el | fr | en | +
Accéder au menu

Διπλή παγίδα για το Αφγανιστάν

Βρισκόμαστε στο 1999. Οι επιθέσεις στους δίδυμους πύργους και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είναι ακόμα μακριά. Όμως οι ΗΠΑ μετά τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα σε δύο πρεσβείες τους στην Αφρική έχουν ήδη στρέψει τα μάτια -και τους πυραύλους τους- προς το Αφγανιστάν. Ο λαός έχει καλωσορίσει τους Ταλιμπάν ως απελευθερωτές από τους πολέμους και τα δεινά τους, παρ’ όλο που εθνοτικές ομάδες στο Βορρά και στο Νότο συνεχίζουν τον ανταρτοπόλεμο. Όσο για τις γυναίκες, βρίσκονται σε δυσκολότερη θέση με όλα τα δικαιώματά τους καταπατημένα. Αποστολή στο Αφγανιστάν. Από το αρχείο μας, Φεβρουάριος 1999

Ανέκαθεν, ο δρόμος της Ανατολής, ο δρόμος που ενώνει την Καμπούλ με την Τζαλαλαμπάντ, ήταν ζωτικός για τους Αφγανούς, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού επιτρέπει, μέσα από το περίφημο πέρασμα Χάιμπερ, να φτάσει κανείς στην Πεσουάρ, που αποτελεί σήμερα τον απαραίτητο συμπληρωματικό πνεύμονα από την άλλη πλευρά των πακιστανικών συνόρων (1). Για να κάνει κανείς αυτή τη διαδρομή πρέπει να πληρώσει 60.000 αφγάνι, δηλαδή ενάμισι δολάριο, που μπορεί να φαίνεται μικρό, αλλά που είναι μεγάλο ποσό σε μία χώρα όπου δεν υπάρχει πια τίποτα, ούτε μισθοί, ούτε σπίτια, ούτε προμήθειες, ούτε δρόμοι. Τα 175 χιλιόμετρα που χωρίζουν τις δύο πόλεις μπορούσε άλλοτε να τα διανύσει κανείς σε μιάμιση ώρα. Σήμερα χρειάζονται έξι ώρες, ίσως και περισσότερες, με τα μικρά λεωφορεία, στα οποία στοιβάζεται κανείς οικογενειακά, αλλά λιγότερες με τα μικρά, ξεσκέπαστα, τετρακίνητα οχήματα που ξετρελαίνουν τους Ταλιμπάν. Γιατί αυτός ο υπέροχος δρόμος, που ξεκινώντας από την Τζαλαλαμπάντ ακολουθεί τον ποταμό Καμπούλ, περνάει δίπλα από τη γαλάζια λεκάνη της λίμνης Σαρόμπι, με την έρημο με χρώμα ώχρας στο βάθος, μετά διασχίζει το μεγαλοπρεπές πέρασμα του Τάνγκ-ι Γαρό, σήμερα δεν είναι παρά μια άθλια ανασκαμμένη επιφάνεια και οι ταξιδιώτες που περνούν από εκεί, στοιβαγμένοι στα παλιά μικρά λεωφορεία, υπομένουν στωικά το χάος. Είκοσι χρόνια βομβαρδισμών κατέστρεψαν αυτό που ήταν, άλλοτε, ένας σύγχρονος δρόμος.

Αφού περάσουμε το χωριό Σαρόμπι, πλησιάζοντας στην Καμπούλ, εμφανίζονται στην άκρη του δρόμου σιλουέτες μικροσκοπικών παιδιών, που οπλισμένα με υποτυπώδη φτυάρια φαίνεται να προσπαθούν να γεμίσουν τις τεράστιες τρύπες. Τα περισσότερα είναι λιγότερο από δέκα χρόνων. Με φθαρμένα παπούτσια και ρούχα, πνιγμένα στα σύννεφα σκόνης που σηκώνουν τα οχήματα που περνούν, διακινδυνεύουν ωστόσο να τα πλησιάσουν για να ζητιανέψουν μερικά αφγάνι.

Είναι δύσκολο να μην παρομοιάσει κανείς αυτά τα παιδιά με το σημερινό Αφγανιστάν: κατεστραμμένο, αδυνατισμένο, πεινασμένο, σκάβοντας το δρόμο στην άκρη του γκρεμού, εκεί όπου μια στρατιά εκσκαφέων δεν θα έφτανε για να τον επισκευάσει. Όλα συμβαίνουν μέσα στην απόλυτη αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας. Αποθαρρημένα από τους Ταλιμπάν, τα μέσα ενημέρωσης ουσιαστικά εγκατέλειψαν τη χώρα, τόσο που λίγο – λίγο ξεχνιέται η δυστυχία της και δεν συγκρατεί κανείς παρά μόνο όσα κάνουν οι «φοιτητές της θεολογίας» στις γυναίκες τους. Και από ένα επιχείρημα δημιουργείται ένα άλλοθι.

Πριν εγκαταλειφθεί, με εντελώς ήσυχη συνείδηση, ο αφγανικός λαός στους εσωτερικούς τυράννους του, η διεθνής κοινότητα με επικεφαλής τα Ηνωμένα Έθνη έδειχνε ωστόσο ότι κινητοποιείται. Αλλά εξαρτώντας την παροχή βοήθειας από το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυρίως των δικαιωμάτων της γυναίκας, οι μεγάλες δυτικές χώρες δημιούργησαν με τη σειρά τους μια αδιέξοδη κατάσταση, που στρέφεται και αυτή εναντίον των ίδιων ακριβώς δικαιωμάτων, πράγμα που γίνεται σαφές εάν σκεφτεί κανείς ότι οι Αφγανοί δεν έχουν σήμερα ούτε τροφή ούτε τα μέσα να ζήσουν αξιοπρεπώς. Στις αρχές του 1998 η παρεξήγηση έφτασε στο αποκορύφωμά της με την εκστρατεία που ξεκίνησε η ευρωπαία επίτροπος, αρμόδια για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, Εμα Μπονίνο, μετά το ταξίδι που έκανε στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν το περασμένο καλοκαίρι και το σκάνδαλο που προκάλεσε.

Καθυστερημένη αποστροφή

«Όταν η Μπονίνο ήρθε στην Καμπούλ», θυμάται ένα μέλος της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (CICR) «επέμενε να περπατάει ασκεπής στους δρόμους και να τραβάει φωτογραφίες, πράγμα που απαγορεύεται από το νόμο των Ταλιμπάν. Στους περισσότερους ξένους που ζουν εδώ, η συμπεριφορά αυτή φάνηκε σαν μια άσκοπη πρόκληση. Η σύλληψή της ήταν, λοιπόν, αναπόφευκτη».

Όπως όλοι οι «ξένοι» -δηλαδή οι Δυτικοί που είναι το προσωπικό στους διεθνείς οργανισμούς ή στους μη κυβερνητικούς οργανισμούς- ο συνομιλητής μας εξεγείρεται εναντίον του τρόπου με τον οποίο ο δυτικός τύπος αντιμετωπίζει τη σύγκρουση στο Αφγανιστάν. «Όταν ζει ένας ξένος στο Αφγανιστάν σέβεται τις συνήθειες που δεν είναι οι δικές του συνήθειες, ακόμα και αν του φαίνονται παράλογες. Το τσαντρί (ολόσωμο ένδυμα που καλύπτει τις γυναίκες), οι γυναίκες που είναι κλεισμένες στο σπίτι, οι γάμοι συμφέροντος, όλα αυτά είναι συνήθειες που οι Αφγανοί δεν περίμεναν τους Ταλιμπάν για να τις αποκτήσουν. Αυτή είναι η παράδοση, απλώς οι Ταλιμπάν την θεσμοποίησαν και την οδήγησαν στον παραλογισμό. Γιατί περίμεναν την άφιξη των Ταλιμπάν για να ενοχληθούν;».

Ο Ζαν – Φρανσουά Κοτέ, διευθυντής της Μαντέρα, ενός γαλλικού μη κυβερνητικού οργανισμού χρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθεί και αυτός από το γραφείο του στην Πεσαουάρ (2) να θέσει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. «Πρέπει να επανατοποθετηθεί το πρόβλημα στο πλαίσιό του», εξηγεί. «Οι Σοβιετικοί πίεσαν για την απελευθέρωση της γυναίκας σε μια μουσουλμανική υπερσυντηρητική κοινωνία, πράγμα που προκάλεσε έναν κλονισμό. Ύστερα, με την έναρξη του πολέμου, το 1979, οι μορφωμένες γυναίκες άρχισαν να φεύγουν. Η “αιμορραγία” αυξήθηκε με τους μουτζαχεντίν και, στα τέλη του 1996, με την άφιξη των Ταλιμπάν. Στην πραγματικότητα η Καμπούλ έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της και ο αστικός πληθυσμός έχει πλέον αναμειχθεί τελείως με τον αγροτικό πληθυσμό, που έχει πολύ πιο αρχαϊκές συνήθειες».

Είναι γνωστό το μίσος που τρέφουν οι Ταλιμπάν για την πρωτεύουσα, είναι γνωστό ότι τη θεωρούν σύμβολο της διαφθοράς δυτικού τύπου και ότι επιχείρησαν να την «εξαγνίσουν». Και είναι προφανές ότι δεν είναι εύκολο να ζει κανείς, κυρίως όταν είναι γυναίκα, σ’ αυτή τη μαρτυρική πόλη, που είναι ρημαγμένη από βομβαρδισμούς χρόνων, χωρίς την απαραίτητη μεσαία τάξη της – μια πόλη η οποία υφίσταται, σε συνθήκες έσχατης ένδειας, όλες τις δυσκολίες, όλες τις ταπεινώσεις.

Στον «ξενώνα», όπου συμφώνησε να δεχτεί επισκέπτες, ο μουλάς Μοχάμαντ Σαρίφ – Χακανί, υφυπουργός, αρμόδιος για τη διάδοση της Αρετής και την απαγόρευση του Κακού, το αποδεικνύει. Σε αυτό που ήταν ένα ωραίο χειμερινό δωμάτιο υποδοχής, πρέπει, πράγματι, όταν είναι κανείς γυναίκα, να σταθεί κοντά σε μια μισάνοιχτη πόρτα, που βλέπει στην ταράτσα, πίσω από την οποία ο υφυπουργός θα έχει ευαρεστηθεί να καθίσει. Σε μια τέτοια απίθανη θέση μπόρεσε να γίνει, με έναν κάπως ταραγμένο διερμηνέα, αυτό που πρέπει να ονομάσουμε συνέντευξη. Ξέραμε ότι οι Ταλιμπάν ήταν οπαδοί του παραπετάσματος, ο μουλάς Χακανί όμως μόλις καθιέρωσε μια ευρεσιτεχνία, για να προφυλαχθεί από τη θέα μιας γυναίκας δημοσιογράφου: ανακάλυψε το σύστημα της μισάνοιχτης πόρτας. Στην πραγματικότητα, δεν φαίνεται ούτε καν να έχει συνείδηση του κωμικοτραγικού χαρακτήρα του σκηνικού που έστησε.

Πράγματι, αυτό το στέλεχος των Ταλιμπάν, γνωστό για τις συντηρητικές θέσεις του, απαντάει συστηματικά με ακόμα πιο συντηρητικό τρόπο σε σχέση με τις πρόσφατες δηλώσεις του ίδιου του μουλά Όμαρ (3). Κυρίως όσον αφορά το βασανιστικό θέμα των γυναικών που έμειναν χήρες, που είναι η πιο ευάλωτη κατηγορία από όλες, και σχετικά με τη μεταχείριση των οποίων πολλαπλασιάζονται οι κριτικές στο δυτικό τύπο. Πράγματι, νέες διατάξεις ήλθαν να απελευθερώσουν τις χήρες από την υποχρέωση να παντρευτούν έναν αδελφό ή ένα μέλος της οικογένειας του αποθανόντος: «Εάν μια γυναίκα θέλει να παντρευτεί το γαμπρό της, μπορεί, αλλά δεν είναι πια υποχρεωμένη», καταδέχεται να απαντήσει. «Σε κάθε περίπτωση, το Κοράνι λέει ότι η γυναίκα δεν πρέπει να λάβει καμία κληρονομιά». Μόνη αποδεκτή πρόοδος: «πριν από αυτό το νόμο, εάν ο αδελφός δεν την ήθελε μπορούσε να την πουλήσει σε κάποιον άλλο, τώρα δεν έχει πια αυτό το δικαίωμα». Από τη μισάνοιχτη πόρτα μοιάζει να θλίβεται γι’ αυτό. Όσο για το μέλλον του τσαντρί, τις σωματικές τιμωρίες, τη δημόσια εκτέλεση της θανατικής ποινής, φαίνεται αμετάπειστος. Το ορίζει η Σαρία, τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει.

«Οι Ταλιμπάν δεν μας θεωρούν ανθρώπινα όντα», εξοργίζεται η Ραχίλα, πενήντα χρόνων. «Κυρίως δεν θέλουν να μορφωνόμαστε. Μας θεωρούν περιουσία τους. Και υποχρεώνουν τις χήρες να τους παντρευτούν, ιδίως όταν είναι όμορφες». Η Ραχίλα μεγάλωσε στην παλιά Καμπούλ, φοίτησε στο γαλλικό λύκειο Ιστικλάλ και ύστερα δίδαξε μαθηματικά. Σήμερα, δεν διδάσκει πια, αλλά ανήκει στην παράνομη οργάνωση Επαναστατική Ενωση των Γυναικών του Αφγανιστάν (RAWA). Όπως τα περισσότερα μέλη της οργάνωσης αυτής, η Ραχίλα εγκατάλειψε την Καμπούλ και ζει στην Πεσαουάρ. Με δάκρυα στα μάτια, στρέφεται με πάθος εναντίον των υπερβολών των Ταλιμπάν και όσων επιβάλλουν στις γυναίκες (να φορούν τσαντρί, την απαγόρευση να βγαίνουν μόνες, να πηγαίνουν στο σχολείο, να εργάζονται κ.λπ.). «Αυτό δεν μπορεί να το ονομάσει κανείς ζωή».

Η ένωση RAWA, που ιδρύθηκε το 1977 από τη Μίνα Κεσουάρ Καουάλ, συμμετέχει από το 1979 στον αγώνα εναντίον της σοβιετικής κατοχής. Το 1987 η Μίνα δολοφονήθηκε στην πόλη Κουέτα του Πακιστάν, όπου είχε εγκατασταθεί. Η δολοφονία της αποδόθηκε σε μέλη του Χεζμπ-ε-Ισλάμι, ενός κόμματος του οποίου ηγείται ο Γκουλμπουντίν Χεκματιάρ. Η Ενωση όμως επέζησε, προσπαθώντας, χωρίς καμιά οικονομική βοήθεια, να αφυπνίσει τη διεθνή κοινή γνώμη σχετικά με τις φρικαλεότητες που διέπραξαν στην αρχή οι μουτζαχεντίν και ύστερα οι Ταλιμπάν. Δραστήρια στην Πεσαουάρ, στην Κουέτα και το Ισλαμαμπάντ, τα περισσότερα μέλη της Ενωσης είναι καθηγήτριες, γιατροί ή υπάλληλοι, και καμιά δεν παραιτείται. «Όλες οι γυναίκες είναι καταπιεσμένες», διαβεβαιώνει ωστόσο η Ραχίλα. «Όταν μια γυναίκα είναι καθηγήτρια ή ερευνήτρια, δεν μπορεί να αποφασίσει να μείνει κλεισμένη στο σπίτι και να καθαρίζει πατάτες. Σήμερα οι γυναίκες είναι ασφαλείς, αλλά φυλακισμένες».

«Στην Καμπούλ, όλοι είναι δυστυχείς, ακόμα και οι άνδρες», αναστενάζει η Φαχίμα, μια χήρα 28 χρόνων που ζει μόνη στην Καμπούλ με τα δύο της παιδιά, ηλικίας έξι και επτά χρόνων. «Επί τριάντα ή σαράντα χρόνια οι γυναίκες ήταν ελεύθερες. Το πέπλο ήρθε με τους μουτζαχεντίν. Αυτοί είναι που έσπαγαν τις τηλεοράσεις, απαγόρευαν τις κασέτες, έβαζαν τον κόσμο φυλακή, βίαζαν τις γυναίκες, λεηλατούσαν τα σπίτια. Σήμερα, δεν υπάρχει πια ο ίδιος φόβος, αλλά υπάρχει ο φόβος για το μέλλον. Δεν έχω πια χρήματα, δεν ξέρω τι δουλειά να κάνω, αλλά και να ήξερα δεν έχω δικαίωμα να εργαστώ. Τι θα απογίνουμε, τα παιδιά μου κι εγώ;».

Μαχητικές ή υποταγμένες, οι γυναίκες, τι θα απογίνουν πράγματι, θαμμένες κάτω από το τσαντρί; Κατά τη γνώμη της Νάνσι Χατς Ντιπρί, που είναι ειδική στο θέμα των γυναικών του Αφγανιστάν (4) , θα πρέπει πρώτα να ξεχωρίσουμε στη βάση της πυραμίδας τη συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών που ζουν στις αγροτικές περιοχές, οι οποίες είναι ελάχιστα μορφωμένες και των οποίων η ζωή ήταν ανέκαθεν επικεντρωμένη στην οικογένεια και τα παιδιά. Και τις γυναίκες στην κορυφή της πυραμίδας, των οποίων η χειραφέτηση και ο εκδυτικισμός άρχισε το 1959, και οι οποίες είχαν καταλάβει υπεύθυνες θέσεις και μερικές φορές εργάζονταν σε διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι τους παρέχουν σήμερα την υποστήριξή τους για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Μεταξύ αυτών των δύο υπάρχει και μια μεσαία τάξη -υπάλληλοι, νοσοκόμες, καθηγήτριες κ.λπ.- με μουσουλμανική κουλτούρα και με νοοτροπία που είναι ταυτόχρονα παραδοσιακή και προοδευτική, ένα μεγάλο μέρος των οποίων είναι εξόριστες. Η διοίκηση την οποία στήριζαν αυτές οι γυναίκες έχει καταρρεύσει. Αυτό ισχύει και για τη δημόσια υγεία, θέμα γενικευμένης πολεμικής, αφού το γεγονός ότι απαγορεύεται στις γυναίκες να φροντίσουν αρρώστους ή να τις φροντίσουν όταν οι ίδιες είναι άρρωστες, έδωσε τους τελευταίους μήνες μερικές καλές ευκαιρίες στις ευαίσθητες ψυχές σε ολόκληρο τον κόσμο για να αγανακτήσουν.

Ο Σιρ Μοχαμάντ Χαμπάς Στανικαζάι, υφυπουργός Υγείας, έχει πλήρη συνείδηση του θέματος. Αυτός ο τριανταεξάχρονος μηχανικός, που μιλάει αγγλικά με άνεση και αντιπροσωπεύει, στην πραγματικότητα, τη μετριοπαθή πτέρυγα της κυβέρνησης των Ταλιμπάν, δεν προσπαθεί να αποφύγει τις ερωτήσεις. «Πριν, όλα τα νοσοκομεία ήταν ανοιχτά στους άνδρες και τις γυναίκες. Σταδιακά επιστρέφουμε εκεί. Και δεν είναι ακριβές να λέγεται ότι οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στο νοσοκομείο. Υπάρχει η κλινική Μαλαλάι, που είναι αποκλειστικά γι’ αυτές, καθώς και δύο νοσοκομεία τα οποία διαχειρίζεται η CICR (το Ουαζίρ Ακμπάρ Χαν και το Καρτέ Σεχ) που έχουν κρεβάτια για γυναίκες. Σε όλα αυτά τα ιδρύματα έχουμε γυναικείο προσωπικό, που στην πραγματικότητα δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται».

Αντίθετα, αυτό που δεν αναφέρει είναι ότι οι μισθοί των γιατρών είναι πενιχροί (150.000 αφγάνι το μήνα) (5) και ότι, εδώ και μερικούς μήνες, λόγω του πολέμου, δεν καταβάλλονται. Και αυτό που δεν βλέπει είναι οι μεσαιωνικές συνθήκες οι οποίες επικρατούν σε μερικά νοσοκομεία της Καμπούλ, όπως στο Γκουμχοριέτ. Δεν γίνονται πια ακτινογραφίες, δεν υπάρχουν φάρμακα, δεν γίνεται μεταφορά ασθενών, αφού, όπως εξηγούν οι δύο γιατροί που είναι στα επείγοντα περιστατικά, από τα δύο ασθενοφόρα που διέθετε το νοσοκομείο το ένα δεν λειτουργεί και το άλλο κοστίζει τόσο ακριβά που δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο για «εξαιρετικά επείγουσες» περιπτώσεις. «Έρχονται να μας δουν εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών οι οποίοι κοιτούν και ύστερα δεν τους ξαναβλέπουμε ποτέ πια», διαπιστώνουν με πίκρα.

«Υπήρχαν 29 νοσοκομεία στην Καμπούλ, αλλά ορισμένα καταστράφηκαν εντελώς», παραδέχεται ο νεαρός υπουργός. «Το εξήντα με εξήντα πέντε τοις εκατό του υλικού έχει κλαπεί. Θα χρειαστούν εκατομμύρια δολάρια για να τα ξαναχτίσουμε. Προς το παρόν, καταβάλλω κάθε προσπάθεια ώστε να επιστρέψουν στην Καμπούλ οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί. Αυτή τη στιγμή είμαστε στο μέσο των διαπραγματεύσεων και έχω πολλές ελπίδες. Οκτώ με εννέα από τους οργανισμούς αυτούς έχουν υπογράψει ήδη τη νέα σύμβαση».

Ο χειμώνας είναι βαρύς και το ψωμί, το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα λείπουν τρομερά από την Καμπούλ και οι προοπτικές δεν είναι, δυστυχώς, και τόσο ενθαρρυντικές. Οι χώρες-δωρητές επεξεργάζονται αυτή την εποχή ένα σχέδιο «Κοινού Προγραμματισμού» (Common Programming), για να κατευθύνουν πιο αυστηρά τη δράση των διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων, και κυρίως των μη κυβερνητικών οργανισμών, που θεωρούνται υπερβολικά ανεξάρτητοι και υπερβολικά «συνεργάσιμοι» με την κυβέρνηση των Ταλιμπάν.

Εξάλλου, το πολιτικό και στρατιωτικό μέτωπο παραμένει τουλάχιστον αβέβαιο. Παρά την επιθυμία τους να αναγνωριστούν από τα Ηνωμένα Έθνη, οι Ταλιμπάν καταβάλλουν ελάχιστες προσπάθειες για να εξομαλύνουν την κατάσταση. Μετά τη δολοφονία ενός από τους αξιωματούχους της, το περασμένο καλοκαίρι, η Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες (HCR) έκλεισε το γραφείο της στην Καμπούλ. Και η αποτυχία των ειδικών αποστολών των Ηνωμένων Εθνών να λύσουν μια σύγκρουση, η οποία χαρακτηρίσθηκε πλέον οριστικά ως εθνική, κρατάει τη χώρα σε αδιέξοδο, ενώ οι Τατζίκοι του στρατηγού Μασούντ αντιπροσωπεύουν την τελευταία δύναμη που αντιτίθεται ακόμη στους Ταλιμπάν που είναι καταγωγής Παστούν. Ήδη κύριοι των βασικών πόλεων, της Μαζάρ-ι-Σαρίφ συμπεριλαμβανομένης, την οποία κατέλαβαν πρόσφατα μετά από λουτρό αίματος, ενδιαφέρονται επίσης για τη διατήρηση μιας ζώνης συγκρούσεων στα βόρεια της χώρας (κυρίως γύρω από την πόλη Κουντούζ) όπου σημειώνουν μόνο νίκες, αν και, όπως λέγεται, αρχίζει να τους λείπει η αμερικανική και πακιστανική βοήθεια.

Ενώ, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του, «ο ρόλος του ΟΗΕ (…) δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα άλλοθι που σκοπό έχει να αποκρύψει την αδράνεια -και ακόμα χειρότερα- της διεθνούς κοινότητας» (6) , η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής μπορεί να βαρύνει ιδιαίτερα στη ζυγαριά, αφού οι Ταλιμπάν επιμένουν να υποστηρίζουν τον Οσάμα Μπεν Λάντεν, τον υπ’ αριθμό ένα δημόσιο εχθρό της μεγαλύτερης δύναμης στον κόσμο (7). Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, πώς μπορεί άραγε η κατάσταση να ξαναγίνει φυσιολογική. Τη στιγμή μάλιστα που μπορεί να επαναληφθούν τα πλήγματα με πυραύλους που εξαπέλυσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον περασμένο Σεπτέμβριο και που η συνεχώς αναβαλλόμενη κατασκευή του αγωγού που θα μεταφέρει το πετρέλαιο του Τουρκμενιστάν μέχρι το Πακιστάν συνεισφέρει στην ανατροπή των δεδομένων;

Chantal Aubry

Δημοσιογράφος και συγγραφέας

(1Στην Πεσαουάρ, πρωτεύουσα της μαύρης αγοράς, πηγαίνουν επίσης όλοι οι Αφγανοί που θέλουν να κάνουν τα ψώνια τους. Είναι μια ευκαιρία να επισκεφθούν τα μέλη των οικογενειών τους που είναι πρόσφυγες εκεί. Υπολογίζεται ότι ακόμα σήμερα ζουν εκεί 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες. Συνολικά υπολογίζεται ότι στο Πακιστάν ζουν δύο εκατομμύρια αφγανοί πρόσφυγες και ένα εκατομμύριο στο Ιράν. Η Πεσαουάρ είναι η μεγαλύτερη πόλη της βορειοδυτικής επαρχίας του Πακιστάν, επαρχία η οποία κατοικείται κυρίως από Παστούν, που στο Πακιστάν ονομάζονται «Πατχάν».

(2Όπως οι περισσότερες ΜΚΟ, είτε εκδιώχθηκαν από την Καμπούλ τον περασμένο Ιούλιο είτε όχι, η Μαντέρα έχει τη βάση της στην Πεσαουάρ. Δεν διέκοψε ποτέ το έργο της στο Αφγανιστάν. Είναι παρούσα στην Τζαλαλαμπάντ, στην επαρχία του Κουνάρ, στη γειτονική επαρχία του Λαγμάν και στα ανατολικά της χώρας, στην περιοχή της Χεράτ. Γεωργία, κτηνοτροφία, οι δραστηριότητές της είναι ποικίλες: αφορούν την άρδευση, την προμήθεια σπόρων για τις καλλιέργειες, τη διάθεση γεωργικών μηχανημάτων, την πάλη κατά της αποδάσωσης, την παροχή βοήθειας για την επιστροφή των προσφύγων κ.λπ.

(3Ο μουλάς Μοχάμεντ Όμαρ είναι ο ανώτατος ηγέτης του κινήματος των Ταλιμπάν, ο «καθοδηγής των πιστών».

(4Βλ. κυρίως στο «Fundamentalism reborn?», συλλογικό έργο, επιμέλεια William Maley, Vanguard Books, Λαχώρη, 1998, το άρθρο με τίτλο «Women under the taliban».

(5Περίπου 6,5 ευρώ.

(6Στο «The situation in Afganistan and its implications for international peace and security: report of the secretary general», 14 Νοεμβρίου 1997.

(7Στις 7 Αυγούστου 1998, δύο αντι-αμερικανικές επιθέσεις στην Τανζανία και την Κένυα προκάλεσαν το θάνατο 257 ανθρώπων, από τους οποίους επτά ήταν Αμερικανοί. Ο Οσάμα Μπεν Λάντεν, Σαουδάραβας δισεκατομμυριούχος, θεωρήθηκε υπεύθυνος γι’ αυτές τις επιθέσεις. Σε αντίποινα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβάρδισαν τη νύχτα της 20ής Αυγούστου περιοχές του Σουδάν και του Αφγανιστάν, όπου υποτίθεται βρίσκονταν βάσεις τρομοκρατών.

Μοιραστείτε το άρθρο