[Από το αρχείο της “Le Monde diplomatique”, Ιούνιος 1999]
Το Διαδίκτυο είναι άραγε μια τόσο σημαντική επανάσταση όσο το ραδιόφωνο στη δεκαετία του 1920 και η τηλεόραση στη δεκαετία του 1960; Μπορούμε να αμφιβάλλουμε. Για να αναλύσουμε τα νέα μέσα, θα πρέπει να αλλάξουμε τον κυρίαρχο λόγο, που είναι μειλίχια ευνοϊκός προς αυτά και να τα επανατοποθετήσουμε σε μια γενική θεωρία της επικοινωνίας. Είναι λοιπόν επείγον να ανοίξουμε το διάλογο υπενθυμίζοντας ιδιαίτερα ορισμένες αντιφάσεις που συνδέονται με την «επανάσταση της επικοινωνίας».
Πώς αναγνωρίζουμε την τεχνολογική ιδεολογία; Από το ότι χαρακτηρίζει ως απαισιόδοξο ή συντηρητικό, σε κάθε περίπτωση ως αντίπαλο της «προόδου», οποιονδήποτε αμφισβητεί το νόημα και τη χρησιμότητα των νέων μέσων, και ζητά ένα προβληματισμό καθώς και ρυθμίσεις. Κανένα τεχνικό σύστημα δεν γέννησε ποτέ ένα μοντέλο κοινωνίας. Αντίθετα μάλιστα: όσο περισσότερα αυτόματα συστήματα πληροφόρησης υπάρχουν, τόσο περισσότερους νόμους χρειαζόμαστε για να αποφύγουμε τις καταχρήσεις της εγκληματικότητας στον κυβερνοχώρο. Ο νόμος δεν εμποδίζει την ελευθερία της επικοινωνίας, αλλά αντίθετα αποφεύγει να συγχέει την τεχνική επίδοση με το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων.
Με το Διαδίκτυο ξαναβρίσκουμε το ζήτημα του «παγκόσμιου χωριού». Αφού οι άνθρωποι έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις αποστάσεις και κατέκτησαν τη φύση και την ύλη, ξαναβρίσκουν την επιθυμία για το άπειρο του οποίου η πιο τέλεια είναι η πολλαπλότητα των λέξεων, των εικόνων και των δεδομένων. Κι όμως, αν μια πληροφορία κάνει το γύρο του κόσμου σε ένα δευτερόλεπτο, η πραγματικότητα αλλάζει σε απόσταση λιγότερο από εκατό χιλιόμετρα, σε σημείο που τα άτομα δεν καταλαβαίνουν πια το ένα το άλλο. Πράγματι, οι επιδόσεις της τεχνικής δεν εξυπηρετούν πάντα τους ανθρώπους. Κυρίως γιατί οξύνουν την αδυναμία των κοινωνικών συστημάτων. Οι χρηματιστηριακές, χρηματοπιστωτικές, πολιτικές κρίσεις που ξεσπούν στην άλλη άκρη του πλανήτη αποσταθεροποιούν ακόμα πιο γρήγορα τις οικονομίες, θέτουν σε δοκιμασία την αλληλεγγύη και αποδυναμώνουν τους διεθνείς θεσμούς. Όσο και να περιορίζει τον κόσμο σε ένα μικρό χωριό, η θριαμβεύτρια επικοινωνία δεν τον κάνει περισσότερο σίγουρο. Και αν οι αρχηγοί κρατών δεν παύουν να μετακινούνται είναι γιατί η φυσική συνάντηση παραμένει ο μόνος τρόπος να ελέγξουν λίγο αυτή την αστάθεια της ιστορίας, που γίνεται πιο εμφανής μέσα από τα δίκτυα.
Η πολλαπλή σύνδεση είναι μια πρόοδος, για πιο σκοπό όμως; Η πλοήγηση στο Διαδίκτυο δεν αποτελεί ούτε απόδειξη εξυπνάδας ούτε άλλη πρόοδο, παρά τεχνολογική σε σχέση με την ανάγνωση ενός βιβλίου, τη συζήτηση, την ακρόαση του ραδιοφώνου, την παρακολούθηση της τηλεόρασης. Το χειρότερο θα ήταν να διακρίνουμε μια πρόοδο στην «κοινωνία του διαδικτύου». Η «κοινωνία του θεάματος» επικρίθηκε αρκετά για τις αυταπάτες της. Θα αντικατασταθεί, άραγε, αύριο από την κοινωνία του διαδικτύου.
Θα χρειαστεί, μήπως, ένας «Τιτανικός» της κυβερνοκουλτούρας για να μπορέσουν τα κράτη να συνειδητοποιήσουν τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τις βασικές ελευθερίες από αυτά τα συστήματα πληροφόρησης; Πράγματι, υπάρχουν οι συνθήκες ενός ναυαγίου όταν βλέπουμε να θριαμβεύουν τόση ορθολογική και τεχνολογική υπεροψία. Για να μην αναφέρουμε τη μεγάλη αντίφαση: το διαδίκτυο παρουσιάζεται ως ένας χώρος επικοινωνίας τη στιγμή που συνήθως δεν είναι παρά ένας χώρος έκφρασης -κάτι που δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα- και, κυρίως ίσως, μια αγορά της πληροφορίας.
Κάποια μέρα θα πρέπει να επιλέξουμε. Ή έχουμε να κάνουμε με ένα τεράστιο εμπορικό δίκτυο -στην κλίμακα του παγκοσμίου ηλεκτρονικού εμπορίου- ή με ένα από τα στοιχεία ενός συστήματος πολιτικής επικοινωνίας και ατομικής έκφρασης για τη διεθνή κοινότητα. Οι δύο προοπτικές είναι αντιφατικές, και θα λέγαμε ψέματα αν πιστεύαμε ότι το Ίντερνετ μπορεί να τις εξυπηρετήσει ταυτόχρονα και χωρίς συγκρούσεις…
Ο δυτικός άνθρωπος χρειάστηκε αιώνες για να «απελευθερωθεί» από όλες τις κηδεμονίες: θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές, στρατιωτικές. Επιτέλους ελεύθερος να σκεφτεί, να μετακινηθεί και να εκφραστεί, αποφασίζει σήμερα να κλειστεί μέσα στα χίλια καλώδια της τεχνολογικής επικοινωνίας. Είναι συνεχώς προσκολλημένος σε αυτήν, μπορεί να επικοινωνεί συνεχώς με το φορητό υπολογιστή, το φαξ, το τηλέφωνο, το e-mail (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο)… Τι έκανε προηγουμένως; Αφού μας «ιμέλιασαν» στο όνομα της ελευθερίας και της προόδου, μήπως μας χρειάζεται τώρα να μάθουμε, στο όνομα της ίδιας ελευθερίας, της ίδιας προόδου και της ίδιας νεοτερικότητας, πώς να «ξεϊμελιάζουμε»;
Ακόμα περισσότερο, ο γραμμικός χρόνος των συστημάτων πληροφόρησης δεν είναι ο ίδιος με τον ανθρώπινο και κοινωνικό χρόνο. Τα συστήματα αυτά λειτουργούν εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, από τη μία άκρη της γης ώς την άλλη, προεικάζοντας αυτό που θα είναι μια «κοινωνία στο συνεχές». Και από την άλλη μεριά; Τα άτομα, όπως οι κοινωνίες, δεν ζουν ποτέ σε ομοιογενή χρόνο. Η αντίληψη αυτού του χρόνου, για παράδειγμα, αλλάζει ριζικά ανάμεσα στη νεότητα και την ωριμότητα: δεν ενδιαφερόμαστε πια για τα ίδια πράγματα. Τα ενδιαφέροντα, τα συναισθήματα παίρνουν άλλες διαστάσεις.
Αυτή η σύγκρουση ανάμεσα σε φιλοσοφίες του χρόνου είναι ακόμα πιο έντονη στις χώρες του Νότου. Πραγματικά, για αυτές πρόκειται για αντίσταση στον τρόπο με τον οποίο η Δύση ενδυναμώνει την εισβολή του δικού της μοντέλου ορθολογικότητας, σε βάρος άλλων πολιτισμών και άλλων συστημάτων αξιών. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση είναι άραγε αξεχώριστη από αυτό το δυτικό οδοστρωτήρα και αυτή τη μονοδιαστατοποίηση του χρόνου και των αξιών; Και τι να πούμε για τη διανοητική απάτη σύμφωνα με την οποία οι νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας θα ήταν ένας σύντομος δρόμος προς την ανάπτυξη;
Ποιο θα είναι το πιθανό αποτέλεσμα αυτής της προέκτασης χωρίς τέλος της πληροφορίας; Μια εκλογίκευση της επικοινωνίας, ακριβώς όπως υπήρξε εκλογίκευση της εργασίας το 19ο αιώνα, η οποία απέφερε βεβαίως μια αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά με πολύ υψηλό ανθρώπινο, κοινωνικό και πολιτικό τίμημα. Αν η τεχνολογία πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες ανταλλαγών, το κάνει με τίμημα την αναπόφευκτη τυποποίηση την οποία προέβλεψε η σχολή της Φρανκφούρτης. Ακόμα περισσότερο που ούτε η μετάδοση, ούτε η διάδραση, ούτε η έκφραση είναι συνώνυμα της επικοινωνίας.
Εδώ και περισσότερο από εκατό χρόνια, η πρόοδος έγκειται στην κατάργηση των διαμεσολαβητών που εμπόδιζαν την ελευθερία των ανθρώπων. Σήμερα αυτό είναι γεγονός και χάρη στις τεχνολογίες, ο καθένας, από το σπίτι, τη δουλειά, το σχολείο, τις διακοπές μπορεί να έχει απ’ ευθείας πρόσβαση σε όλα: είναι η βασιλεία του «Do it yourself» («Κάντο μόνο σου»). Η επανεισαγωγή των διαμεσολαβητών γίνεται λοιπόν αναγκαιότητα γιατί όσο πιο πολύπλοκη, διαδραστική ανοιχτή είναι μια κοινωνία, τόσο περισσότερο της είναι απαραίτητοι οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι καθηγητές, οι γιατροί, οι έμποροι κ.λπ.
Έτσι, είναι πολύ πιο εύκολο να εξοπλίσουμε μαζικά τα σχολεία με υπολογιστές και να τους δικτυώσουμε παρά να σκεφτούμε μια συνολική φιλοσοφία για την εκπαίδευση… Μια φυγή προς τα μπρος η οποία θυμίζει εκείνη πριν από σαράντα χρόνια όταν, στην επιχείρηση, αυτοματοποιήθηκαν η βιομηχανική εργασία και οι υπηρεσίες. Η τεχνολογία, ακόμα και αν επιτρέπει τη διαχείριση της πληροφορίας ή της επικοινωνίας δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει ένα σχέδιο.
Για πολύ καιρό παράγοντας ανοιγμάτων και προσέγγισης ανάμεσα στις ιδέες και τους λαούς, η επικοινωνία μπορεί να γίνει σήμερα αιτία ανταγωνισμού, ακόμη και μίσους, γιατί σε ένα κόσμο όπου τα πάντα κυκλοφορούν, κάνει τις διαφορές ακόμα πιο προφανείς. Και είναι πιο δύσκολο να ανεχτείς τον άλλο όταν είναι κοντινός και ορατός παρά όταν είναι μακρινός και ελάχιστα ορατός. Για να διατηρήσουμε την επικοινωνία ως αξία χειραφέτησης, θα πρέπει λοιπόν να βρούμε τις σωστές αποστάσεις που πρέπει να διατηρήσουμε. Κάτι που θα αναγκάσει τη Δύση να σεβαστεί περισσότερο άλλες ταυτότητες και άλλες ιεραρχίες αξιών, αλλιώς κινδυνεύει να απορριφθεί ταυτόχρονα με τα συστήματα πληροφόρησής της, που θα θεωρηθούν πολιτισμικός ιμπεριαλισμός.
Θα πρέπει λοιπόν να προστατέψουμε την επικοινωνία και να μην εγκαταλειφθούμε στο σημερινό στερεότυπο «Είναι αληθινό γιατί βρίσκεται στο Διαδίκτυο». Λες και το τεχνολογικό σύστημα κάνει από τη φύση του αληθινές τις πληροφορίες που κυκλοφορούν σε αυτό (1). Λες και μπορούν να γίνουν αυτομάτως οι πάροχοι υπηρεσιών και οι χρήστες τίμιοι, ειλικρινείς, με φροντίδα για το καλό του διπλανού, εχθροί του ψέματος και των κουτσομπολιών κάθε είδους. Βρισκόμαστε εδώ στην καρδιά της τεχνολογικής ιδεολογίας: το μέσο θα δημιουργήσει την αρετή. Κι όμως για να πειστεί κανείς για το αντίθετο αρκεί να κοιτάξει τις ροζ σελίδες του διαδικτύου, το ρόλο του στη διεθνή χρηματοοικονομική κερδοσκοπία ή στην εγκληματικότητα.
Το ζήτημα είναι λιγότερο η ατομική ελευθερία, η οποία είναι πράγματι πάντα εύθραυστη, αλλά αποδεκτή στο πάνθεον των δημοκρατικών αξιών, και περισσότερο η διατήρηση των όρων της συλλογικής ταυτότητας, που είναι ο κατ’ εξοχήν ρόλος του κράτους-έθνους. Όμως αυτό το κράτος-έθνος δυσφημίζεται με ευκολία προς δόξα του «ανοίγματος», χωρίς κανείς να ανησυχήσει για το σπάσιμο των κοινωνικών δεσμών που προκαλεί. Γιατί η παγκοσμιοποίηση ενθαρρύνει τον κατακερματισμό σε τόσες κοινότητες όσες και οι διαφορετικές ταυτότητες και οι δυνητικές αγορές. Αύριο, το κύριο πρόβλημα δεν θα είναι πια η έκφραση αλλά η ικανότητα να βγούμε από την επικοινωνία η οποία διαμεσολαβείται από τα μέσα ενημέρωσης για να δοκιμάσουμε μια επικοινωνία άμεση, ανθρώπινη, κοινωνική.