Εμφανίζεται ολοένα και πιο απομονωμένος πολιτικά, και πολλοί παρατηρητές αναρωτιούνται μήπως ο σημερινός λαϊκισμός στραφεί στο δεσποτισμό. Σουρούπωνε, όταν ο Κάρλος Αντρές Πέρες κατέβηκε από το αεροπλάνο που τον μετέφερε από το Νταβός της Ελβετίας και εξεπλάγη με την παρουσία, στην υποδοχή, του στρατηγού Φερνάντο Οτσόα Αντις, υπουργό Άμυνας της κυβέρνησής του. «Τι συμβαίνει;», ρώτησε ο πρόεδρος, ανήσυχος. Ο υπουργός χρησιμοποίησε επιχειρήματα τόσο αποτελεσματικά, ώστε έπεισε τον πρόεδρο να μην πάει στο Μέγαρο Μιραφλόρες, στην καρδιά του Καράκας, αλλά στην κατοικία του στη Λα Καζόνα. Κοιμόταν ήδη όταν ο ίδιος υπουργός τον ξύπνησε με ένα τηλεφώνημα για να τον ενημερώσει ότι είχε σημειωθεί στρατιωτική εξέγερση στην περιοχή Μαρακάι. Μόλις έμπαινε στο Μιραφλόρες, ακούστηκαν οι πρώτες βολές του πυροβολικού. Ηταν 4 Φεβρουαρίου 1992. Ο συνταγματάρχης Ούγο Τσάβες Φρίας, με τη θρησκευτική λατρεία του για τις ιστορικές ημερομηνίες, καθοδηγούσε την εξέγερση από το πρόχειρο γενικό επιτελείο του στο χώρο του ιστορικού μουσείου Λα Πλανίσιε. Ο πρόεδρος κατάλαβε τότε ότι το μοναδικό καταφύγιό του ήταν η λαϊκή υποστήριξη και έφτασε στα τηλεοπτικά στούντιο για να απευθύνει μήνυμα στη χώρα. Δύο ώρες αργότερα, το πραξικόπημα είχε αποτύχει. Ο Τσάβες παραδόθηκε, με τον όρο να του επιτρέψουν να απευθυνθεί, και αυτός, στο λαό. Ο νεαρός κρεολός συνταγματάρχης, με τον κόκκινο μπερέ του αλεξιπτωτιστή και την αξιοθαύμαστη ευχέρεια του λόγου, ανέλαβε την πλήρη ευθύνη του κινήματος. Το διάγγελμά του στην τηλεόραση ήταν ένας πολιτικός θρίαμβος. Πέρασε δύο χρόνια στη φυλακή πριν αμνηστευτεί από τον πρόεδρο Ραφαέλ Καλδέρα. Ωστόσο, πολλοί από τους οπαδούς του -και τους αντιπάλους του- είχαν καταλάβει ότι ο λόγος του, τη στιγμή της ήττας, ήταν ο πρώτος μιας προεκλογικής εκστρατείας που θα τον οδηγούσε στην προεδρία της Δημοκρατίας την οποία ανέλαβε το 1999.
Ο πρόεδρος Ούγο Τσάβες Φρίας μού διηγούνταν αυτή την ιστορία, πριν από μερικές εβδομάδες, στο αεροπλάνο των αεροπορικών δυνάμεων της Βενεζουέλας που μας μετέφερε από την Αβάνα στο Καράκας. Είχαμε συναντηθεί πρώτη φορά πριν από τρεις μέρες στην Αβάνα, σε μια συνάντηση με τους προέδρους Φιντέλ Κάστρο και Αντρές Παστράνα, της Κολομβίας. Αυτό που με εντυπωσίασε αμέσως σ’ αυτό τον άνθρωπο ήταν η δύναμη την οποία εξέπεμπε το γρανιτένιο σώμα του. Είχε την αυθόρμητη εγκαρδιότητα και την κρεολική χάρη ενός γνήσιου Βενεζουελάνου. Είχαμε προσπαθήσει και οι δύο να ξαναϊδωθούμε χωρίς να τα καταφέρουμε εξαιτίας των αντίστοιχων απασχολήσεών μας. Έτσι, μέσα στο αεροπλάνο για το Καράκας, μπορέσαμε να συζητήσουμε για τις δραστηριότητές του και τα σχέδιά του. Ήταν μια πλούσια εμπειρία ενός δημοσιογράφου σε άδεια. Ακούγοντάς τον να μου διηγείται τη ζωή του, ανακάλυπτα μια προσωπικότητα που δεν ανταποκρινόταν καθόλου στην εικόνα του τυράννου, την οποία είχαν δώσει τα μέσα ενημέρωσης. Ήταν ένας άλλος Τσάβες. Ποιος από τους δύο ήταν ο αληθινός; Το σημαντικότερο επιχείρημα που είχε μετρήσει σε βάρος του, κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1998, ήταν το παρελθόν του ως συνωμότη και πραξικοπηματία. Όμως, η ιστορία της Βενεζουέλας είχε ήδη υποστεί πάνω από τέσσερις αυτού του είδους. Αρχίζοντας με τον Ρόμουλο Μπετανκούρ, που είχε αναγνωριστεί, δίκαια η άδικα, ως ο πατέρας της δημοκρατίας της Βενεζουέλας, ο οποίος είχε ανατρέψει τον Ισαΐας Μεντίνα Ανγκαρίτα, έναν πρώην δημοκράτη στρατιωτικό που προσπαθούσε να εξυγιάνει τη χώρα του από τα τριάντα έξι χρόνια δικτατορίας του Χουάν Βισέντε Γκόμες. Ο διάδοχός του, ο συγγραφέας Ρόμουλο Γκαγέγος, ανατράπηκε από το στρατηγό Μάρκος Πέρες Χιμένες που παρέμεινε σχεδόν έντεκα χρόνια στην κορυφή της εξουσίας. Αυτός, με τη σειρά του, εκθρονίστηκε από μια ολόκληρη γενιά νέων δημοκρατών, που εγκαινίασαν την πιο μακρά περίοδο εκλεγμένων προέδρων. Το πραξικόπημα του Φεβρουαρίου του 1992 μοιάζει να είναι το μόνο πράγμα στο οποίο απέτυχε ο συνταγματάρχης Ούγο Τσάβες. Ωστόσο, το θεώρησε θεόσταλτη ατυχία. Αυτός είναι ο τρόπος του να αντιλαμβάνεται την τύχη, ή οτιδήποτε πηγάζει από τη μαγική πνοή που εμπνέει τις κινήσεις του από τότε που ήρθε στον κόσμο στη Σαμπανέτα, στην περιοχή Μπαρίνας, στις 28 Ιουλίου 1954, κάτω από το ζώδιο της εξουσίας: το λιοντάρι.
Ο Τσάβες, πιστός, καθολικός, αποδίδει την καλότυχη μοίρα του στο φυλαχτό που είναι πάνω από εκατό χρόνων και το οποίο φοράει στο λαιμό από παιδί, κληρονομιά ενός προπάππου από τη μεριά της μητέρας του, του συνταγματάρχη Πέδρο Πέρες Δελγάδο, ενός από τους ήρωες προστάτες του. Η επιτυχία Οι γονείς του δυσκολεύονταν να επιβιώσουν με τους μισθούς των δασκάλων, και αναγκάστηκε να τους βοηθήσει από την ηλικία των εννέα χρόνων, πουλώντας στους δρόμους ζαχαρωτά και φρούτα. Μερικές φορές, καβάλα σ’ ένα γαϊδούρι, επισκεπτόταν τη θεία του από τη μεριά της μητέρας του, στο Λος Ραστρόχος, ένα γειτονικό χωριό. Στα μάτια του, έμοιαζε σαν μια πραγματική πόλη, γιατί διέθετε ένα μικρό ηλεκτρικό σταθμό που παρείχε δύο ώρες φως στην αρχή της νύχτας, και μια μαμή που είχε φέρει στον κόσμο αυτόν και τους τέσσερις αδελφούς του. Η μητέρα του ήθελε να γίνει παπάς, αλλά δεν κατάφερε να γίνει παρά παιδί της χορωδίας. Χτυπούσε τις καμπάνες με τέτοια χάρη που όλος ο κόσμος τον αναγνώριζε από τον τρόπο με τον οποίο τις έκανε να σημαίνουν. «Για δες, αυτός που χτυπάει τις καμπάνες είναι ο Ούγο», έλεγαν. Μια μέρα, ανάμεσα στα βιβλία της μητέρας του, ξετρύπωσε μια ουρανόπεμπτη εγκυκλοπαίδεια, της οποίας το πρώτο κεφάλαιο τον γοήτευσε αμέσως: «Πώς να επιτύχετε στη ζωή». Ήταν, στην πραγματικότητα, ένα ευρετήριο σταδιοδρομιών, και τις δοκίμασε σχεδόν όλες. Ως ζωγράφος που θαύμαζε τον Μιχαήλ Αγγελο και τον Νταβίντ, κέρδισε το πρώτο βραβείο σε ηλικία δώδεκα χρόνων, σ’ έναν τοπικό διαγωνισμό. Ως μουσικός, έγινε απαραίτητος στις γιορτές των επετείων και στις σερενάτες, τόσο εξαιρετική ήταν η ικανότητά του στην κιθάρα και η φωνή του. Στο μπέιζμπολ, έγινε εκπληκτικός catcher (1). Η στρατιωτική επιλογή δεν αποτελούσε τμήμα του καταλόγου, και ο ίδιος δεν θα την είχε ποτέ σκεφτεί αν δεν του είχαν πει ότι ο καλύτερος τρόπος για να μπει στις μεγάλες ομάδες του μπέιζμπολ ήταν να εισαχθεί στη στρατιωτική ακαδημία της Μπαρίνας. Εκεί σπούδασε πολιτικές επιστήμες, την ιστορία από το μαρξισμό μέχρι το λενινισμό. Παθιάστηκε με τη ζωή και το έργο του Μπολιβάρ, το μεγαλύτερο «Λιοντάρι» του, του οποίου αποστήθισε όλους τους λόγους.
Η πρώτη σύγκρουσή του με αληθινή πολιτική έγινε με το θάνατο του Αλιέντε τον Σεπτέμβριο του 1973. Ο Τσάβες δεν καταλάβαινε γιατί, αφού οι Χιλιανοί είχαν εκλέξει τον Αλιέντε, οι χιλιανοί στρατιωτικοί τον ανέτρεψαν. Λίγο αργότερα, ο λοχαγός του τού ανέθεσε την αποστολή να παρακολουθεί το γιο του Χοσέ Βισέντε Ράνχελ, για τον οποίο υπήρχε η υποψία ότι ήταν κομμουνιστής. «Η ζωή επιφυλάσσει εκπλήξεις», μου είπε ο Τσάβες σκάζοντας στα γέλια. «Σήμερα, ο πατέρας του είναι υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνησή μου!». Άλλη ειρωνεία της τύχης: στο τέλος των σπουδών του, πήρε το σπαθί του αξιωματικού από τα χέρια του προέδρου που θα επιχειρούσε να ανατρέψει είκοσι χρόνια αργότερα: του Κάρλος Αντρές Πέρες. «Επιπλέον», του είπα, «λίγο έλειψε να τον σκοτώσετε». «Καθόλου», διαμαρτυρήθηκε ο Τσάβες. «Το σχέδιό μας ήταν να εγκαταστήσουμε μια Συντακτική Συνέλευση και να επιστρέψουμε στους στρατώνες μας». Από την πρώτη στιγμή, είχα καταλάβει ότι ήταν γεννημένος αφηγητής. Ένας καθαρός καρπός της λαϊκής κουλτούρας της Βενεζουέλας, που είναι ιδιαίτερα δημιουργική και ποιητική. Έχει μεγάλη αίσθηση του χρόνου και μια μνήμη σχεδόν υπερφυσική, που του επιτρέπει να απαγγέλλει ολόκληρα ποιήματα του Νερούδα ή του Ουίτμαν και ολόκληρες σελίδες του Ρόμουλο Γκαγέγος. Όταν ήταν πολύ νέος, ανακάλυψε τυχαία ότι ο προπάππος του δεν ήταν λήσταρχος, όπως έλεγε η μητέρα του, αλλά θρυλικός πολεμιστής της εποχής του Χουάν Βισέντε Γκόμες. Ο ενθουσιασμός του ήταν τέτοιος που αποφάσισε να γράψει τη βιογραφία του για να αποκαταστήσει τη μνήμη του. Έψαξε στα ιστορικά αρχεία και στις στρατιωτικές βιβλιοθήκες, όργωσε την περιοχή με ένα δισάκι ιστορικού για να ανασυνθέσει, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιζώντων, την πορεία του προπάππου. Τελικά, αποφάσισε να τον προσθέσει στο βωμό των ηρώων του και κατέληξε να φοράει στο λαιμό του το φυλαχτό του προγόνου.
Μια μέρα, βυθισμένος στις έρευνές του, διέσχισε από απροσεξία τα σύνορα στη γέφυρα Αράουκα, και ο κολομβιανός λοχαγός που έψαξε το σακίδιό του βρήκε χίλιους λόγους για να τον κατηγορήσει για κατασκοπεία: είχε μια φωτογραφική μηχανή, ένα κασετόφωνο, απόρρητα έγγραφα, φωτογραφίες της περιοχής, ένα στρατιωτικό χάρτη με διαγράμματα και δύο πιστόλια. Το δελτίο ταυτότητας θα μπορούσε να είναι πλαστό, όπως σε κάθε καλό κατάσκοπο. Η συζήτηση παρατάθηκε για πολλές ώρες σ’ ένα γραφείο όπου δέσποζε ένας πίνακας του έφιππου Μπολιβάρ. «Δεν άντεχα άλλο -μου διηγήθηκε ο Τσάβες- γιατί, όσο περισσότερο του εξηγούσα τόσο λιγότερο με καταλάβαινε». Τότε είχε τη σωτήρια ιδέα: «Κοιτάξτε πώς έχουν τα πράγματα, λοχαγέ μου: μόλις πριν από έναν αιώνα, ήμαστε ένας ενιαίος στρατός, και αυτός που μας κοιτάζει στον πίνακα ήταν ο αρχηγός και των δύο. Πώς θα μπορούσα να είμαι κατάσκοπος;». Τότε, ο λοχαγός, συγκινημένος, άρχισε να πλέκει το εγκώμιο της Μεγάλης Κολομβίας, και οι δύο μαζί τέλειωσαν τη νύχτα σε μια ταβέρνα της Αράουκα πίνοντας μπίρες και των δύο χωρών. Το επόμενο πρωί, με πονοκέφαλο και οι δυο τους, ο λοχαγός έδωσε στον Τσάβες τα εργαλεία του ιστορικού και τον αποχωρίστηκε μ’ ένα μεγάλο εναγκαλισμό στο μέσο της διεθνούς γέφυρας. «Εκείνη την εποχή άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι πήγαινε στραβά στη Βενεζουέλα», μου είπε ο Τσάβες. Είχε διοριστεί διοικητής ενός αποσπάσματος δεκατριών στρατιωτών και μιας ομάδας διαβιβάσεων στην επαρχία Οριέντε, για να εξολοθρεύσει τα τελευταία υπολείμματα των ανταρτών. Ένα απόγευμα που έβρεχε πολύ, ένας συνταγματάρχης των υπηρεσιών πληροφοριών με μια περίπολο στρατιωτών και μερικούς υποτιθέμενους αντάρτες, που ήταν ωχροί και σκελετωμένοι, ζήτησαν να καταλύσουν στο στρατόπεδό τους. Κατά τις δέκα το βράδυ, όταν ο Τσάβες είχε αρχίσει να αποκοιμιέται, άκουσε στο διπλανό δωμάτιο σπαρακτικές κραυγές. «Ήταν οι κρατούμενοι τους οποίους οι στρατιώτες χτυπούσαν με ρόπαλα του μπέιζμπολ τυλιγμένα με πανιά για να μην αφήσουν σημάδια», μου διηγήθηκε ο Τσάβες. Εξοργισμένος, διέταξε το συνταγματάρχη να του παραδώσει τους κρατούμενους αλλιώς να εγκαταλείψει αμέσως το στρατόπεδο. «Την επομένη, με απείλησαν με στρατοδικείο για ανυπακοή», μου είπε ο Τσάβες, «αλλά περιορίστηκαν να με θέσουν, για κάποιο διάστημα, υπό παρακολούθηση». Μερικές μέρες αργότερα, είχε μια νέα, πιο σκληρή, εμπειρία. Ένα στρατιωτικό ελικόπτερο προσγειώθηκε στην αυλή του στρατοπέδου του μ’ ένα φορτίο από στρατιώτες σοβαρά τραυματισμένους σε μια ενέδρα που είχαν στήσει αντάρτες. Ο Τσάβες πήρε στην αγκαλιά του ένα νεαρό τρομοκρατημένο στρατιώτη, που είχε τραυματιστεί από πολλές σφαίρες: «Μη με αφήσετε να πεθάνω, υπολοχαγέ μου...». Μόλις που πρόλαβε να μπει σ’ ένα όχημα. Άλλοι εφτά πέθαναν. Εκείνη τη νύχτα, στην αιώρα του, ο Τσάβες αναρωτιόταν: «Τι κάνω εδώ; Από τη μια μεριά, αγρότες με στρατιωτική στολή βασανίζουν αγρότες αντάρτες, και από την άλλη, αγρότες αντάρτες σκοτώνουν αγρότες με στρατιωτική στολή. Ενώ ο πόλεμος έχει τελειώσει, δεν έχει πια κανένα νόημα να πυροβολούν οι μεν τους δε». Και κατέληξε, στο αεροπλάνο που μας μετέφερε στο Καράκας: «Ήταν η πρώτη υπαρξιακή κρίση μου».
Την επομένη, ξύπνησε πεισμένος ότι η μοίρα του ήταν να ιδρύσει ένα κίνημα, πράγμα που έκανε στην ηλικία των 23 χρόνων, με ένα εύγλωττο όνομα: «Μπολιβαρικός Στρατός του Λαού της Βενεζουέλας». Τα ιδρυτικά μέλη του ήταν πέντε στρατιώτες και εκείνος, με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. «Με ποιο στόχο;», τον ρώτησα. Πολύ απλά, μου είπε: «Με στόχο να προετοιμαστούμε σε περίπτωση που...». Ένα χρόνο αργότερα, όταν έγινε αξιωματικός των αλεξιπτωτιστών σ’ ένα τάγμα τεθωρακισμένων του Μαρακάι, άρχισε να συνωμοτεί σοβαρά. Όμως, μου διευκρίνισε ότι χρησιμοποιούσε τη λέξη συνωμοσία μόνο με μεταφορική σημασία: να συσπειρώσει όσους ήθελαν να παλέψουν για έναν κοινό σκοπό. Τέτοια ήταν η κατάσταση στις 17 Δεκεμβρίου 1982, όταν συνέβη ένα απρόσμενο περιστατικό, που ο Τσάβες θεωρεί αποφασιστικό στη ζωή του. Είχε γίνει λοχαγός στο δεύτερο σύνταγμα αλεξιπτωτιστών και αξιωματικός πληροφοριών. Ενώ δεν το περίμενε, ο διοικητής του συντάγματος, Ανχελ Μανρίκε, του ζήτησε να εκφωνήσει ένα λόγο μπροστά σε 1.200 αξιωματικούς και στρατιώτες. Μόλις το τάγμα συγκεντρώθηκε σ’ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, στη μία το απόγευμα, ο επικεφαλής της τελετής τού έδωσε το λόγο. «Και η ομιλία σας;», τον ρώτησε ο διοικητής βλέποντάς τον να ανεβαίνει χωρίς κανένα χαρτί, στο βήμα. «Δεν την έχω γράψει», του είπε ο Τσάβες. Και άρχισε να αυτοσχεδιάζει. Ήταν ένας λόγος σύντομος, εμπνευσμένος από τον Μπολιβάρ και τον Μαρτί, αλλά με μια προσωπική άποψη για την κατάσταση της αδικίας στη Λατινική Αμερική διακόσια χρόνια μετά την ανεξαρτησία. Οι αξιωματικοί τον άκουσαν αδιάφοροι. Ανάμεσά τους, ο λοχαγός Φελίπε Ακόστα Κάρλε και ο Χεσούς Ουρντανέτα Χερνάντες, συμπαθούντες του κινήματός του. Ο διοικητής, πολύ δυσαρεστημένος, του απηύθυνε δυνατά την επίπληξη: «Τσάβες, έχετε το ύφος πολιτικού». Τότε, ο Φελίπε Ακόστα, που είχε ύψος δύο μέτρα, προχώρησε προς το διοικητή: «Κάνετε λάθος διοικητά μου. Ο Τσάβες δεν είναι πολιτικός, είναι ένας λοχαγός της νέας γενιάς και, όταν ορισμένοι διεφθαρμένοι ισχυροί τον ακούν, τα κάνουν πάνω τους».
Ύστερα από αυτό, ο Τσάβες έφυγε μαζί με τους λοχαγούς Φελίπε Ακόστα και Χεσούς Ουρντανέτα προς το Σαμάν δελ Γκέρε, δέκα χιλιόμετρα μακριά, όπου επανέλαβαν τον επίσημο όρκο του Σιμόν Μπολιβάρ στο όρος Αβεντίν. «Στο τέλος, βέβαια, τον άλλαξα λίγο», μου είπε ο Τσάβες. Αντί για: «Όταν θα έχουμε σπάσει τις αλυσίδες που μας καταπιέζουν με τη θέληση της ισπανικής εξουσίας», είπαν: «Μέχρι να σπάσουμε τις αλυσίδες που καταπιέζουν εμάς και το λαό με τη θέληση των ισχυρών». Όλοι οι αξιωματικοί που εντάσσονται στο μυστικό κίνημα έπρεπε να δίνουν στο εξής αυτό τον όρκο. Για χρόνια, οργάνωναν παράνομα συνέδρια, με στρατιωτικούς εκπροσώπους από ολόκληρη τη χώρα. «Για δύο μέρες, κάναμε συγκεντρώσεις σε μυστικά μέρη, μελετούσαμε την κατάσταση της χώρας, παρουσιάζαμε αναλύσεις, αποκαθιστούσαμε επαφές με φιλικές πολιτικές ομάδες. Σε δέκα χρόνια καταφέραμε να οργανώσουμε πέντε συνέδρια χωρίς να μας ανακαλύψουν», μου είπε ο Τσάβες.
Το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του ταγματάρχη Τσάβες ήταν το «Καρακάζο», η λαϊκή εξέγερση που ρήμαξε το Καράκας το Φεβρουάριο του 1989. Συχνά επαναλαμβάνει: «Ο Ναπολέοντας λέει ότι ένα δευτερόλεπτο έμπνευσης του στρατηγού κρίνει την τύχη μιας μάχης». Με βάση αυτή τη σκέψη, ο Τσάβες ανέπτυξε τρεις έννοιες. Πρώτον, την ιστορική ώρα. Δεύτερον, το στρατηγικό λεπτό. Τέλος, το τακτικό δευτερόλεπτο. Ένα τρομερό δράμα είχε συμβεί και δεν ήταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό. «Ναι, μας αιφνιδίασε το στρατηγικό λεπτό», παραδέχεται. Αναφερόταν στην εξέγερση της 27ης Φεβρουαρίου 1989: στο «Καρακάζο». Ο Κάρλος Αντρές Πέρες, που είχε εκλεγεί με μεγάλη πλειοψηφία, αναλάμβανε την προεδρία και ήταν αδιανόητο, μόλις είκοσι μέρες αργότερα, να προκαλούνταν μια τόσο βίαιη εξέγερση. «Κατευθυνόμουν προς το πανεπιστήμιο, να παρακολουθήσω ένα μάθημα για το διδακτορικό δίπλωμα, το απόγευμα της 27ης, και σταμάτησα στο στρατόπεδο Τιούρα για να πάρω λίγη βενζίνη», μου διηγήθηκε ο Τσάβες λίγα λεπτά πριν προσγειωθούμε στο Καράκας. «Βλέπω στρατεύματα να βγαίνουν. Ρωτάω ένα συνταγματάρχη: "Πού πηγαίνουν αυτοί οι στρατιώτες;" Έβγαζαν τους άντρες ακόμη και της επιμελητείας οι οποίοι δεν ήταν εκπαιδευμένοι, και πολύ λιγότερο για μάχες στους δρόμους. Ήταν νεοσύλλεκτοι που φοβούνταν το ίδιο το όπλο τους: Ρωτάω λοιπόν το συνταγματάρχη: "Μα πού πηγαίνουν αυτοί οι άνθρωποι;". Και ο συνταγματάρχης μού λέει: "Να καταλάβουν το δρόμο. Έλαβα τη διαταγή να σταματήσω τις ταραχές με κάθε μέσο. Και θα το κάνω". Και εγώ του λέω: "Μα συνταγματάρχα μου, φαντάζεστε τι μπορεί να συμβεί!". Μου απαντάει: "Ακούστε, Τσάβες, είναι διαταγή. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ας ελεήσει ο Θεός"».
Ο Τσάβες θυμάται ότι είχε πολύ πυρετό εκείνο το απόγευμα, μια κρίση ερυθράς. Όταν ξεκίνησε το αυτοκίνητό του, είδε να έρχεται τρέχοντας ένας μικροκαμωμένος στρατιώτης με το κράνος στραβά, το όπλο να κουνιέται πέρα δώθε και τα πολεμοφόδιά του να διασκορπίζονται. «Τότε σταματάω και τον φωνάζω. Μπαίνει στο αυτοκίνητο πολύ ταραγμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα. Ήταν ένας νέος 18 χρόνων. Και τον ρωτάω: "Πού τρέχεις;". "Εχω χάσει το λόχο μου. Είναι σ’ αυτό το φορτηγό που απομακρύνεται προς τα εκεί. Βοηθήστε με, ταγματάρχα, προλάβετέ το". Τότε, προλαβαίνω το φορτηγό και ρωτάω τον αξιωματικό: "Πού πηγαίνετε;". "Δεν ξέρω", μου λέει, "κανένας δεν ξέρει"». Καταστροφή Ο Τσάβες παίρνει ανάσα, σχεδόν φωνάζει, και λίγο έλειψε να πνιγεί καθώς ξαναβυθίζεται στην αγωνία της ανάμνησης εκείνης της τρομερής νύχτας. «Ξέρεις, στέλνουν τους στρατιώτες στο δρόμο, πανικόβλητους, με τα τουφέκια τους και πεντακόσιες σφαίρες. Και πυροβολούν οτιδήποτε κινείται. Έκαναν κόσκινο από σφαίρες τους δρόμους, τις παραγκουπόλεις, τις λαϊκές συνοικίες. Ήταν μια καταστροφή. Χιλιάδες νεκροί. Και ανάμεσά τους, ο Φελίπε Ακόστα. Το ένστικτό μου λέει ότι τον σκότωσαν», διαβεβαιώνει ο Τσάβες. «Ηταν η στιγμή που περιμέναμε για να δράσουμε». Έπειτα από αυτό, άρχισαν να προετοιμάζουν το πραξικόπημα που έμελλε να αποτύχει τρία χρόνια αργότερα.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Καράκας κατά τις τρεις το πρωί. Κοιτούσα από το παράθυρο τη λίμνη από φώτα αυτής της αξέχαστης πόλης. Με τον εναγκαλισμό που συνηθίζεται στην Καραϊβική, ο πρόεδρος με αποχαιρέτησε. Ενώ τον έβλεπα να απομακρύνεται, περιτριγυρισμένος από τους παρασημοφορημένους στρατιωτικούς φρουρούς του, με κυρίευσε η περίεργη αίσθηση ότι ταξίδεψα και συζήτησα με ευχαρίστηση με δύο πολύ διαφορετικούς άντρες. Ο ένας ήταν αυτός στον οποίο η πεισματάρα τύχη πρόσφερε τη δυνατότητα να σώσει τη χώρα του. Ο άλλος ήταν ένας ταχυδακτυλουργός, που θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει στην ιστορία σαν ένας νέος τύραννος.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»