Ενώ στην Ισπανία οι 28 φόνοι που διαπράχθηκαν από τις GAL έγιναν μια σοβαρή υπόθεση του κράτους, στην Τουρκία, που αυτοχαρακτηρίζεται κράτος δικαίου και χτυπά την πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κανείς από τους δράστες των περισσότερων από 4.500 πολιτικών φόνων που δεν εξιχνιάσθηκαν, τις θλιβερά διάσημες “φάιλι μεσχούλ”, που έχουν διαπραχθεί από το 1991, δεν έχει συλληφθεί. Στη χώρα μου, οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι και οι διανοούμενοι βρίσκονται πίσω από τα σίδερα» δήλωνε με αγανάκτηση ο Ακίν Μπιρντάλ σε μια εισήγησή του μπροστά σε ακροατήριο της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της οποίας είναι αντιπρόεδρος, λίγες εβδομάδες πριν από τη δολοφονική απόπειρα από την οποία επέζησε ως εκ θαύματος, αφού καμία από τις 13 σφαίρες που διαπέρασαν το κορμί του δεν άγγιξε κανένα ζωτικό όργανο. Ωστόσο, τα γεγονότα είναι γνωστά και, σε μεγάλο βαθμό, αναγνωρισμένα επισήμως.
Πράγματι, στην αναφορά του, που δημοσιεύθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1997, ο επικεφαλής επιθεωρητής της τουρκικής κυβέρνησης, ο Κουτλού Σαβάς, περιγράφει, μερικές φορές με λεπτομέρειες, πώς μέσα στο νομικό no man’s land που υπάρχει στην κουρδική νοτιο-ανατολική περιοχή, οι άντρες του ειδικού πολέμου δεν αρκούνται να σκοτώνουν όποιον θέλουν, αλλά επιδίδονται σε «προστασία» των εμπόρων, σε εκβιασμούς, βιασμούς και εμπόριο ναρκωτικών (1).
Εξηγεί επίσης πώς το κράτος εμπιστεύθηκε την ασφάλεια ενός τεράστιου διοικητικού διαμερίσματος -γύρω από τις πόλεις Σιβερέκ και Χιλβάν- στον ιδιωτικό στρατό ενός φυλάρχου, του Σεντάτ Μπουτσάκ, βουλευτή και στενού συνεργάτη της Τανσού Τσιλέρ, ο οποίος έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους κατοίκους του. Αυτός ο βουλευτής, «πολέμαρχος», είναι εξάλλου ο μόνος επιζών του αυτοκινητιστικού δυστυχήματος που έγινε το Νοέμβριο του 1996 στο δρόμο που ενώνει τη Σμύρνη με την Κωνσταντινούπολη, κοντά στο Σουσουρλούκ (2). Πόση ήταν η έκπληξη της κοινής γνώμης όταν έμαθε ότι στο δυστύχημα, δίπλα στον αρχηγό της αστυνομίας, βρισκόταν και ένας διαβόητος αρχηγός της μαφίας της άκρας Δεξιάς, ο Αμπντουλάχ Τσατλί, αναμειγμένος στη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Πάπα, καταζητούμενος από την Ιντερπόλ για εμπόριο ναρκωτικών και από την τουρκική δικαιοσύνη για το φόνο 7 στελεχών της αριστεράς!
Από τότε, για τους Τούρκους, το Σουσουρλούκ έγινε συνώνυμο της μαφιόζικης εκτροπής του κράτους. Γι’ αυτό ο κόσμος δεν παύει να ζητάει μια επιχείρηση τύπου «καθαρά χέρια». Ούτε η συγκρότηση μιας επιτροπής κοινοβουλευτικής έρευνας, ούτε η μακρά τηλεοπτική παρέμβαση του πρωθυπουργού Μεσούτ Γιλμάζ, στις 23 Ιανουαρίου 1997, κατά τη διάρκεια της οποίας σχολίασε το πόρισμα των ερευνών που μόλις του είχε παραδοθεί, δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν την κοινή γνώμη, που βλέπει σε αυτά προσπάθειες με στόχο να αποκρυβεί η έκταση της γάγγραινας που κατατρώει την ίδια την καρδιά του κράτους. Πόσο μάλλον που οι πολιτικοί και αστυνομικοί υπεύθυνοι που κατονομάστηκαν είναι πάντα ελεύθεροι και διαβεβαιώνουν ότι έδρασαν με διαταγές που προέρχονταν από την κορυφή του κράτους (3).
Για το μέσο άνθρωπο, κάποιος σαν τον Γιεσίλ, τον επονομαζόμενο Εξολοθρευτή, απεικονίζει πολύ καλά την υψηλή προστασία που απολαμβάνουν οι δολοφόνοι από το κράτος. Ο επικεφαλής των ερευνών της κυβέρνησης διαβεβαιώνει με πικρία ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ένοχος για 19 τουλάχιστον δολοφονίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η δολοφονία ενός βουλευτή, του Μεχμέτ Σιντσάρ. Τον κατηγορεί επίσης για την απαγωγή, στην είσοδο του δικαστηρίου Κρατικής Ασφαλείας στο Ντιαρμπακίρ, δύο νεαρών κοριτσιών της Σουκράν Μιζγκίν και της Ζεϊνέπ Μπακά, τις οποίες βίασε και βασάνισε άγρια, πριν τις σκοτώσει.
Στην αναφορά διευκρινίζεται ότι ο Εξολοθρευτής «απ’ όσα γνωρίζει η αστυνομία και η ΜΙΤ (Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών), της οποίας αποκαλούσε “μπαμπά” έναν από τους διευθυντές, κατάφερε να έχει στην Άγκυρα τραπεζικό λογαριασμό από όπου διακινούνταν τεράστια ποσά που προέρχονταν από “προστασία” και εμπόριο ναρκωτικών». Εφοδιασμένος με χαρτιά του πρωθυπουργικού γραφείου πληροφοριών, ο εγκληματίας εγκαταλείπει τη χώρα στις 23 Οκτωβρίου 1996 με προορισμό τη Βηρυτό, συντροφιά με δύο πράκτορες της ΜΙΤ που είχαν διπλωματικά διαβατήρια. Κατά την αναχώρησή τους από το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, πέρασαν από την αίθουσα επισήμων που προορίζεται για τον πρωθυπουργό. Πώς μπορεί κανείς να μιλήσει, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, για «παρέκκλιση» και «σφάλματα»;
Ένας άλλος αστυνομικός, δολοφόνος κατά συρροήν, ο Αϊχάν Τσαρκίν, ανακρινόμενος στις 28 Αυγούστου 1996 από τη ΜΙΤ, λέει: «Μου καταλόγισαν 91 φόνους που έγιναν στα ανατολικά και νοτιο-ανατολικά. “Τα ξέρουμε όλα αυτά και κανείς δεν έχει τίποτα άλλο να πει”, μου εμπιστεύθηκαν οι ανακριτές μου. Όμως γιατί απαγάγατε τον Ομέρ Λουφτού Τοπάλ (το βασιλιά των καζίνων); Για λογαριασμό σας; Ξέρετε ότι υπηρετείτε μια πολιτική δύναμη; Τη δύναμη της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ και του Μεχμέτ Αγκάρ, γενικού διευθυντή της ασφάλειας;»
Το όνομα της Τανσού Τσιλέρ επανέρχεται στη συζήτηση, κυρίως όταν πρόκειται για φόνους που έγιναν εκτός Κουρδιστάν. Η βροντώδης δήλωση που έκανε στις 4 Οκτωβρίου 1993 παρατίθεται συχνά: «Γνωρίζουμε τον κατάλογο των επιχειρηματιών και των καλλιτεχνών που εκβιάζονται από το ΡΚΚ (το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα). Θα τους ζητήσουμε λογαριασμό». Από τις 14 Ιανουαρίου 1994, περίπου εκατό από αυτούς θα απαχθούν, ο ένας μετά τον άλλον, από ένστολους οι οποίοι χρησιμοποίησαν οχήματα της αστυνομίας. Στη συνέχεια, θα δολοφονηθούν κάπου στο δρόμο που ενώνει την Άγκυρα με την Κωνσταντινούπολη, στο «σατανικό τρίγωνο» του Κοτσαελί, φέουδο της ακροδεξιάς μαφίας και σταυροδρόμι της διακίνησης ηρωίνης προς την Ευρώπη.
Αρχηγός της κύριας μονάδας εκτελέσεων του γραφείου των ειδικών επιχειρήσεων και αναμειγμένος σ’ αυτές τις δολοφονίες, ο Αμπντουλάχ Τσατλί ήταν στενός συνεργάτης της Τανσού Τσιλέρ, η οποία του απέδωσε θερμό φόρο τιμής μετά το θάνατό του στο δυστύχημα του Σουσουρλούκ. Θεωρούμενος ως ένας από τους μεγαλύτερους εκτελεστές των χαμηλών κλιμακίων στο τουρκικό παρακλάδι της οργάνωσης Γκλάντιο (4), ο Τσατλί είχε ήδη παίξει ένα ρόλο πρώτου μεγέθους στα αιματηρά γεγονότα της περιόδου 1976-1980, που προετοίμασαν τις συνθήκες για το στρατιωτικό πραξικόπημα που έγινε το Σεπτέμβριο του 1980. Νεαρός αρχηγός των ομάδων της άκρας δεξιάς, των Γκρίζων Λύκων, κατηγορήθηκε, εκτός από τα άλλα εγκλήματα, και για τη δολοφονία επτά αριστερών φοιτητών.
Ένας «μεγάλος πατριώτης»
Του προσάπτουν επίσης ότι οργάνωσε την απόδραση από τη φυλακή και τη φυγάδευση στην Ευρώπη του Μεχμέτ Αλί Αγκτσά, ο οποίος αναγνωρίσθηκε ως ο ένοχος της δολοφονίας του διευθυντή της φιλελεύθερης εφημερίδας Μιλιέτ. Ήταν αυτός που με διαταγή του αρχηγού της τουρκικής μαφίας, του Μπεκίρ Τσελένκ, θα οργάνωνε την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Πάπα, με αντάλλαγμα το ποσό των 3 εκατομμυρίων μάρκων. Τον βλέπουμε επίσης συντροφιά με τον Στέφανο ντέλα Κιάε, στο ιταλικό παρακλάδι της Γκλάντιο, σε περιοδεία στη Λατινική Αμερική και το Μαϊάμι το Σεπτέμβριο του 1982. Πρόσφυγας στη Γαλλία, με το όνομα Χασάν Κούρτογλου, προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του στο τουρκικό κράτος, το οποίο του αναθέτει την εκτέλεση μιας σειράς επιθέσεων εναντίον στόχων αρμενικών συμφερόντων και εναντίον του ASALA, στις οποίες περιλαμβάνονται η ανατίναξη του αρμενικού μνημείου της Αλφορτβίλ, στις 3 Μαΐου 1984, και η επίθεση εναντίον του Αρά Τορονιάν. Η ΜΙΤ τον αντάμειψε με ηρωίνη και στις 24 Οκτωβρίου 1984 συλλαμβάνεται για εμπόριο ναρκωτικών στο Παρίσι. Καταδικάσθηκε σε επτά χρόνια φυλάκιση και, το 1988, εκδόθηκε στην Ελβετία, οι αρχές της οποίας επιθυμούσαν, επίσης, να τον δικάσουν για εμπόριο ηρωίνης. Παρά τη νέα ποινή επτά χρόνων φυλάκισης, το Μάρτιο του 1990 κατάφερε να δραπετεύσει, χάρη σε μυστηριώδεις συνενοχές. Επιστρέφοντας στην Τουρκία στρατολογήθηκε από την αστυνομία για «ειδικές αποστολές», ενώ εκείνη την εποχή συνεχίζει επισήμως να καταζητείται από την τουρκική Δικαιοσύνη για φόνους και να αντιμετωπίζει την ποινή του θανάτου (5).
Ο Τσατλί, που χαρακτηρίσθηκε «μεγάλος πατριώτης» από την Τανσού Τσιλέρ, ήταν ένα επίφοβο άτομο που χρησιμοποιούσε διαβολικές μεθόδους. Έτσι, υποχρέωνε κατ’ αρχήν τα πρόσωπα που υπήρχαν στον «κατάλογο της Τσιλέρ» να τον πληρώνουν: τους υποσχόταν ότι θα σβήσει τα ονόματά τους από τον κατάλογο, έπαιρνε τα χρήματα, αλλά στη συνέχεια τους απήγαγε και τους σκότωνε, αφού προηγουμένως τους βασάνιζε. Ένα από τα θύματά του, η Μπεχτσέτ Τσαντούρκ, του έδωσε δέκα εκατομμύρια δολάρια, στα οποία ο «βασιλιάς των καζίνων», Ομέρ Λουφτού Τοπάλ, πρόσθεσε άλλα δεκαεπτά εκατομμύρια δολάρια. Αυτή η διπλή πληρωμή λύτρων δεν εμπόδισε την απαγωγή της Τσαντούρκ στις 28 Ιουλίου 1996, από αστυνομικούς καθοδηγούμενους από τον Τσατλί. Οι αστυνομικοί αυτοί, που αναγνωρίσθηκαν και καταγγέλθηκαν από ένα μάρτυρα στην Ασφάλεια της Κωνσταντινούπολης στις 25 Αυγούστου, θα κρατηθούν για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, στις 27 Αυγούστου, πριν μεταφερθούν την ίδια νύχτα στην Αγκυρα με προσωπική διαταγή του υπουργού Εσωτερικών. Για να τους προφυλάξει, ο υπουργός Εσωτερικών θα τους εμπιστευθεί στη βολική προστασία του βουλευτή Μπουτσάκ, πυλώνα της ειδικής οργάνωσης της Τσιλέρ. Όσο για τον παράτολμο μάρτυρα, δολοφονείται από τις 28 Αυγούστου κιόλας…
Ο ειδικός πόλεμος κοστίζει ακριβά. Από το 1993, συστήθηκε ένα ταμείο που χρηματοδοτήθηκε με 70 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία εκταμιεύθηκαν από τα μυστικά κονδύλια του πρωθυπουργού. Το ποσό αυτό, σύμφωνα με την αναφορά του Σαβάς, ξοδεύτηκε κατά κύριο λόγο στην αγορά όπλων και αντιτρομοκρατικού εξοπλισμού, από το Ισραήλ, καθώς και στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό, ο εκβιασμός και τα μυστικά κονδύλια επιτρέπουν κυρίως την πληρωμή επαγγελματιών δολοφόνων και «καρφιών». Όμως, η διατήρηση πραγματικών ιδιωτικών στρατών, όπως του Μπουτσάκ (20.000 άντρες) και των 64.000 φρουρών των χωριών (ομάδες ενόπλων που αποτελούνται από φιλοκυβερνητικούς Κούρδους) απαιτούν περισσότερα χρήματα. Έτσι, οι κρατικές τράπεζες ενεργοποιήθηκαν για να χορηγήσουν γενναιόδωρες πιστώσεις σε ορισμένους τοπικούς υποστηρικτές της κυβέρνησης. Αλλά το κύριο μέρος της χρηματοδότησης προέρχεται από το γιγαντιαίο εμπόριο ηρωίνης.
Ήδη από τη δεκαετία του 1950, η Τουρκία παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη διακίνηση προς την Ευρώπη και την Αμερική ηρωίνης που παράγεται στη Χρυσή Ημισέληνο: δηλαδή το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και το Ιράν. Το έργο αυτό έχουν αναλάβει ομάδες της μαφίας που ελέγχονται στενά από τη ΜΙΤ. Ένας από τους υπεύθυνούς της περιγράφει με τον ακόλουθο τρόπο τη συνεργασία με την αστυνομία: «Οι άντρες μας περνούν όποτε θέλουν τα σύνορα χωρίς κανέναν έλεγχο στα τελωνεία του Γεσίλκιοϊ (το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης) με χαρτοφύλακες που περιέχουν 3 έως 5 εκατομμύρια μάρκα. Άλλοτε σφραγίζουν τα διαβατήρια τους και άλλοτε όχι. Ο αρχηγός μας διαθέτει κάθε είδους πλαστά διαβατήρια, σφραγίδες κ.λπ.» (6).
Ο Ιντσί Μπαμπά, ένας από τους «νονούς» (baba), καυχιόταν από την τηλεόραση και τις στήλες της εφημερίδας «Turkish Daily News» της 7ης Δεκεμβρίου 1993, ότι είναι στενός φίλος του προέδρου Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ο οποίος τον είχε «προστατεύσει και βοηθήσει» κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του. Τον είχε συνοδεύσει μάλιστα σε μια επίσημη επίσκεψη στην Ουάσιγκτον…
Μετά τον πόλεμο του Κόλπου, το 1991, η Τουρκία, η οποία έχασε τη σπουδαία αγορά του Ιράκ και στερήθηκε σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου, αποφασίζει να αντισταθμίσει την απώλεια του αναμενόμενου κέρδους της με μια πιο μαζική δραστηριότητα στο εμπόριο ναρκωτικών. Το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις απότομα, ύστερα από την άνοδο στην εξουσία των γερακιών μετά τον ύποπτο θάνατο του προέδρου Τουργκούτ Οζάλ, τον Απρίλιο του 1993… Πρέπει να ειπωθεί ότι το 1994, εάν πιστέψουμε τον ίδιο τον υπουργό Εσωτερικών, ο πόλεμος του Κουρδιστάν κοστίζει στον τουρκικό προϋπολογισμό 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια (7). Όμως σύμφωνα με την εφημερίδα «Χουριέτ» το εμπόριο ηρωίνης απέφερε 25 δισεκατομμύρια δολάρια το 1995 και 37,5 δισεκατομμύρια δολάρια τον επόμενο χρόνο (8). Ο κύκλος εργασιών της τουρκικής μαφίας την τοποθετεί ακριβώς πίσω από τη ρωσική μαφία και πολύ πιο μπροστά από τους Κολομβιανούς ή τους Ιταλούς ομολόγους της.
Μόνο τα δίκτυα που συνεργάζονται στενά με τις υπηρεσίες της αστυνομίας και του στρατού μπορούν να οργανώσουν εμπόριο σε τέτοια κλίμακα. Βαρόνοι ναρκωτικών, όπως ο Χουσεΐν Μπαϊμπασίν, έχουν δηλώσει στην τουρκική, καθώς και σε πολλές δυτικές τηλεοράσεις, ότι εργάζονται υπό την προστασία του κράτους και προς όφελός του (9). Οι λαθρέμποροι ταξιδεύουν με διπλωματικά διαβατήρια. Σύμφωνα μάλιστα με μάρτυρες που κατέθεσαν στην κοινοβουλευτική επιτροπή που ερευνά το δυστύχημα του Σουσουρλούκ, τα ναρκωτικά μεταφέρονται με στρατιωτικά ελικόπτερα από τα ιρανικά σύνορα. Εξάλλου, ο πρόεδρος της επιτροπής αυτής, ο βουλευτής Μεχμέτ Ερκατμίς, διαμαρτυρήθηκε δημοσίως εναντίον της λογοκρισίας που επιβάλλεται σ’ αυτές τις ενοχοποιητικές μαρτυρίες στην επίσημη αναφορά της επιτροπής…
Σε ένα εκρηκτικό ντοκουμέντο, που στάλθηκε σε ορισμένες εφημερίδες και το οποίο έδωσε στη δημοσιότητα ο διευθυντής του εβδομαδιαίου εντύπου «Αϊντινλίκ», κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης τύπου στις 21 Σεπτεμβρίου 1996 στην Κωνσταντινούπολη, η ίδια η ΜΙΤ κατηγορεί την αντίπαλό της, τη Γενική Διεύθυνση Ασφάλειας, ότι «προμηθεύει με αστυνομικές ταυτότητες και διπλωματικά διαβατήρια μέλη μιας ομάδας που, με κάλυψη τις αντιτρομοκρατικές δραστηριότητες, πηγαίνουν στη Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και το Αζερμπαϊτζάν και κάνουν εμπόριο ναρκωτικών». Επίσης δίνει κατάλογο ονομάτων ορισμένων από αυτούς τους εμπόρους ναρκωτικών που προστατεύονται από την Ασφάλεια (10). Η Ασφάλεια, μέσω ενός από τους αρχηγούς της, του Χανεφί Αβτσί, θα της επιστρέψει τη φιλοφρόνηση και θα δώσει, με τη σειρά της, στη δημοσιότητα έναν κατάλογο με ονόματα εμπόρων ναρκωτικών που είναι στην υπηρεσία της ΜΙΤ. Ο πόλεμος των αστυνομιών για τον έλεγχο αυτού του αποδοτικού εμπορίου έχει κοστίσει εξάλλου τη ζωή σε περίπου δεκαπέντε πράκτορες της ΜΙΤ, σύμφωνα με την επίσημη αναφορά του Κουτλού Σαβάς.
Η Δυτική Ευρώπη είναι ο κύριος προορισμός αυτού του τεράστιου εμπορίου. Ωστόσο, οι περισσότερες κυβερνήσεις προτιμούν να τηρούν μια ένοχη σιωπή σχετικά με τις δραστηριότητες της Άγκυρας, όπως ακριβώς αποφεύγουν να ασκήσουν ανοιχτά κριτική για την καταστροφή 3.428 κουρδικών χωριών και για την εκτόπιση περισσότερων από 3 εκατομμύρια Κούρδων από τους τούρκους συμμάχους τους (11). Στις 22 Ιανουαρίου 1997 όμως, ο γερμανός δικαστής Ραλφ Σβάλμπε κατηγόρησε δημόσια την τουρκική κυβέρνηση γενικά και την Τανσού Τσιλέρ ειδικότερα για τη διακίνηση ναρκωτικών προς την Ευρώπη, ενώ η γερμανική τηλεόραση μετέδωσε την είδηση δείχνοντας μια τουρκική σημαία με μια σύριγγα στη μέση… Με τη σειρά του ο κ. Τομ Σάκβιλ, ο βρετανός υφυπουργός Εσωτερικών, δήλωσε στην εφημερίδα «Sunday Times», στις 26 Ιανουαρίου, ότι το 80% της ποσότητας ηρωίνης που κατάσχεται στη Μεγάλη Βρετανία προέρχεται από την Τουρκία και ότι η κυβέρνησή του «ανησυχεί για τις συνταρακτικές αναφορές που αποδεικνύουν ότι μέλη της αστυνομίας και μάλιστα μέλη της τουρκικής κυβέρνησης εμπλέκονται στο εμπόριο ναρκωτικών». Η κατάσταση έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε στις 17 Ιουνίου 1997 ο Φερνάντο Καρπεντιέρι, διευθυντής της Ειδικής Οικονομικής Δύναμης του ΟΟΣΑ, απηύθυνε επίσημη προειδοποίηση: «Η Τουρκία είναι το μόνο μέλος του ΟΟΣΑ που δεν εφαρμόζει τα μέτρα που υιοθέτησε ο οργανισμός για να εμποδιστεί το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος (…). Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί πολύ ακόμα. Δίνουμε περιθώριο στις τουρκικές αρχές μέχρι το Σεπτέμβριο για να ψηφίσει την απαραίτητη νομοθεσία, διαφορετικά η χώρα αυτή μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με την ενδεχομένως καταστροφική αντίδραση της παγκόσμιας τραπεζικής κοινότητας».
Ακόμα και η Ουάσιγκτον, πιστός σύμμαχος της Άγκυρας, αρχίζει να σπάει τη σιωπή της σχετικά με ένα εμπόριο για το οποίο δεν είναι πλέον δυνατό να σωπαίνει. Η πολύ επίσημη Διεθνής Αναφορά για τη Στρατηγική Ελέγχου των Ναρκωτικών (International Narcotics Control Strategy Report-INSCR), του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, που δημοσιεύτηκε στο τέλος Φεβρουαρίου 1998, αποκαλύπτει ότι «περίπου το 75% της ηρωίνης που κατάσχεται στην Ευρώπη παράγεται ή προέρχεται από την Τουρκία», ότι «κάθε μήνα, τέσσερις με έξι τόνοι ηρωίνης περνούν από την Τουρκία με προορισμό τη Δυτική Ευρώπη», καθώς και ότι «πολλά εργαστήρια επεξεργασίας του οπίου που χρησιμοποιείται για να μετατραπεί η μορφίνη, που αποτελεί τη βάση, σε ηρωίνη, είναι εγκατεστημένα στο τουρκικό έδαφος». Η αναφορά υπογραμμίζει ότι η Τουρκία είναι μια από τις χώρες που εμπλέκεται περισσότερο στο ξέπλυμα χρημάτων που γίνεται κυρίως με το «εμπόριο της βαλίτσας» με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, στα καζίνα ή στις βιομηχανίες κατασκευών και τουρισμού.