Εδώ και είκοσι χρόνια, το Εθνικό Μέτωπο αποτελούσε μια ασήμαντη εκλογική δύναμη στη Γαλλία.
Δέκα χρόνια αργότερα, στις 24 Απριλίου 1988, ο αρχηγός του, ο κ. Ζαν-Μαρί Λεπέν, υποψήφιος για την προεδρία της δημοκρατίας, λάμβανε 4.375.000 ψήφους ή το 14,39% του εκλογικού σώματος. Αντί να μελαγχολεί κανείς για τις τελευταίες περιπέτειες στις περιφερειακές εκλογές και για τα «ταμπού» τα οποία φαίνεται ότι έπεσαν σε αυτή την περίπτωση (1), είναι προτιμότερο να σκεφθεί την καμπή της δεκαετίας του ’80. Γιατί από τότε, οι ίδιες αιτίες προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα.
Οι ηθικές παραινέσεις και οι μεθοδεύσεις στον τρόπο ψηφοφορίας δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Σε μια χώρα σαν τη Γαλλία, η Ακροδεξιά διαθέτει μια υπεροχή απέναντι στους λεγόμενους «κυβερνητικούς» σχηματισμούς: γνωρίζει να χρησιμοποιεί την απελπισία και την απώλεια σημείων αναφοράς για να διακηρύξει την πρωτοκαθεδρία της βούλησης. Ενώ τα μεγάλα κόμματα βυθίζονται στην ακινησία και αποδέχονται (πάντοτε στο όνομα των «καταναγκασμών» της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης) την επιδείνωση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, τα στελέχη του Εθνικού Μετώπου εξακολουθούν να αντιπαρατάσσουν την ένταξη, την ιδεολογική σύγκρουση και τη μαχητικότητα, στην καταθλιπτική διαπαιδαγώγηση της παραίτησης. Η ρητορική τους, η οποία επικεντρώνεται στο θέμα της κατάπτωσης και της παρακμής -και η οποία ισχυρίζεται ότι αναζητεί τρόπους για να «αντισταθεί» σε αυτές- ανταποκρίνεται περισσότερο στην αντίληψη την οποία έχει ένα τμήμα του εκλογικού σώματος (συχνά το πιο ευάλωτο) για την ίδια του την ύπαρξη, παρά όλες οι ενθουσιώδεις και προκλητικές διακηρύξεις των θιασωτών του ενιαίου νομίσματος και της επανάστασης της πληροφορικής, σε μια χώρα όπου η κοινωνική οδύνη αυξάνεται. Εκατό δίκες του Παπόν να γίνουν, δεν θα καταφέρουν τίποτα: η γαλλική Ακροδεξιά δεν εκτρέφεται πλέον στο Βισί και στο Βερολίνο, αλλά στο Χρηματιστήριο του Παρισιού και στις Βρυξέλλες.
Ορισμένοι, οι οποίοι δεν διδάσκονται ποτέ τίποτα, σκέπτονται να συγκρατήσουν το κύμα καταργώντας τη θάλασσα. Ονειρευόμενοι πάντα μια πολιτική στερημένη από το πολιτικό στοιχείο, θέλουν να ξαναρχίσουν αυτό το οποίο απέτυχε, να επαναδημιουργήσουν έναν «μεγάλο συνασπισμό» ή ένα «δημοκρατικό μέτωπο» ενάντια στην άκρα Δεξιά. Όμως, αυτές οι συμμαχίες ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά είτε είναι συγκυριακές, και θα ταυτιστούν με μια υπεράσπιση θέσεων, είτε βασίζονται σε συμφωνίες βάθους και αυτό θα είναι ακόμα χειρότερο. Εάν εξαφανιστεί από το πολιτικό μας πεδίο η αντιπαράθεση γύρω από διαφορετικά προγράμματα, στο όνομα της κατεπείγουσας ανάγκης να συγκρατηθεί η «φαιά πανούκλα», κανείς άλλος εκτός από αυτή την τελευταία δεν θα ωφεληθεί περισσότερο, μιας και η ίδια θα μονοπωλήσει τότε την έκφραση κάθε αγανάκτησης.
Για ορισμένους, όλα βαίνουν καλώς: να αποφασίσουμε το τέλος της πολιτικής, εφόσον δεν υπάρχει παρά μόνο μία δυνατή, και το Εθνικό Μέτωπο την αμφισβητεί, να απαγορεύσουμε το έθνος ή να το διαλύσουμε μέσα στην παγκοσμιοποίηση ελπίζοντας έτσι να στερήσουμε την ακροδεξιά από το εκτροφείο της. Αλλά σε αυτή την περίπτωση όλα θα είναι χειρότερα: μόνο τον Νοέμβριο - Δεκέμβριο του 1995, τη στιγμή που οι απεργίες και οι διαδηλώσεις απέσπασαν εκατομμύρια Γάλλους από την κατήφεια και την απελπισία, ο κ. Ζαν-Μαρί Λεπέν έμεινε επιτέλους άφωνος.
Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, όσο περισσότερο υποχωρεί η εξουσία των κρατών, τόσο περισσότερο προχωράει το Εθνικό Μέτωπο. Παρά το γεγονός αυτό, κάθε έκφραση αμφισβήτησης προσκρούει, από δω και στο εξής, στην αντίρρηση ότι «ανοίγει τον δρόμο στον λεπενισμό»: ο φιλόσοφος των μέσων ενημέρωσης και δημιουργός αυτής της διατύπωσης ενοχοποιεί τον «αριστερισμό», ο υπουργός Εσωτερικών μοιάζει, παραδόξως, να συμφωνεί μαζί του, ο υπουργός Παιδείας χρεώνει μάλλον στους εκπαιδευτικούς του Σεν-Σεν Ντενί ότι «ευνοούν το Εθνικό Μέτωπο», ένας συντηρητικός αρθρογράφος δεν διστάζει να καταγγείλει «τον θορυβώδη αντιφιλελευθερισμό ως πηγή τροφοδοσίας σε ψήφους του Εθνικού Μετώπου», ένας άλλος τολμάει ακόμα και να συγκρίνει την αμφισβήτηση του καπιταλισμού με τον αντισημιτισμό... (2).
Το να απορρίψουμε κάθε κοινωνική κριτική στο όνομα της χρήσης της από ορισμένους αντιπάλους, σημαίνει ωστόσο ότι προσφέρουμε σε αυτούς τους τελευταίους ένα ανέλπιστο πλεονέκτημα, προσποιούμενοι ότι τους πολεμάμε. Γιατί εδώ και δεκαπέντε χρόνια, στη Γαλλία, είναι καταρχήν οι κοινωνικές ανισότητες, οι καταστροφές από την παγκοσμιοποίηση, το πνίξιμο της δημοκρατικής συζήτησης, η προσποίηση, η συνενοχή, η συναίνεση, η διαφθορά και οι αργομισθίες που παίζουν το παιχνίδι του Εθνικού Μετώπου. Και αυτό δεν πρόκειται να υποχωρήσει, αν οι εστίες που τροφοδότησαν την εξάπλωσή του συνεχίζουν να απλώνονται.