«Αν πετάξουμε καταγής ένα κρύσταλλο, θρυμματίζεται –αλλά όχι με οποιονδήποτε τρόπο: θρυμματίζεται σύμφωνα με τις οδηγίες θραύσης του σε κομμάτια των οποίων η οριοθέτηση, αν και αόρατη, ήταν εκ των προτέρων καθορισμένη από τη δομή του κρυστάλλου». Η παρατήρηση αυτή του Σίγκμουντ Φρόιντ, που έγινε τη δεκαετία του 1930 (1) και αφορούσε τους ψυχικά ασθενείς, έχει επίσης εφαρμογή και στους πολιτικά ασθενείς, στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση: μια δομή όντως γεμάτη ραγίσματα και θραύσματα.
Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007 φανέρωσε τις εγγενείς αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κατέδειξε ιδίως ότι η Ένωση εδραζόταν σε ένα αυταρχικό πολιτικό καθεστώς, το οποίο ρέπει προς την αναστολή των δημοκρατικών διαδικασιών επικαλούμενο την επείγουσα οικονομική ή χρηματοπιστωτική ανάγκη. Έτσι, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων ετών, θεσμοί που ξεφεύγουν από κάθε λαϊκό έλεγχο, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπαγόρευσαν τον οδικό χάρτη τους στους λαούς της Ιρλανδίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας κ.ά. –με την ενεργό συνεργασία της άρχουσας τάξης των χωρών αυτών. Η Συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση (ΣΣΣΔ / TSCG), ο έλεγχος του προϋπολογισμού των κρατών-μελών και η επιτήρηση των τραπεζών από την Ένωση παρατείνουν αυτή τη μετατόπιση (2). Πώς να χαρακτηρίσουμε αυτή τη μορφή διακυβέρνησης των λαών χωρίς τους λαούς;
Προκειμένου να κατανοήσουμε τη φύση του νέου ευρωπαϊκού πολιτικού καθεστώτος, πρέπει να επανέλθουμε στις τέσσερις φάσεις της κρίσης. Όλα ξεκινούν τον Αύγουστο του 2007. Όταν η μεγαλύτερη γαλλική τράπεζα, η BNP Paribas, ανακοινώνει το πάγωμα τριών επενδυτικών κεφαλαίων της, επικαλούμενη την αδυναμία της να τα τιμολογήσει, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει κανένα χρηματοπιστωτικό εργαλείο ικανό να της επιτρέψει να παρέμβει: το ενιαίο νόμισμα μπορεί να οδήγησε στην ανάδυση τραπεζών που δραστηριοποιούνται σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, όμως η εποπτεία της δραστηριότητάς τους παραμένει προνόμιο των κρατών. Η ΕΚΤ εγχέει σημαντική ρευστότητα, χωρίς να έχει ακόμη εξεταστεί το ενδεχόμενο μιας σε βάθος μεταρρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η πτώχευση της τέταρτης επενδυτικής τράπεζας του κόσμου, της Lehman Brothers, τον Σεπτέμβριο του 2008, δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για τη δεύτερη φάση της κρίσης. Οδηγεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας και προκαλεί μεγάλης έκτασης πιστωτική συρρίκνωση (credit crunch). Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται στην ύφεση.
Η απάντηση έρχεται πρώτα από τους G20 και τις κεντρικές τράπεζες των κυριότερων οικονομιών του πλανήτη: όλοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα λήψης προσωρινών μέτρων για την αντιστροφή του υφεσιακού κύκλου. Κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 2008, οι κυβερνήσεις ανακοινώνουν την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα και υπόσχονται να εγγυηθούν τα τραπεζικά δάνεια. Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύο θεσμοί αυξάνουν την ισχύ τους: η ΕΚΤ και η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αποτελούν τα πραγματικά κέντρα ελέγχου μέσα στη θύελλα. Καθώς δεν διαθέτουν εκλογική νομιμοποίηση, η ενδυνάμωσή τους εντείνεται με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο σε σχέση με το επίπεδο δημοκρατίας στην Ένωση.
Τρίτη φάση: στα τέλη του 2009, η Ευρώπη γίνεται το επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης. Και αρχίζει να ξετυλίγεται μια σατανική σπείρα: απογειώνονται τα επιτόκια του δημόσιου χρέους των χωρών της περιφέρειας, γενικεύονται τα μέτρα λιτότητας, με την ανάπτυξη να αγκομαχάει ή να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Μέσα στην αναταραχή, κυρίαρχα κράτη που εγκλείστηκαν στο κοινό νόμισμα βρίσκονται στο έλεος κερδοσκοπικών επιθέσεων από τη στιγμή που η ΕΚΤ αρνείται να προσφέρει την εγγύησή της.
Από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στον Μάριο Ντράγκι
Μάιος 2010. Το πρώτο σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας θέτει την Αθήνα υπό την κηδεμονία της «τρόικας»: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ΕΚΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στον απόηχό του, τα επιτόκια της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας τρελαίνονται, με τα επιτόκια της Ισπανίας και της Ιταλίας να ακολουθούν, ακυρώνοντας την εικασία σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα ήταν ειδική περίπτωση. Την ίδια στιγμή, το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (EFSF) βλέπει το φως της ημέρας. Παρά την αντίθεση ενός μέρους των ελίτ της ηπείρου, η ΕΚΤ διευρύνει το πεδίο των προνομίων της και αρχίζει να επαναγοράζει κρατικά χρεόγραφα στη δευτερογενή αγορά.
Οι αλλαγές αυτές αγκαλιάζουν τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ αναλαμβάνει επικεφαλής του EFSF. Πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πέρασε ένα μέρος της καριέρας του στον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα, εργάστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 για την Ομοσπονδιακή Ένωση Γερμανικών Τραπεζών, διεύθυνε ένα κερδοσκοπικό κεφάλαιο (hedge fund) μεταξύ του 1999 και του 2001 στο Λονδίνο και απασχολήθηκε ως ιδιωτικός σύμβουλος στις Βρυξέλλες. Παρόμοια περίπτωση: ο Ζακ ντε Λαροζιέρ. Πρώην γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν σύμβουλος του Μισέλ Πεμπερό, προέδρου-γενικού διευθυντή της BNP Paribas, τον Φεβρουάριο του 2009 ήταν επικεφαλής της ομάδας των εμπειρογνωμόνων που απέστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια έκθεση για τη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής. Τέσσερα από τα οκτώ μέλη αυτής της ομάδας έχουν ή είχαν δεσμούς με χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς: την Goldman Sachs, την BNP Paribas, τη Lehman Brothers και τη Citigroup.
Κατά την τέταρτη φάση, που αρχίζει τον Ιούλιο του 2011, η κρίση του δημόσιου χρέους στην ευρωπαϊκή περιφέρεια εξαπλώνεται σε ορισμένες χώρες του ιστορικού πυρήνα της Ένωσης, όπως η Ιταλία, η οποία βλέπει τα επιτόκια του χρέους της να εκτοξεύονται σε σχέση με εκείνα της Γερμανίας. Το σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου φλερτάρει και πάλι με την ύφεση, ενώ οι χώρες του Νότου βυθίζονται στην κρίση. Ταυτόχρονα, η κρίση πολιτικοποιείται όλο και πιο πολύ. Οι εντάσεις μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών σε διεθνές επίπεδο οξύνονται, κυρίως στους κόλπους των πιο τυραννισμένων από τις οικονομικές αναταράξεις κοινωνιών: της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας.
Ο ρόλος που έπαιξε το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF) κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης αποδεικνύεται αποφασιστικός. Ο οργανισμός αυτός, ένα είδος λόμπι των μεγάλων παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πίεσε με όλο του το βάρος τους εκπροσώπους των εθνικών κυβερνήσεων και της Ένωσης. Ενεπλάκη ευθέως στις διαπραγματεύσεις γύρω από τη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής, καταφέρνοντας λόγου χάρη να εκτροχιάσει τις συζητήσεις γύρω από την πρόταση επιβολής νέου φόρου στον τραπεζικό τομέα (3).
Όταν τον Οκτώβριο του 2012 ο Έλληνας πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, ανακοινώνει την πρόθεσή του να διενεργήσει δημοψήφισμα σχετικά με το νέο σχέδιο βοήθειας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γίνονται απειλητικές. Ο Νικολά Σαρκοζί επικαλείται για πρώτη φορά το ενδεχόμενο της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Ο Γ. Παπανδρέου παραιτείται· αντικαθίσταται από τον Λουκά Παπαδήμο, πρώην κεντρικό τραπεζίτη σε Αθήνα και Φρανκφούρτη, επικεφαλής μιας «κυβέρνησης εθνικής ενότητας».
Στην Ιταλία, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι γνωρίζει την ίδια μοίρα. Μετά την επιστολή που απηύθυνε στην Ιταλία ο Επίτροπος για οικονομικά και νομισματικά θέματα, Όλι Ρεν και με την οποία απαιτούσε δραστικές οικονομικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, ο Μπερλουσκόνι υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Αντικαταστάθηκε από τον Μάριο Μόντι, έναν νοτίως των Άλπεων κλώνο των κ.κ. Παπαδήμου, Λαροζιέρ και Ρέγκλινγκ. Πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος για τον ανταγωνισμό, ο κ. Μόντι έχει χρηματίσει πρόεδρος του European Money and Finance Forum (Ευρωπαϊκό Νομισματικό και Χρηματοπιστωτικό Φόρουμ, μια δεξαμενή σκέψης που συνενώνει τραπεζίτες, χρηματιστές, πολιτικούς και πανεπιστημιακούς) και σύμβουλος της Goldman Sachs και της Coca-Cola.
Η ανικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να αντεπεξέλθουν οδηγεί σε επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εν αναμονή της επικύρωσής της νέα συνθήκη περιορίζει ασφυκτικά τις εθνικές πολιτικές σχετικά με τους προϋπολογισμούς, υποβάλλοντάς τους στην κηδεμονία της Επιτροπής και άλλων κυβερνήσεων. Η αρχή σύμφωνα με την οποία «η εθνική κυριαρχία σταματά όταν σταματά η φερεγγυότητα» υποβιβάζει τις χώρες που δέχονται πρόγραμμα βοήθειας σε οιονεί προτεκτοράτα. Σε Αθήνα, Λισαβόνα και Δουβλίνο, οι άντρες με τα μαύρα της τρόικας υπαγορεύουν τη σειρά των μέτρων που πρέπει να υιοθετηθούν, εκθέτοντας σε κοινή θέα τις νεοαποικιακές σχέσεις στις οποίες υποβάλλονται οι χώρες της περιφέρειας. Υποστηριζόμενες από τη νέα κυβέρνηση της Γαλλίας, η Ισπανία και η Ιταλία απέσπασαν στην ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής του Ιουνίου 2012 μια αόριστη υπόσχεση, σύμφωνα με την οποία η επιβολή κηδεμονίας θα είναι λιγότερο αυστηρή στο μέλλον. Αυτές οι πλάνες θρυμματίστηκαν μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι, ότι δεν προτίθεται να προσφέρει την πλήρη εγγύηση της ΕΚΤ –της οποίας έγινε διοικητής τον Νοέμβριο του 2011– παρά μόνο με αντάλλαγμα την απόλυτη συμμόρφωση των εθνικών αρχών στις προσταγές της τρόικας (4).
Έτσι, από την έναρξη της κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν σταμάτησε να επιδεικνύει χαρακτηριστικά αυταρχικού καθεστώτος. Εκλεγμένες κυβερνήσεις που εξαναγκάζονται σε παραίτηση και αντικαθίστανται από τεχνοκράτες χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση· απόλυτο προβάδισμα υποτιθέμενα «ουδέτερων» θεσμών όπως η ΕΚΤ· εξάλειψη του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον οποίο ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος, Μάρτιν Σουλτς, εις μάτην προσπαθεί να αναδείξει (5)· ματαίωση δημοψηφισμάτων· παρείσφρηση του ιδιωτικού τομέα στη λήψη πολιτικών αποφάσεων… Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή την αντιδημοκρατική δυναμική, που μόνο ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα πανευρωπαϊκής κλίμακας θα μπορούσε να αναστρέψει, δεν θα ήταν ανώφελο να στραφούμε προς έναν σύγχρονο του Φρόιντ, έναν επίσης διορατικό παρατηρητή της κρίσης του πολιτισμού στη δεκαετία του 1930: τον Αντόνιο Γκράμσι.
Σύμφωνα με τον Ιταλό διανοούμενο, κατά τη διάρκεια των μεγάλων κρίσεων του καπιταλισμού, οι θεσμοί που εξαρτώνται από την καθολική ψηφοφορία, όπως τα κοινοβούλια, περνούν σε δεύτερο πλάνο. Αντιθέτως, οι περιστάσεις ενισχύουν «τη σχετική θέση της εξουσίας της γραφειοκρατίας (πολιτικής και στρατιωτικής), των υψηλών χρηματοπιστωτικών κύκλων, της Εκκλησίας και εν γένει όλων των οργανισμών που είναι σχετικά ανεξάρτητοι από τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης (6)». Σε κανονικές συνθήκες, όλοι αυτοί οι πόλοι εξουσίας αφήνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς να κρατούν τα ηνία χωρίς ιδιαίτερα προσκόμματα. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον σε κατάσταση κρίσης: από τη μία, οξύνονται οι εγγενείς αντιφάσεις των θεσμών που νομιμοποιούνται σε εκλογικό επίπεδο, ελαττώνοντας την ικανότητά τους να λαμβάνουν τις αποφάσεις που απαιτεί η επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων· από την άλλη, η κοινή γνώμη έχει σημαντικότατες διακυμάνσεις, απειλώντας να στραφεί προς τις πιο ριζοσπαστικές λύσεις.
Ο Γκράμσι ονομάζει «καισαρισμό» την προδιάθεση αυτή των δημοκρατικών καθεστώτων να επιδεικνύουν αυταρχικές τάσεις σε καιρούς κρίσης. Κατά τον 19ο αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ού, τα «καισαρικά» στοιχεία αναδύονταν από τους κόλπους των στρατευμάτων –κάτι που ισχύει για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, τον Όττο φον Βίσμαρκ και τον Μπενίτο Μουσολίνι, τρεις εμβληματικές μορφές του φαινομένου. Εξάλλου, ο καισαρισμός δανείζεται το όνομά του από έναν χαρισματικό Ρωμαίο στρατηγό που, διαβαίνοντας τον Ρουβίκωνα, εξάλειψε τα όρια μεταξύ στρατού και πολιτικής. Ο Γκράμσι, ωστόσο, είχε διαβλέψει ότι και μη στρατιωτικοί παράγοντες μπορούν επίσης να ασκήσουν τη λειτουργία του καίσαρα: πρόκειται για την περίπτωση της Εκκλησίας, του χρηματοπιστωτικού τομέα ή της κρατικής γραφειοκρατίας. Ο συγγραφέας των «Τετραδίων της Φυλακής» καταγράφει λόγου χάρη την κατακερματισμένη φύση του έθνους που προέκυψε από την Ιταλική Αναβίωση του 19ου αιώνα: η σύστασή του μέσα από διαδοχικές προσκτήσεις περιφερειών λαμβάνει χώρα χωρίς την πραγματική εμπλοκή των λαϊκών μαζών. Μόνη η γραφειοκρατία εγγυούνταν την ενότητα, παίζοντας τον ρόλο του καίσαρα, χωρίς τον οποίο οι φυγόκεντρες δυνάμεις θα διαρρήγνυαν το σύνολο.
Οι δυναμικές που αυτή την περίοδο αναπτύσσονται στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραπέμπουν σε μια μορφή καισαρισμού όχι στρατιωτική, αλλά χρηματοπιστωτική και γραφειοκρατική. Πολιτική οντότητα με κατακερματισμένη κυριαρχία, η Ευρώπη δεν βλέπει την ενότητά της να διασφαλίζεται παρά μόνο μέσα από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και τη δομική παρέμβαση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα στη λειτουργία της. Και οι υποτιθέμενες «πρόοδοι» που έχουν συντελεστεί προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, δίνουν έμφαση σε αυτόν τον χαρακτήρα.
Ο καισαρισμός αυτός δεν αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο στη σύγχρονη Ευρώπη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ορισμένοι μη δημοκρατικοί θεσμοί, ανάμεσα στους οποίους τα συνταγματικά δικαστήρια ή οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, ισχυροποιούνταν όλο και περισσότερο στη δυτική Ευρώπη. Η ιδέα που εκείνη την εποχή κινητοποιεί τις ελίτ της ηπείρου είναι ότι οι «δίδυμοι» ολοκληρωτισμοί –ναζισμός και σταλινισμός– αποτελούσαν προϊόν των «υπερβολών» της δημοκρατίας –κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η τελευταία θα έπρεπε να προστατευθεί απέναντι στον ίδιο της τον παραλογισμό (7). Ήδη από την έναρξή της, η ευρωπαϊκή ιδέα εγγράφεται σε αυτή τη λογική της αποστασιοποίησης από τους λαούς. Όμως, η βάρβαρη επιτάχυνση που επιτελέστηκε από το 2009 ριζοσπαστικοποίησε τη διαδικασία: η οικονομική και νομισματική ένωση έγινε ένα αυταρχικό εργαλείο διαχείρισης των κοινωνικών και οικονομικών αντιφάσεων που προξένησε η κρίση.
Έτσι, οι επιλογές που από εδώ και στο εξής προσφέρονται δεν αντιπαραθέτουν πλέον την επιδίωξη της ευρωπαϊκής οικοδόμησης με την επιστροφή στην εθνική κλίμακα, όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και οι ευρωφιλελεύθεροι διανοούμενοι, αλλά δύο ανταγωνιστικά μεταξύ τους ενδεχόμενα: τον καισαρισμό ή τη δημοκρατία.