άτομα που συναντήσαμε στη Μαδρίτη –αλλά και σε πολλά άλλα κινήματα του «Καταλάβετε την… »- μας διηγήθηκαν με συγκίνηση αυτές τις γενικές συνελεύσεις, στις οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, συμμετείχαν πολλές χιλιάδες άτομα. Μάλιστα, ο φιλόσοφος Χοσέ Λουίς Μορένο Πεστάνια κάνει λόγο για «ηδονή της δημόσιας συζήτησης». (6)
Ο Ιβάν Αγιάλα, 31 ετών -ο οποίος ετοιμάζει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στα μεθοδολογικά θεμέλια της νεοκλασικής οικονομίας, στο πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης- διηγείται: «Συμμετείχα στο κίνημα με δράση καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Στην αρχή ήταν εντυπωσιακό. Υπήρχαν ομάδες εργασίας στις οποίες συμμετείχαν έως και 500 άτομα! Κι ήταν συγκινητικό να φτάνεις στην πλατεία και να βλέπεις μια λαϊκή συνέλευση 4.000 ανθρώπων, οι οποίοι συζητούσαν σαν να βρίσκονταν στην Αγορά της αρχαίας Αθήνας.» Βέβαια, ο Αγιάλα θεωρεί ότι η κριτική που άσκησε στους τραπεζίτες, στους πολιτικούς, στον νεοφιλελευθερισμό και στους κερδοσκόπους προερχόταν από μια αριστερή σκοπιά. Ωστόσο, η πραγματική της επιτυχία συνίστατο στο γεγονός ότι επρόκειτο για μια «μαζική λαϊκή διαβούλευση. Τώρα, σε όλες τις γειτονιές, σε κάθε χωριό, έχουν αρχίσει να συγκροτούνται λαϊκές συνελεύσεις».
Έτσι, το κίνημα 15-Μ κατόρθωσε να επανεφεύρει τον εαυτό του και να συνεχίσει τη δράση του όταν αποφάσισε τη διάλυση της κατασκήνωσης και της διαρκούς κατάληψης της Πουέρτα ντελ Σολ. Συναντάμε αυτό το χαρακτηριστικό και στα υπόλοιπα κινήματα: ακριβώς όταν οι «Αγανακτισμένοι» αποφασίζουν να τερματίσουν την κατάληψή τους, έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν τη δράση τους και να αγγίξουν ένα ευρύτερο, πιο λαϊκό κοινό, εδραιώνοντας την παρουσία τους σε τοπικό επίπεδο. Στις 12 Ιουνίου του 2011, όταν τερματίστηκε η κατάληψη της Πουέρτα ντελ Σολ, το ετερόκλητο πλήθος των μικρών αφισών που ήταν αναρτημένες στην πλατεία αντικαταστάθηκε από ένα μεγάλο πανό: «Nos vemos en los barrios ». («Θα ξανασυναντηθούμε στις γειτονιές»).
Η γεωγραφική διαφοροποίηση του κινήματος ανταποκρίνεται στην ανάδυση μιας ποικιλομορφίας δράσεων. Για παράδειγμα, συγκροτήθηκε μια ομάδα η οποία ανέλαβε να συνδράμει τους ενοικιαστές που απειλούνταν με έξωση: οι οικογένειες έρχονται σε επαφή με τους «Αγανακτισμένους» και, την ημέρα που έχει οριστεί η έξωση, καταφθάνει ένα πλήθος ατόμων, το οποίο πολλές φορές επιτυγχάνει τη ματαίωση της έξωσης ή την αναστολή της για αρκετούς μήνες. Καταλαμβάνουν επίσης άδειες πολυκατοικίες για να στεγάσουν άπορες οικογένειες.
Aναδεικνύοντας τις ρωγμές του δημοκρατικού συστήματος
Το κίνημα 15-Μ κατόρθωσε να κινητοποιήσει και να στρέψει την προσοχή σε ζητήματα τα οποία μέχρι χθες ήταν πολύ λιγότερο ορατά. Η δικηγόρος Λιλιάνα Πινέντα συμμετέχει στον αγώνα για τη δημόσια διαχείριση του νερού. Πράγματι, ο δήμος της Μαδρίτης εξετάζει το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης της εταιρείας ύδρευσης Canal de Isabel II. Όπως μας εξηγεί, «η εκστρατεία αποτελεί παράδειγμα συνεργασίας ανάμεσα στο κίνημα και σε ορισμένα πολιτικά κόμματα, μέσα από μια κοινή πολιτική πλατφόρμα. Μέχρι τις 15 Μαΐου, είχαν ήδη οργανωθεί πολλά πράγματα. Όμως, χάρη στους “Αγανακτισμένους”, υπήρχε πολύ περισσότερος κόσμος στη διαδήλωση της 8ης Οκτωβρίου, γιατί η πολιτική μας πλατφόρμα είχε παρουσιαστεί σε πολλές λαϊκές συνελεύσεις, ενώ είχαν συμμετάσχει και πολιτικά κόμματα, όπως η Izquierda Unida (Ενωμένη Αριστερά) και το Equo». Το συγκεκριμένο γεγονός έχει μεγάλη σημασία, καθώς το κίνημα 15-Μ έμοιαζε μέχρι εκείνη τη στιγμή να αρνείται κάθε επαφή με τα πολιτικά κόμματα, ακόμα και με εκείνα τα οποία είχαν παραπλήσιες θέσεις με αυτό.
Το ζήτημα της σχέσης του κινήματος με την πολιτική έγινε εξαιρετικά ακανθώδες την παραμονή των βουλευτικών εκλογών της 20ης Νοεμβρίου του 2011, που έφεραν στην εξουσία το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) του Μαριάνο Ραχόι. Ποια στάση έπρεπε να κρατήσει κατά τη διάρκεια μιας τόσο σημαντικής προεκλογικής περιόδου ένα κοινωνικό κίνημα το οποίο υποστηρίζει ότι είναι ακομμάτιστο; Να δημιουργήσει ένα νέο κόμμα, όπως πρότειναν ορισμένοι, «για να ξεμπερδέψουν μια και καλή με τον δικομματισμό»; Πολύ γρήγορα, αυτή η ιδέα εγκαταλείφθηκε. Να καλέσουν τον κόσμο να απέχει; «Ποτέ δεν ζητήσαμε από τον κόσμο να επιλέξει την αποχή», τονίζει η Παρέδες. «Τον καλέσαμε να ψηφίσει μικρά μειοψηφικά κόμματα, γιατί είμαστε αντίθετοι με τον δικομματισμό του ΡΡ και του PSOE (του Σοσιαλιστικού και του Εργατικού Κόμματος της Ισπανίας)». Το ζητούμενο ήταν να εντοπιστεί –μετά από αρκετή σκέψη και περίπλοκους υπολογισμούς- σε κάθε (μονοεδρική) περιφέρεια το μειοψηφικό κόμμα που είχε τις περισσότερες πιθανότητες να νικήσει τους υποψήφιους των δύο μεγάλων κομμάτων. Αν και αυτή η κινητοποίηση δεν εμπόδισε τη Δεξιά να υπερισχύσει στις εκλογές, κατέστησε δυνατή την ανάδειξη των ρωγμών και των αδυναμιών του ισπανικού δημοκρατικού συστήματος. Για την αλλαγή του, η Παρέδες και οι σύντροφοί της επεξεργάζονται σήμερα ένα πρόγραμμα «δημοκρατία 4.0», με βάση το οποίο οι πολίτες θα μπορούσαν να ψηφίζουν μέσω Ίντερνετ για κάθε νομοσχέδιο που κατατίθεται στο Κοινοβούλιο.
Αλλά, η πραγματική επιτυχία του κινήματος, πέρα από τη διαρκή εφευρετικότητά του, συνίσταται στη βαρύτητα που απέκτησε στον δημόσιο διάλογο. Όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Μεγάλη Βρετανία, οι Ισπανοί «Αγανακτισμένοι» δηλώνουν ότι, στο εξής, οι προτάσεις τους βρίσκονται στο προσκήνιο της δημόσιας ζωής. Και κυρίως, όπως υπογραμμίζει η Παρέδες, «κατόρθωσαν να διεθνοποιήσουν το κίνημα. Το Occupy Wall Street (OWS) και τα ισραηλινά κινήματα (7) οφείλονται κατά κάποιον τρόπο στο Μ-15».
Πώς, όμως, κατόρθωσε, τον Οκτώβριο του 2011, μια μικρή κατασκήνωση διαδηλωτών στο Νότιο Μανχάταν να μετατραπεί σε «γενικό ξεσηκωμό» (8) και μάλιστα σε μια χώρα όπου οι λαϊκές κινητοποιήσεις έμοιαζαν να ανήκουν στην ιστορία; Ο Νεοϋορκέζος δικηγόρος Αλεξάντερ Πένλεϊ, ο οποίος συμμετείχε στο κίνημα της κατάληψης, υπενθυμίζει τη σημασία όλων των προηγούμενων γεγονότων που την κατέστησαν δυνατή (για παράδειγμα, τη συνδικαλιστική κινητοποίηση στις αρχές του 2011 στην πολιτεία του Ουισκόνσιν), ενώ θεωρεί επίσης ότι η «Αραβική Άνοιξη» χρησίμευσε ως παράδειγμα. «Εάν αυτά τα γεγονότα είχαν συμβεί στη Γαλλία, δεν θα είχαν την ίδια σημασία, γιατί, ξέρετε, οι Αμερικανοί θεωρούν ότι παρόμοιες διαδηλώσεις είναι κάτι το συνηθισμένο στη Γαλλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αντίθετα, οι χώρες της Μέσης Ανατολής είναι τόσο κλειστές, οι κοινωνίες τους τόσο μπλοκαρισμένες… Αν λοιπόν οι κινητοποιήσεις έφεραν κάποιο αποτέλεσμα εκεί, τότε κάτι μπορεί να γίνει κι εδώ.»
Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που είχε τόσο μεγάλη απήχηση η έκκληση για την κατάληψη της Γουόλ Στριτ που απηύθυνε μέσω Ίντερνετ το καναδικό περιοδικό «Adbusters», το οποίο είναι γνωστό για τη ριζοσπαστική κριτική που ασκεί στη διαφήμιση. Στις 17 Σεπτεμβρίου, μερικές εκατοντάδες άτομα συγκεντρώθηκαν για να διαδηλώσουν στη συνοικία όπου είναι συγκεντρωμένα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα της Νέας Υόρκης και κατέληξαν, σχεδόν τυχαία, στο Ζουκότι Παρκ, μια μικρή πλατεία στριμωγμένη ανάμεσα στους ουρανοξύστες, σε πολύ μικρή απόσταση από τη Γουόλ Στριτ και το Ground Zero. «Κάποιος έριξε την ιδέα να πραγματοποιήσουμε μια λαϊκή συνέλευση, όπως έκαναν στην Ελλάδα ή στην Ισπανία», θυμάται ο Ντέιβιντ Γκρέμπερ, ανθρωπολόγος που έχει διδάξει στο Γιέιλ και αναρχικός ακτιβιστής, ο οποίος εργάστηκε για την προετοιμασία της κατάληψης. Εκείνη την ημέρα, συνέβη κάτι σπάνιο για τις Ηνωμένες Πολιτείες: ο κόσμος άρχισε να μιλάει για την πολιτική, καταμεσής του δρόμου, σε δημόσιο χώρο. Κι άρχισε να ξεπηδάει ένα πλήθος διεκδικήσεων, από τις σοβαρότερες έως τις πλέον αλλόκοτες. Έτσι, κατά τη διάρκεια της πρώτης λαϊκής συνέλευσης του ΟWS συζητήθηκε η ακύρωση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου με τίτλο «Citizens United», με την οποία ενισχύθηκε η δυνατότητα των επιχειρήσεων να ασκούν πιέσεις στην πολιτική εξουσία, (9) αλλά και η επαναφορά του νόμου Γκλας-Σίγκαλ, ο οποίος είχε καταργηθεί το 1999 από τον Ουίλιαμ Κλίντον, με αποτέλεσμα να αφεθεί ανεξέλεγκτος ο χρηματοοικονομικός τομέας.
Στο Νάσβιλ, η κατασκήνωση της κατάληψης επανέφερε τους δεσμούς που είχαν καταστραφεί από μια απάνθρωπη πολεοδομία
Τις ημέρες που ακολούθησαν, οι διαδηλώσεις πολλαπλασιάστηκαν και οι σκηνές έκαναν την εμφάνισή τους: στο Ζουκότι Παρκ η ζωή άρχισε να οργανώνεται. Συνέχισαν να πραγματοποιούν λαϊκές συνελεύσεις, συγκροτήθηκαν ομάδες εργασίας, υιοθετήθηκε η «Διακήρυξη της κατάληψης της Νέας Υόρκης». Στην πλατεία αναμείχθηκαν οι πιο διαφορετικοί άνθρωποι: εκτός από τους νεαρούς λευκούς πτυχιούχους, άρχισαν επίσης να συρρέουν άστεγοι, άτομα από τις μειονότητες και διάφορες άλλες «περιθωριοποιημένες φωνές», των οποίων η μακροπρόθεσμη ενσωμάτωση στο κίνημα αποτελεί μια πρόκληση, η οποία κάθε άλλο μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι έχει προκαταβολικά κερδηθεί. Ορισμένοι δηλώνουν κομμουνιστές ή σοσιαλιστές, ή θεωρούν ότι ο καπιταλισμός είναι η αιτία του προβλήματος. Αντίθετα, άλλοι επιθυμούν τη διατήρηση του συστήματος και της οικονομίας της αγοράς και ζητούν μονάχα τη θέσπιση ενός ρυθμιστικού νομοθετικού πλαισίου.
Πολλοί δηλώνουν απογοητευμένοι από τον Μπάρακ Ομπάμα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο νεαρός δικηγόρος Γουίλιαμ Π. Γιορκ, τον οποίο συναντήσαμε στην κατάληψη του Occupy Nashville, στο Τενεσί: «Τον ψήφισα και δεν έκανε τίποτα. Τώρα, συμμετέχω στην κατάληψη. Το 2008, είχα συμμετάσχει ενεργά στην προεκλογική του εκστρατεία, στο Κλίβελαντ του Οχάιο. Επρόκειτο για μια πολιτεία που είχε καθοριστικό ρόλο για την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης. Ωστόσο, λίγο μετά την άνοδό του στην εξουσία συνειδητοποίησα ότι ήταν λίγο πολύ ίδιος με τους υπόλοιπους υποψήφιους. Ουσιαστικά, τα δύο κόμματα αποτελούν ένα και το αυτό κόμμα. Ελέγχονται από τις εταιρείες που χρηματοδοτούν τους υποψήφιους με τα ποσά που χρειάζονται. Με λίγα λόγια, τους έχουν αγοράσει οι εταιρείες, οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις». Η κριτική εναντίον των μεγάλων εταιρειών αποτελεί τον κοινό παρονομαστή του κινήματος OWS.
Η κατάληψη των δημόσιων χώρων υπήρξε το μέσο για να ακουστεί η κριτική. Για ορισμένους, αποτελεί αυτοσκοπό και το χειροπιαστό δείγμα της κοινωνίας που επιθυμούν να δουν να αναδύεται: πρόκειται για μια πολιτική πράξη η οποία αρκεί από μόνη της. Ωστόσο, όπως μας είπε ο Σέιν Πάτρικ, ένας από τους οργανωτές του κινήματος OWS, «κανείς δεν μπορεί να ζήσει σε μια εξισωτική κοινωνία στην καρδιά της Νέας Υόρκης κατά τη διάρκεια ενός παγωμένου Ιανουαρίου».
Έτσι, για πολλούς, η βίαιη εκδίωξη των καταληψιών από το πάρκο Ζουκότι, η οποία πραγματοποιήθηκε από την αστυνομία της Νέας Υόρκης στις 15 Νοεμβρίου, είχε ένα θετικό αποτέλεσμα. Ο Μάικλ Λεβίτιν -πρώην ανεξάρτητος δημοσιογράφος που εργαζόταν για το «Newsweek» και τους «Los Angeles Times», ο οποίος εκτελούσε χρέη αρχισυντάκτη της «The Occupied Wall Street Journal»- συμφωνεί με αυτήν την άποψη: «Δεν χρειαζόμασταν πλέον το Ζουκότι Παρκ. Κι ήταν η καλύτερη στιγμή για να σταματήσει αυτή η ιστορία. Κι ο τρόπος με τον οποίο ο δήμαρχος μάς έδιωξε ήταν τέλειος: βία, χτυπημένοι διαδηλωτές, συλλήψεις, τσαλαπατημένα βιβλία, αποκλεισμός των δημοσιογράφων. Όπως συνέβη και στην περίπτωση του κινήματος Μ-15 στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη, η αστυνομική βία επέτρεψε στο OWS να κερδίσει τη συμπάθεια της κοινής γνώμης, ενώ παράλληλα υποχρέωσε τους καταληψίες να σκεφθούν άλλους τρόπους δράσης, έτσι ώστε το κίνημα να περάσει σε νέο, ανώτερο επίπεδο».
Έτσι, δημιουργήθηκαν δεσμοί ανάμεσα στο OWS και σε διάφορες οργανώσεις των μειονοτικών κοινοτήτων που δραστηριοποιούνταν στις λαϊκές συνοικίες της Νέας Υόρκης και άλλων πόλεων. Στις 6 Δεκεμβρίου, η πλατφόρμα Occupy Our Homes («Ας καταλάβουμε τα σπίτια μας») οργάνωσε δράσεις σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες, για την «ανάκτηση» των κενών κατοικιών που ανήκουν πλέον σε τράπεζες. Στη Νέα Υόρκη, η δράση επικεντρώθηκε στη φτωχή περιοχή της ανατολικής πλευράς της πόλης. Αρχικά, στο κέντρο του Μπρούκλιν, οι συμμετέχοντες είναι κατά κύριο λόγο λευκοί και πτυχιούχοι. Όμως, όταν στη συνέχεια οι διαδηλωτές μοιράζουν στις αποβάθρες και στους συρμούς του μετρό προκηρύξεις με τις οποίες ενημερώνουν τον κόσμο ότι το ποσοστό εξώσεων στην Ανατολική Νέα Υόρκη είναι το υψηλότερο σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα, αρκετοί επιβάτες ενώνονται με τους διαδηλωτές και υιοθετούν το σύνθημα του OWS «Είμαστε το 99%» (σε αντιδιαστολή με το 1% των πλουσίων). Κι όταν η διαδήλωση ολοκληρώνεται, ο αριθμός των διαδηλωτών έχει φθάσει τις 2.000 άτομα. Ανάμεσά τους, ιστορικά στελέχη των αγώνων των μειονοτήτων, όπως ο Τσαρλς Μπάρον, πρώην μέλος των Μαύρων Πανθήρων και νυν δημοτικός σύμβουλος και ο Ιντάνις Ροντρίγκεζ, δημοτικός σύμβουλος κι αυτός, ο οποίος τονίζει στο συγκεντρωμένο πλήθος τη μεγάλη σημασία αυτής της ημέρας, καθώς αποδεικνύεται ότι το OWS γίνεται περισσότερο «πολύχρωμο», δεδομένου ότι συμμετέχουν περισσότεροι μαύροι, ισπανόφωνοι και μειονότητες,
Τελικά, στη Βέρμοντ Στριτ 702, πραγματοποιείται μια ενέργεια η οποία επαναλαμβάνεται σε άλλες σαράντα πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών: καταλαμβάνεται ένα κενό σπίτι, στο οποίο εγκαθίσταται η οικογένεια του Αλφρέντο Καρασκίγιο. Στο σπίτι παραμένει επίσης ανά πάσα στιγμή μια δωδεκάδα καταληψιών, η οποία έχει αναλάβει το έργο της προστασίας της οικογένειας από μια ενδεχόμενη απόπειρα έξωσης. Ο Μαξ Μπέργκερ, ο οποίος παραιτήθηκε από τη μη κυβερνητική οργάνωση στην οποία εργαζόταν για να συμμετάσχει στο κίνημα, μας λέει: «Καταλαμβάνουμε αυτό το σπίτι στο όνομα μιας οικογένειας. Ανέκαθεν ήθελα να στρατευθώ σε δράσεις οι οποίες μεταβάλλουν τους συσχετισμούς εξουσίας και μάχονται για λογαριασμό των πλέον περιθωριοποιημένων ατόμων της κοινωνίας. Κι αυτή η ιστορία γύρω από το δικαίωμα στην κατοικία είναι τέλεια: πρόκειται για τη φυσική επέκταση του κινήματος OWS. Ο κόσμος αισθάνεται ότι αυτή η υπόθεση τον αφορά άμεσα. Δεκάδες οικογένειες έρχονται σε επαφή μαζί μας για να τις βοηθήσουμε να βρουν ένα σπίτι ή για να τις προστατέψουμε από την έξωση. Το OWS έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα ευρύτατο κίνημα, το οποίο θα αλλάξει την όψη της πολιτικής ζωής αυτής της χώρας».
Πράγματι, δεν περιορίζεται μονάχα στη Νέα Υόρκη και σε ορισμένες μεγάλες πόλεις. (10) Στο Νάσβιλ, στην καρδιά της χριστιανικής και συντηρητικής Αμερικής, εγκαταστάθηκε μια κατασκήνωση καταληψιών πίσω από το Κογκρέσο της πολιτείας. Τον Δεκέμβριο του 2011, συναντούσε ακόμα κανείς δεκάδες σκηνές, των οποίων οι ένοικοι κέρδισαν το δικαίωμα να παραμείνουν επιπλέον μερικούς μήνες, χάρη στη δικαστική νίκη που κατήγαγαν στα δικαστήρια της πολιτείας. Τελικά, η κατασκήνωση διαλύθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις τον Μάρτιο του 2012, με αποτέλεσμα να μπορούν να υπερηφανεύονται οι καταληψίες του Νάσβιλ ότι οργάνωσαν μια από τις μακροβιότερες καταλήψεις στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αυτήν την πόλη, η ιδέα της ανάκτησης του δημόσιου χώρου αποκτάει ένα πολύ βαθύτερο νόημα σε σχέση με τη Νέα Υόρκη. Καθώς η πόλη αποτελεί ένα συνονθύλευμα από αυτοκινητόδρομους, ουρανοξύστες, τεράστιες εκκλησίες και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, ο δημόσιος χώρος προορίζεται αποκλειστικά για τα αυτοκίνητα. Εδώ, το περπάτημα αποτελεί παραλογισμό, πόσω μάλλον μια κατασκήνωση… Όπως διηγούνται οι καταληψίες, η κατασκήνωσή τους ξαναδημιούργησε τους δεσμούς που είχε καταστρέψει η απάνθρωπη πολεοδομία.
Το Νάσβιλ βρίσκεται στην καρδιά της «ζώνης της Βίβλου»: της περιοχής στο νότιο τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών, στην οποία σε κάθε βήμα συναντάει κανείς θρησκευτικά οικοδομήματα που θυμίζουν εμπορικό κέντρο. Ο Τζιμ Πάλμερ είναι ιερέας και εργαζόταν σε μια από αυτές τις εκκλησίες, την οποία εγκατέλειψε αναζητώντας μια πιο πνευματική μορφή χριστιανισμού. «Αντί να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο 10% των φτωχότερων ατόμων, οι Εκκλησίες εγκλωβίστηκαν σε μια δυναμική η οποία τις ωθεί να κατασκευάζουν ολοένα και μεγαλύτερα κτήρια και να οργανώνουν ολοένα περισσότερα προγράμματα, έτσι ώστε να κατατροπώσουν τις ανταγωνίστριές τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, επιβλήθηκε στους ιερείς το επιχειρηματικό μοντέλο. Ο ιερέας θυμίζει διευθύνοντα σύμβουλο επιχείρησης περιστοιχισμένο από το διοικητικό του συμβούλιο, ενώ οι ενορίτες δεν έχουν πλέον κανέναν λόγο». Όμως, η επέκταση του συγκεκριμένου μοντέλου συνοδεύτηκε και από τη διάδοση της κριτικής προς αυτό. Κι ο Πάλμερ, ο οποίος πρωτοστάτησε στη συγκρότηση μιας ομάδας στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι από διάφορα θρησκευτικά δόγματα, με τίτλο «Καταλάβετε τη Θρησκεία» (Occupy Religion), υπενθυμίζει ότι «ο Χριστός προερχόταν από το 99%».
«Στον 20ο αιώνα, η Αριστερά απέτυχε. Θα πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη της»
Τέσσερις μήνες μετά την εμφάνισή του, το OWS εμφανίζεται πολύμορφο και ετερογενές. Τριγύρω του συναθροίζονται οι πλέον διαφορετικές πρωτοβουλίες, ενώ οργανώνει διαδηλώσεις και δράσεις για όλα τα ζητήματα: την κατοικία, τη δύναμη των πολυεθνικών εταιρειών, τις πωλήσεις όπλων στο εξωτερικό από βιομήχανους που «εξάγουν θάνατο στο όνομα της άμυνας», τα δάνεια που αναγκάζονται να συνάπτουν οι φοιτητές για να πληρώνουν τα δίδακτρά τους, τη δωρεάν παιδεία… Ορισμένοι άλλοι στρέφονται στην κατάληψη αγροκτημάτων. Συνεπώς, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, το OWS κατόρθωσε να θέσει στο προσκήνιο του αμερικανικού δημόσιου διαλόγου ορισμένα σημαντικά ζητήματα, όπως οι ανισότητες και η κρίση αντιπροσωπευτικότητας του πολιτικού συστήματος, ενώ ταυτόχρονα συγκροτήθηκε ως «κίνημα των κινημάτων», (11) το οποίο έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει την προσοχή της κοινής γνώμης πάνω σε κινητοποιήσεις οι οποίες, χωρίς την υποστήριξή του, θα είχαν πολύ μικρότερη απήχηση.
Από την πλευρά τους, οι Χιλιανοί φοιτητές, οι οποίοι εστίασαν τη δράση τους στη διεκδίκηση της δωρεάν παιδείας, προχώρησαν σε κλασικού τύπου κινητοποιήσεις. Αν και μάχονται ενάντια στις συνέπειες μιας παρόμοιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής (οι αλλαγές που έφερε ο Πινοσέτ στο πανεπιστήμιο μετέτρεψαν την παιδεία σε ακριβό καταναλωτικό αγαθό), ο αγώνας τους είναι πολύ πιο οργανωμένος, με ηγεσίες εκλεγμένες, αντιπροσωπευτικές και νομιμοποιημένες.
Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, υπάρχουν αρκετά κοινά στοιχεία με το OWS. Καταρχήν, χρησιμοποιείται πλέον κοινή φρασεολογία. Όπως μας λέει ο Γκαμπριέλ Μπόριτς, ο οποίος εκπροσωπεί το κίνημα Creando Izquirda (Ας Δημιουργήσουμε την Αριστερά) και εξελέγη πρόσφατα πρόεδρος της Ομοσπονδίας Φοιτητών της Χιλής (FECH), «κατά τη διάρκεια του αγώνα μας υιοθετήσαμε το σύνθημα του OWS “Είμαστε το 99%”». Ο πολιτικός λόγος του φοιτητή της Νομικής Σχολής ο οποίος επικαλείται τον Αντόνιο Γκράμσι, τον Τόνι Νέγκρι και τον Σλαβόι Ζίζεκ, είναι ξεκάθαρος: «Είμαστε Αριστεροί, αλλά θεωρούμε ότι η Αριστερά απέτυχε τον 20ό αιώνα. Ο κόσμος που φαντάστηκε δεν ήλθε. Οφείλουμε να αντλήσουμε διδάγματα από τα λάθη της».