Μετά Χριστόν προφήτες εμφανίζονται πολλοί, σε κάθε περίσταση. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως ότι επιστήμονες και διανοούμενοι δεν είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών εξαιτίας της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Συνεχίζοντας το μικρό μας αφιέρωμα σε κείμενα από αρχείο της «Le Monde diplomatique» που πραγματεύονται το συγκεκριμένο ζήτημα, παρουσιάζουμε σήμερα αποσπάσματα από άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1999.
Ο 20ος αιώνας σημαδεύτηκε από μια αξιοσημείωτη αναστάτωση του φυσικού κύκλου των κλιμάτων. Λόγω της συσσώρευσης αερίων του θερμοκηπίου στη γήινη ατμόσφαιρα η μέση θερμοκρασία του πλανήτη έχει αυξηθεί τόσο γρήγορα κατά τα τελευταία εκατό χρόνια όσο είχε αυξηθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δέκα χιλιάδων χρόνων. Ωστόσο, το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι απαραίτητο, καθώς χωρίς αυτό η θερμοκρασία της επιφάνειας του πλανήτη θα έπεφτε κάτω από το 0ο C. Οφείλεται στην ύπαρξη εξατμισμένου ύδατος και ορισμένων αερίων, όπως το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και το μεθάνιο, στην ατμόσφαιρα. Τα αέρια αυτά σχηματίζουν ένα στρώμα διαπερατό από ορισμένες φωτεινές ακτίνες, και ταυτόχρονα έχουν την ιδιότητα να κατακρατούν μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας που αντανακλάται από την επιφάνεια της Γης. Χάρη σε αυτό το στρώμα ο πλανήτης προσφέρει κατάλληλη θερμοκρασία για την ύπαρξη ζωής.
Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί σοβαρά την ευθύνη του ανθρώπου για την αφύσικη αύξηση της θερμοκρασίας της Γης. Πράγματι, είναι γνωστό ότι η δημογραφική εξάπλωση και η βιομηχανική παραγωγή, λόγω της κατανάλωσης καυσίμων υλών που συνεπάγονται, ευθύνονται για την αυξημένη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα (1). Εάν η ανεξέλεγκτη εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου συνεχιστεί τον επόμενο αιώνα, η θερμοκρασία θα μπορούσε να σημειώνει άνοδο κατά 1ο C έως 3,5ο C, σε σχέση με τον μισό βαθμό περίπου κατά τον 20ό αιώνα.
Από την εποχή της πρώτης Παγκόσμιας Διάσκεψης για το Περιβάλλον, το 1972, οι οικολογικές ανησυχίες καταλαμβάνουν ολοένα σοβαρότερη θέση στη συλλογική συνείδηση. Άλλοτε πολυτέλεια των πλούσιων χωρών, η πρόληψη του κλιματικού κινδύνου έχει μετατραπεί σε ένα από τα μείζονα διακυβεύματα της αειφόρου ανάπτυξης. Πράγμα που δεν εμποδίζει, να παραμένει το ζήτημα του φαινομένου του θερμοκηπίου, όσο μεγάλη προβολή κι αν έχει τύχει από τα μέσα ενημέρωσης, συγκεχυμένο και παραγνωρισμένο. Για το πρωταρχικό αυτό πρόβλημα, που ωστόσο τον αφορά άμεσα, ο απλός πολίτης θεωρεί ότι στερείται οποιασδήποτε αρμοδιότητας και εγκαταλείπει τη δημόσια συζήτηση και την ευθύνη των αποφάσεων στους ειδικούς και τους πολιτικούς. Ωστόσο, για να συμμετάσχει κανείς στη συγκεκριμένη συζήτηση, αρκεί να έχει στο μυαλό του δύο ή τρία βασικά ερωτήματα: ποιες επιπτώσεις έχει η αύξηση της θερμοκρασίας στα οικοσυστήματα και την υγεία του ανθρώπου; Υπάρχουν, άραγε, τρόποι για να περιοριστεί ο αντίκτυπος μιας τέτοιας εξέλιξης, κι αν ναι, ποιοι είναι αυτοί;
Οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη σε θέση να προβλέψουν με ακρίβεια την πιθανότητα και το εύρος των κλιματικών αλλαγών στη μία ή την άλλη περιοχή του πλανήτη. Επομένως, υπάρχουν αβεβαιότητες ως προς την έκταση του φαινομένου της αύξησης της θερμοκρασίας κατά τον 21ο αιώνα. Αυτό που μπορεί από τώρα να υποστηρίξει κάποιος, χωρίς κίνδυνο να διαψευστεί, είναι ότι οι αλλαγές δεν θα είναι ομοιόμορφες σε όλο τον πλανήτη. Θα εκφραστούν, προπαντός, με μια όξυνση των ακραίων κλιματικών συνθηκών και αν πλήξουν, κατ’ αρχήν, τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς, τελικά όλοι θα πέσουν θύματά τους.
Απέναντι στην αυξανόμενη εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το πιθανότερο σενάριο: το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα οξυνθεί, η θερμοκρασία του πλανήτη θα σημειώσει άνοδο, ο κύκλος των υδάτων θα επιταχυνθεί, η εξάτμισή τους θα ενταθεί, η συγκέντρωση εξατμισμένου ύδατος στην ατμόσφαιρα θα γίνει μεγαλύτερη. Το φαινόμενο κατακράτησης της ηλιακής ακτινοβολίας θα κορυφωθεί, ενώ οι βροχοπτώσεις θα ενταθούν σε όλες τις ηπείρους. Η αύξηση της στάθμης των θαλάσσιων υδάτων, που προκαλείται από το λιώσιμο των πάγων στους πόλους, θα κάνει ευάλωτες τις παραθαλάσσιες ζώνες, θα προκαλέσει την εισβολή αλμυρών υδάτων στις εκβολές των ποταμών και θα πλημμυρίσει τις παράλιες περιοχές και τα αρχιπελάγη. Αλλεπάλληλες ξηρασίες θα περιορίσουν την έκταση και την ποικιλία των ειδών της χλωρίδας και θα επιτείνουν την έλλειψη πόσιμου νερού. Σε αυτές τις ανισορροπίες θα προστεθεί μια αυξανόμενη συχνότητα φυσικών καταστροφών: κυκλώνες, πλημμύρες, πυρκαγιές στα δάση και κατολισθήσεις (2).
Όλοι θυμούνται ότι το 1997-98, το φαινόμενο Ελ Νίνιο προκάλεσε διαταραχές και υλικές ζημιές πρωτοφανούς μέχρι τότε έντασης στη ζώνη του Ειρηνικού Ωκεανού. Βέβαια, ορισμένα οικοσυστήματα μπορούν να προσαρμοστούν σε αλλαγές του κλίματος, αλλά με αντίτιμο ριζικές μεταβολές, που συνεπάγονται, και οι ίδιες, σοβαρές επιπτώσεις. Λόγω της γονιμοποιού δράσης του, το διοξείδιο του άνθρακα σε υψηλή συγκέντρωση ευνοεί την ανάπτυξη των ισχυρότερων ειδών της χλωρίδας, σε βάρος των ασθενέστερων. Αυτό έχει ως συνέπεια την ελαχιστοποίηση της βιοποικιλότητας (3). Όσο για τις επιπτώσεις των διακυμάνσεων της θερμοκρασίας στην ανθρώπινη υγεία, αποτελούν αντικείμενο πλήθους ερευνητικών αναλύσεων από επιστήμονες διαφόρων κλάδων, αλλά τα συμπεράσματα των ερευνών αυτών δεν είναι από πρώτη ματιά θεαματικά, γιατί οι δυνατότητες προσαρμογής του ανθρώπου είναι πολύ μεγάλες. Ασφαλώς, τα κύματα θερμότητας όπως και ψύχους συνοδεύονται από κορύφωση της θνησιμότητας και, στις χώρες του Νότου, ο φόρος που πληρώνεται στους κυκλώνες, στις πλημμύρες και τις εκρήξεις των ηφαιστείων είναι βαρύς. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η αύξηση της ροής της υπεριώδους ακτινοβολίας μεγιστοποιεί τις πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνων του δέρματος και αλλοιώνει το ανοσοποιητικό σύστημα (4). Άλλωστε, τα μόρια που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα -τα αερολύματα- απελευθερωμένα από την κατανάλωση των καυσίμων υλών, προξενούν βλάβες στο αναπνευστικό σύστημα και ευθύνονται για αναπηρίες. Έτσι, από το 1964 έως το 1990, η συχνότητα εμφάνισης άσθματος διπλασιάστηκε τόσο στη Μ. Βρετανία και την Αυστραλία όσο και στην ανατολική Αφρική.
Ωστόσο, ο κυριότερος κίνδυνος δεν βρίσκεται εκεί. Έγκειται στην εξάρτηση του ανθρώπου από το περιβάλλον του. Οι μεταναστεύσεις πληθυσμών, η υπερσυγκέντρωση των ανθρώπων στο αστικό περιβάλλον, η μείωση των υδάτινων αποθεμάτων, η ρύπανση και η φτώχεια, ανέκαθεν δημιουργούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την εξάπλωση μολυσματικών μικροοργανισμών. Όμως, η αναπαραγωγική και μολυσματική ικανότητα αρκετών εντόμων και τρωκτικών, που είναι φορείς παρασίτων ή ιών, είναι συνάρτηση της θερμοκρασίας και της υγρασίας του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, μια αύξηση της θερμοκρασίας, έστω και μικρή, δίνει το «πράσινο φως» για την εξάπλωση πλήθους παθογόνων παραγόντων για τον άνθρωπο και τα ζώα.
Με αυτό τον τρόπο, τα τελευταία χρόνια έχουν κερδίσει έδαφος παρασιτικές ασθένειες -όπως η ελονοσία, οι σχιστοστομιάσεις και η ασθένεια του ύπνου- ή μολύνσεις από ιούς -όπως ο δάγγειος πυρετός, ορισμένες εγκεφαλίτιδες και αιμορραγικοί πυρετοί. Είτε επανεμφανίστηκαν σε περιοχές από όπου είχαν εξαφανιστεί είτε πλήττουν σήμερα περιοχές που ώς τώρα είχαν γλιτώσει. Κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων χρόνων, η ελονοσία διέσχισε το όριο των 1.800 μέτρων στην ανατολική Αφρική και τη Μαδαγασκάρη, υψόμετρο που άλλοτε δεν ξεπερνούσε. Οι προβλέψεις για το 2050 δείχνουν ότι η ελονοσία θα απειλήσει τότε τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους. Άλλος λόγος ανησυχίας: μεταξύ 1955 και 1970, μόνο εννέα χώρες πλήττονταν από αρθροποϊούς, (arboviroses) ασθένειες που μεταδίδονται κυρίως από τα κουνούπια. Από το 1996 έχουν προστεθεί 28 ακόμη χώρες.
Με τον ίδιο τρόπο πολλαπλασιάζεται και ο αριθμός των ασθενειών που μεταδίδονται από το νερό. Η αύξηση της θερμοκρασίας των γλυκών υδάτων ευνοεί τη διάδοση των βακτηρίων. Η αύξηση της θερμοκρασίας των αλμυρών υδάτων -ειδικά όταν περιέχουν ανθρώπινα απόβλητα- επιτρέπει στο φυτοπλαγκτόν, ένα πραγματικό εκτροφείο χολερικών βακίλων, να αναπαράγεται με αυξανόμενο ρυθμό. Στη Λατινική Αμερική, μεταξύ του 1991 και του 1996, η χολέρα είχε 1.368.053 θύματα, ενώ ουσιαστικά είχε εξαφανιστεί από την περιοχή μετά το 1960. Παράλληλα, νέες μολυσματικές ασθένειες εμφανίζονται ή εξαπλώνονται πολύ πέρα από τις οικολογικές ζώνες μέσα στις οποίες παρέμεναν μέχρι τώρα περιορισμένες (5). Πρόσφατα παραδείγματα έχουν αποδείξει ότι η Ιατρική στέκεται άοπλη, παρά τις προόδους που έχει σημειώσει, μπροστά στην έκρηξη αναρίθμητων και αναπάντεχων παθολογιών. Η επιδημιολογία των μολυσματικών ασθενειών -οι οποίες, ακόμη και σήμερα, ευθύνονται σχεδόν για το ένα τρίτο των θανάτων στον κόσμο- θα μπορούσε να πάρει, κατά τον 21ο αιώνα, νέες μορφές, κυρίως με την εξάπλωση των ζωονόσων, αυτών των ασθενειών που μεταδίδονται από τα σπονδυλωτά στον άνθρωπο και αντιστρόφως. Αποκαλυπτικό σημάδι: οι Αμερικανοί -που σπανίως υιοθετούν καθυστερημένα κάποια στρατηγική- έχουν ήδη εκδώσει ένα νέο ιατρικό περιοδικό, με τον τίτλο «Emerging Infectious Diseases» («Νεοεμφανιζόμενες Μολυσματικές Ασθένειες») (6).
Ορισμένες χώρες, όπως και αρκετές υπηρεσίες του ΟΗΕ -κυρίως η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας (ΠΟΜ)- έχουν επίγνωση της απειλής (7). Χρηματοδοτούν κλιματολογικές έρευνες, συγκαλούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα συνέδρια ειδικών και έχουν επιτρέψει την υπογραφή συμβάσεων που περιορίζουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, το πρόβλημα υπερβαίνει τη ρύθμιση και τη μεταβίβαση του «δικαιώματος στη ρύπανση» (8). Εξάλλου, οι δεσμεύσεις που ανελήφθησαν στη διάσκεψη του Κιότο, το 1997 -συμφωνία μείωσης κατά 5,2% της εκπομπής των κύριων αερίων του θερμοκηπίου από τις βιομηχανικές χώρες, έως το 2012- έχουν παγώσει μετά τη διάσκεψη για το κλίμα στο Μπουένος Άιρες, το 1998, λόγω της ανεπάρκειάς τους στον περιορισμό του κινδύνου. Η διάσκεψη που ακολούθησε και ολοκληρώθηκε στις 5 Νοεμβρίου στη Βόνη, είχε, και αυτή, μέτρια αποτελέσματα. Βεβαίως, περισσότερα από 60 κράτη, μεταξύ των οποίων οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ιαπωνία και η Νέα Ζηλανδία (ομάδα χωρών που, μόνη της, είναι υπεύθυνη για το 41% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου των βιομηχανικών χωρών) δεσμεύτηκαν να επικυρώσουν εγκαίρως το πρωτόκολλο του Κιότο, ώστε αυτό να τεθεί σε ισχύ πριν από το 2002 (9). Αλλά, για μια ακόμη φορά, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες επιχείρησαν να εμποδίσουν τη συμφωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες -πρώτη χώρα παγκοσμίως σε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου- αντιδρούν, συναρτώντας την επικύρωση του πρωτοκόλλου με τα αποτελέσματα της επόμενης διάσκεψης, που θα πραγματοποιηθεί στη Χάγη, το Νοέμβριο του 2000 (10).
Εδώ και μερικά χρόνια, ορισμένοι οικονομολόγοι συμμερίζονται τις ανησυχίες των οικολόγων. Υπολογίζουν την αξία των οικοσυστημάτων ή «φυσικού ενεργητικού» και αποτιμούν το κόστος της υποβάθμισής τους, το επιπλέον κόστος από την καθυστέρηση λήψης μέτρων μείωσης της ρύπανσης, καθώς και τα δυνητικά οφέλη από την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών. Με δυο λόγια, παρουσιάζουν στους παράγοντες της βιομηχανίας τα κέρδη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από την προστασία των φυσικών πόρων. Ωστόσο, η εμφάνιση της έννοιας της «οικονομικά αποδοτικής μάχης ενάντια στη ρύπανση» δεν είναι αρκετή, και, σε μια οικονομία που εκφράζεται μόνο με όρους ανταλλαγών, δεν υπάρχει αόρατο χέρι για να οδηγήσει την αγορά προς το μεγαλύτερο αγαθό για όλους.
Γι’ αυτό το λόγο, στόχοι φαινομενικά μέτριοι, που έχουν τεθεί σε ατομικό και τοπικό επίπεδο, θα μπορούσαν να αποδειχθούν πειστικοί. Απέναντι στην απειλή που επικρέμαται για την υγεία μας και, ακόμη περισσότερο, για την υγεία των παιδιών μας και των εγγονιών μας, είναι επιτακτική ανάγκη, κατ’ αρχήν, να επικαλεστούμε την αρχή της προστασίας. Εφαρμόζοντας την αρχή αυτή ισοδυναμεί με το να παραδεχόμαστε τις αβεβαιότητές μας και την άγνοιά μας, χωρίς όμως να προβάλλουμε την αδυναμία μας ως δικαιολογία αδράνειας. Η άλλη πτυχή της σημασίας που έχει η αρχή της προστασίας είναι ότι υποχρεώνει τον υπεύθυνο -και όχι τον αντιτιθέμενο- σε μια βιομηχανική ή άλλη δραστηριότητα να αποδείξει ότι η σχεδιαζόμενη δράση είναι αβλαβής από οικολογική και υγειονομική άποψη.
Περισσότερο αποτελεσματική χωρίς αμφιβολία θα ήταν η καθιέρωση, από το νηπιαγωγείο κιόλας, μιας «περιβαλλοντικής εκπαίδευσης», και της διδασκαλίας μιας ανανεωμένης φυσικής και ανθρώπινης γεωγραφίας. Για να ευαισθητοποιήσει τον καθένα με μια πλανητική συνείδηση, η εκπαίδευση αυτή θα έπρεπε να υπογραμμίζει την αλληλεξάρτηση του ανθρώπου και της Γης και να επιμένει στη συνεξέλιξη των οικοσυστημάτων και της ανθρώπινης ζωής. Με δυο λόγια, θα έπρεπε να ευαισθητοποιεί και να καθιστά υπεύθυνο τον καθένα, αρκετά πριν ενηλικιωθεί.