Η Ουγγαρία είναι η μόνη από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΧΚΑΕ), στην οποία οι κυβερνήσεις που εξελέγησαν μετά το 1989 κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν τη θητεία τους. Όμως, καμία τους δεν κατόρθωσε, κατά τα τελευταία αυτά δέκα χρόνια, να επανεκλεγεί. Τελευταίο θύμα του συνδρόμου αυτού υπήρξε ο συνασπισμός σοσιαλιστών και φιλελευθέρων, το 1998.
Ωστόσο, η κυβέρνηση αυτή είχε αποσπάσει καλή βαθμολογία από τους δυτικούς κριτές, όσον αφορά τις αναδιαρθρώσεις: είχε μειώσει τους πραγματικούς μισθούς κατά 10% το 1995, είχε καταργήσει τα περισσότερα επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης που κληρονόμησε από την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, είχε καθιερώσει δίδακτρα εγγραφής στην ανώτατη εκπαίδευση, είχε ιδιωτικοποιήσει τις εμπορικές τράπεζες και τις δημόσιες επιχειρήσεις και τέλος είχε προωθήσει μια μεταρρύθμιση των συντάξεων. Για τις πολιτικές αυτές, της άξιζε κάποια ανταμοιβή: μια συμφωνία με το ΔΝΤ, η αποδοχή της Ουγγαρίας ως χώρας-μέλους του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το 1996, δύο προσκλήσεις ένταξης στο ΝΑΤΟ μαζί με τη Δημοκρατία της Τσεχίας και την Πολωνία, το καλοκαίρι του 1997, και τέλος, η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι διακρίσεις αυτές δεν ήταν αρκετές για να ενθουσιαστούν οι Ούγγροι. Το Μάιο του 1998, η γενική απογοήτευση έφερε τον Βίκτορ Όρμπαν και το Κόμμα Πολιτών (Fidesz-MPP) στην εξουσία. Πρώην Φιλελεύθερο Κόμμα της Νεολαίας δέκα χρόνια πριν, το κόμμα του Όρμπαν θριάμβευε αυτή τη φορά καταδικάζοντας την πολιτική του ΔΝΤ και τη σιωπηρή συμμαχία μεταξύ της χρηματιστικής σφαίρας και της κομμουνιστικής νομενκλατούρας, αλλά και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, που κατηγορούνταν ότι έχουν ιδιοποιηθεί τα στολίδια της βιομηχανίας και των αγορών της χώρας.
Οι ιστορίες επιτυχίας που καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος στα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης -όχι, πάντως, μεγαλύτερο από το σκοτεινό πορτρέτο του παρελθόντος που φιλοτεχνούν τα μέσα αυτά- δεν μπορούν να εξηγήσουν αυτά τα αποτελέσματα: ενδιαφέρονται μόνο για τον αριθμό των ιδιωτικών επιχειρήσεων ή την κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου. Αδιαφορούν για τα στοιχεία σχετικά με το βιοτικό επίπεδο. Κι όμως, αν κάποιος δώσει σημασία στα στοιχεία αυτά, εμφανίζεται ένας πιο περίπλοκος απολογισμός.
Κατά τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οι ΧΚΑΕ άρχισαν να «προλαβαίνουν» τη Δύση (1). Βέβαια, ο σοβιετικός σχεδιασμός ευνοούσε την ποσοτική ανάπτυξη, διαφυλάσσοντας την ποιότητα μόνο για το στρατιωτικό και τον αεροδιαστημικό τομέα. Αλλά, μετά τις εξεγέρσεις του 1956 και την κατάπνιξή τους, η Βουδαπέστη γνώρισε, κατά τη δεκαετία του ’60, μεταρρυθμίσεις στην αγορά, οι οποίες αποσκοπούσαν σε έναν κοινωνικό συμβιβασμό μέσω ενός αξιοπρεπούς επιπέδου ικανοποίησης των καταναλωτών. Η χώρα μετατράπηκε σε ένα είδος παραδείσου της σοσιαλιστικής κατανάλωσης, παρά τη βαθμιαία επιδείνωση των δεικτών υγείας και θνησιμότητας.
Μετά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’70, οι ΧΚΑΕ είδαν το εμπορικό ισοζύγιό τους να διαταράσσεται. Ενώ οι χώρες του ΟΟΣΑ αντιδρούσαν στη δική τους κρίση με την τεχνολογική επανάσταση και μια επιθετική νεοφιλελεύθερη αντίληψη, πολλές από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης άρχισαν να προβαίνουν σε εκτεταμένο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές. Εκτός από την «κρίση του δημόσιου χρέους», ήταν υποχρεωμένες να αντιμετωπίσουν και κυρώσεις, μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979 και την επιβολή του στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία το 1981.
Επιπλέον, ο τρελός ανταγωνισμός των εξοπλισμών εξάντλησε την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, που αδυνατούσε πλέον να στηρίξει τις άλλες χώρες του συνασπισμού. Γεγονός που ανάγκασε τις πιο χρεωμένες από αυτές να ενισχύσουν τις οικονομικές σχέσεις τους με τη Δύση. Έτσι, το ΔΝΤ κατόρθωσε να επεκτείνει την επιρροή του στην οικονομική πολιτική τους. Επιβλήθηκε λιτότητα και, μαζί της, μια γρήγορη προσαρμογή των λεγόμενων κομμουνιστικών κομμάτων στο νεοφιλελευθερισμό.
Η ουγγρική κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος των Εργατών (MSZMP), αφού εντάχθηκε στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα το 1982, εν μέσω μιας κρίσης ρευστότητας, προώθησε ένα δεύτερο κύμα μεταρρυθμίσεων. Σε αντίθεση με τον ρουμάνο ηγέτη Νικολάι Τσαουσέσκου, που οδήγησε το λαό του στο λιμό για να εξοφλήσει το εξωτερικό χρέος, ο ηγέτης του MSZMP, Γιάνος Κάνταρ, προσπάθησε να επιτύχει αναχρηματοδότηση του ουγγρικού δημόσιου χρέους μέσω του ΔΝΤ, χωρίς να θιγούν οι πολιτικοί θεσμοί του καθεστώτος. Ελπίζοντας ότι θα βελτιώσει το ισοζύγιο πληρωμών, ίδρυσε εμπορικές τράπεζες, κατάργησε τις επιδοτήσεις, υποτίμησε αρκετές φορές το εθνικό νόμισμα (φορίντ) και εξαπέλυσε μια εκστρατεία απορρύθμισης της οικονομίας, απελευθέρωσης των τιμών και του εξωτερικού εμπορίου. Με την ευκαιρία θέσπισε νομοθεσία που διευκόλυνε τις ιδιωτικοποιήσεις.
Η στρατηγική αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης Κάνταρ, το Μάιο του 1988: το εξωτερικό χρέος είχε διπλασιαστεί μεταξύ 1985 και 1987. Στο εξής, οι προσαρμογές έπρεπε να στοχεύουν το βιοτικό επίπεδο. Ακολουθώντας την Πολωνία, η Ουγγαρία έγινε ο άλλος αδύνατος κρίκος του ανατολικού συνασπισμού. Το κόμμα που ήταν στην εξουσία βρέθηκε αντιμέτωπο με την αυξανόμενη πίεση των δυτικών οργανισμών και των κινημάτων αντιπολίτευσης στο εσωτερικό. Έχοντας αντιληφθεί ότι η ΕΣΣΔ του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εγκατέλειπε τα κράτη-δορυφόρους της, οι μεταρρυθμιστές ηγέτες του κόμματος αποφάσισαν να επιτρέψουν την ύπαρξη μη κομμουνιστικών κομμάτων και την είσοδο στη χώρα «τουριστών» από τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Αφήνοντας τους τελευταίους να διαφύγουν προς τη Δύση, το Σεπτέμβριο του 1989, γκρέμισαν το πρώτο τούβλο του τείχους του Βερολίνου.
Η Βουδαπέστη δεν γνώρισε το κλίμα ευφορίας που εκδηλώθηκε στην Πράγα, το Βερολίνο και τη Σόφια, όταν τα κομμουνιστικά κόμματα εγκατέλειψαν το μονοπώλιο της εξουσίας. Η μετάβαση προς τον πολυκομματισμό υπήρξε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των βουλευτών του MSZMP και των εκπροσώπων των νεοσύστατων φιλελεύθερων και συντηρητικών κομμάτων. Από τα ερείπια του MSZMP αναδύθηκε, τον Οκτώβριο του 1989, ένα νέο Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (MSZP), του οποίου οι ιδεολόγοι έμοιαζαν παράξενα με εκείνους των άλλων κομμάτων: προσκυνώντας τους θεούς των ελεύθερων ανταλλαγών, έκαναν λόγο για «επιστροφή στη φυσιολογική κατάσταση» και για «καθυστέρηση σύγκλισης με την Ευρώπη».
Αλλά αντί να υπάρξει σύγκλιση με τους μισθούς και το βιοτικό επίπεδο της Δυτικής Ευρώπης, η σχετική περιφερειακή απόκλιση επιταχύνθηκε μετά το 1989. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 20%, ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες χώρες. Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της μετάβασης, μόνο η Πολωνία έχει ξεπεράσει το ΑΕΠ που κατέγραψε το 1989, ενώ μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η Ουγγαρία το πλησιάζει.
Η «δημιουργική καταστροφή», έκφραση αγαπητή στον Γιόζεφ Σουμπέτερ, δεν επαληθεύεται διόλου στην Κεντρική Ευρώπη. Το Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας (η γνωστή μας ΚΟΜΕΚΟΝ) καταργήθηκε το 1991, προκαλώντας τη χρεοκοπία μεγάλων παραγωγικών τομέων που στερούνταν εναλλακτικών εξαγωγικών δυνατοτήτων. Η απελευθέρωση των τιμών, κύρια πηγή πληθωρισμού, πραγματοποιήθηκε, ενώ τα κρατικά μονοπώλια διατηρούνταν, σε μεγάλο ακόμη βαθμό, άθικτα. Οι επιπτώσεις ήταν παρόμοιες, όταν ολόκληρες βιομηχανίες πωλούνταν σε έναν και μοναδικό ξένο ιδιοκτήτη, όπως συνέβη στις περιπτώσεις των ουγγρικών βιομηχανιών ελαιουργίας και ζάχαρης.
Ο νεοσύστατος ιδιωτικός τομέας εξασφάλισε το μεγαλύτερο μέρος των επιτυχιών του από τη μείωση των φόρων που θεσπίστηκε για τους νέους επιχειρηματίες και τους επενδυτές των πολυεθνικών. Το σύστημα επιστροφής των γαιών στους παλαιούς ιδιοκτήτες δημιούργησε μια περίοδο αβεβαιότητας στον αγροτικό τομέα, που άλλοτε ήταν αποτελεσματικός: ο όγκος παραγωγής δημητριακών περιορίστηκε κατά το ένα τρίτο.
Οι λίγοι νεωτεριστές θεωρητικοί που πρότειναν άλλες λύσεις στιγματίστηκαν και καταδικάστηκαν στη σιωπή, μεταξύ τους και ο Τζορτζ Σόρος με τη μεγάλη επιρροή. Στη διετία 1989-1990, αυτός ο ουγγρικής καταγωγής χρηματιστής είχε προτείνει την ιδέα μιας περιφερειακής ένωσης για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και ενός σχεδίου μαζικής ανακούφισης από αυτό. Τελικά επιβλήθηκαν μέτρα λιτότητας.
Παρά την οικονομική ανάκαμψη που άρχισε μετά το 1996, πολλοί πολίτες θεωρούν τον εαυτό τους ως τον παραγκωνισμένο της μετάβασης (2). Και, πρωτίστως, όλοι όσοι έχασαν την εργασία τους, μια κοινωνική ομάδα σχεδόν ανύπαρκτη πριν από το 1989: το επίσημο ποσοστό ανεργίας έφτασε στο απόγειό του το 1993, με το 13% του ενεργού πληθυσμού, και, από τότε, έχει σταθεροποιηθεί γύρω στο 10%. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός κρύβει μια σημαντική συρρίκνωση του ενεργού πληθυσμού ο οποίος αντιπροσωπεύει πλέον λίγο περισσότερο από το 50% του συνολικού πληθυσμού, σε σχέση με το 85% περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Αυτή η κατάρρευση της απασχόλησης και των εισοδημάτων των νοικοκυριών γιγάντωσε την εξαθλίωση: το ποσοστό των Ούγγρων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας πέρασε από το 15% το 1991 στο 35%-40% μετά το 1995. Χωρίς να γίνει λόγος για τους Τσιγγάνους (6% του πληθυσμού), οι οποίοι ζουν κατά πολυπληθείς οικογένειες σε ζώνες κυρίως αγροτικές ή αποβιομηχανοποιημένες: όχι μόνο έχασαν κοινωνικές παροχές και χτυπήθηκαν μαζικά από την ανεργία, αλλά υπέστησαν και τις χειρότερες διακρίσεις.
Στο μεσοδιάστημα δύο εκλογικών αναμετρήσεων, ο λαός δεν εξέφρασε συχνά τη δυσαρέσκειά του. Αλλά καθώς πλησίαζε η εκλογική αναμέτρηση, τα κόμματα έσπευσαν να υποσχεθούν μεγαλύτερη κοινωνική προστασία, ώστε να αυξήσουν τις πιθανότητές τους για εκλογική νίκη. Στις εκλογές του 1990, το ζήτημα ήταν ποιο κόμμα -η Συμμαχία των Ελεύθερων Δημοκρατών (SZDSZ), επιθετικά αντικομμουνιστική και άκριτα φιλελεύθερη, ή το Δημοκρατικό Φόρουμ (MDF), μετριοπαθέστερο- θα σχημάτιζε κυβέρνηση. Με σχετική πλειοψηφία επικράτησε το δεύτερο, που επέμεινε στο δρόμο των προγραμμάτων προσαρμογής τους ΔΝΤ.
Αυτός ήταν ο λόγος που οι σοσιαλιστές του MSZP κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν την απόλυτη πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές του 1994. Το ελάχιστο που οι ψηφοφόροι τους προσδοκούσαν από αυτούς ήταν η διατήρηση μέρους της κοινωνικής προστασίας, από την οποία επωφελούνταν οι εργαζόμενοι πριν από το 1990.
Όμως, ο κυβερνητικός συνασπισμός που συγκρότησαν το MSZP και το SZDSZ επέβαλε στον πληθυσμό αυστηρή θεραπεία λιτότητας. Και αυτή η κυβέρνηση απομακρύνθηκε, κηλιδωμένη από υποθέσεις διαφθοράς: το κόμμα Fidesz-MPP επικράτησε στις εκλογές του 1998. Το κόμμα αυτό χρησιμοποίησε αντικαπιταλιστικά και εχθρικά προς τη Δύση συνθήματα για να συσπειρώσει γύρω του τα θύματα της μετάβασης. Αλλά η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν εγκατέλειψε τα θύματα του νέου καπιταλισμού. Αντί να αποζημιώσει τους χαμένους, ευνοεί όσους πλούτιζαν και διαμαρτύρονταν επειδή δεν είχαν κερδίσει περισσότερα. Η κυβέρνηση μείωσε τη φορολόγηση των μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων, αλλά και τα οικογενειακά επιδόματα.
Αιφνιδιάζοντας τους παλαιούς οπαδούς του, ο νέος πρωθυπουργός εκμεταλλεύεται όλα τα χαρακτηριστικά του πιο καθαρού μαγιάρικου συντηρητισμού (3). Έτσι, έχει αναλάβει να οργανώσει, μέσα στο 2000, τον εορτασμό της χιλιοστής επετείου ίδρυσης του βασιλείου της Ουγγαρίας από τον Άγιο Στέφανο, με τέτοιο ζήλο ώστε μια από τις μεγάλες πολιτικές συζητήσεις αφορά τη μελλοντική εγκατάσταση της κορόνας του αγίου, την οποία κατέχει το εθνικό μουσείο μετά την επιστροφή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1978.
Αυτή η αναδυόμενη λατρεία ανακαλεί επικίνδυνες μνήμες του Μεσοπολέμου: οι κυρίαρχες αντιδραστικές τάξεις χρησιμοποίησαν, τότε, παρεμφερείς αξίες, για να εναντιωθούν στη Συνθήκη των Βερσαλιών. Εκτός από αυτόν τον έρποντα αλυτρωτισμό, ορισμένοι σύμβουλοι του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν έχουν χρησιμοποιήσει αντισημιτικούς χαρακτηρισμούς και έχουν προτείνει την αποκατάσταση αρκετών σημαντικών εγκληματιών πολέμου. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυνάμεις της Δύσης είχαν ταπεινώσει ανοιχτά την Ουγγαρία και τα υπόλοιπα κράτη που είχαν ηττηθεί.
Με τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, οι προσδοκίες και οι υποσχέσεις απέκτησαν ένα ριζικά διαφορετικό χαρακτήρα: η δυτική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υιοθέτησε μια στάση υποστήριξης και οι στιγμές της γενναιοδωρίας της καλύφτηκαν εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης. Αλλά η βοήθεια και οι συμβουλές συνοδεύτηκαν από μεγάλη δόση αδιαφορίας (4) και εκμετάλλευσης.
Την περίοδο 1991-1993, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνήψε συμφωνίες ελεύθερων εμπορικών ανταλλαγών με δέκα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, μολονότι ο κλάδος της προσφοράς των χωρών αυτών κατέρρεε λόγω της πολιτικής των δομικών αναδιαρθρώσεων. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατόρθωσε να πλημμυρίσει τις αγορές με κάθε είδους καταναλωτικά αγαθά, ενώ η ίδια προστατευόταν από την ενδεχόμενη εισροή εργατικών χεριών και από τα υποτιθέμενα «ευαίσθητα προϊόντα».
Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Δεκαπέντε κατέγραψαν ένα τεράστιο πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιό τους με τις ΧΚΑΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Ουγγαρίας (5), της οποίας το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών δεν καλύφτηκε παρά με την εισροή ξένων κεφαλαίων (6). Το πρόγραμμα Phare (7) συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην επιτάχυνση των δυτικών επενδύσεων στην Ανατολική Ευρώπη, χωρίς να λάβει υπόψη στο ελάχιστο τις κοινωνικές ανάγκες.
Επιπλέον, η πολιτική που συνιστά η Ε.Ε. εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την καταστροφή της ουγγρικής γεωργίας. Άλλωστε, η δεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης της εποχής είχε επικαλεστεί τις οδηγίες των Βρυξελλών για να αποδιοργανώσει τα κρατικά και συνεταιριστικά αγροκτήματα, αφανίζοντας έτσι το ένα τρίτο της αγροτικής παραγωγής της χώρας…
Έσχατο παράδοξο: ενώ το μεγαλύτερο μέρος των μεταρρυθμίσεων αποδίδετο στις απαιτήσεις της Ε.Ε., η ένταξη της Ουγγαρίας μετατίθετο διαρκώς. Το 1990, γινόταν επίσημα λόγος για το 1996. Στα τέλη του 1999, χρειάστηκε να αποφασιστεί ότι μια πιθανή ένταξη το 2002 θεωρείται… υπερβολικά αισιόδοξη. Ο Βίκτορ Όρμπαν ήταν, ως πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής για την ένταξη, ο μόνος Ούγγρος πολιτικός ηγέτης που τόλμησε να επικρίνει τις Βρυξέλλες.
Υποσχέθηκε ότι θα απαιτήσει να λάβει η κυβέρνηση πραγματικά ενεργό μέρος στις διαπραγματεύσεις ένταξης της χώρας στην Ε.Ε., ενώ ο συνασπισμός σοσιαλιστών και φιλελευθέρων δεν διακινδυνεύει μια τέτοια δέσμευση. Στη Δημοκρατία της Τσεχίας, η κοινή γνώμη δεν επιδοκίμασε ποτέ την ένταξη στην Ε.Ε. Στην Πολωνία, μια τέτοια προοπτική γίνεται ολοένα και λιγότερο δημοφιλής, ιδιαίτερα από το 1999. Αντίθετα, περισσότερο από τα δύο τρίτα των Ούγγρων ελπίζουν ακόμη να αποτελέσουν μέρος ενός ομόσπονδου ευρωπαϊκού κράτους μέσα στην επόμενη χιλιετία…