Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, η επιθυμία να ανατραπεί το Παλαιό Καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας πυροδότησε αρχικά τη συσπείρωση πολύ ετερογενών κοινωνικών στρωμάτων. Κάτω από την πίεση του λαού και μπροστά στην απειλή του χάους, οι εκπρόσωποι των προνομιούχων κατηγοριών του πληθυσμού εξεγέρθηκαν τη νύχτα της 4ης Αυγούστου του 1789. Η επανάσταση επιτάχυνε την άνοδο της ισχύος ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων που βρίσκονταν στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στους αριστοκράτες και στην αγροτιά και οι οποίες είχαν ως μόνο κοινό στοιχείο την ιδιοκτησία ενός μικρού χρηματικού κεφαλαίου ή ένα κάποιο μορφωτικό επίπεδο: επιχειρηματίες, έμποροι και μικρέμποροι, μικροϊδιοκτήτες γης ή ακινήτων, γιατροί, δικηγόροι, δικαστικοί, μορφωμένοι… Η φάση της ριζοσπαστικοποίησης της επανάστασης, την περίοδο 1792-1794, διακόπηκε από την αντίδραση της 9ης Θερμιδόρ (1) και έδωσε τη θέση της σε ένα καθεστώς στο οποίο η «μεγαλοαστική τάξη» (τραπεζίτες, μεγαλοβιομήχανοι, ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι….) γνώρισε μεγάλη άνθηση και –με την επανάσταση του 1830- αναδείχθηκε ως νέα κυρίαρχη τάξη, εκτοπίζοντας την αριστοκρατία.
Μέσα σε αυτό το κοινωνικό τοπίο, αλλά και εξαιτίας της εκβιομηχάνισης, ο αριθμός των ατόμων που ανήκουν στο προλεταριάτο αυξάνεται με ταχύτατο ρυθμό. Οι συνθήκες ζωής και εργασίας της νεογέννητης εργατικής τάξης πυροδοτούν ένα νέο «κοινωνικό ζήτημα» το οποίο επιβάλλεται με το επαναστατικό κύμα του 1848. Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε το 1789, μετά την επανάσταση του 1830 η μοναρχία είναι αστική και «φιλελεύθερη». Ωστόσο, ο βασιλιάς ανατρέπεται από την συμμαχία της μικροαστικής τάξης και των Παριζιάνων φοιτητών με τους εργάτες. Όμως, η Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία που προκηρύχθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 1848 δεν διάρκεσε πολύ. Στις εκλογές της 23ης και 24ης Απριλίου, οι οποίες διεξήχθησαν με καθολική ψηφοφορία όλων των αρένων μελών του πληθυσμού, οι φιλελεύθεροι υπερίσχυσαν των επαναστατών, οι οποίοι, καθοδηγούμενοι από τον Αρμάν Μπαρμπές και τον Ογκίστ Μπλανκί, επιχείρησαν –ανεπιτυχώς- στις 15 Μαΐου να καταλύσουν την Συντακτική Συνέλευση. Στη συνέχεια, το κλείσιμο των «Εθνικών Εργαστηρίων» (τα οποία εξασφάλιζαν εργασία στους άνεργους) δημιούργησε εκρηκτική κατάσταση η οποία πυροδότησε την εξέγερση των ανατολικών συνοικιών του Παρισιού: στις 23, 24 και 25 Ιουνίου, η πρωτεύουσα μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, με αποτέλεσμα την σφαγή χιλιάδων εξεγερμένων από την νέα δημοκρατική εξουσία (2). Η Δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε μέσα από την καθολική ψηφοφορία των αρένων και κατήργησε την δουλεία, είχε μεν δημοκρατικό χαρακτήρα, όχι όμως και κοινωνικό.
Εκτός Γαλλίας συναντάμε –αν και σε εντελώς διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες- ορισμένες όψεις αυτής της επαναστατικής δυναμικής. Στις χώρες που βρίσκονται ακόμα αντιμέτωπες με την απολυταρχία, με την ξένη κατοχή και/ή με το εθνικό ζήτημα (Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ουγγαρία…), τα πλέον διαφορετικά κοινωνικά στρώματα προβάλλουν φιλελεύθερες και εθνικές διεκδικήσεις. Ωστόσο, πολύ σύντομα, εμφανίζεται ένα ρήγμα ανάμεσα στους μετριοπαθείς και στους ριζοσπάστες: οι πρώτοι αρκούνται σε ορισμένες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ οι δεύτεροι διεκδικούν και τη λήψη μέτρων που θα προωθούν την ισότητα.
Παντού στην Ευρώπη, επιβεβαιώνεται η ορθότητα της πρόβλεψης που διατύπωσε το 1846 ο Καμίλο Καβούρ, ο μελλοντικός ηγέτης της κυβέρνησης του Πεδεμοντίου και πρωτεργάτης της ενοποίησης της Ιταλίας: «Είμαστε πεπεισμένοι ότι, εάν η κοινωνική ειρήνη απειληθεί σοβαρά, εάν οι βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται αντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους, τότε, πολλοί από τους πλέον αποφασισμένους αντιφρονούντες, πολλοί από τους πλέον ένθερμους Δημοκράτες θα είναι από τους πρώτους που θα προσχωρήσουν στο κόμμα των Συντηρητικών (3)». Ωστόσο, η αποτυχία της Άνοιξης των Λαών (με εξαίρεση την Γαλλία, μετά από ένα χρόνο υπήρξε παλινόρθωση όλων των καθεστώτων που ανατράπηκαν) δεν σήμανε την επιστροφή στην κατάσταση που επικρατούσε προηγουμένως: παρ’ όλο που η αστική τάξη προσχώρησε στο «κόμμα του νόμου και της τάξης», η συγκυριακή και ετερόκλιτη συμμαχία του 1848 (βιοτέχνες των παραδοσιακών επαγγελμάτων, μισθωτοί σε τομείς που δεν είχαν ακόμα περάσει στο στάδιο της εκβιομηχάνισης, εργάτες, φοιτητές, έμποροι και διανοούμενοι της μικροαστικής τάξης…) υποχρέωσε οριστικά τους κυβερνώντες να εγκαταλείψουν μια αντίληψη για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας η οποία δεν ελάμβανε διόλου υπόψη τις προσδοκίες του λαού.
Το επαναστατικό κύμα του 1848 οδήγησε πολλούς επαναστάτες να αναρωτηθούν για τη στρατηγική που όφειλε να υιοθετήσει το εργατικό κίνημα, το οποίο βρίσκονταν ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση. Ο Καρλ Μαρξ κι ο Φρίντριχ Ενγκελς, οι οποίοι δημοσίευσαν εκείνη ακριβώς τη χρονιά το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» και οι οποίοι συμμετείχαν στις εξεγέρσεις, συμπέραναν ότι το προλεταριάτο οφείλει να στηρίζεται μονάχα στον εαυτό του: «Η αδελφοσύνη διάρκεσε μονάχα για όσο χρονικό διάστημα τα συμφέροντα της αστικής τάξης συνέπιπταν με τα επαναστατικά συμφέροντα. (…) Καμία από τις πολλές επαναστάσεις που πραγματοποίησε η γαλλική αστική τάξη από το 1789 δεν αποσκοπούσε στην ανατροπή της Τάξης, καθώς όλες άφηναν να διαιωνίζεται η ταξική κυριαρχία, η υποδούλωση των εργατών, η κυριαρχία των αστών, παρά τη συχνή αλλαγή της μορφής που ελάμβανε αυτή η κυριαρχία και αυτή η υποδούλωση. Ο Ιούνιος απείλησε αυτήν την Τάξη. Ο Ιούνιος έπρεπε λοιπόν να τσακιστεί (4) !» Επιπλέον, κατά τη γνώμη τους, ούτε και οι μικροαστοί δημοκράτες έχουν συμφέρον να ανατραπεί η κοινωνική τάξη πραγμάτων προς όφελος των επαναστατών. Έτσι, το συμπέρασμα των συγγραφέων του Μανιφέστου είναι απλό: οι προλετάριοι οφείλουν να συγκροτήσουν μια ανεξάρτητη πολιτική δύναμη και στη συνέχεια να επιχειρήσουν να συνάψουν συμμαχίες.
Στην Γερμανία, ο Καρλ Κάουτσκι συνεχίζει τον προβληματισμό του Μαρξ και του Ένγκελς λαμβάνοντας υπόψη, στα τέλη του 19ου αιώνα, τη γενική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και την αύξηση της ισχύος των διανοητικών επαγγελμάτων (γιατροί, δικηγόροι, δικαστές, καθηγητές, μηχανικοί, υπάλληλοι, κλπ.). Μπορεί άραγε αυτή η Ιντελιγκέντσια (intelligenz), η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη να γίνει σύμμαχος των σοσιαλιστών; Το ερώτημα αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία από το γεγονός ότι ένα ολοένα μεγαλύτερο τμήμα των στρωμάτων της πνευματικής εργασίας ζει και εργάζεται κάτω από συνθήκες που δεν διαφέρουν πολύ από εκείνες του προλεταριάτου (χαμηλόμισθοι υπάλληλοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, κλπ.). Αν και τρέφει ιδιαίτερα μεγάλη δυσπιστία απέναντι στην συγκεκριμένη κοινωνική τάξη την οποία θεωρεί κατεξοχήν συντεχνιακή και ρεφορμιστική, ο Κάουτσκι θεωρεί ότι το προλεταριοποιημένο τμήμα της ιντελιγκέντσιας μπορεί να κερδηθεί από τον σοσιαλισμό, υπό τον όρο ότι η εργατική τάξη θα είναι αρκετά ισχυρή στο πολιτικό επίπεδο, έτσι ώστε να κατορθώσει να επιβάλλει τις απόψεις της. Στην αντίθετη περίπτωση, «ναι μεν τα δύο κόμματα θα συνέκλιναν, αλλά δεν θα ήταν οι οπαδοί της κοινωνικής μεταρρύθμισης εκείνοι που θα έρχονταν σε εμάς, αλλά εμείς που θα πηγαίναμε σε αυτούς (5).
Λίγο καιρό αργότερα, ο Λένιν, στο έργο του «Τι να κάνουμε;» (1902), μετατρέπει το κομμουνιστικό κόμμα στο κατεξοχήν εργαλείο το οποίο θα επιτρέψει στο προλεταριάτο να συγκροτηθεί σε αυτόνομη επαναστατική δύναμη. Παρ’ όλο που η κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους τον Οκτώβριο του 1917 σήμανε την επιτυχία της λενινιστικής τακτικής, σε μια χώρα η οποία ήταν σε πολύ μικρό βαθμό βιομηχανοποιμένη, η επέκταση της σοσιαλιστικής επανάστασης στην υπόλοιπη Ευρώπη αποδείχθηκε αδύνατη. Τον Ιανουάριο του 1919, η γερμανική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έπνιξε στο αίμα την εξέγερση του Βερολίνου. Την ίδια χρονιά, συντρίφτηκε βίαια η «Δημοκρατία των Εργατικών Συμβουλίων» στην Βαυαρία και στην Ουγγαρία. Στην Ιταλία, η συντριβή των επαναστατικών κινημάτων την περίοδο 1919-1920, οδηγεί τον Αντόνιο Γκράμσι να θεωρητικοποιήσει, την δεκαετία του 1930, την έννοια της ιδεολογικής και πολιτιστικής «ηγεμονίας»: συμπεραίνει ότι, προτού η εργατική τάξη επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία, οφείλει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει τις ιδέες της, τις αξίες της και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα, έτσι ώστε να εξασφαλίσει τη συναίνεση των κοινωνικών τάξεων με τις οποίες θα χρειαστεί να συνεργαστεί.
Στη Γαλλία, το ζήτημα των συμμαχιών ανάμεσα στις τάξεις τίθεται με διαφορετικούς όρους. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 έχει αρχίσει ένας εντονότατος διάλογος για τη στάση που θα πρέπει να υιοθετηθεί απέναντι στην ανάπτυξη των μεσαίων τάξεων. Στο εσωτερικό του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς (SFIO), ο Μαρσέλ Ντεά εκτιμάει ότι οι τελευταίες έχουν μετατραπεί σε φυσικούς συμμάχους της εργατικής τάξης, δεδομένου ότι οι αγρότες που είναι ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούν, οι τεχνίτες, οι μικροί βιοτέχνες, οι έμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμα και οι μικροί βιομήχανοι, βρίσκονται στο εξής και αυτοί αντιμέτωποι με την απειλή του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού. Από όλα αυτά συνεπάγεται η αναγκαιότητα να συνάψει η –ετερογενής και μειοψηφική- εργατική τάξη μια συμφωνία συνεργασίας με τις μεσαίες τάξεις που γνωρίζουν μεγάλη άνθηση, ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει και ένας επανακαθορισμός του ρόλου του κράτους, το οποίο δεν μπορεί πλέον να γίνεται αντιληπτό ως ένα εργαλείο στην υπηρεσία μίας και μόνης κοινωνικής τάξης (6). Αναλύοντας τη δημοτικότητα του φασισμού, ο Ντεά καταλήγει ότι, στο εξής, οι σοσιαλιστές οφείλουν πλέον να διακηρύσσουν την «ανόρθωση του κράτους» και τη «σωτηρία του έθνους», πράγματα τα οποία –κατά τη γνώμη του- προσδοκούν οι μεσαίες τάξεις.
Ο Λεόν Μπλουμ ανταπαντά εξομοιώνοντας αυτόν τον «νεοσοσιαλισμό» με τον φασισμό και εξηγεί: «Φοβόμουνα ότι αν επιχειρούσαμε αλλαγές τέτοιου είδους στον σοσιαλισμό, τότε θα μετατρέπαμε το σοσιαλιστικό κόμμα από κόμμα μιας τάξης σε κόμμα των ταξικά ξεπεσμένων. Φοβόμουνα ότι, αν επιχειρούσαμε, όπως ο φασισμός, μια συσπείρωση συγκεχυμένων μαζών, αν κάναμε έκκληση όπως κι ο φασισμός σε όλες τις κατηγορίας της ανυπομονησίας, της οδύνης και της απληστίας, τότε θα πνίγαμε την ταξική δράση του Σοσιαλιστικού Κόμματος μέσα σε αυτό το κύμα των “τυχοδιωκτών” (…) που έφερε κάθε φορά στην εξουσία όλες τις δικτατορίες της ιστορίας (7).»
Όπως υπογράμμισε ο ιστορικός Σερζ Μπερστάιν, αν και οι «νεοσοσιαλιστές» εκδιώχθηκαν από την SFIO το 1933 (οι ηγετικές τους μορφές προσχώρησαν αργότερα στο καθεστώς των δωσίλογων του Βισύ (8)), ο φόβος μήπως προσχωρήσουν στον φασισμό οι «ταξικά ξεπεσμένοι», τους οποίους τόσο πολύ περιφρονούσε ο Λεόν Μπλουμ, υποχρέωσε τους Γάλλους κομμουνιστές και σοσιαλιστές να τους θεωρήσουν ως αναγκαίους συμμάχους. Παρ’ όλο που το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) εξακολουθούσε να είναι από το 1928 προσκολλημένο στην τακτική «τάξη εναντίον τάξης» (σύμφωνα με την οποία η αστική σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε έναν εχθρό ο οποίος έπρεπε να συντριβεί), αναγκάστηκε το 1934 να κάνει στροφή 180 μοιρών μετά από εντολή της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς: «Δίπλα στους προλετάριους, (…) επιθυμούμε να φέρουμε τις μεσαίες τάξεις και να τις αποσπάσουμε από τη δημαγωγία του φασισμού. (…) Οφείλουμε να υποστηρίξουμε κάθε διεκδίκηση των μεσαίων τάξεων από τη στιγμή που αυτή δεν είναι αντίθετη με τα συμφέροντα του προλεταριάτου». Η πρόταση αφορά κυρίως τους ιδιωτικούς και τους δημόσιους υπαλλήλους, τους μικροκαταστηματάρχες, τους τεχνίτες, τους μικροβιοτέχνες και τους αγρότες.
Η αλλαγή στάσης καθιστά δυνατή την ενότητα δράσης της SFIO και του ΚΚΓ, δεκατέσσερα χρόνια μετά τη διάσπαση που πραγματοποιήθηκε στο συνέδριο της Τουρ το 1920 (9). Τον Οκτώβριο του 1934, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΓ Μορίς Τορέζ πρότεινε την επέκταση αυτής της αντιφασιστικής συσπείρωσης και σε νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και τη συγκρότηση της «συμμαχίας των μεσαίων τάξεων και της εργατικής τάξης». Σε αυτή τη συμμαχία καλούνται να συμμετάσχουν το Ριζοσπαστικό Κόμμα, η Επιτροπή Επαγρύπνησης των Αντιφασιστών Διανοούμενων και η Λίγκα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ενώ η SFIO επιθυμεί την κατάρτιση ενός πραγματικού κοινού κυβερνητικού προγράμματος, οι κομμουνιστές επιθυμούν μονάχα τη λαϊκή συσπείρωση στη βάση της κοινωνίας, καθώς φοβούνται ότι υπάρχει ο κίνδυνος ορισμένες από τις προτάσεις τους να τρομάξουν τους συμμάχους τους (δημιουργία δημόσιων γεωργικών οργανισμών, απαίτηση να τεθούν υπό δικαστική μεσεγγύηση οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αδυναμία πληρωμών ή ακόμα και κοινωνικοποιήσεις επιχειρήσεων).
Γνωρίζουμε τη συνέχεια: το Λαϊκό Μέτωπο υπερισχύει στις εκλογές του 1936. Ακόμα και η δεξιά πτέρυγα του Ριζοσπαστικού Κόμματος τάσσεται υπέρ της συμμετοχής στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Λεόν Μπλουμ, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα ανακόψει την άνοδο της ακροδεξιάς και θα προασπίσει τα συμφέροντα των μεσαίων τάξεων. Ωστόσο, η συμμαχία δεν διήρκεσε πολύ. Οι μεγάλες απεργίες του Ιουνίου του 1936 επιτρέπουν στην εργατική τάξη να αποσπάσει σημαντικά μέτρα (άδεια μετ’ αποδοχών, εβδομαδιαία εργασία 40 ωρών) τα οποία όμως δεν συγκαταλέγονταν στο πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου. Οι μικρέμποροι και οι μικροβιομήχανοι που ψήφισαν Λαϊκό Μέτωπο ελπίζοντας ότι θα τερματιστεί η οικονομική κρίση καταγγέλλουν τις παραχωρήσεις προς τους απεργούς, υποστηρίζοντας ότι η μείωση του χρόνου εργασίας και οι μισθολογικές αυξήσεις ενδέχεται να πυροδοτήσουν ένα πληθωριστικό κύμα. Στη Γκρενόμπλ, οι έμποροι και οι μικροβιοτέχνες αντέδρασαν με διαδηλώσεις στην εφαρμογή του σαραντάωρου.
Οι κομμουνιστές αντιδρούν και υπενθυμίζουν στον Μπλουμ ότι το Λαϊκό Μέτωπο οφείλει «να υπερασπιστεί τους μικροϊδιοκτήτες απέναντι στις 200 οικογένειες» που νέμονται τον πλούτο της χώρας. Τον κατηγορούν ότι αποδέχεται πολύ πρόθυμα την προλεταριοποίηση των μεσαίων τάξεων. Ενθουσιασμένος από το απεργιακό κίνημα, ο Μαρσό Πιβέρ, ηγέτης της επαναστατικής πτέρυγας της SFIO, είχε αναγγείλει (σε άρθρο του στη «Le Populaire» της 17ης Μαΐου του 1936) ότι τα πάντα ήταν στο εξής εφικτά και ότι η επανάσταση ήταν στην ημερήσια διάταξη. Στις 11 Ιουνίου, ο Τορέζ αντιτείνει ότι «τα πάντα δεν είναι εφικτά σήμερα» καθώς ο πρωταρχικός στόχος εξακολουθεί να είναι η διατήρηση της «συνοχής των μαζών» και η πάση θυσία αποφυγή της «απομόνωσης της εργατικής τάξης» (10).
Το καλοκαίρι του 1936, αρχίζει να αναπτύσσεται μια εσωτερική αντιπολίτευση μέσα στο Λαϊκό Μέτωπο. Στις 23 Ιανουαρίου του 1937, ο Μπλουμ παρατηρεί στη «Le Populaire» : «Ένα τμήμα των μεσαίων τάξεων και της αστικής τάξης ανησυχεί κι αναζητεί στηρίγματα στους αντιδραστικούς κύκλους όταν η προσπάθεια για κοινωνική πρόοδο δίνει την εντύπωση ότι έχει απότομο και μεροληπτικό χαρακτήρα». Για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη τους, ο αρχηγός της κυβέρνησης εξαγγέλλει τον Φεβρουάριο μια «ανάπαυλα». Η ενέργειά του, όπως εξάλλου και η εγκατάλειψη των Ισπανών Δημοκρατικών με την ανακήρυξη της ουδετερότητας της Γαλλίας απέναντι στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, γίνεται αντιληπτή ως οπισθοδρόμηση του κινήματος: οι μέρες του Λαϊκού Μετώπου είναι στο εξής μετρημένες.
«Η μικροαστική τάξη τρέφει πάνω απ’ όλα μεγάλη εκτίμηση στην επίδειξη πυγμής, στην τάξη και στην πειθαρχία»
Με εξαίρεση τα μέτρα που υιοθετήθηκαν μέσα στην εξαιρετική συγκυρία της Απελευθέρωσης (11), θα πρέπει να περιμένουμε τις «κόκκινες» δεκαετίες του 1960 και του 1970 για να τεθεί και πάλι το ζήτημα της συμμαχίας ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και στις μεσαίες τάξεις. Δύο εμβληματικές περιπτώσεις μας δίνουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυσκολιών που ανακύπτουν μόλις αυτή η συμμαχία επιτύχει τους βραχυπρόθεσμους εκλογικούς στόχους της: η εκλογή του Σαλβαντόρ Αλιέντε στη Χιλή το 1970 και η εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία το 1981.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι μεσαίες τάξεις της Χιλής εκπροσωπούνται κατά κύριο λόγο από τους Χριστιανοδημοκράτες (DC). Όμως, η αριστερή τους πτέρυγα συμμαχεί με τους Ριζοσπάστες και τα εργατικά κόμματα (Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό) και στηρίζει την υποψηφιότητα του Αλιέντε στις προεδρικές εκλογές του 1970. Ο Αλιέντε εκλέγεται με ποσοστό μόλις 36,7% και διαφορά μόνο 40.000 ψήφων από τον υποψήφιο της Δεξιάς Χόρχε Αλεσάντρι (ο υποψήφιος της Χριστιανοδημοκρατίας λαμβάνει περίπου 28%). Ο Αλιέντε είναι οπαδός μιας επανάστασης η οποία θα σεβαστεί τη νομιμότητα και τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ένωσης (UP) αρχίζει αμέσως να υλοποιεί ένα πρόγραμμα ρήξης με τον καπιταλισμό: εθνικοποίηση των ορυχείων χαλκού (του κυριότερου πλουτοπαραγωγικού πόρου της χώρας) χωρίς καταβολή αποζημίωσης στις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρίες, επιτάχυνση της αγροτικής μεταρρύθμισης, έλεγχος από το κράτος των μεγάλων τραπεζών, της χαρτοβιομηχανίας, της υφαντουργίας, των ανθρακωρυχείων, της χαλυβουργίας, κλπ. `
Όμως, η UP βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλά εμπόδια: η αντιπολίτευση εξακολουθεί να διαθέτει την πλειοψηφία στα δύο Σώματα του Κοινοβουλίου, η ριζοσπαστική αριστερά κατηγορεί την κυβέρνηση για ρεφορμιστική στάση, οι Ηνωμένες Πολιτείες εργάζονται για την ανατροπή του Αλιέντε… Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση κατορθώνει να διευρύνει την εκλογική της βάση και συγκεντρώνει σχεδόν το 44% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Μάρτιο του 1973, χωρίς ωστόσο και να αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Κατά τη διάρκεια της τριετούς διακυβέρνησης της χώρας από τον Αλιέντε, εκτός από την υποστήριξή του από τους εργάτες, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η στήριξη που του παρείχε σημαντικό τμήμα των δημόσιων υπαλλήλων, των μικροβιοτεχνών και των τεχνιτών αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών. Όπως διηγείται ο Χιλιανός κομμουνιστής Χοσέ Καντερματόρι Ινβερνίτζι (βουλευτής και Υπουργός Οικονομίας το 1973), η στήριξή ήταν τόσο σημαντική ώστε ο στόχος που επιδίωκαν οι αντίπαλοί του ήταν «να στρέψουν τις μεσαίες τάξεις εναντίον της Λαϊκής Ένωσης (12)». Η αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή και ο πληθωρισμός που αποσταθεροποιεί την οικονομία έχουν ως αποτέλεσμα τη διάβρωση της στήριξης που απολαμβάνει η κυβέρνηση, ιδιαίτερα στην περίπτωση ορισμένων δημοσίων υπαλλήλων και μικροεπιχειρηματιών. Για να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια, η DC απαιτεί τη διεξαγωγή νέων εκλογών. Επιχειρεί –ανεπιτυχώς- να καθαιρέσει τον πρόεδρο, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο τον δρόμο για το στρατιωτικό πραξικόπημα. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ ανατρέπει την κυβέρνηση, θέτοντας ένα τέλος στο πείραμα ειρηνικής επανάστασης. Αντίθετα με τις ελπίδες της DC, θα εγκατασταθεί μόνιμα στην εξουσία, με την υποστήριξη της μεγαλοαστικής τάξης και των ΗΠΑ.
Ορισμένοι, όπως ο Κάρλος Αλταμιράνο, γενικός γραμματέας του Χιλιανού Σοσιαλιστικού Κόμματος, θεώρησαν ότι η ήττα της UP αποδεικνύει τον συντηρητισμό των μεσαίων τάξεων. Όπως γράφει, «αντί να ενισχύουμε τον εγωισμό τους και να ικανοποιούμε τις υλικές διεκδικήσεις τους (αγοραστική δύναμη, επιτόκια, φόροι, κοινωνική ασφάλιση, μισθοί, πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση…)», θα έπρεπε «να τις ενσωματώσουμε σε ένα μεγάλο πρόγραμμα το οποίο θα αποσκοπεί στην αλλαγή της ζωής» και να τις υποτάξουμε σε μια «υπαρκτή κι αποτελεσματική εξουσία», γιατί «η μικροαστική τάξη τρέφει πάνω απ’ όλα μεγάλη εκτίμηση στην επίδειξη πυγμής, στην εμπέδωση της τάξης και στην πειθαρχία» (13).
Ορισμένες συντηρητικές κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να μετατραπούν σε δυνάμεις αλλαγής
Παρόμοια ανάλυση, η οποία στηρίζεται στο αξίωμα ότι οι μεσαίες τάξεις είναι οριστικά κι αμετάκλητα προσκολλημένες στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, εγκυμονεί τον κίνδυνο να μας οδηγήσει σε έναν κοινωνιολογικό ντετερμινισμό. Η Ιστορία αποδεικνύει ότι, όπως συνέβη και στην περίπτωση του 1789, ορισμένες κοινωνικές ομάδες τις οποίες δεν θεωρούμε θετικά προσκείμενες ως προς την κοινωνική αλλαγή μπορούν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να μεταμορφωθούν σε κινητήριες δυνάμεις της αλλαγής. Όπως εξάλλου μπορεί να συμβεί και το αντίθετο: οι λαϊκές τάξεις, αντί να έχουν επαναστατικό χαρακτήρα απλά και μόνο λόγω της θέσης τους στην κοινωνία, μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνική βάση του κόμματος της «τάξης και της ασφάλειας». Έτσι, τα γεγονότα του Μάη του 1968 χαρακτηρίζονται, αφενός από τη συναδέλφωση φοιτητών και εργατών (14), αλλά και, αφετέρου, από τη σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις προσδοκίες ενός τμήματος των φοιτητών της μικροαστικής τάξης και των απεργών εργατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η 17η Μαΐου : η πορεία των φοιτητών που ήρθε να ενωθεί με τους απεργούς της Renault στο εργοστάσιο της Μπιγιανκούρ αναγκάζεται να επιστρέψει άπρακτη καθώς βρήκε τις πόρτες του εργοστασίου κλειστές.
Καθώς οι μεσαίες τάξεις δεν είναι πάντα συντηρητικές, όπως εξάλλου και το προλεταριάτο δεν είναι υποχρεωτικά προοδευτικό, κάτω από ποιες προϋποθέσεις ένα πρόγραμμα για τη ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας θα μπορούσε να συνενώσει τις δύο κοινωνικές ομάδες οι οποίες, ναι μεν διαθέτουν την αριθμητική πλειοψηφία, αλλά των οποίων τα συμφέροντα ενδέχεται να αποκλίνουν; Αυτή τη δυσκολία επιχείρησε να ξεπεράσει το κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα της γαλλικής Αριστεράς που συντάχθηκε το 1972. Μέσα σε μια συγκυρία της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό συνίσταται στη ραγδαία αύξηση του προσωπικού της εκπαίδευσης και των ενδιάμεσων επαγγελμάτων του δημόσιου τομέα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) που δημιουργήθηκε από το συνέδριο του Επινέ το 1971 (15) προτείνει την ενότητα δράσης με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας (PCF). Το τελευταίο, ενθαρρυμένο από τις επιτυχίες των Ιταλών συντρόφων του, αρχίζει να ενδιαφέρεται και πάλι για την τύχη των μεσαίων τάξεων.
Από την πλευρά του, ο Μιτεράν γνωρίζει ότι οφείλει να διευρύνει, τόσο τη βάση των ενεργών μελών του κόμματος, στο οποίο κατόρθωσε να κυριαρχήσει χάρη σε μια περιστασιακή συμμαχία, όσο και την εκλογική του βάση. Έτσι, αφού πυροδότησε την πλήρη ρήξη με το σαρακοφαγωμένο κι ετοιμόρροπο οικοδόμημα της SFIO, η οποία υπέστη μια ιστορική εκλογική ήττα στις προεδρικές εκλογές του 1969 (5% των ψήφων), προσπαθεί να προσεγγίσει τα καινούρια μισθωτά στρώματα της μεσαίας τάξης τα οποία γνωρίζουν τότε μεγάλη άνθηση. Για να το κατορθώσει, υιοθετεί ένα μέρος από την κληρονομιά του Μάη του 1968, ιδίως στους τομείς της φιλελευθεροποίησης των ηθών και του πολιτισμού. Σε αυτό το πεδίο, διευκολύνεται από το γεγονός ότι το ΚΚΓ επιστρέφει σταδιακά σε μια εργατίστικη ρητορεία καθώς ανησυχεί επειδή η ενωτική δυναμική ωφελεί εκλογικά περισσότερο τον εταίρο του και λιγότερο το ίδιο. Η απόκλιση γίνεται εμφανής το 1977 με τη διάλυση του κοινού προγράμματος. Στο εξής, οι δύο παρατάξεις της Αριστεράς βρίσκονται αντιμέτωπες.
Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Μιτεράν εκλέγεται πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υποσχέθηκε τη «ρήξη με τον καπιταλισμό» και, για να την επιτύχει, «μια στέρεη ταξική συμμαχία» (16), η οποία εξάλλου πραγματοποιείται στις κάλπες στις 10 Μαΐου του 1981. Συνεπώς, μήπως θα πρέπει να ερμηνευθεί η «στροφή της λιτότητας» που επιχειρείται το 1983 (πάγωμα μισθών, μαζικές αναδιαρθρώσεις στη βιομηχανία) ως μια από τις άπειρες προδοσίες των πολιτικών εκπροσώπων των μεσαίων τάξεων απέναντι στους εργάτες σύμμαχούς τους; Αυτή η αντίληψη για τα πράγματα, η οποία μπορεί να αντλήσει επιχειρήματα από την κοινωνική περιχαράκωση της ηγετικής ομάδας των σοσιαλιστών, τείνει να παραγνωρίζει το διεθνές και το ιδεολογικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε από το συντηρητικό κύμα: λίγο καιρό πριν, στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία εξελέγησαν ο Ρόναλντ Ρίγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι «νέοι φιλόσοφοι» κυριαρχούν στη γαλλική διανόηση. Ωστόσο, ήδη από το 1982, τα διευθυντικά στελέχη του δημόσιου τομέα (17) αποκτούν ρόλο καθοριστικής σημασίας στη διαμόρφωση της στρατηγικής των σοσιαλιστών, ενώ οι κυβερνώντες δεν αντιμετωπίζουν σοβαρές πιέσεις από την πλευρά των συνδικάτων ή των λαϊκών κινητοποιήσεων. Από εκείνη τη στιγμή, τα πάντα συμβαίνουν σάμπως οι σοσιαλιστές που βρίσκονται στην εξουσία να ανατινάζουν τη γέφυρα που αποτελούσε το κόμμα ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος, και να περιχαρακώνονται μέσα στο φρούριο του κράτους που περιβάλλεται από βαθιά τάφρο, «αφήνοντας στους –πραγματικούς ή στους δυνητικούς- συμμάχους τους περιορισμένες δυνατότητες επιλογών: την πολιορκία του φρουρίου ή την υποχώρηση (18)». Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία η οποία κυριαρχούσε σε όλον τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο καθιστούσε πιθανό το γεγονός ότι οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε η νέα κυβέρνηση θα ερμηνεύονταν ως συνέπεια της ακαταλληλότητας της σοσιαλιστικής θεωρίας να αντιμετωπίσει τις πραγματικότητες του καινούριου κόσμου που είχε εντωμεταξύ διαμορφωθεί.
Παρόλη τη διαφορετικότητα των εκάστοτε καταστάσεων, τα εμπόδια στα οποία προσκρούει η συμμαχία των λαϊκών τάξεων και των μεσαίων τάξεων εξακολουθούν να είναι τα ίδια. Ο φόβος που προκαλούν στις μεσαίες τάξεις ορισμένα προγράμματα που θεωρούνται υπερβολικά ριζοσπαστικά (για παράδειγμα εκείνα που ενδέχεται να απειλήσουν την ιδιοκτησία ή την αξία των αποταμιεύσεων) φαίνεται να αποτελεί μια αμετάβλητη σταθερά. Ωστόσο, κυρίως σε περιόδους οξύτατης κρίσης, ο φόβος του κοινωνικού ξεπεσμού και της ταξικής υποβάθμισης, την οποία το υπάρχον σύστημα αδυνατεί να εμποδίσει (όταν δεν είναι αυτό το ίδιο ο άμεσος αρχιτέκτονάς της) ευνοεί συμμαχίες και συναντήσεις γύρω από στόχους «κοινής σωτηρίας». ¨
Συνεπώς, η μελέτη των εμπειριών του παρελθόντος, αντί να καταλήγει σε ένα μάθημα αποθαρρυντικού ρεαλισμού, μας προσφέρει έναν αριθμό κλειδιών ο οποίος μας επιτρέπει να καθορίσουμε τις προϋποθέσεις της επιτυχίας μιας παρόμοιας συμμαχίας. Οι προϋποθέσεις αυτές μπορεί να είναι κοινωνικές (σχετικά κοινά οικονομικά συμφέροντα) ή πολιτικές (επιθυμία της πλειοψηφίας του λαού να εκδιωχθεί η Δεξιά από την εξουσία). Κατά παράδοξο τρόπο, το βάθεμα των ανισοτήτων, το πλήρες μπλοκάρισμα των μηχανισμών της κοινωνικής ανόδου και ο ολοένα περισσότερο μειοψηφικός χαρακτήρας των ελίτ που ελέγχουν τα κράτη χωρίς να ενδιαφέρονται για την μοίρα των λαών, μπορούν να ευνοήσουν την ανάδυση κοινών συμφερόντων την οποία τόσο συχνά η Ιστορία έχει υπονομεύσει ως σήμερα.