Η γέννηση μιας πολιτικής Ευρώπης προϋποθέτει την καταγγελία του εκβιασμού σύμφωνα με τον οποίο κάθε κριτική για τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η Κοινότητα μετά το Μάαστριχτ ισοδυναμεί με «άρνηση της Ευρώπης». Εδώ συναντούμε πάλι την παλιά καλή συνταγή της στρατηγικής της υποψίας, που είναι τόσο συχνή στην πολιτική: αντί να απαντήσουμε στα επιχειρήματα του αντιπάλου, προσπαθούμε να τον μειώσουμε, εγκαλώντας τον να αποδείξει ότι τα επιχειρήματά του δεν αποτελούν, στην πραγματικότητα, έναν έμμεσο τρόπο να αρνείται την Ένωση. Για όσο διάστημα διαρκεί αυτή η απάτη, θα είναι αδύνατο να περάσουμε από μια οικονομική και νομισματική οικοδόμηση σε μια πολιτική οικοδόμηση. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν «οι προχωρημένοι», από τη μια πλευρά, που έχουν δίκιο και οι «καθυστερημένοι», από την άλλη, που έχουν άδικο. Πολύ απλά, βρισκόμαστε μπροστά σε διαφορετικές, ακόμη και αντιφατικές, τοποθετήσεις, από τις οποίες καμία δεν έχει το μονοπώλιο της νομιμότητας.
Για την ώρα, η Ευρώπη παραμένει υπόθεση μιας μειοψηφίας: αυτή των περίπου 370.000 μελών μιας «ελίτ», η οποία σκέπτεται και ενεργεί για το καλό των 370 εκατομμυρίων πολιτών των Δεκαπέντε, και η οποία, όπως όλες οι αυτοαποκαλούμενες πρωτοπορίες, δεν ανέχεται καμία κριτική. Και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης; Αντί να πληροφορήσουν, κρατώντας τις αποστάσεις τους από αυτή την κατάσταση και από τον οικονομικό κομφορμισμό τον οποίο προκαλεί, τα περισσότερα μέσα διευρύνουν τη λογική της, υιοθετώντας και τα ίδια τη στρατηγική της υποψίας, απέναντι σε όλους εκείνους που αποστασιοποιούνται από τις δοξαστικές τοποθετήσεις. Η καθιέρωση του ευρώ επαναλαμβάνει, με χειρότερο τρόπο, τους όρους μιας συζήτησης η οποία ούτε καν έγινε με την ευκαιρία της επικύρωσης της συνθήκης του Μάαστριχτ και η οποία θα αντιπαρέθετε τις υποτιθέμενες δυνάμεις της προόδου και του μέλλοντος από τη μια και το συνασπισμό των δειλών και των συντηρητικών κάθε απόχρωσης από την άλλη.
Γιατί άραγε αυτή η ανικανότητα να ξεπεραστεί το σύνδρομο του Μάαστριχτ; Επειδή επιδιώκουν την τεχνητή συμμετοχή των λαών σε μια πολιτική συζήτηση η οποία δεν έχει νόημα για αυτούς, χωρίς κοινό λεξιλόγιο και συμβολικό πλαίσιο και χωρίς επίσης να έχουν μοιραστεί την ίδια εμπειρία. Τα γεγονότα προηγούνται των ιδεολογιών, οι οποίες όμως θα εμφανιστούν οπωσδήποτε. Και τότε η πολιτική Ευρώπη δεν θα περιορίζεται πια στις παρελάσεις των επισήμων αυτοκινήτων και στα «γκρίζα κοστούμια» που διαπραγματεύονται για λογαριασμό των λαών. Θα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, με περισσότερα χρώματα, συγκρούσεις, απρόοπτα. Ένα σχέδιο υψηλού κινδύνου, με πολύ περισσότερες αντιθέσεις από το σημερινό σοφό πλαίσιο επιχειρηματολογίας…
Ποιος είναι ο κυριότερος παράγοντας που απουσιάζει από μια πραγματική συζήτηση; Οι λαοί. Υπάρχουν βεβαίως μια άρχουσα τάξη και τα μέσα ενημέρωσης, ωστόσο λείπει τραγικά ο τρίτος απαραίτητος εταίρος: οι πολίτες. Η δημοκρατία προϋποθέτει τρία σκέλη: την πολιτική εξουσία, τα μέσα ενημέρωσης, τους πολίτες. Για την ώρα οι τελευταίοι σωπαίνουν. Παραμένουν σιωπηρώς ευνοϊκοί απέναντι στην ευρωπαϊκή ιδέα, αλλά δεν θα μείνουν για πάντα αδρανείς, απέναντι σ’ αυτή την απουσία συζήτησης, που αποκαλείται «συζήτηση» ως αντίφραση και στο πλαίσιο της οποίας τους εγκλωβίζουν σε μια απλουστευτική επιλογή: την άνευ όρων προσχώρηση ή τη δαιμονοποίηση. Ακόμη περισσότερο που τα 370 εκατομμύρια των Ευρωπαίων βεβαιώνουν τακτικά, ότι δεν ακούγονται όταν λένε κάτι, παρ’ όλο που δεν παύουν να τους συμβουλεύονται. Οι «ελίτ» ονειρεύονται εδώ και δέκα χρόνια μια ευρωπαϊκή συζήτηση, αλλά μια συζήτηση η οποία θα διεξαχθεί αυστηρά με το πλαίσιο, με τις αναφορές και με το λεξιλόγιο που αυτές έχουν αποφασίσει.
Η πολιτική Ευρώπη δεν είναι μια αναγκαιότητα, αλλά μια επιλογή η οποία δεν θα προκύψει «φυσιολογικά» από την οικονομική Ευρώπη, που είναι αναγκαία βεβαίως, αλλά ανεπαρκής: η πολιτική Ευρώπη προϋποθέτει την πραγματική επιθυμία των λαών. Με τον όρο ότι τους ακούνε και τους καταλαβαίνουν. Συνεπάγεται επίσης μια αλλαγή των τρόπων σκέψης, μια ανοχή για τις ουτοπίες, μια αυξημένη μετριοφροσύνη για τις τεράστιες δυσκολίες αυτού του εργοταξίου. Κι ακόμη, λιγότερη ήσυχη συνείδηση από την πλευρά των «ελίτ», οι οποίες, αν συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο, θα τροφοδοτήσουν σε λίγο ένα βίαιο και βαθύ αντι-ευρωπαϊκό κίνημα, που είναι ανύπαρκτο σήμερα, αντίθετα με όσα λένε για να φοβηθούν οι ίδιες και για να εκφοβίσουν.
Η Ευρώπη των αξιών δεν είναι η συνέχιση της Ευρώπης των συμφερόντων. Είναι κάτι άλλο, για το οποίο δεν διαθέτουμε καθόλου παραστάσεις. Σε τέτοιο σημείο, άλλωστε, ώστε, ελλείψει φαντασίας, την οικοδομούμε απλώς με τους ίδιους θεσμούς, αλλά σε «μεγέθυνση» σε σχέση με τους ήδη υπάρχοντες στους κόλπους των κρατών-εθνών! Ο πολίτης του αύριο δεν είναι ένας καταναλωτής με ένα ψηφοδέλτιο επιπλέον και η τυποποίηση των τρόπων ζωής δεν προεικονίζει την πολιτική ένωση του αύριο. Αυτό που πραγματοποιήθηκε σε πενήντα χρόνια -και είναι σημαντικό- ήταν ευκολότερο απ’ αυτό που απομένει να γίνει: να προσεγγίσουν δηλαδή μονιμότερα οι λαοί, μεταξύ των οποίων υπάρχουν τουλάχιστον τόσες διαφορές όσα και κοινά σημεία. Ανάμεσα στα χίλια εργοτάξια που θα ανοίξουν, εδώ θα αναφέρουμε μόνο πέντε. Για να προχωρήσει η συζήτηση.
Κατ’ αρχάς χρειάζεται μια εργασία πάνω στις λέξεις, γιατί η πολιτική είναι πάνω απ’ όλα λέξεις. Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν άλλη εμπειρία -συχνά οδυνηρή- πέρα από την εμπειρία του κράτους-έθνους. Πριν από το μεγάλο άλμα στο άγνωστο, πρέπει τουλάχιστον να αναβαθμίσουμε την ταυτότητα, το έθνος, την πατρίδα, την επικράτεια. Να καταλάβουμε ότι αυτοί οι όροι δεν έχουν πλέον την ίδια έννοια όπως πριν από έναν αιώνα και πως, όταν όλα αλλάζουν, είναι οι μόνοι που παρέχουν ένα ελάχιστο σταθερότητας. Δεν υπάρχει μέλλον αν δεν αποδεχτούμε τις λέξεις του παρελθόντος, την ιστορία και τη γνώση του άλλου, μέσα στη μεγάλη ποικιλία των γλωσσών. Για παράδειγμα, πόσα μέλη του συμβουλίου υπουργών, του Ευρωκοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα ήταν σε θέση να αναφέρουν μια σημαντική ημερομηνία της ιστορίας των δεκατεσσάρων άλλων χωρών, εκτός από τη δική τους, και το όνομα ενός άντρα ή μιας γυναίκας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο σ’ αυτές. Μάλλον κανένα. Επομένως, γιατί να φανταζόμαστε ότι οι λαοί -που βρίσκονται ακόμη πιο μακριά από την καθημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα- θα εγκαταλείψουν εύκολα τα δικά τους μοναδικά πολιτικά, συμβολικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά πλαίσια εμπειρίας;
Δεύτερον, η συνειδητοποίηση του ρόλου του πολιτισμού. Αν και τον παραμέρισαν -και δικαιολογημένα- στα πενήντα χρόνια που αφιερώθηκαν στην οικονομική ενσωμάτωση, επειδή είναι εξίσου ένας παράγοντας ένωσης αλλά και μίσους -άλλωστε το παρελθόν το δείχνει ξεκάθαρα- ο πολιτισμός επιβάλλεται για την οικοδόμηση της πολιτικής Ευρώπης. Πρέπει οι πολίτες των χωρών της Ένωσης να μάθουν να συναναστρέφονται μεταξύ τους και να τιθασεύονται αμοιβαία. Το να μιλάμε για μια πολυπολιτισμική Ευρώπη αποτελεί σήμερα περισσότερο σύνθημα παρά πραγματικότητα: θα έπρεπε ήδη η Ευρώπη να έχει πετύχει την οργάνωση της συγκατοίκησης με τα είκοσι πέντε εκατομμύρια των μεταναστών της! Άλλο πράγμα είναι να συνεργάζεσαι οικονομικά και άλλο να οικοδομείς από κοινού ένα νέο συμβολικό πλαίσιο.
Τρίτο εργοτάξιο: να ξεχωρίσουμε σαφώς τον κοινό χώρο, τον δημόσιο χώρο και τον πολιτικό χώρο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας κοινός χώρος οικονομικών ανταλλαγών. Δεν είναι καθόλου ένας δημόσιος χώρος, με την έννοια ότι τα 370 εκατομμύρια κατοίκων της αντιπαράθεσαν γλώσσες, σύμβολα και κινδύνους. Εκτός απ’ τα 370.000 άτομα που την «αποτελούν», δεν είναι ούτε πολιτικός χώρος, με την έννοια του χώρου σύγκρουσης για την κατάκτηση και την άσκηση της εξουσίας.
Η οικοδόμηση αυτών των τριών χώρων διήρκεσε από δύο ώς τέσσερις αιώνες στους κόλπους κάθε κράτους-έθνους. Έστω κι αν η Ευρώπη πραγματοποιεί εκπληκτικές παρακάμψεις για να κερδίσει χρόνο, χρειάζεται ωστόσο λίγος σεβασμός προς το χρόνο…
Τέταρτο εργοτάξιο: να επινοήσουμε άλλες πολιτικές πρακτικές. Δεν θα προέλθουν τα πάντα από το, έστω αναβαθμισμένο, Ευρωκοινοβούλιο και από τους άλλους θεσμούς. Θα χρειαστούν επιπλέον πολλές ουτοπίες και πολύ ενδιαφέρον γι’ αυτό που γεννιέται. Όμως, εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, χιλιάδες ενώσεις προσπαθούν να επινοήσουν την πολιτική Ευρώπη με χίλιες δύο μορφές αγωνιστικής ένταξης, αλλά χωρίς να εκδηλώνεται απέναντί τους το παραμικρό επίσημο ενδιαφέρον! Ο αναβρασμός αυτών των πολιτιστικών και πολιτικών κινημάτων είναι άξιος προσοχής και όχι πατερναλιστικής καλοσύνης. Δεν υπάρχει καμία εξιδανίκευση της βάσης σε αυτή την τοποθέτηση, απλώς ο σεβασμός των πρωτοβουλιών απέναντι σε μια τεράστια πρόκληση της οποίας δεν υπάρχει κανένα ιστορικό πρότυπο και της οποίας κανείς δεν γνωρίζει τις «οδηγίες χρήσης» για να ανταποκριθεί σ’ αυτήν.
Τέλος, πέμπτο εργοτάξιο: πώς είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια πολιτική ένταξη χωρίς ένα ελάχιστο κοινών αγώνων; Αν δεν υπάρχουν πια εχθροί, υπάρχουν διϊστάμενα οικονομικά και πολιτιστικά συμφέροντα. Θα έπρεπε οι Ευρωπαίοι να αποδείξουν τουλάχιστον την ταυτότητά τους σε μια ή δύο μάχες όπου θα είχαν την ευκαιρία να επιβεβαιωθούν. Κατ’ αρχήν, εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών. Ποια θα ήταν άραγε μια δοκιμασία για τη γέννηση της πολιτικής Ευρώπης; Να τολμήσει, για παράδειγμα, να συγκρουστεί με την Ουάσιγκτον στο πεδίο των πολιτιστικών βιομηχανιών. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τόσο το δικό της μέλλον όσο η ικανότητά της να δείξει στους πολίτες της και στον υπόλοιπο κόσμο ότι ο πολιτισμός δεν είναι μόνο μια αγορά.
Μπορούμε να εφεύρουμε τα πάντα από την αρχή
Οι διαπραγματεύσεις που ξαναρχίζουν σε λίγο στους κόλπους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, κυρίως για τις βιομηχανίες της πληροφόρησης και των οπτικοακουστικών μέσων, θα αποτελούσαν προνομιακό πεδίο για να αντιταχθούμε στην αμερικανική ιδεολογία της απορρύθμισης. Διαπιστώνουμε, αντίθετα, μια μεγάλη μικροψυχία της Ένωσης, παρ’ όλο που η ιστορία του κινηματογράφου, των οπτικοακουστικών μέσων και ευρύτερα των πολιτιστικών αγαθών δείχνει ότι η ελευθερία της δημιουργίας απαιτεί μια ορισμένη προστασία εναντίον των νόμων της ζούγκλας που ευνοούν πάντοτε τους ισχυρότερους. Και στον πολιτιστικό τομέα οι ισχυρότεροι δεν είναι πάντα οι δημιουργικότεροι…
Η Ευρώπη των αξιών δεν μπορεί να αποφύγει τους κοινούς αγώνες που γεννούν την αλληλεγγύη. Ποτέ στην ιστορία, παλιοί λαοί, δημοκρατικοί και πλούσιοι, δεν επιχείρησαν να οικοδομήσουν με ειρηνικό και δημοκρατικό τρόπο μια νέα πολιτική οντότητα. Στο εξής τα πάντα πρέπει να επινοηθούν και δεν υπάρχει πια καμιά «πρωτοπορία».