Σταθερή, δημοκρατική και ευημερούσα, σύμφωνα με το στερεότυπο, η Ελβετία συγκλονίστηκε κατά τη δεκαετία του 1990. Οι οπαδοί ενός ανοίγματος προς την Ευρώπη προκάλεσαν ένα κίνημα εναντίωσης, που επιθυμεί να κλείσει τη χώρα στον εαυτό της και να αποκαταστήσει τις «αλλοτινές ευτυχισμένες συνθήκες».
Παθιασμένες διακηρύξεις, που έφεραν σε αντίθεση τους ανανεωτές και τους παραδοσιακούς, πολιτικοποίησαν δεκάδες χιλιάδες εκλογείς. Ένας νέος τόνος, επιθετικός και χωρίς παραχωρήσεις, κυριάρχησε στη διάρκεια αυτών των εκλογικών μαχών. Παράλληλα, η Ελβετία γνώρισε ανάμεσα στο 1991 και το 1997 μία μακρά ύφεση, με ποσοστά ανεργίας που έφτασαν τα ποσοστά της δεκαετίας του 1930. Τέλος, αυτή η χώρα, που θεωρούνταν άλλοτε ως ήρεμος και βέβαιος εταίρος της δυτική κοινότητας, κλήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να ρίξει άπλετο φως στις αμφίβολες επιχειρήσεις, στις οποίες είχαν αναμιχθεί οι τράπεζές της και στον παράνομο πλουτισμό τους σε βάρος των Εβραίων, θυμάτων της ναζιστικής Γερμανίας. Η γενιά που επέζησε μετά τον πόλεμο ένιωσε να δυσφημείται και να ταυτίζεται λαθεμένα με τους ναζί. Όλα αυτά κλόνισαν έντονα την εμπιστοσύνη των ελίτ και πολλών απλών πολιτών.
Σε αυτό το γόνιμο έδαφος, αναδύθηκε μία νέα Δεξιά. Το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα (SVP) (1), μέλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από το 1929, πήρε, από το 1989 και έπειτα, την όψη μιας ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης στο σύστημα, χωρίς ωστόσο να θελήσει να εγκαταλείψει την κυβέρνηση. Αυτός που οδήγησε το κόμμα αυτό στην αντιπολίτευση ήταν ο πρόεδρος του Ελβετικού Λαϊκού Κόμματος στη Ζυρίχη, Κριστόφ Μπλόχερ, βιομήχανος, χρηματιστής και πολυεκατομμυριούχος, γεννημένος το 1940 στην οικογένεια ενός προτεστάντη ιερέα.
Το κόμμα του καταγγέλλει τα αστικά κόμματα ότι είναι μεταμφιεσμένοι σοσιαλιστές και όλο το πολιτικό προσωπικό, εκτός από τον ίδιο, ως «στερούμενο προσανατολισμού» και «διεφθαρμένο». Ο Μπλόχερ κάνει εκκλήσεις στην «υγιή καρδιά του λαού», η οποία «πρέπει να βάλει σε τάξη η ίδια» τα προβλήματα που αγγίζουν τα θεμέλια του κράτους.
Η «υγιής καρδιά του λαού» ενέκρινε μαζικά αυτή την «υγιή πολιτική». Το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα διπλασίασε ουσιαστικά την επίδοσή του το 1999 – φτάνοντας στο 23,3% έναντι του 11,9% που είχε το 1991. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η ριζοσπαστική πτέρυγα του Μπλόχερ περιθωριοποίησε τις μετριοπαθείς δυνάμεις στο εσωτερικό του κόμματος (2). Τα μικρά κόμματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς, όπως το Κόμμα των Αυτοκινητιστών (αντι-Πράσινο, αντιφεμινιστικό και υπερφιλελεύθερο), στερήθηκαν την πολιτική θεματολογία τους από τη ριζοσπαστικοποίηση του SVP και συρρικνώθηκαν.
Κανένα άλλο κόμμα δεν είναι τόσο αντιδραστικό και τόσο σύγχρονο ταυτόχρονα όσο το SVP, το οποίο ονομαζόταν άλλοτε «Κόμμα αγροτών, μικρών εμπόρων, βιοτεχνών και πολιτών». Προκαλώντας τον δημόσιο διάλογο σε τέσσερις τομείς (σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετανάστευση, ναρκωτικά και εγκληματικότητα, υποτιθέμενες καταχρήσεις της κοινωνικής προστασίας), μπόρεσε να κερδίσει ιδεολογικό έδαφος ακόμη και από την Αριστερά.
Κατ’ αρχάς, το κόμμα είναι σφόδρα αντίθετο στην ένταξη της Ελβετίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά τη διάρκεια δημοψηφίσματος το 1992, αντιτάχθηκε στην είσοδο της χώρας στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο (ΕΟΧ, στον οποίο περιλαμβάνονται οι Δεκαπέντε, η Νορβηγία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν) -πρώτο βήμα προς την ενιαία αγορά. Σε αυτό το σχέδιο, το οποίο υπερψηφίστηκε από τη γαλλόφωνη Ελβετία, αλλά καταψηφίστηκε από τη γερμανόφωνη περιοχή και το Τεσίνο, οι αντίπαλοί του είδαν μία απειλή για την «εθνική ταυτότητα» η οποία, κατά τη γνώμη τους, βασίζεται στην ανεξαρτησία, την ένοπλη ουδετερότητα και την άμεση δημοκρατία.
Διακινδυνεύοντας μία άμεση αντιπαράθεση με τους οικονομικούς ηγέτες, οι οποίοι υποστήριζαν την είσοδο στον ΕΟΧ, ο Μπλόχερ πέτυχε να εμφανιστεί ως ένας άνθρωπος του λαού, ένας «λαϊκός εκατομμυριούχος» που αντιστέκεται στους πειρασμούς της τάξης του.
Μέχρι τις εκλογές του Οκτωβρίου 1999, όλα τα άλλα κόμματα, όπως και το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (δηλαδή η κυβέρνηση), συνέχιζαν να εξετάζουν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στα δέκα επόμενα χρόνια. Το κίνημα του Μπλόχερ το κατάγγελλε αυτό πάντοτε ως προδοσία του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 1992. Μετά την εκλογική νίκη του, τα άλλα κόμματα -εκτός ίσως από τους σοσιαλδημοκράτες- κινδυνεύουν να εγκαταλείψουν το έδαφος της ένταξης.
Εικόνα «σοβαρού» και «κατάλληλου»
Στη συνέχεια, το SVP πήρε θέση στον «αγώνα ενάντια στη μετανάστευση». Ποτέ, από την αρχή της δεκαετίας του 1970 (όταν η Εθνική Δράση, ένα κίνημα της ριζοσπαστικής Δεξιάς, ήθελε να πετύχει με δημοψήφισμα την εκδίωξη πάνω από το 40% των Ιταλών και Ισπανών μεταναστών εργατών, κάτι που ανατράπηκε με μικρή πλειοψηφία), η πολιτική της μετανάστευσης δεν είχε προκαλέσει τόσα πάθη. Το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα έχει ως στόχο τώρα άλλες κατηγορίες μεταναστών: κυρίως όσους ζητούν άσυλο, οι οποίοι στιγματίζονται σε πολύ ακριβές διαφημιστικές εκστρατείες ως «παράνομοι» ή «εγκληματίες». Μια προπαγάνδα που στράφηκε ενάντια στους «μη χριστιανικούς πολιτισμούς»: μουσουλμάνους, Αφρικανούς, Ασιάτες, Αλβανούς του Κοσόβου, οι οποίοι «δεν θέλουν να ενσωματωθούν και έρχονται στην Ελβετία μόνο για να τσεπώνουν τις κοινωνικές επιδοτήσεις». Οι πολιτικοί αντίπαλοι του SVP αντέδρασαν σε αυτή την εκστρατεία κινητοποίησης, αδειάζοντας προοδευτικά το δίκαιο του ασύλου, από το πολιτικό περιεχόμενό του, χωρίς να συναντήσουν παρά μία δειλή αντίθεση από την πλευρά της Αριστεράς.
Από το τέλος του 19ου αιώνα, η Ελβετία στρατολόγησε χιλιάδες μετανάστες για τη δική της αγορά εργασίας. Όπως και στη Γερμανία, το αντίστοιχο δίκαιο για την εθνικότητα βασίζεται στο jus sanguinis (δίκαιο του αίματος), κάτι το οποίο περιπλέκει την απόκτηση της ιθαγένειας από τους μετανάστες. Οι μετανάστες αποτελούν σήμερα το 19% του πληθυσμού, κάτι που τοποθετεί την Ελβετία στη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, μετά το Λουξεμβούργο. Αλλά το 60% αυτών των ξένων έχουν γεννηθεί στην Ελβετία ή κατοικούν εκεί πάνω από δέκα χρόνια. Στη Γαλλία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν, στην πλειονότητά τους, εξασφαλίσει το δικαίωμα να αποκτήσουν την υπηκοότητα.
Από τη δεκαετία του 1980, η κυβέρνηση προσπαθεί να επιταχύνει την ενσωμάτωση του ξένου πληθυσμού. Το SVP ωστόσο κατάφερε να εμποδίσει κάτι τέτοιο, στηριζόμενο σε ολόκληρη τη ριζοσπαστική και άκρα Δεξιά. Όχι μόνο η θέση του εμποδίζει αυτή την ενσωμάτωση, αλλά συμβάλλει επίσης στην όξυνση των «εθνικών» και πολιτιστικών συγκρούσεων, τις οποίες φοβούνται οι οπαδοί του.
Τέλος, το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα πέτυχε να πολιτικοποιήσει το ζήτημα των ναρκωτικών και της εγκληματικότητας. Στο ζήτημα των ναρκωτικών, το κόμμα ευθυγραμμίζεται με την κατασταλτική πολιτική των ΗΠΑ και αντιτίθεται σε όλες τις προσπάθειες που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και τη δυνατότητα επανένταξης των εξαρτημένων ατόμων με μια πολιτική περιορισμού των κινδύνων: διανομή ναρκωτικών ουσιών (3) και αποποινικοποίηση της χρήσης. Τα αποφασιστικά δημοψηφίσματα γι’ αυτό το ζήτημα, ωστόσο, δεν απέβησαν προς όφελός του – έστω και αν αυτό έγινε με ελάχιστη διαφορά.
Παράλληλα, το κόμμα μάχεται για μια νέα πολιτική στον τομέα της εγκληματικότητας, με βάση την αποτροπή και την καταστολή. Η ιδέα ότι η κοινωνία οφείλει να αναλάβει την ευθύνη των περιθωριακών στοιχείων της καταγγέλλεται από το κόμμα του Μπλόχερ ως ανθρωπιστικό άλλοθι της «Αριστεράς του χαβιαριού».
Εδώ και λίγο καιρό, το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα προσπαθεί επίσης να ξεκινήσει έναν αγώνα ενάντια στο κράτος, το οποίο «απομυζά» τους φορολογούμενους με υπερβολικούς φόρους. Στη Ζυρίχη, το πιο πυκνοκατοικημένο καντόνι και οικονομικά το πιο εύρωστο, το κόμμα υπόσχεται να μειώσει τους φόρους κατά 20% και να επικεντρώσει τον προϋπολογισμό στα «ουσιαστικά καθήκοντα». Την άνοιξη του 1999, βγήκε πρώτο στις εκλογές του καντονιού, με ένα τρίτο των ψήφων. Σε συνομοσπονδιακό επίπεδο προτείνει μείωση κατά 10% της άμεσης φορολογίας (η οποία δεν αφορά παρά τα πιο προνομιούχα νοικοκυριά) και θέλει να μειώσει τις δαπάνες του κράτους κατά το ίδιο ποσοστό. Το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα αποβλέπει να περιορίσει πάνω απ’ όλα τις κοινωνικές δαπάνες -επιδόματα ανεργίας και κοινωνική προστασία για τους μη προνομιούχους. Η δημογραφία του εκλογικού σώματός της την ωθεί, ωστόσο, να μην τα βάλει με τους συνταξιούχους.
Στο διάστημα 1945-1989, η ένοπλη ουδετερότητα και η άρνηση να ενταχθεί στους διεθνείς οργανισμούς θεωρούνταν ιερές και απαραβίαστες αρχές του κρατικού δόγματος (4) στην Ελβετία.
Όταν, μετά το 1989, οι ριζοσπάστες και οι χριστιανοί-δημοκράτες, υποστηριζόμενοι από τους επιχειρηματίες με διεθνείς φιλοδοξίες, τα συνδικάτα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα έβαλαν ως στόχο τους την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτοιμοι γι’ αυτό να εγκαταλείψουν την αρχή της ουδετερότητας και να υποτάξουν την ανεξαρτησία της Ελβετίας σε υπερεθνικούς θεσμούς, ένα τμήμα του κόσμου στράφηκε προς τη Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα.
Στα μάτια της δεξιάς αντιπολίτευσης, οι οπαδοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν εν δυνάμει προδότες, έτοιμοι να θυσιάσουν την Ελβετία στο βωμό των Βρυξελλών. Ο Κριστόφ Μπλόχερ σύγκρινε τότε τον εαυτό του με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος στην πιο τραγική ιστορική στιγμή είχε υποσχεθεί στο λαό του «αίμα και δάκρυα». Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του κόμματός του -παίρνοντας ως παράδειγμα τους οπαδούς της Μάργκαρετ Θάτσερ στην Αγγλία- παρουσίαζε την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε ως το γερμανικό «τέταρτο Ράιχ» είτε ως την τελευταία κομμουνιστική ουτοπία στην ευρωπαϊκή ήπειρο -με δυο λόγια, ως έναν «κόκκινο ή φαιό ολοκληρωτισμό».
Η εθνική-συντηρητική εξέγερση είναι ένα φαινόμενο ελβετικό-γερμανικό, και ο νέος πατριωτισμός είναι ένας «ελβετικός-γερμανικός εθνικισμός». Κατά συνέπεια, το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα δυσκολεύεται να αναπτυχθεί στη γαλλόφωνη Ελβετία. Εκεί, ο ελβετικός-γερμανικός εθνικισμός γίνεται αισθητός ως απειλή και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο τμήματα της χώρας έχουν ψυχρανθεί σημαντικά (5).
Η άνοδος του SVP γίνεται σε βάρος των μικρών κομμάτων της ριζοσπαστικής Δεξιάς και των παλαιών συμμάχων τους στον αστικό συνασπισμό. Το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα, με προέλευση καθαρά προτεσταντική, απέσπασε μεγάλα ποσοστά ψήφων στα καθολικά φέουδα του Δημοκρατικού-Χριστιανικού κόμματος. Το 1999 πήρε ψήφους από τους ριζοσπάστες -των οποίων οι οπαδοί, μάλλον ευκατάστατοι, εκτίμησαν τις επιθέσεις της εναντίον των φόρων.
Το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα κατάφερε να αποφύγει τον κυριότερο σκόπελο της ριζοσπαστικής Δεξιάς, επιβάλλοντας μια εικόνα κόμματος «σοβαρού και κατάλληλου». Πριν προσανατολιστεί προς έναν αντιδραστικό λαϊκισμό, υπήρξε για δεκαετίες εξίσου αστικό με τους οι παλαιούς συμμάχους του. Αποσπά επίσης οφέλη από την υποστήριξη της μετριοπαθούς πτέρυγάς του, η παρουσία της οποίας καθησυχάζει την κοινή γνώμη. Ελβετοί που δεν τολμούσαν να ψηφίσουν για τα μικρά κόμματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς, ψηφίζουν τώρα χωρίς συμπλέγματα για το «κατάλληλο» κόμμα του πλούσιου βιομηχάνου.
Άλλωστε η πλειονότητα των οπαδών της ριζοσπαστικής Δεξιάς στην Ελβετία θεωρεί τον εαυτό της ως τον κληρονόμο της ελβετικής αντίστασης ενάντια στη χιτλερική Γερμανία. Αυτός ο ελβετικός-γερμανικός εθνικισμός, που υποδαυλίζεται από το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα, βασίζεται ουσιαστικά σε ένα αντιγερμανικό αίσθημα. Έτσι, το κόμμα του Μπλόχερ δεν είχε ανάγκη να απαλλαγεί από ένα ενοχλητικό παρελθόν, όπως η μεταφασιστική Εθνική Συμμαχία στην Ιταλία, το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, το Φιλελεύθερο Κόμμα του Γιοργκ Χάιντερ στην Αυστρία ή η κατακερματισμένη σκηνή της γερμανικής ριζοσπαστικής Δεξιάς.
Μετά τις εκλογές τίθεται το θέμα της ενδεχόμενης αναδιοργάνωσης της σημερινής κυβέρνησης των τεσσάρων κομμάτων. Το ομοσπονδιακό συμβούλιο συγκροτείται όπως πάντα από δύο ριζοσπάστες, δύο χριστιανοδημοκράτες, δύο σοσιαλδημοκράτες και έναν εκπρόσωπο του Ελβετικού Λαϊκού Κόμματος. Ο υπουργός Άμυνας Άντολφ Όγκι, που ανήκει στη μετριοπαθή πτέρυγα του Ελβετικού Λαϊκού Κόμματος, έχει αντιταχθεί πολλές φορές στον Μπλόχερ.
Στόχος του Μπλόχερ είναι να τεθεί, μαζί με το Ριζοσπαστικό-Δημοκρατικό Κόμμα, επικεφαλής μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης και να στείλει τους σοσιαλδημοκράτες στην αντιπολίτευση. Διεκδικεί τώρα δύο έδρες στην κυβέρνηση, κάτι που θα αντανακλούσε την εκλογική δύναμη του κόμματός του. Οι σοσιαλδημοκράτες από την πλευρά τους θέλουν μια κυβέρνηση της κεντροαριστεράς χωρίς το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα. Και τα αστικά κόμματα του κέντρου φοβούνται δύο σενάρια: αν το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι στην αντιπολίτευση, μπορεί να αποσπάσει πολλές ψήφους ανάμεσα στους οπαδούς του Μπλόχερ, κάτι που θα είναι σε βάρος τους. Αλλά, αν το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα είναι στην αντιπολίτευση, θα συνεχίσει να τα αποδυναμώνει. Δεν πρέπει λοιπόν να αποκλείεται η περίπτωση οι ηγέτες τους να αποφασίσουν να μην αλλάξουν τίποτε για την ώρα στη σύνθεση της κυβέρνησης.