Νηφάλια και με την αντικειμενικότητα που εξασφαλίζει πια η χρονική απόσταση απ’ το γεγονός καλά έκανε και διεκδίκησε η Αθήνα τους Αγώνες. Οι διθύραμβοι για τη διοργάνωση στα ξένα μέσα ενημέρωσης, η εκ μέρους τους παραδοχή ότι έσφαλαν στις εκτιμήσεις για την «καταστροφή που πλησιάζει», η επαναβεβαίωση στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα ασφαλής αλλά και η τόνωση της χαμηλής αυτοεκτίμησης των πολιτών ότι μπορούν να τα καταφέρουν, είναι οφέλη σημαντικά για μια χώρα που συνήθως ακροβατεί μεταξύ του βαλκανικού και του ευρωπαϊκού προφίλ της. Το κέρδος όμως δεν ήταν μόνο άυλο, μετρήσιμο σε δείκτες εθνικής αξιοπρέπειας. Είναι και οφθαλμοφανές. Η Αθήνα έγινε μια άλλη πόλη. Απέκτησε μετρό και τρaμ, καινούργιο αεροδρόμιο , περιφερειακούς δρόμους ταχείας κυκλοφορίας κι εκσυγχρόνισε το απηρχαιωμένο δίκτυο συγκοινωνιών. Σε ό,τι αφορά τα έργα υποδομής μεταμορφώθηκε, έγινε πιο άνετη και λειτουργική με δεκάδες ξενοδοχεία υψηλού επιπέδου και εγκαταστάσεις που μπορούν να εξυπηρετήσουν απαιτητικές επιχειρηματικές ανάγκες.
Τουριστική αξιοποίηση των Αγώνων
Η προβολή της Ελλάδας χάρη των Ολυμπιακών Αγώνων είναι ένας ακόμη λόγος αισιοδοξίας. Η κορυφαία αθλητική διοργάνωση έσπασε τον Αύγουστο του 2004 όλα τα ρεκόρ τηλεθέασης καθώς αθροιστικά οι τηλεθεατές ξεπέρασαν τα 40 δισεκατομμύρια. Η πρωτοφανής διαφήμιση οδήγησε σε τουριστική ανάκαμψη μετά από μια πενταετία ύφεσης για τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας. Η «παρακαταθήκη» των Αγώνων έφερε πέρσι στα νησιά επιπλέον 1,4 εκατομμύρια τουρίστες ενώ το 2006 όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι ο τουρισμός θα εκτοξευτεί στα 14 εκ. Η σημασία δε του κλάδου για την ελληνική οικονομία αποτυπώνεται στο γεγονός ότι αποτελεί το 16% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος και το 18% της συνολικής απασχόλησης. Η Ελλάδα με τη δυναμική που της έδωσαν -και- οι Ολυμπιακοί Αγώνες κατέχει σήμερα την 15η θέση στη παγκόσμια κατάταξη των τουριστικών αφίξεων.
Στα οφέλη προσμετράται και το ειδικευμένο δυναμικό. Οι 5.000 άνθρωποι που εργάστηκαν επαγγελματικά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά κι οι περίπου 50.000 εθελοντές που μάγεψαν με τη ευγένεια και το χαμόγελό τους τους ξένους επισκέπτες, ήταν μεγάλο όφελος. Επιπλέον ο κρατικός μηχανισμός δοκίμασε τα όρια αντοχής του σε επίπεδο συντονισμού ενώ κι οι δύστροποι στις κάθε λογής απαγορεύσεις Έλληνες συνεργάστηκαν με σιδερένια πειθαρχία με το κράτος και την οργανωτική επιτροπή. Έκαναν τους Αγώνες κτήμα τους και πέτυχαν.
Υπερέβαλλαν σε ζήλο
Η Ελλάδα κέρδισε διθυραμβικά το ολυμπιακό στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό της και τον κόσμο. Τί έγινε όμως όταν έσβησαν οι προβολείς της γιορτής; Η κληρονομιά των Αγώνων άρχισε να αποδεικνύεται «αβάσταχτη».
Ίσως η ρίζα του κακού να βρίσκεται στο μαξιμαλιστικό τρόπο που σχεδιάστηκε το εγχείρημα. Με μια επαρχιώτικη νοοτροπία ότι «θα εντυπωσιάσουμε τον κόσμο» χτίζοντας πανάκριβες κατασκευές, μόνιμες στο σύνολο τους, για να μην καταφύγουμε στις λευκές τέντες που επέλεξε για πολλά απ’ τα αγωνίσματα το Σίδνευ, η ΔΟΕ ανέβασε τον πήχη των απαιτήσεων ενώ τόσο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όσο κι η «σιδηρά» πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων Γιάννα Αγγελοπούλου, με το ενοχικό σύνδρομο των καθυστερήσεων να τους κατατρέχει, δεν είπαν σε τίποτα «όχι». Τα δέχτηκαν όλα και υπερέβαλλαν σε ζήλο. Έτσι, ξαφνικά η μικρή Αθήνα των 4 εκατομμυρίων πολιτών και τους ενός εκατομμυρίου μεταναστών απέκτησε 18 γήπεδα και στάδια. Ακόμη και για αγωνίσματα όπως το μπάτμιντον, εντελώς άγνωστα και αδιάφορα στο ελληνικό κοινό.
Η νέα κυβέρνηση
Οι εκλογές που μεσολάβησαν λίγους μήνες πριν από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών, το Μάρτιο του 2004 επιδείνωσαν τη κατάσταση. Το κόμμα των συντηρητικών (Νέα Δημοκρατία) κι ο ηγέτης του Κώστας Καραμανλής έβαλε όλες του τις δυνάμεις για να ολοκληρωθούν τα στάδια και να προλάβει η Αθήνα το ραντεβού του Αυγούστου αλλά κατά την πάγια ελληνική τακτική της μη συνέχειας του κράτους έσκισε όποια σχέδια μεταολυμπιακής αξιοποίησης κληρονόμησε από τους προκατόχους του.
Πιστώθηκε τα καλά της διοργάνωσης, χρονοτρίβησε όμως στα δύσκολα, όπως ήταν η μεταολυμπιακή αξιοποίηση. Πολλούς μήνες μετά τους Αγώνες η νέα κυβέρνηση συνέχισε «να τρώει απ’ τα έτοιμα», απ’ τον απόηχο της επιτυχίας, αρκούμενη μόνο σε υποσχέσεις και δηλώσεις για την εξαργύρωση της. Στο μεταξύ στα στάδια μπήκε λουκέτο που επισφράγισε την ανυπαρξία ολοκληρωμένου σχεδίου. Το σημερινό αποτέλεσμα; Οι εγκαταστάσεις μοιάζουν μάλλον με «βαρίδια», τα οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να ξεφορτωθεί στο υψηλότερο δυνατό τίμημα. Όλα σχεδιάζεται να δοθούν σε ιδιώτες και για το κόσμο που πανηγύριζε ενθουσιωδώς κατά τη διάρκεια των Αγώνων -και πλήρωσε το κόστος τους- δεν μένει τίποτα. Ούτε καν το δικαίωμα της πρόσβασης σ’ αυτά αφού στο σύνολο τους είναι σφραγισμένα και εγκαταλελειμμένα.
Απ’ τα 18 ,τα δύο έχουν ήδη δοθεί σε επιχειρηματικές κοινοπραξίες που θα τα μετατρέψουν σε θεόρατα εμπορικά κέντρα με ταυτόχρονες ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Για 5 ακόμη έχουν προκηρυχθεί διεθνείς διαγωνισμοί. Τα υπόλοιπα αποφασίστηκε να στεγάσουν ...δημόσιες υπηρεσίες: Το κτίριο που φιλοξένησε τους εκπροσώπους του Τύπου θα φιλοξενήσει υπουργεία, το σπίτι της Άρσης Βαρών ένα «άστεγο» πανεπιστήμιο. Ακόμη και την περίφημη στέγη Καλατράβα, για την οποία καρδιοχτύπησε το πανελλήνιο αν θα «κουμπώσει» εγκαίρως, οι Αθηναίοι τη βλέπουν σήμερα από μακριά. Το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας δεν είναι ανοικτό στο κόσμο, παρά μόνο για τη σποραδική διοργάνωση ποδοσφαιρικών αγώνων και συναυλιών. Ουδείς ξέρει τί θα απογίνουν τελικά τα γήπεδα στο σύνολο τους. Όμως σίγουρα η αξιοποίηση που επελέγη είναι διαφορετική και ανορθολογική σε σχέση με αυτό που περίμεναν οι Έλληνες.
Ήταν σίγουρο πως το κόστος είναι δυσβάσταχτο για να συντηρήσει όλα τα στάδια το δημόσιο αλλά όλοι περίμεναν πως κάποια θα παραμείνουν στον έλεγχο του κράτους για να εξυπηρετούν τον αρχικό τους στόχο : Μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις – απ’ αυτές που δεν διεκδίκησε στην πορεία η Αθήνα - και τόνωση του ενδιαφέροντος των πολιτών για τον αθλητισμό.
Κι αν η έκβαση της τύχης του άψυχου υλικού είναι αβέβαιη ,ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το έμψυχο. Οι πρωταγωνιστές της λαμπρής διοργάνωσης χάθηκαν στο χρόνο. Η Γιάννα Αγγελοπούλου ιδιωτεύει (και όχι με δική της πρωτοβουλία) το εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό δεν απορροφήθηκε στον κρατικό τομέα για να τον αναβαθμίσει , όπως ήταν η προσδοκία. Κάποιοι - λίγοι- έγιναν ανάρπαστοι ως στελέχη ιδιωτικών εταιριών , κάποιοι άλλοι έφυγαν για το εξωτερικό κι εργάζονται στην Οργανωτική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου (2008) ή του Λονδίνου (2012) κι οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην προηγούμενη ζωή τους με μόνο όφελος υψηλή τεχνογνωσία κι ένα καλύτερο βιογραφικό. Ακόμη κι οι εθελοντές εξαφανίστηκαν απ’ το προσκήνιο. Ουδείς καλλιέργησε το σπόρο της προσφοράς που φύτεψε η Ολυμπιάδα. Δεν τους ξαναπήραν τηλέφωνο για να συνδράμουν εθελοντικά σε οποιαδήποτε περίπτωση.
Θολό τίμημα
Δύο χρόνια μετά οι Έλληνες δεν ξέρουν καν με ακρίβεια πόσο κόστισαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Η νυν αντιπολίτευση - κυβέρνηση στο μεγαλύτερο κομμάτι της προετοιμασίας- επιμένει πως η χώρα δαπάνησε 5 δισεκατομμύρια ευρώ. Η σημερινή κυβέρνηση σε μια πρώτη δική της αποτίμηση αύξησε το ποσό στα 9 δισεκατομμύρια αρχικά και στη συνέχεια εκτόξευσε το ποσό στα 13 εκ. Η οργανωτική επιτροπή απ’ την πλευρά της «έκλεισε βιβλία» καθησυχάζοντας τον ελληνικό λαό πως όσα ξόδεψε για τη διοργάνωση (τα έργα χρηματοδοτήθηκαν από τα κρατικά ταμεία κι όχι από τον οργανισμό «Αθήνα 2004») τα εισέπραξε από τα εισιτήρια, τα τηλεοπτικά δικαιώματα , τις χορηγίες. Άρα το δικό της ισοζύγιο είναι θετικό.
Εν ολίγοις και το τίμημα των Αγώνων είναι θολό. Αλλά στη περίπτωση των Ολυμπιακών και της γενέτειρας τους , της Ελλάδας, μικρή σημασία έχουν τα χρήματα έστω και αν μιλάμε για μια χώρα που βρίσκεται υπό την επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και το κάθε ευρώ είναι πολύτιμο για να κλείσει η «μαύρη τρύπα» του προϋπολογισμού. Αυτό που προείχε και προέχει είναι να μείνει στην Αθήνα η κληρονομιά των Ολυμπιακών και μην έχει ο μέσος Έλληνας τη σημερινή πικρή σημερινή γεύση πως ήταν «Αγώνες μιας χρήσης». Υπάρχει ακόμη καιρός. Αρκεί να αποδειχθεί πως υπάρχει κι η βούληση.