Ο επόμενος μεγάλος πόλεμος θα γίνει άραγε για το νερό; Η αύξηση της κατανάλωσης και η εντυπωσιακή μείωση των αποθεμάτων ωθούν τις χώρες να επανεξετάσουν τον πλούτο τους και την ανάπτυξή τους με βάση τον «γαλάζιο χρυσό» που διαθέτουν και να θεσμοθετήσουν το μοίρασμα των υδάτινων πόρων στο πλαίσιο μιας μεγάλης αγοράς στη Μέση Ανατολή. Η έλλειψη του πόσιμου νερού δεν μπορεί να είναι για πάντα μια αμείλικτη πραγματικότητα: ίσα-ίσα, δείχνει τραγική έλλειψη φαντασίας. Ένα διεθνές σχέδιο για την αφαλάτωση του νερού της Μεσογείου θα μπορούσε εκτός των άλλων να γίνει παράγοντας ειρήνης.
Η κατανάλωση πόσιμου νερού, σε παγκόσμια κλίμακα, διπλασιάζεται κάθε είκοσι χρόνια, δήλωσε ο πρόεδρος Ζακ Σιράκ, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης που συγκλήθηκε, με δική του πρωτοβουλία, στο Παρίσι από τις 19 ώς τις 21 Μαρτίου 1998. Αν το 2000 τα αποθέματα πόσιμου νερού θα είναι στην Αφρική το ένα τέταρτο αυτών που ήταν πριν από μισό αιώνα, στην Ασία και τη Λατινική Αμερική θα είναι το ένα τρίτο. Έτσι, η έλλειψη του νερού πρόκειται να γίνει βασικός παράγοντας των μελλοντικών συγκρούσεων. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή στη Μέση Ανατολή, περιοχή που είναι ερημική στο μεγαλύτερο μέρος της και χαρακτηρίζεται από έλλειψη νερού από τους βιβλικούς χρόνους, στην οποία όμως η κρίση έχει φτάσει σήμερα, με την εντατική άντληση των υπογείων υδάτων, σε ένα επίπεδο που δεν συγκρίνεται με κανένα προηγούμενο (1).
Η διάσκεψη αυτή, η οποία εγκαινιάζει στην ανθρώπινη ιστορία την εποχή του αγώνα εναντίον της σπανιότητας του νερού, μπορεί, άραγε, να χρησιμεύσει επίσης ως εφαλτήριο για την εφαρμογή στη Μέση Ανατολή ενός επαναστατικού οικολογικο-πολιτικού σχεδίου, άξιου του 21ου αιώνα; Σε οικολογικό επίπεδο, πρόκειται για τη χρήση της ηλιακής ενέργειας, ώστε να γίνει δυνατή η αφαλάτωση των υδάτων της Μεσογείου (ενδεχομένως και της Ερυθράς Θάλασσας) και στη συνέχεια να γίνει αυτό το αφαλατωμένο θαλάσσιο νερό ένα στοιχείο-κλειδί, το οποίο, χάρη στη γενετική αγρονομία, θα μετέτρεπε τις ερήμους που εκτείνονται από τον Ατλαντικό μέχρι το Ιράν σε καλλιεργήσιμες γαίες. Για την επανατροφοδότηση των δύο θαλασσών θα χρειαζόταν, πιθανόν, η διεύρυνση των Στενών του Γιβραλτάρ και του Μπαμπ ελ-Μάντεμπ. Να ένα μεγαλειώδες σχέδιο που θα εγκαινίαζε την εποχή της οικολογίας, της χρήσης της γεωγραφίας από τον άνθρωπο, προς όφελός του.
Αυτή η επιχείρηση προϋποθέτει, προφανώς, ότι θα εφευρεθεί ένα οικονομικά ανταγωνιστικό σύστημα αφαλάτωσης του νερού, αφού το κόστος τέτοιου είδους εργασιών παραμένει υψηλό. Μόνο οι χώρες του Κόλπου, χάρη στο πετρελαϊκό μάννα, μπόρεσαν να επωφεληθούν από τις σύγχρονες τεχνολογίες, οι οποίες είναι άλλωστε αρκετά ατελείς. Αλλά για να επιτευχθεί αυτό το σχέδιο είναι απαραίτητη η δραστική μείωση του κόστους. Τη στιγμή που ο «Ιχνηλάτης» (Pathfinder) εξερευνά το έδαφος του πλανήτη Αρη και γίνεται δυνατός ο κλωνισμός του προβάτου Ντόλι, είναι γελοίο να μην είμαστε ακόμα ικανοί να αφαλατώσουμε το θαλασσινό νερό με χαμηλό κόστος.
Γιατί η χρήση της ηλιακής και όχι της πυρηνικής ενέργειας; Κατ’ αρχήν, γιατί η ηλιακή ενέργεια δεν συνεπάγεται τους στρατιωτικούς κινδύνους που είναι εγγενείς σε κάθε χρήση, ακόμα και στη χρήση για ειρηνικούς σκοπούς, της πυρηνικής ενέργειας. Στη συνέχεια, γιατί οι έρημοι στη νότια ακτή της Μεσογείου και στις αραβικές χώρες προσφέρονται, με ιδανικό τρόπο, για τη συλλογή ηλιακής ενέργειας. Σύμφωνα με εμπειρογνώμονες του αιγυπτιακού υπουργείου ηλεκτρικής ενέργειας, τρεις σειρές κοίλων κατόπτρων, που θα εκτείνονταν από την Καζαμπλάνκα (Μαρόκο) ώς τη Ράφα (στα όρια του Σινά), θα μπορούσαν να συλλέξουν τέσσερις φορές περισσότερη ηλιακή ενέργεια από όλη την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται σήμερα στην Ευρώπη. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ενέργειας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αφαλάτωση του θαλάσσιου νερού, ενώ οι αναγκαίες εγκαταστάσεις, εάν παρεμβάλλονταν μεταξύ εχθρικών μερών στην περιοχή -όχι μόνο μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών- θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια εναλλακτική λύση, ειρηνική και εποικοδομητική, στον κίνδυνο της διάδοσης των πυρηνικών όπλων. Θα προετοίμαζαν, μάλιστα, το έδαφος για την προοδευτική αποπυρηνικοποίηση ολόκληρης της περιοχής.
Γιατί να εστιασθεί όμως το ενδιαφέρον στην αφαλάτωση του θαλασσίου νερού και όχι στην κατανομή των διαθεσίμων υδάτων μεταξύ των χωρών της περιοχής; Το ερώτημα αυτό τίθεται, γιατί μια τέτοια κατανομή, αντί να εξαρτάται από μια άδηλη ακόμη επιστημονική ανακάλυψη, θα στηριζόταν σε απτές γεωγραφικές πραγματικότητες: μια χώρα σαν την Τουρκία, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύει μια πραγματική δεξαμενή νερού για τη Μέση Ανατολή. Εξάλλου, η Άγκυρα έχει προτείνει, εδώ και δέκα χρόνια, έναν «υδαταγωγό ειρήνης»: την εκτροπή των υδάτων δύο από τους ποταμούς της, του Τσεϊχάν και του Σεϊγιάν -που κατεβαίνουν από τα βουνά της Ανατολίας και χύνονται κατευθείαν στη Μεσόγειο- για να φτάσουν από τη μια μεριά στην Τζέντα και τη Μέκκα και από την άλλη στα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα. Με κόστος που κυμαίνεται μεταξύ δώδεκα και είκοσι δισεκατομμυρίων δολαρίων, η Τουρκία θα τροφοδοτούσε έτσι με δύο δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό το χρόνο -δηλαδή έξι εκατομμύρια κυβικά μέτρα την ημέρα- ολόκληρη την αραβική χερσόνησο, περνώντας από τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ (2).
Η εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου θα σήμαινε, στην πραγματικότητα, την ανταλλαγή του μαύρου χρυσού, εκεί όπου βρίσκεται σε αφθονία, με το γαλάζιο χρυσό, ο οποίος είναι σχεδόν ανύπαρκτος εκεί. Αλλά η κατανομή του πλούτου που έχει σχετική και άνιση αξία ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη αποδείχθηκε πάντα πολύ δύσκολη στη Μέση Ανατολή, και απόδειξη αποτελεί η πολύ πρόσφατη πετρελαϊκή διένεξη μεταξύ του Ιράκ και των μοναρχιών του Κόλπου, η οποία βρίσκεται στις ρίζες της εισβολής του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990.
Αλλά αυτή η περιφερειακή προβληματική πρέπει να ενταχθεί στο γενικότερο πλαίσιο της έλλειψης νερού σε παγκόσμια κλίμακα, με επίκεντρο, σε τελευταία ανάλυση, το θέμα που συζητήθηκε περισσότερο στη διάσκεψη που έγινε στο Παρίσι: ποιος από τους δύο βασικούς παράγοντες, ο άνθρωπος ή το νερό, θα πρέπει να υποταχθεί στον άλλο; Θα πρέπει ο άνθρωπος να προσαρμοστεί στις συνθήκες χρήσης του νερού, που γίνονται όλο και πιο καταναγκαστικές ή το νερό στις αδιάκοπα αυξανόμενες απαιτήσεις του ανθρώπου;
Στο Παρίσι η διεθνής κοινότητα προτίμησε μάλλον την πρώτη απάντηση: θα πρέπει να γίνει η βέλτιστη χρήση του διαθέσιμου πόσιμου νερού, να σταματήσει η κατασπατάλησή του και μάλιστα να τιμολογηθεί το νερό. Προκύπτει έτσι ένα ερώτημα τεχνικού χαρακτήρα: σε ποιο βαθμό το πόσιμο νερό είναι «ελαστικό»; Είναι δυνατό να αυξηθεί σημαντικά η ποσότητα του νερού και να διατηρηθεί σε τιμές που δεν θα είναι απαγορευτικές; Το αλάτι της θάλασσας μπορεί να θεωρηθεί μορφή φυσικής μόλυνσης, της οποίας η εξαφάνιση είναι δυνατή, πριν γίνει αισθητή ως αναγκαία; Σίγουρα, να διαχωριστεί το αλάτι από το νερό είναι μια διαδικασία που δεν δημιουργεί πρόβλημα. Αυτό που είναι δύσκολο, αφού έχει γίνει ο διαχωρισμός, είναι να κρατήσουμε το νερό και όχι το αλάτι.
Από τη μια μεριά, το να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε νέες πηγές πόσιμου νερού δεν θα έπρεπε να εμποδίσει την πραγματοποίηση σχεδίων, απολύτως εφικτών, ικανών να κάνουν ορθολογική τη χρήση του γαλάζιου χρυσού στο πλαίσιο των υπαρκτών τεχνολογιών. Αλλά, από την άλλη μεριά, δεν θα μπορούσαμε να περιοριστούμε στη διαχείριση της κρίσης και να παραιτηθούμε από τη φιλοδοξία να θέσουμε τέλος, μια για πάντα, στην έλλειψη του νερού.
Όσο για την κοστολόγηση του νερού, και αυτή δημιουργεί προβλήματα, κυρίως στις χώρες του Νότου, για τις οποίες αντιπροσωπεύει ένα επιπλέον βάρος που πρέπει να υποστούν. Για το λόγο αυτό, οι χώρες του Νότου θα επικαλεστούν μάλλον την κυριαρχία τους, ώστε να απορρίψουν την αρχή. Στα μάτια τους, το νερό, όπως και ο αέρας, γινόταν πάντοτε αντιληπτό ως δώρο του Θεού ή της φύσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μια χώρα όπως, για παράδειγμα, η Αίγυπτος, την οποία ο άραβας κατακτητής της, ο Αμρ Ιμπν Ελ-Ας, ονόμασε εδώ και δώδεκα αιώνες «δώρο του Νείλου». Εξ ορισμού, οι εταιρείες ύδρευσης ή το κράτος, χάρη στην άρδευση, εξασφαλίζουν μια δίκαιη κατανομή του νερού, στηριζόμενοι στο απαράγραπτο δικαίωμα όλων να έχουν δωρεάν πρόσβαση στο νερό. Και να που ο πρόεδρος Σιράκ αναγγέλλει στη διάσκεψη που έγινε στο Παρίσι ότι «το νερό έχει μια τιμή» και ότι θα πρέπει «να σταματήσουν «οι στείρες αντιπαραθέσεις μεταξύ αγοράς και κράτους, ανάμεσα στη δωρεάν παροχή ή στην κοστολόγησή του, ανάμεσα στην κυριαρχία πάνω στις πηγές και την αναγκαία αλληλεγγύη».
Η παρουσίαση αυτή του προβλήματος πλήττει ευθέως τις ευαισθησίες των χωρών του Νότου. Στην καταληκτική του ομιλία στη διάσκεψη, ο γάλλος πρωθυπουργός, Λιονέλ Ζοσπέν, χρησιμοποίησε κάποιες αποχρώσεις: «Αρνηθήκατε», είπε στο ακροατήριό του, «μια παλιά αντίληψη, διαδεδομένη για καιρό, εκείνη σύμφωνα με την οποία το νερό, δώρο του ουρανού, δεν μπορούσε παρά να είναι δωρεάν. Ωστόσο, αυτή η οικονομική προσέγγιση δεν θα πρέπει να συγχέεται με μια εμπορική άποψη. Πράγματι, το νερό δεν είναι ένα προϊόν όπως τα άλλα. Δεν μπορεί να μπει στην καθαρή λογική της αγοράς και να ρυθμίζεται από το παιχνίδι της προσφοράς και της ζήτησης». Γενικά, και πολύ περισσότερο στο πλαίσιο των σχέσεων Βορρά-Νότου, θα πρέπει να εισαχθεί μια κοινωνική διάσταση. Είναι αδιανόητο να υπαχθεί το νερό στους νόμους της αγοράς χωρίς να συνοδεύεται η υπαγωγή αυτή από αντισταθμιστικά στοιχεία, κυρίως με επιδοτήσεις, για τους φτωχότερους…
Ωστόσο, η αυξανόμενη έλλειψη νερού εισάγει δομικές αλλαγές που αγγίζουν την πολιτική γεωγραφία των κρατών, πράγμα που είναι κρίσιμο στη Μέση Ανατολή. Το νερό, αντίθετα με τη γη, κινείται. Ο ρους ενός ποταμού δεν εμποδίζεται από πολιτικά σύνορα. Σε έναν κόσμο όπου η εδαφική ακεραιότητα των κρατών υπόκειται σε διάφορους καταναγκασμούς και όπου το πόσιμο νερό, που γίνεται σπάνιο, αποκτά μια αυξανόμενη σημασία, το κυρίαρχο κράτος εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη ροή του πόσιμου νερού που το διατρέχει και άρα από στρατηγικές πολιτικές που καθορίζονται από τη μορφολογία που έχουν οι ποτάμιες λεκάνες.
Κατά συνέπεια, επιβάλλεται, περισσότερο από ποτέ, η αλληλεγγύη ανάμεσα σε όλα τα κράτη που ανήκουν στη λεκάνη του ίδιου ποταμού, για παράδειγμα μεταξύ των χωρών τις οποίες διασχίζει ο Νείλος, ο Ευφράτης, ο Ιορδάνης, διαφορετικά κάθε χώρα υφίσταται τις συνέπειες. Με την ίδια λογική, γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο να χρησιμοποιούνται οι συγκρούσεις μεταξύ μη παραποτάμιων κρατών (όπως η ισραηλο-αραβική σύγκρουση) ως πρόσχημα για ανάμειξη σε υποθέσεις με ποτάμιες λεκάνες που τους είναι ξένες, όπως για παράδειγμα η παρέμβαση του Ισραήλ στις σχέσεις μεταξύ αφρικανικών χωρών τις οποίες διασχίζει ο Νείλος.
Εάν η έλλειψη νερού απειλεί να οξύνει ακόμα περισσότερο τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, μπορεί επίσης να επιταχύνει τη συνειδητοποίηση της ανάγκης υπέρβασής τους. Το πλεονέκτημα ενός «επαναστατικού οικολογικο-πολιτικού σχεδίου, άξιου του 21ου αιώνα» είναι ότι είναι μεγαλόπνοο: η ίδια η έκταση του εγχειρήματος θα πρέπει να επιτρέψει τη μείωση του κόστους και οι διαστάσεις του φαίνεται να προαναγγέλλουν μια νέα εποχή, πραγματικά πλανητική.
Αυτή η παγκόσμια «πρώτη» θα προετοίμαζε τον πλανήτη ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ακαταμάχητης δημογραφικής ώθησης, στην οποία δεν θα ήταν δυνατό να απαντήσει κανείς χωρίς να έχει τελειώσει με το πρόβλημα των ερήμων. Η οικολογία θα πρέπει να συγκλίνει με το πολιτικό στοιχείο -ή αυτό να ενσωματώσει την οικολογία- ώστε να αντιμετωπιστεί η καταστροφή του περιβάλλοντος, που αποτελεί απειλή για την επιβίωση του είδους. Στην κλίμακα της Μέσης Ανατολής η απάντηση στις οικολογικές ανάγκες θα πρέπει να βοηθήσει στη διευθέτηση μιας άλυτης, μέχρι σήμερα, πολιτικής σύγκρουσης. Σε αντάλλαγμα, η οξύτητα αυτής της σύγκρουσης θα συνέβαλλε στο να προκαλέσει, σε οικολογικό επίπεδο, μια λύση -σε καμιά άλλη έρημο, οι πολιτικοί καταναγκασμοί δεν μπορούν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα.
Μέχρι τώρα, όλες οι προσπάθειες που έχουν γίνει για μια δίκαιη λύση της ισραηλο-αραβικής σύγκρουσης χαρακτηρίζονταν από μια δομική ανισορροπία, που ακύρωνε, από την αρχή, τη διαδικασία της ειρήνης. Αυτό που κατέστησε δυνατή τη σύγκληση της διάσκεψης της Μαδρίτης ήταν η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ -δηλαδή ένας αραβο-αραβικός πόλεμος- η οποία, για πολλά από τα καθεστώτα του Κόλπου, έκανε έναν άραβα ηγέτη, τον πρόεδρο Σαντάμ Χουσέιν, πρωταρχικό εχθρό – ενώ το Ισραήλ γινόταν πια ένα μικρότερο κακό. Με δύο λόγια, τα καθεστώτα αυτά έβλεπαν στις διαπραγματεύσεις ένα μέσο εξουδετέρωσης της απειλής του Ισραήλ, ώστε να μπορέσουν να αφιερωθούν στην αντιμετώπιση της απειλής του Ιράκ.
Πώς θα μπορούσε να υπάρξει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα τη στιγμή που ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς ηγέτες του Ισραήλ μπήκαν στον πειρασμό να εκμεταλλευτούν τις ενδοαραβικές αντιφάσεις, ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις αναγκαίες «παραχωρήσεις» από την πλευρά του εβραϊκού κράτους; Αφού βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση, οι Άραβες αποδείχθηκαν ανίκανοι να αφαιρέσουν την αξιοπιστία από τα διάφορα «μέτωπα άρνησης». Η τρομοκρατία, δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να εμποδιστεί για πολύ. Παγιδευμένα ανάμεσα σε ανοίγματα ειρήνης και σε απειλές για τρομοκρατικές ενέργειες, τα ισραηλινά «περιστέρια» αποδείχθηκαν χωρίς συνοχή, σε σημείο που να επαναφέρουν στην εξουσία τα «γεράκια»…
Αντίθετα, το σχέδιο μετατροπής των αραβικών ερήμων σε καλλιεργήσιμες γαίες αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η αραβική ποσότητα -κυρίως η έκταση αυτών των ερήμων και η δυνατότητα που παρέχουν για συλλογή ηλιακής ενέργειας- κερδίζει έναντι της ισραηλινής ποιότητας, ιδιαίτερα έναντι της υπεροχής της τεχνολογικής και επιστημονικής υποδομής του Ισραήλ. Γιατί εάν η ισραηλινή τεχνολογία αιχμής μπορεί να αντικατασταθεί από την τεχνολογία άλλων βιομηχανικών χωρών, οι αραβικές έρημοι είναι αναντικατάστατες, πράγμα το οποίο μπορεί να αντισταθμίσει κατά κάποιο τρόπο τη δομική ανισορροπία, η οποία μόλις αναφέρθηκε. Θεωρητικά, οι Άραβες μπορούν να υλοποιήσουν το σχέδιό τους χωρίς το Ισραήλ, απευθυνόμενοι σε αναπτυγμένες χώρες, στις οποίες οι πιέσεις των φιλο-ισραηλινών «λόμπι» είναι ανύπαρκτες ή περιορισμένες: η Ιαπωνία, η οποία εξαρτάται κατά πολύ από το αραβικό πετρέλαιο, η Κίνα, η οποία υποφέρει επίσης από έλλειψη νερού, και κυρίως η κοινοτική Ευρώπη, της οποίας τα συμφέροντα είναι στενά συνδεδεμένα με την ανάπτυξη του Μαγρέμπ (δηλ. της αραβικής Δύσης) και του Μάσρεκ (δηλ. της αραβικής Ανατολής).
Η Γαλλία γιορτάζει φέτος τους δύο αιώνες των σχέσεών της με την Αίγυπτο. Αυτή η επέτειος προκάλεσε πολλές συζητήσεις στην Αίγυπτο. Η εκστρατεία του Βοναπάρτη, το 1798, ήταν κατ’ αρχήν μια πράξη χειραφέτησης (αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών, επανακάλυψη της φαραωνικής Αιγύπτου, εισαγωγή της τυπογραφίας κ.λπ.); ‘Η μήπως η Γαλλία προσπαθώντας να αποκόψει το δρόμο των Ινδιών στους Άγγλους προχωρούσε σε μια αποικιοκρατική ενέργεια, την πρώτη του 19ου αιώνα; Σε κάθε περίπτωση, πολλοί αιγύπτιοι διανοούμενοι εκτιμούν ότι οι εορταστικές εκδηλώσεις που γίνονται δεν είναι απαλλαγμένες από ένα νεοαποικιοκρατικό νόημα. Μια προσπάθεια εκ μέρους του Παρισιού για να υλοποιηθεί το σχέδιο κοινής εκμετάλλευσης των ερήμων θα βοηθούσε να διαλυθούν οι παρεξηγήσεις όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή.
Η πρώτη πρόκληση στην οποία πρέπει να απαντήσουν τα αραβικά καθεστώτα είναι να αποδείξουν την ικανότητά τους να δημιουργήσουν μια αρχή του είδους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), που δημιουργήθηκε από τον Ζαν Μονέ: μια μεσανατολική κοινότητα νερού και πετρελαίου, η οποία θα είχε προνόμια αυτονομίας, που καθένα από τα κράτη-μέλη θα δεσμευόταν ότι θα σεβαστεί. Γιατί, στην πραγματικότητα, θα πρόκειται για τη μετα-πετρελαϊκή περίοδο: ο μαύρος χρυσός, όλο και λιγότερο χρήσιμος ως καύσιμο, θα γίνει κυρίως πρώτη ύλη για την πετροχημική βιομηχανία.
Έχοντας θεωρηθεί για καιρό ως σύγκρουση εθνικισμών -παναραβικού και σιωνιστικού- η ισραηλο-αραβική σύγκρουση κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε πόλεμο θρησκειών, όπως αυτοί που συγκλόνισαν την Ευρώπη πριν από το Διαφωτισμό. Για να τερματιστεί κάτι τέτοιο, είναι καλύτερο ένα οικολογικό σχέδιο που θα υποκαταστήσει την έλλειψη με την αφθονία, παρά η ιδέα της συγκρότησης μιας κοινής αγοράς, προσφιλής ιδέα στον κ. Σιμόν Πέρες, η οποία εμπεριέχει τον κίνδυνο να διευρύνει ακόμα περισσότερο τις υπάρχουσες οικονομικές και κοινωνικές διαφορές. Εάν η οικονομία της αγοράς κάνει να πλουτίζουν οι μεν και να φτωχαίνουν οι δε, οι επιστημονικές ανακαλύψεις χρησιμεύουν σε όλους.
Όσο κυριαρχεί η έλλειψη, ο Άλλος -κυρίως εάν έρχεται από αλλού- γίνεται αντιληπτός ως επιτιθέμενος. Για να φτάσουμε σε μια οριστική ειρήνη πρέπει το Ισραήλ να μπορέσει να πείσει, με τις πράξεις του, τους άραβες συνομιλητές του ότι η παρουσία του στην περιοχή τους είναι περισσότερο χρήσιμη από την απουσία του και ότι τα τεχνολογικά πλεονεκτήματά του μπορεί να είναι συμπληρωματικά προς τα δικά τους. Με την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστούν οι αρχές μιας δίκαιης λύσης: ανταλλαγή γης έναντι ειρήνης, δημιουργία ενός κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ, μετατροπή της Ιερουσαλήμ σε πρωτεύουσα των δύο κρατών κ.λπ. Οι αντικειμενικοί αυτοί στόχοι θα μπορέσουν να επιτευχθούν καλύτερα στην πράξη, όταν αποκατασταθούν οι δομικές ανισορροπίες στη Μέση Ανατολή.