Η έννοια του «κράτους παρία» (1) ή «κράτους εκτός νόμου» διαδραμάτισε, μέχρι πολύ πρόσφατα, πρωταρχικό ρόλο στην ανάλυση και την πολιτική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ιρακινή κρίση, που διαρκεί εδώ και δέκα ακριβώς χρόνια (η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ σημειώθηκε την 1η Αυγούστου 1990), προσφέρει το πιο γνωστό παράδειγμα. (2)
Ουάσιγκτον και Λονδίνο αποφάσισαν τότε ότι το Ιράκ ήταν ένα «κράτος παρίας», που αποτελούσε απειλή για τις γειτονικές του και τις άλλες χώρες, μια «χώρα εκτός νόμου», στην οποία ηγείται μια μετενσάρκωση του Χίτλερ και η οποία έπρεπε να ηττηθεί από τους φύλακες της διεθνούς τάξης: τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον υπασπιστή τους, τη Βρετανία.
Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό αυτής της συζήτησης για τα «κράτη παρίες» είναι ακριβώς το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς οι ανταλλαγές απόψεων περιορίστηκαν στα όρια που εμπόδιζαν να σχηματιστεί η ακόλουθη προφανής απαίτηση: οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να δρουν σύμφωνα με το νόμο και τις διεθνείς συνθήκες που έχουν υπογράψει.
Από την άποψη αυτή, το κατάλληλο νομικό πλαίσιο είναι ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, θεμέλιο του διεθνούς δικαίου, και, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το αμερικανικό σύνταγμα. Ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών ορίζει ότι «μόλις διαπιστωθεί η ύπαρξη απειλής για την ειρήνη, διατάραξης της ειρήνης ή επιθετικής πράξης, το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί να αποφασίσει ποια μέτρα, τα οποία δεν συνεπάγονται τη χρήση ένοπλης βίας, πρέπει να ληφθούν. Εάν τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή, το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί να αναλάβει οποιαδήποτε δράση κρίνει απαραίτητη για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας».
Η μόνη προβλεπόμενη εξαίρεση εμφανίζεται στο άρθρο 51: «Καμία διάταξη του παρόντος Καταστατικού Χάρτη δεν παρεμποδίζει το φυσικό δικαίωμα στη νόμιμη άμυνα, ατομική ή συλλογική, σε περίπτωση που ένα μέλος των Ηνωμένων Εθνών αποτελέσει στόχο ένοπλης επίθεσης, ώσπου το Συμβούλιο Ασφαλείας να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας».
Υπάρχουν, λοιπόν, νόμιμες οδοί αντιμετώπισης των πολυάριθμων απειλών για την παγκόσμια ειρήνη, και κανένα κράτος δεν έχει το δικαίωμα να δρα όπως του αρέσει με μονομερή μέτρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα, ακόμη και εάν είχαν καθαρά τα χέρια τους, πράγμα που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ούτε τα «κράτη παρίες», για παράδειγμα το Ιράκ του Σαντάμ Χουσέιν, ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδέχονται τους περιορισμούς.
Έτσι, κατά τη διάρκεια μιας πρώτης αναμέτρησης με το Ιράκ, η Μαντλίν Ολμπράιτ, σημερινή υπουργός Εξωτερικών και τότε πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, δεν δυσκολεύτηκε να δηλώσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας: «Θα δρούμε πολυμερώς όποτε μπορούμε, και μονομερώς όταν το κρίνουμε απαραίτητο», γιατί «θεωρούμε την περιοχή της Μέσης Ανατολής ζωτικής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών».
Η ίδια θα επαναλάβει τη θέση αυτή το Φεβρουάριο του 1998, την ώρα που ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Άναν επιχειρούσε διπλωματική αποστολή στη Βαγδάτη: «Του ευχόμαστε καλή τύχη, και όταν επιστρέψει θα δούμε εάν αυτό που κομίζει είναι συμβατό με τα εθνικά συμφέροντά μας». Όταν ο Άναν ανακοίνωσε ότι επιτεύχθηκε συμφωνία με τον Σαντάμ Χουσέιν, ο πρόεδρος Ουίλιαμ Κλίντον δήλωσε, από την πλευρά του, ότι εάν το Ιράκ δεν συμμορφωνόταν -με την Ουάσιγκτον να αποτελεί το μοναδικό κριτή- «όλος ο κόσμος θα κατανοούσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και, ελπίζουμε, όλοι οι σύμμαχοί μας, θα είχαμε μονομερώς το δικαίωμα να απαντήσουμε όταν, όπου και όπως αποφασίζαμε».
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενέκρινε ομόφωνα τη συμφωνία που είχε υπογράψει ο ‘Αναν και απέρριψε την αξίωση του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον να τους επιτραπεί να κάνουν χρήση βίας εάν η συμφωνία δεν ετηρείτο. Στην τελευταία περίπτωση, ωστόσο, το Ιράκ θα βρισκόταν εκτεθειμένο «στις βαρύτερες συνέπειες», επισήμαινε -χωρίς περισσότερες διευκρινίσεις- η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο αποφάσιζε να παραμείνει σε διαρκή συνεδρίαση. Με βάση τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το θέμα αφορούσε το Συμβούλιο Ασφαλείας και μόνον αυτό. (3)
Η Ουάσιγκτον προέβη σε μια τελείως διαφορετική ανάγνωση του κειμένου αυτού. Σύμφωνα με τον πρέσβη των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Μπιλ Ριτσαρντσον, η συμφωνία που είχε επιτευχθεί «δεν εμπόδιζε τη μονομερή χρήση βίας», και οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούσαν το νόμιμο δικαίωμα να επιτεθούν εναντίον της Βαγδάτης όποτε θα το έκριναν σκόπιμο. Ο Ρίταρντσον προσδιόρισε: «οι βομβαρδισμοί μας μπορούν να είναι τριών τύπων: χειρουργικά πλήγματα, ακριβή πλήγματα ή μαζικά πλήγματα. Τα χειρουργικά πλήγματα δεν είναι αρκετά. Εξετάζουμε τα ακριβή πλήγματα». Ο Κλίντον δήλωσε, με τη σειρά του, ότι η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του «έδινε το δικαίωμα να αναλάβει δράση» σε περίπτωση μη τήρησης των δεσμεύσεων από την πλευρά του Ιράκ.
Στο Κογκρέσο, ορισμένα μέλη του θεώρησαν ότι η επίσημη αυτή θέση σεβόταν ακόμη υπερβολικά το εθνικό και διεθνές δίκαιο. Έτσι, ο Ρεπουμπλικάνος Τρεντ Λοτ, αρχηγός της πλειοψηφίας στη Γερουσία, κατήγγειλε την κυβέρνηση Κλίντον ότι «παραχώρησε ως υπεργολαβία» την εξωτερική πολιτική της «σε άλλους», δηλαδή στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Ο Δημοκρατικός συνάδελφός του Τζον Κέρι, πρόσθεσε ότι μια εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ θα ήταν «νόμιμη» εάν ο Σαντάμ Χουσέιν «επέμενε να παραβιάζει τις αποφάσεις του ΟΗΕ».
Η περιφρόνηση της προτεραιότητας του δικαίου είναι βαθιά ριζωμένη στην αμερικανική πνευματική κουλτούρα και τις αμερικανικές πρακτικές. Αρκεί να θυμηθεί κανείς, την αντίδραση της Ουάσιγκτον στην απόφαση τους Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, το 1986. Υπενθυμίζεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες καταδικάστηκαν για «παράνομη χρήση βίας» εναντίον της Νικαράγουας των Σαντινίστας, και διατάχθηκαν να θέσουν τέρμα στις παράνομες δραστηριότητές τους στην υπηρεσία των ανταρτών Κόντρας, αντιπάλων των Σαντινίστας, καθώς και να καταβάλουν αποζημιώσεις στη νόμιμη κυβέρνηση της Μανάγκουας. (4)
Η απόφαση αυτή του ανώτατου διεθνούς δικαστικού θεσμού ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Δικαστήριο κατηγορήθηκε ότι «είναι αναξιόπιστο», και η απόφασή του δεν κρίθηκε άξια να δημοσιευτεί. Φυσικά, δεν ελήφθη καθόλου υπόψη, το αντίθετο μάλιστα: το Κογκρέσο, με Δημοκρατική πλειοψηφία, αποδέσμευσε νέα κεφάλαια για τους τρομοκράτες Κόντρας.
Σε δήλωσή του, τον Απρίλιο του 1986, ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Τζορτζ Σουλτς είχε διατυπώσει με σαφήνεια το αμερικανικό δόγμα για το ζήτημα: «Η λέξη διαπραγμάτευση είναι ένας ευφημισμός για τη συνθηκολόγηση εάν η σκιά της δύναμης δεν πέφτει στην πράσινη τσόχα», εξήγησε, επικρίνοντας, με την ευκαιρία, όσους πρότειναν «μέσα ουτοπικά, νομικίστικα, όπως η μεσολάβηση τρίτων, του ΟΗΕ ή του Δικαστηρίου της Χάγης, αγνοώντας το στοιχείο της ισχύος στην εξίσωση».
Η περιφρόνηση προς το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Ένα χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα καταγράφηκε μετά τις συμφωνίες του 1954, με τις οποίες τέθηκε τέρμα στον πρώτο πόλεμο της Ινδοκίνας, τον οποίο διεξήγαγε η Γαλλία.
Η Ουάσιγκτον θεώρησε τις συμφωνίες ως «καταστροφή» και επιχείρησε αμέσως να τις σαμποτάρει: Το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε μυστικά ότι, «σε περίπτωση κομμουνιστικής εξέγερσης ή ανατροπής στην περιοχή, που δεν θα συνιστά ένοπλη επίθεση», οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξέταζαν τη χρήση βίας, ακόμη και εναντίον της Κίνας, εάν αυτή προσδιοριζόταν ως «η πηγή της ανατροπής». Το ίδιο κείμενο πρότεινε την επαναστρατιωτικοποίηση της Ιαπωνίας και τη μετατροπή της Ταϊλάνδης σε «κομβικό σημείο των παράνομων επιχειρήσεων και του ψυχολογικού πολέμου στη Νοτιοανατολική Ασία», (5) και ιδιαίτερα στην Ινδοκίνα, δηλαδή στο Βιετνάμ.
Στη συνέχεια, η αμερικανική κυβέρνηση θα έδινε το δικό της ορισμό της έννοιας της επίθεσης, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτόν «τον πολιτικό αγώνα ή την ανατροπή» -υπονοώντας μια ανατροπή που θα προέρχεται από άλλους και όχι από την ίδια. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Δημοκρατικός Αντλάι Στίβενσον αποκαλούσε «εσωτερική επίθεση», όταν δικαιολογούσε την κλιμάκωση του προέδρου Τζον Κένεντι, η οποία θα οδηγούσε σε μια μεγάλης εμβέλειας επίθεση στο νότιο τμήμα της χερσονήσου και, τελικά, στον πολυετή πόλεμο του Βιετνάμ. (6)
Για να δικαιολογήσει ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ την εισβολή των αμερικανικών στρατευμάτων στον Παναμά, το Δεκέμβριο του 1989, ο πρέσβης Τόμας Πίκερινγκ επικαλέστηκε το άρθρο 51 του ΟΗΕ: επρόκειτο, σύμφωνα με τον Πίκερινγκ, για την παρεμπόδιση «χρησιμοποίησης του εδάφους της χώρας αυτής ως βάσης για το εμπόριο ναρκωτικών με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες». Από τη «φωτισμένη» κοινή γνώμη, κανείς δεν βρέθηκε να αντιτάξει κάτι στην ερμηνεία αυτή.
Τον Ιούνιο του 1993, ο πρόεδρος Κλίντον κατέγραψε μια μεγάλη επιτυχία στο Κογκρέσο και στα μέσα ενημέρωσης όταν διέταξε επίθεση με πυραύλους εναντίον του Ιράκ, η οποία προκάλεσε το θάνατο πολλών αμάχων.
Οι σχολιαστές εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα από την προσφυγή της Ολμπράιτ στο περίφημο άρθρο 51: οι βομβαρδισμοί αποτελούσαν, υποστήριξε, «πράξη νόμιμης άμυνας απέναντι σε ένοπλη επίθεση», στην προκειμένη περίπτωση απέναντι σε μια υποτιθέμενη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους, δύο μήνες νωρίτερα! Αξιωματούχοι της κυβέρνησης μιλώντας ανώνυμα, πληροφόρησαν τους δημοσιογράφους ότι «αυτή η κρίση για την ενοχή του Ιράκ θεμελιωνόταν μάλλον σε πραγματολογικές αποδείξεις και αναλύσεις παρά σε αδιάσειστες πληροφορίες», πράγμα που δεν εμπόδισε τα μέσα ενημέρωσης να χαιρετίσουν ομόφωνα τη χρήση του περίφημου άρθρου 51. Στη Βουλή των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου, ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας Ντάγκλας Χερντ, υπερασπίστηκε, και αυτός, αυτή τη «δικαιολογημένη και μετρημένη άσκηση του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας».
Ένας τέτοιος απολογισμός τείνει να δικαιώσει όλους όσοι, παγκοσμίως, ανησυχούν γιατί υπάρχουν «κράτη παρίες» που είναι αποφασισμένα να κάνουν χρήση της βίας στο όνομα ενός «εθνικού συμφέροντος» το οποίο ορίζεται αποκλειστικά με βάση τα εσωτερικά παιχνίδια εξουσίας.
Τι είναι, λοιπόν, ένα «κράτος παρίας»; Η ιδέα που στηρίζει τη διατύπωση αυτή είναι ότι, ακόμη κι αν ο ψυχρός πόλεμος (1947-1989) τελείωσε, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν την ευθύνη προστασίας του κόσμου.
Αλλά απέναντι σε ποιον; Η «μονολιθική και ανελέητη συνωμοσία» του Τζον Φ. Κένεντι και η «αυτοκρατορία του κακού», έκφραση προσφιλής στον Ρόναλντ Ρέιγκαν, ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους. Πρέπει να βρεθούν άλλοι εχθροί. (7)
Στο εσωτερικό πεδίο, ο φόβος απέναντι στην εγκληματικότητα -και ιδιαίτερα απέναντι στα ναρκωτικά- υποκινείται από «μια σειρά παραγόντων που έχουν να κάνουν λίγο ή και καθόλου με το ίδιο το έγκλημα». Αυτό είναι το συμπέρασμα της εθνικής επιτροπής για την ποινική δικαιοσύνη, η οποία αναφέρει τη συμπεριφορά των μέσων ενημέρωσης, καθώς και «τον τρόπο με τον οποίο το κράτος και η ιδιωτική βιομηχανία συντηρούν το φόβο στους πολίτες», «εκμεταλλευόμενοι τις λανθάνουσες φυλετικές εντάσεις για πολιτικούς σκοπούς».
Η επιτροπή υπογραμμίζει επίσης τις φυλετικές προκαταλήψεις στους κόλπους της αστυνομίας και του δικαστικού σώματος, οι οποίες διαλύουν τις κοινότητες των μαύρων και δημιουργούν μια «φυλετική άβυσσο», εκθέτοντας τη χώρα στον «κίνδυνο μια κοινωνικής καταστροφής».
Εγκληματολόγοι έχουν κάνει λόγο, με την ευκαιρία αυτή, για «αμερικανικό Γκούλαγκ», για «νέο απαρτχάιντ», καθώς, για πρώτη φορά στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, ο αριθμός των κρατουμένων ανέρχεται περίπου σε δύο εκατομμύρια (!), στην πλειοψηφία τους Αφρο-αμερικανοί. Το ποσοστό φυλάκισης των μαύρων είναι επτά φορές υψηλότερο από το ποσοστό των λευκών, ενώ δεν συγκρίνεται το ποσοστό των συλλήψεων, οι οποίες ωστόσο αφορούν τους μαύρους σε αναλογία που δεν έχει καμία σχέση με τα πραγματικά ποσοστά χρήσης ή εμπορίου ναρκωτικών. (8)
Στο εξωτερικό πεδίο, οι κίνδυνοι που προβάλλονται είναι η «διεθνής τρομοκρατία», οι «ισπανόφωνοι έμποροι ναρκωτικών» και, ο πιο σοβαρός από όλους, τα «κράτη παρίες». Μια μυστική μελέτη, που πραγματοποιήθηκε το 1995 και δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, χάρη στο νόμο για την ελευθερία των πληροφοριών, σκιαγραφούσε τις βασικές γραμμές της στρατηγικής προσέγγισης στην αυγή της νέας χιλιετίας.
Η μελέτη αυτή, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Strategic Command, υπηρεσίας που είναι υπεύθυνη για το στρατηγικό πυρηνικό οπλοστάσιο, και τιτλοφορείται Essentials of Post-Cold War Deterrence («Βασικές αρχές της αποτροπής στη μεταψυχροπολεμική εποχή»), δείχνει, σύμφωνα με το πρακτορείο Ασοσιέιτεντ Πρες, «πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τροποποιήσει την αποτρεπτική στρατηγική τους αντικαθιστώντας τη Σοβιετική Ενωση με τα λεγόμενα "κράτη παρίες" ή "κράτη εκτός νόμου": το Ιράκ, το Ιράν, τη Λιβύη, τη Συρία, το Σουδάν, την Κούβα και τη Βόρεια Κορέα». Προτείνει οι Ηνωμένες Πολιτείες να εκμεταλλευτούν το πυρηνικό οπλοστάσιό τους για να προβάλλουν μια εικόνα «ανορθολογισμού» και «εκδικητικότητας», σε περίπτωση που θα απειλούνταν τα ζωτικά συμφέροντά τους: «Είναι ζημιογόνο να παρουσιαζόμαστε ως συνετοί, ορθολογικοί και ψύχραιμοι», και, ακόμη χειρότερα, ότι σεβόμαστε παιδαριώδη πράγματα τόσο γελοία όσο το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς συνθήκες.
«Εάν ορισμένα στοιχεία» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης «μπορέσουν να εμφανιστούν ως εν δυνάμει τρελά, ανεξέλεγκτα, αυτό μπορεί να συμβάλει στη γέννηση ή την ενίσχυση των φόβων και του δέους στο μυαλό των αντιπάλων μας».
Η έκθεση αυτή αναβιώνει τη «θεωρία του τρελού» του Ρίτσαρντ Νίξον: οι εχθροί των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να αντιληφθούν ότι έχουν απέναντί τους τρελούς με απρόβλεπτη συμπεριφορά, οι οποίοι διαθέτουν μια τεράστια δυνατότητα καταστροφής. Έτσι ο φόβος θα τους οδηγήσει να υποταχθούν στην αμερικανική θέληση. Αυτή η αντίληψη είχε γίνει αντικείμενο επεξεργασίας του Ισραήλ στη δεκαετία του ’50, από την κυβέρνηση των Εργατικών, της οποίας τα ηγετικά στελέχη «προπαγάνδιζαν πράξεις τρέλας», όπως έχει γράψει ο πρώην πρωθυπουργός Μοσέ Σαρέτ στο προσωπικό ημερολόγιό του.
Η κυβέρνηση αυτή, άλλωστε, είχε στραφεί εν μέρει ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες, εκείνη την εποχή, κρίνονταν ανεπαρκώς αξιόπιστες. Η θεωρία θέτει, τον υπόλοιπο κόσμο μπροστά σε ένα σοβαρό πρόβλημα.
Από την αρχή της θητείας της κυβέρνησης Ρέιγκαν, το 1980, η Λιβύη υποδείχθηκε ως το κατ’ εξοχήν «κράτος παρίας». Ευάλωτη και χωρίς αμυντικά μέσα, η χώρα αυτή αποτελεί, στην πραγματικότητα, έναν τέλειο σάκο πυγμαχίας. Το 1986, για παράδειγμα, ο βομβαρδισμός της Τρίπολης από την αμερικανική αεροπορία θα είναι ο πρώτος στην ιστορία που προγραμματίζεται για να μεταδοθεί ζωντανά από την τηλεόραση σε ζώνη υψηλής θεαματικότητας, ώστε οι κονδυλοφόροι του «Μεγάλου της επικοινωνίας» Ρέιγκαν να μπορέσουν, με την ευκαιρία, να κινητοποιήσουν την κοινή γνώμη υπέρ των τρομοκρατικών επιθέσεων της Ουάσιγκτον εναντίον της Νικαράγουας. Το πρόσχημα;
Ο «υπερτρομοκράτης» Καντάφι είχε «αποστείλει στη Μανάγκουα 400 εκατομμύρια δολάρια και ένα ολόκληρο οπλοστάσιο με σκοπό να μεταφέρει τον πόλεμο στην καρδιά των Ηνωμένων Πολιτειών», οι οποίες ασκούσαν το δικαίωμά τους στη νόμιμη άμυνα απέναντι στην ένοπλη επίθεση αυτού του «κράτους παρία», που ήταν η Νικαράγουα των Σαντινίστας.
Αμέσως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989, που έθεσε τέρμα στη σοβιετική απειλή, η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους υπέβαλε στο Κογκρέσο την ετήσια αίτησή της για ένα γιγάντιο προϋπολογισμό του Πενταγώνου: «Στη νέα εποχή που ανατέλλει, η χρήση των δυνάμεών μας πιθανότατα δεν θα αφορά πλέον τη Σοβιετική Ένωση, αλλά, χωρίς αμφιβολία, μάλλον τον Τρίτο Κόσμο, για τον οποίο νέες δυνατότητες και νέοι τρόποι δράσης θα αποδειχτούν αναμφίβολα απαραίτητοι».
Πρόσθετε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να διατηρήσουν σημαντικές δυνάμεις κρούσης, ιδιαίτερα αυτές που προορίζονται για τη Μέση Ανατολή, όπου «οι απειλές ενάντια στα συμφέροντά μας», οι οποίες απαιτούν άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις, «δεν μπορούν να προέλθουν από το Κρεμλίνο» - αντίθετα, πρέπει να αναφέρουμε με την ευκαιρία αυτή, έναν ατελείωτο κατάλογο αναληθειών, τις οποίες διέδιδε επί σαράντα χρόνια η αμερικανική προπαγάνδα και σήμερα έχουν περιπέσει σε πλήρη αχρησία.
Εκείνη την εποχή, οι απειλές για τα αμερικανικά συμφέροντα δεν προέρχονταν ούτε από το Ιράκ, καθώς ο Σαντάμ Χουσέιν, που πολεμούσε τότε κατά του Ιράν του Χομεϊνί ήταν, για την Ουάσιγκτον, περιζήτητος φίλος και εμπορικός εταίρος. Αλλά η κατάταξή του θα άλλαζε ριζικά μερικούς μήνες αργότερα, όταν, τον Ιούλιο του 1990, ερμήνευσε εσφαλμένα την αμερικανική συγκατάθεση σε μια βίαιη αλλαγή των συνόρων του με το Κουβέιτ ως εν λευκώ εξουσιοδότηση για να εισβάλει στο σύνολο της χώρας αυτής, (9) δηλαδή, από την άποψη της κυβέρνησης Μπους, για να επαναλάβει το κατόρθωμα που οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες μόλις είχαν πραγματοποιήσει στον Παναμά, το Δεκέμβριο του 1989.
Ωστόσο, οι ιστορικοί παραλληλισμοί ποτέ δεν είναι απόλυτα ακριβείς. Όταν η Ουάσιγκτον αποχώρησε μερικώς από τον Παναμά αφού είχε εγκαταστήσει εκεί μια κυβέρνηση-μαριονέτα, ένα κύμα οργής ξέσπασε σε ολόκληρο το ημισφαίριο, συμπεριλαμβανομένου και του Παναμά.
Ένα κύμα οργής που έκανε, μάλιστα, το γύρο του κόσμου, υποχρεώνοντας την Ουάσιγκτον να ασκήσει βέτο σε δύο αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και να ταχθεί ενάντια σε μια απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών που καταδίκαζε «τη βάναυση παραβίαση του διεθνούς δικαίου και της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών» και απαιτούσε την αποχώρηση από τον Παναμά «του αμερικανικού εκστρατευτικού σώματος».
Γεγονός που τροφοδότησε τον προβληματισμό πολιτικών αναλυτών όπως, για παράδειγμα, του Ρόναλντ Στιλ, ο οποίος αναρωτιόταν για το «αίνιγμα» με το οποίο βρίσκονταν, πλέον, αντιμέτωπες οι Ηνωμένες Πολιτείες: «Ως η ισχυρότερη χώρα του πλανήτη, οι ΗΠΑ βλέπουν την ελευθερία τους να κάνουν χρήση της ισχύος να υπόκειται σε περισσότερους περιορισμούς από οποιαδήποτε άλλη χώρα». Εκεί οφείλεται και η (πρόσκαιρη) επιτυχία του Σαντάμ Χουσέιν στο Κουβέιτ, τον Αύγουστο του 1990, σε σύγκριση με την αδυναμία της Ουάσιγκτον να επιβάλει τη θέλησή της στον Παναμά.
Πριν το Ιράκ, την κορυφή στον κατάλογο με τα «κράτη παρίες» καταλάμβαναν το Ιράν και η Λιβύη. Άλλες, όμως, χώρες δεν είχαν ποτέ συμπεριληφθεί στον κατάλογο αυτό. Η Ινδονησία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας, που, από εχθρική έγινε φιλική όταν ο στρατηγός Σουχάρτο κατέλαβε την εξουσία το 1965, έπειτα από ένα λουτρό αίματος που επιδοκιμάστηκε ιδιαίτερα στη Δύση. (10) Ο Σουχάρτο θα εξελισσόταν γρήγορα σε «ένα δικό μας άνθρωπο» (our kind of guy), για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση της κυβέρνησης Κλίντον, παρά τη διάπραξη δολοφονικών επιθέσεων και ατελείωτων φρικαλεοτήτων ενάντια στον ίδιο το λαό του. Μόνο κατά τη δεκαετία του ’80 οι Ινδονήσιοι που σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις της τάξης έφτασαν τους 10.000, σύμφωνα με την προσωπική μαρτυρία του δικτάτορα, ο οποίος εξηγεί, επίσης ότι «αφήναμε τα πτώματα σκορπισμένα, σαν ένα είδος θεραπείας-σοκ». (11)
Από το Δεκέμβριο του 1975, ωστόσο, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε απευθύνει στην Ινδονησία τη διαταγή να αποσύρει «χωρίς καθυστέρηση» τα στρατεύματά της, που είχαν εισβάλει στο Ανατολικό Τιμόρ, μια παλιά πορτογαλική αποικία, και είχε ζητήσει από «όλα τα κράτη να σεβαστούν την εδαφική ακεραιότητα του Ανατολικού Τιμόρ, καθώς και το αναφαίρετο δικαίωμα των κατοίκων του στην αυτοδιάθεση».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντούσαν σε αυτή την απόφαση των Ηνωμένων Εθνών αυξάνοντας μυστικά τις παραδόσεις όπλων στους εισβολείς.
Ο Ντάνιελ Πάτρικ Μόινιχαν, που εκείνη την εποχή ήταν πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στον ΟΗΕ, δηλώνει στα απομνημονεύματά του υπερήφανος που κατέστησε τα Ηνωμένα Έθνη, σχετικά με την Ινδονησία, «τελείως αναποτελεσματικά, σε όποιους τομείς κι αν λάμβαναν μέτρα». Και αυτό με εντολές του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών «που είχε δώσει τις ευλογίες του για την εξέλιξη που πήρε το ζήτημα και είχε ενεργήσει ανάλογα».
Η Ουάσιγκτον θα αποδεχθεί σιωπηρά, παρά την παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, που κάτι τέτοιο σήμαινε, την κλοπή του πετρελαίου του Τιμόρ (με τη συμμετοχή μιας αμερικανικής εταιρείας), περιφρονώντας κάθε λογική ερμηνεία των διεθνών συμφωνιών.
Οι αναλογίες ανάμεσα στις περιπτώσεις του Ανατολικού Τιμόρ και του Κουβέιτ είναι αρκετά μεγάλες, υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες διαφορές. Για να αναφέρουμε μόνο την πιο προφανή, οι φρικαλεότητες που διέπραξε το ινδονησιακό καθεστώς στο νησί του Τιμόρ με τις αμερικανικές ευλογίες, ξεπερνούν, κατά πολύ, αυτές που αποδίδονται στο Ιράκ για τη γειτονική χώρα του. (12) Κάτι που, πάντως, δεν κατέταξε την Ινδονησία στην κατηγορία του «κράτους παρία», στον κατάλογο που καθιέρωσε η Ουάσιγκτον.
Δεν είναι τα εγκλήματα του Σαντάμ Χουσέιν εναντίον του ίδιου του λαού του, και ιδιαίτερα η χρησιμοποίηση χημικών όπλων εναντίον πολιτών -για την οποία ήταν άριστα ενημερωμένες οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών- που μεταμόρφωσαν το δικτάτορα σε «τέρας της Βαγδάτης». Πριν την εισβολή στο Κουβέιτ, οι Ηνωμένες Πολιτείες τού είχαν εκδηλώσει την αμέριστη υποστήριξή τους, σε τέτοιο βαθμό ώστε είχαν συγχωρήσει ένα ιρακινό αεροπορικό χτύπημα εναντίον του πολεμικού πλοίου τους USS Stark (που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 37 αμερικανών ναυτών), προνόμιο που διατηρούσε, μέχρι τότε, μόνο το Ισραήλ (μετά την επίθεσή του, «κατά λάθος», εναντίον του πολεμικού πλοίου USS Liberty, τον Ιούνιο του 1967, που είχε ως απολογισμό 34 νεκρούς). Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν συντονίσει με τον Σαντάμ Χουσέιν τη διπλωματική, στρατιωτική και οικονομική εκστρατεία που είχε οδηγήσει, το 1989, στη συνθηκολόγηση του Ιράν «μπροστά στη Βαγδάτη και την Ουάσιγκτον», όπως γράφει ο ιστορικός Ντίλιπ Χίρο. Είχαν μάλιστα ζητήσει από τον Σαντάμ Χουσέιν τις μικροεξυπηρετήσεις που συνήθως προσφέρονται από υποτελείς χώρες: για παράδειγμα, να αναλάβει την εκπαίδευση αρκετών εκατοντάδων Λίβυων μισθοφόρων, τους οποίους είχαν στρατολογήσει οι Αμερικανοί με σκοπό την ανατροπή του συνταγματάρχη Καντάφι, όπως αποκάλυψε ο Χάουαρντ Τίτσερ, παλαιός σύμβουλος του Ρέιγκαν. (13)
Εάν ο Σαντάμ Χουσέιν κατρακύλησε στην κατηγορία με τα «κράτη παρίες», αυτό συνέβη γιατί ξεπέρασε τα όρια και επέδειξε ανυπακοή, ακριβώς όπως αυτός ο πολύ μικρότερης εμβέλειας εγκληματίας, ο στρατηγός Μανουέλ Νοριέγα του Παναμά, του οποίου τα κυριότερα εγκλήματα διαπράχθηκαν όσο βρισκόταν στην -έμμισθη- υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Κούβα μπήκε σε αυτή την κατηγορία για την εικαζόμενη ανάμειξή της στη «διεθνή τρομοκρατία», όχι όμως και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που εδώ και σαράντα χρόνια έχουν πολλαπλασιάσει τις τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον του νησιού της Καραϊβικής και τις απόπειρες δολοφονίας κατά του Φιντέλ Κάστρο.
Το Σουδάν χαρακτηρίστηκε, και αυτό, «κράτος παρίας», όχι όμως και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που τον Αύγουστο του 1998 βομβάρδισαν στο έδαφός του ένα υποτιθέμενο εργοστάσιο χημικών όπλων, το οποίο αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι επρόκειτο, όπως διαβεβαίωναν οι αρχές του Χαρτούμ, για ένα εργοστάσιο παραγωγής φαρμάκων. (14)
Είναι φανερό ότι η έννοια του «κράτους παρία», που σήμερα εγκαταλείπεται επισήμως, υπήρξε ιδιαίτερα εύπλαστη. Τελικά, τα κριτήρια ήταν απολύτως σαφή: ένα «κράτος παρίας» δεν ήταν απλώς ένα εγκληματικό κράτος, ήταν ένα κράτος που δεν υποτασσόταν στις διαταγές των ισχυρών, και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες φυσικά βρίσκονται στο απυρόβλητο αυτής της ατιμωτικής ταξινόμησης.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»