Ασκήσαμε κριτική στους Γερμανούς, δεν έχουμε όμως σχέση με την εκστρατεία της Σαϊεντολογίας κατά της Γερμανίας…». Ήταν το ελάχιστο που μπορούσαν να περιμένουν οι γερμανικές ομοσπονδιακές αρχές.
Το 1998, όταν το αμερικανικό Κογκρέσο ψηφίζει ένα νέο νόμο για τη θρησκευτική ελευθερία στον κόσμο, στους κόλπους του Γραφείου για τη Δημοκρατία, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εργασία του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, δημιουργείται μια νέα διεύθυνση, το Γραφείο για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία (Office of International Religious Freedom). Ο νόμος με τον οποίο συγκροτείται το τμήμα τοποθετεί επικεφαλής του έναν πληρεξούσιο πρεσβευτή στον οποίο υπάγονται πέντε αξιωματούχοι του υπουργείου Εξωτερικών. Το γραφείο διαθέτει εκπρόσωπο σε κάθε αμερικανική πρεσβεία.
Πρώτος πρεσβευτής αυτής της επιτροπής τοποθετήθηκε ο Ρόμπερτ Σέιπλ, ένας πρώην πεζοναύτης που του αρέσει να επαναλαμβάνει: «Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι οικουμενικά, αφού αποτελούν δώρο Θεού!» (3). Ο ίδιος εξήγησε στην εφημερίδα «Naples Daily News» (4) πόσο πολύ τον έχει στηρίξει η πίστη του στις δοκιμασίες της ζωής του και, κυρίως, στις 300 αποστολές μάχης που εκτέλεσε ως αξιωματικός των πεζοναυτών στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Ωστόσο, ο Σέιπλ δεν επελέγη μόνο για τις αρετές του στρατιώτη-καλόγερου. Για περισσότερα από έντεκα χρόνια, υπήρξε ο επικεφαλής της σημαντικότερης οργάνωσης των Ευαγγελιστών στον κόσμο, της υπερσυντηρητικής «Γουόρλντ Βίζιον» (World Vision Inc.). Η οργάνωση αυτή χρηματοδοτεί χιλιάδες προγράμματα στα δύο ημισφαίρια και αριθμεί εκατομμύρια μέλη, τόσο στη Λατινική Αμερική, όσο και στην Ασία (5). Στην πρώτη έκθεση που δημοσίευσε η επιτροπή του Σέιπλ, το Σεπτέμβριο του 1998 (6), η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, και το Βέλγιο κατηγορούνται για παραβίαση των θρησκευτικών ελευθεριών. Η έκθεση της επιτροπής έρευνας του γαλλικού κοινοβουλίου του 1995 παρομοιάζεται με τυφλό διωγμό, ενώ οι βουλευτές κατηγορούνται ότι προβαίνουν σε θρησκευτικές διακρίσεις, επειδή κατάρτισαν έναν κατάλογο αθώων οργανώσεων οι οποίες διώκονται, όχι για παράνομες δραστηριότητες, αλλά για την πίστη τους.
Στις 22 Μαρτίου 1999, στη Βιέννη, ένα σεμινάριο του Γραφείου για τους Δημοκρατικούς Θεσμούς και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ODIHR) (7), που πραγματοποιείται μετά από πρόσκληση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), εξαπολύει σκληρή επίθεση κατά της γαλλικής πολιτικής. Αναπαράγοντας και ενισχύοντας τις κατηγορίες του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, Αμερικανοί διπλωμάτες και γερουσιαστές μεταμορφώνονται σε εισαγγελείς. Το διπλωματικό επεισόδιο αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται στην Ουάσιγκτον, στην Επιτροπή για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Commission on Security and Cooperation in Europe) -ένα όργανο στο οποίο συμμετέχουν οι αντιπρόσωποι των Ηνωμένων Πολιτειών στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Τρεις μάρτυρες που καλούνται να καταθέσουν, προχωρούν σε τρομακτικές αποκαλύψεις: στη Γαλλία αναβιώνει το καθεστώς του Βισί, ο πρωθυπουργός έχει δηλητηριαστεί από την προπαγάνδα διαφόρων αντιθρησκευτικών κινημάτων, πιστοί παραδίδονται στη λαϊκή εκδίκηση, άλλοι χάνουν την εργασία τους, παιδιά χωρίζονται από τους γονείς τους…
Η επίσημη έκθεση των Αμερικανών γερουσιαστών, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Ιούνιο του 1999, δίνει το μέτρο των ανησυχιών τους για τις θεμελιώδεις ελευθερίες στην Ευρώπη (8). Έτσι, κατηγορούν τη γαλλική κυβέρνηση ότι χρησιμοποιεί τις φορολογικές υπηρεσίες της για να οπλιστεί το χέρι μιας νέας Ιεράς Εξέτασης.
Τόσο η Διυπουργική Αποστολή Αγώνα κατά των Αιρέσεων που συγκρότησε η γαλλική κυβέρνηση, όσο και το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών, εξηγούν ότι η μελέτη των δομών και των οικονομικών συναλλαγών της Σαϊεντολογίας αποδεικνύει πως πρόκειται για μια αυθεντική κερδοσκοπική οργάνωση η οποία αποκομίζει κολοσσιαία κέρδη (πράγμα που δικαιολογεί απόλυτα τα πρόστιμα, από την πλευρά των φορολογικών αρχών). Εξηγούν, επίσης, ότι η έκθεση του κοινοβουλίου αποτέλεσε αντικείμενο επεξεργασίας, από κοινού με νομικούς, ειδικευμένους αστυνομικούς, αναγνωρισμένες οργανώσεις κοινής ωφελείας, πανεπιστήμια… Η έκθεση αυτή παρουσιάζει εκατόν ογδόντα ενώσεις που δηλώνουν θρησκευτικές, η βαθύτερη έρευνα για τις οποίες, όμως, αποκάλυψε τον απολυταρχικό χαρακτήρα τους και τις μεθόδους καταναγκασμού που επιβάλλουν στους οπαδούς τους. Στη μεγάλη πλειοψηφία τους, οι ενώσεις αυτές έχουν καταδικαστεί από τη δικαιοσύνη.
Οι γαλλικές αρχές επιδιώκουν επίσης να διορθώσουν ορισμένες αναλήθειες. Για παράδειγμα: η Γαλλία κατηγορείται ότι αρνείται να αποδώσει το καθεστώς της θρησκείας σε ορισμένες μειοψηφικές ομάδες, ενώ, με βάση το νόμο του 1905 που καθιερώνει το διαχωρισμό εκκλησιών και κράτους, δεν αναγνωρίζει καμία θρησκεία.
Ο διάλογος δεν αποδίδει καρπούς. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1999, το Γραφείο για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία δημοσιεύει τη νέα έκθεσή του, η οποία περιλαμβάνει μια ακόμη σκληρότερη επίθεση εναντίον των ευρωπαϊκών χωρών. Στις 8 Δεκεμβρίου, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ιμπέρ Βεντρίν γράφει στην Αμερικανίδα ομόλογό του Μαντλίν Ολμπράιτ: «Αυτή η αβάσιμη αμφισβήτηση των ενεργειών του γαλλικού δημοσίου από την πλευρά της κυβέρνησής σας, την ώρα μάλιστα που ο διάλογος ανάμεσα στους ανώτατους αξιωματούχους των χωρών μας συνεχιζόταν, έριξε μια σκιά στον πλούτο του διαλόγου αυτού».
Η ανταλλαγή απόψεων, μέσω της διπλωματικής οδού, για το ζήτημα αυτό διακόπτεται λοιπόν επίσημα, χωρίς, μέχρι σήμερα, να έχει επαναληφθεί. Η τελευταία έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στις 2 Μαρτίου 2001, μολονότι κάνει αναφορά στα θετικά στοιχεία των γαλλικών νόμων του 1901 και του 1905 και διορθώνει, σιωπηρά, ορισμένα λάθη, παραμένει εξαιρετικά καταγγελτική.
Η αμερικανική ιστορία και το αμερικανικό Σύνταγμα δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την επιμονή των Ηνωμένων Πολιτειών να υποστηρίζουν αυτές τις ομάδες. Το Γραφείο για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, μια διεύθυνση του Γραφείου για τη Δημοκρατία, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εργασία το οποίο υπάγεται στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Η επιτροπή για τη Θρησκευτική Ελευθερία (Commission for Religious Freedom), με τη σειρά της, δημιουργήθηκε στην Ουάσιγκτον, από τα μέλη του αμερικανικού κογκρέσου. Τέλος, υπάρχει και μια τρίτη υπηρεσία η οποία υπάγεται απευθείας στο Λευκό Οίκο: η Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία (United States Commission for Religious Freedom). Ο επικεφαλής της Στίβεν Τ. Μακφάρλαντ δηλώνει ότι ένας από τους κύριους λόγους ύπαρξης της επιτροπής του, σε σχέση με τις δύο άλλες, είναι να λειτουργεί ως «φύλακας» (watch dog): «Ελέγχουμε το έργο των άλλων επιτροπών, ώστε να παραμένουν στον σωστό δρόμο…». Σε κάποιο άλλο μέρος, μπροστά σε μια επιτροπή, με καθήκον να επιτηρεί τις επιτροπές που επιτηρούν τις θρησκευτικές ελευθερίες, ορισμένοι θα μιλούσαν για αναβίωση του σοβιετικού μηχανισμού!
Όταν ρωτήσαμε τον Στιβ Τ. Μακφάραλντ εάν είχε διαβάσει την έκθεση του γαλλικού κοινοβουλίου, απάντησε πως όχι! Έπειτα, διευκρίνισε, σαν να ήθελε να δικαιολογηθεί, ότι δεν διαβάζει, ούτε μιλά γαλλικά. Το ίδιο ισχύει, επίσης, για τις εκθέσεις της Διυπουργικής Αποστολής κατά των Αιρέσεων που συγκρότησε η γαλλική κυβέρνηση, για τις ανακοινώσεις του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών και για τα ενημερωτικά σημειώματα της γαλλικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον. Οι διάφοροι αξιωματούχοι των επιτροπών με τους οποίους στάθηκε δυνατό να επικοινωνήσουμε δήλωσαν ότι δεν είχαν άμεση γνώση των κειμένων, ούτε καν από μεταφράσεις. Ο Μακφάρλαντ δικαιολογείται, λέγοντας ότι οι πληροφορίες που μεταβιβάζονται από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, την αμερικανική πρεσβεία στο Παρίσι, τους πανεπιστημιακούς και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, που διαμαρτύρονται για την έλλειψη ανεκτικότητας από την πλευρά της γαλλικής κυβέρνησης, του φαίνονταν επαρκώς αξιόπιστες. Τέλος, όταν του υποβάλαμε αντίγραφα εγγράφων της αμερικανικής πρεσβείας στη Μαδρίτη τα οποία αποδεικνύουν ότι το Γραφείο για τη Δημοκρατία, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εργασία παρενέβη για να καθυστερήσει τη διενέργεια ανάκρισης από Ισπανό δικαστή κατά της Σαϊεντολογίας, ο αξιωματούχος προτίμησε να μην κάνει κανένα σχόλιο.
Οι πράκτορες των υπηρεσιών πληροφοριών που ενημερώνουν τις αμερικανικές επιτροπές είναι, εξ αντικειμένου, αδύνατο να εντοπιστούν. Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική πρεσβεία στο Παρίσι, στην ηλεκτρονική διεύθυνσή της στο Διαδίκτυο, συνιστά ένα δικηγόρο, τον Κέι Γκετιένς, πασίγνωστο μέλος της Σαϊεντολογίας. Εξάλλου, σε συνέδριο με θέμα την πνευματική χειραγώγηση, το οποίο πραγματοποιήθηκε στη γαλλική Βουλή τον Φεβρουάριο, η αμερικανική πρεσβεία, μολονότι δεν είχε προσκληθεί, έστειλε δύο από τους υπαλλήλους της, συνοδευόμενους από έναν Γάλλο, στέλεχος της Σαϊεντολογίας.
Όσον αφορά τις μαρτυρίες που έχουν συλλέξει αυτές οι επιτροπές, και εκεί παραμένουν πολλά ερωτηματικά. Ο άνθρωπος στον οποίο ο ΟΑΣΕ ανέθεσε το συντονισμό των συζητήσεων στη Βιέννη, το Μάρτιο του 1999, δεν είναι άλλος από το Μάσιμο Ιντροβίνιε, Ιταλό κοινωνιολόγο, ιδρυτή του Κέντρου Μελέτης και Τεκμηρίωσης των Νέων Θρησκειών (Censur), ενός ιδρύματος με σκληρές καθολικές αντιλήψεις και στενές σχέσεις με τη νεοφασιστική οργάνωση «Εργασία, Οικογένεια, Ιδιοκτησία». Τακτικός συνεργάτης των εκδόσεων της Σαϊεντολογίας, ήταν ένας από τους υποστηρικτές της αίρεσης που κατέθεσαν στο δικαστήριο της Λιόν για την υπόθεση, της οποίας την ανάκριση είχε διεξαγάγει ο δικαστής Ζορζ Φενέκ.
Άλλος προσκεκλημένος στη Βιέννη και, έπειτα, στην Ουάσιγκτον, ήταν ο Γάλλος δικηγόρος Αλέν Γκαρέ, επικεφαλής της νομικής υπεράσπισης των Μαρτύρων του Ιεχωβά αλλά και υπεύθυνος για τις φορολογικές υποθέσεις τους. Και αυτός φιλοξενείται συχνά στις εκδόσεις της Σαϊεντολογίας. Άλλος άνθρωπος-κλειδί, ο Βίλι Φοτρέ, πρόεδρος της ένωσης «Ανθρώπινο Δικαίωμα Χωρίς Σύνορα», με έδρα το Βέλγιο, το όνομα της οποίας δεν θα πρέπει να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι αναγνωρισμένη από τη Διεθνή Ομοσπονδία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ο Φοτρέ υπήρξε, για πολύ καιρό, ανταποκριτής του δικτύου News Network International, ενός σημαντικού αμερικανικού δημοσιογραφικού συγκροτήματος και λόμπι των Ευαγγελιστών, αντίθετο στις αμβλώσεις και φανατικά αντικομμουνιστικό. Ο Φοτρέ είναι, επίσης, μέλος της «Ομοσπονδίας του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» (FHDH) στις εκθέσεις της οποίας παρέπεμπαν, με κάθε ευκαιρία, οι αμερικανικές επιτροπές. Προκύπτει, επίσης, ότι ο εκπρόσωπος της «Ομοσπονδίας του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» στην Ελλάδα συμμετείχε σε εκδόσεις της Σαϊεντολογίας και άλλων αιρέσεων, καθώς και ότι η αντιπροσωπεία της Μόσχας δημοσίευσε ένα βιβλίο, σε συνεργασία με τη Σαϊεντολογία.
Τέλος, στους βασικούς μάρτυρες, όσον αφορά τις παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας τις οποίες ενορχηστρώνει η γαλλική κυβέρνηση, συγκαταλέγεται ο πάστορας Λουΐ Ντεμεό, του Θεολογικού Ινστιτούτου της Νιμ. Το Ινστιτούτο αυτό ανήκει στους Ευαγγελιστές της Greater Grace, που έχει έδρα τη Βαλτιμόρη (Μέριλαντ) των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Greater Grace αριθμεί περισσότερες από 3.000 αποστολές στη Λατινική Αμερική, αρκετές εκατοντάδες στην Αφρική, καθώς και στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ η σχολή όπου καταρτίζονται τα στελέχη της για τις αποστολές στην Ανατολική Ευρώπη είναι το Θεολογικό Ινστιτούτο της Νιμ. Η Greater Grace, της οποίας οι μέθοδοι έχουν αμφισβητηθεί έντονα, ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, μπορεί να οριστεί ως «συνοδοιπόρος» της Σαϊεντολογίας.
Η Στέισι Μπρουκς, πρόεδρος της ιδρύματος Λίζα Μακφέρσον (Lisa McPherson Trust), της σημαντικότερης αμερικανικής οργάνωσης βοήθειας προς τα θύματα της Σαϊεντολογίας, υπήρξε και η ίδια οπαδός της για δεκαπέντε χρόνια. Ήταν, επίσης, η γραμματέας του Ντέιβιντ Μισκάβιτζ, κληρονόμου του Ρον Χάμπαρντ και σημερινού «γκουρού» της Σαϊεντολογίας. Θυμάται πολύ καθαρά τον αιδεσιμότατο Τζορτζ Ρόμπερτσον ο οποίος διευθύνει την Greater Grace: «Η σχέση του με τους ηγέτες της Σαϊεντολογίας είναι στενή. Όταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αίρεση δεν μπορεί να επέμβει, για λόγους δημόσιας εικόνας, ζητάει από τον Ρόμπερτσον να το πράξει. Είναι ο βασικός τους σύνδεσμος στο κίνημα των Ευαγγελιστών…». Κάτω από την ηγεσία του και μέσω της δικαστικής οδού, η Greater Grace και η Σαϊεντολογία κατόρθωσαν να οδηγήσουν σε χρεοκοπία τη σημαντικότερη οργάνωση βοήθειας προς τα θύματα των αιρέσεων, η οποία είχε ιδρυθεί κατά τη δεκαετία του ’70, την οργάνωση Cult Awareness Network…Για να την αγοράσουν, τελικά, με τη σύμφωνη γνώμη ενός αμερικανικού δικαστηρίου εμπορικών διαφορών! (9)
Ένα άλλο γεγονός εξηγεί την επιρροή της Σαϊεντολογίας και των οπαδών της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 1993, η πανίσχυρη Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος (IRS) των Ηνωμένων Πολιτειών παραχώρησε στην αίρεση το καθεστώς κανονικής θρησκείας, απαλλάσσοντάς την έτσι από τη φορολογία. Κατά τη διάρκεια των εικοσιπέντε χρόνων που προηγήθηκαν, η Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος είχε συστηματικά αρνηθεί στην αίρεση τις φορολογικές απαλλαγές τις οποίες απολαμβάνουν τα θρησκευτικά ιδρύματα. Αρνήσεις, που είχαν επικυρωθεί από όλα τα αμερικανικά δικαστήρια και, κυρίως, από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτή η μεταστροφή της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος επέτρεψε στην Εκκλησία της Σαϊεντολογίας να εξοικονομήσει εκατομμύρια δολάρια και την εξόπλισε με ένα πανίσχυρο εργαλείο δημοσίων σχέσεων, ανοίγοντάς της τις πόρτες της αμερικανικής κυβέρνησης.
Προγραμματισμένες και συντονισμένες δραστηριότητες
Ολόκληρη η ιστορία αυτής της μεταστροφής αποκαλύφθηκε, τέσσερα χρόνια αργότερα, από την εφημερίδα «New York Times». Η Σαϊεντολογία διεξήγαγε έναν πραγματικό πόλεμο κατά της εφορίας. Φυσικά, μέσω της δικαστικής οδού: κίνησε τη νομική διαδικασία περισσότερες από 50 φορές. Ταυτόχρονα, όμως, προσέλαβε ιδιωτικούς αστυνομικούς για να ερευνήσουν την ιδιωτική ζωή ανώτατων αξιωματούχων της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος. Ένας από αυτούς τους ιδιωτικούς αστυνομικούς εξηγούσε, το Μάρτιο του 1997, στους «New York Times», ότι είχε εργαστεί για λογαριασμό της Σαϊεντολογίας επί δεκαοκτώ μήνες, μεταξύ 1990 και 1992. Από το γραφείο του, στο Μέριλαντ, είχε συλλέξει πληροφορίες για αξιωματούχους που απουσίαζαν από τις υπηρεσιακές συνεδριάσεις, έπιναν πολύ ή είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις… Η έγκριση του αιτήματος της Σαϊεντολογίας, για απαλλαγή από τη φορολογία, δόθηκε μέσω μιας αντικανονικής διαδικασίας η οποία βραχυκύκλωσε τα συνηθισμένα κέντρα λήψης αποφάσεων, έπειτα από ρητή απαίτηση του επικεφαλής της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος.
Στα 300 εκατομμύρια δολάρια κέρδη που αποκομίζει κάθε χρόνο η Σαϊεντολογία, στις τεχνικές διείσδυσης και εκφοβισμού που χρησιμοποιεί, στην αναγνώρισή της από την αμερικανική Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος, προστίθενται και άλλες παράμετροι που της έχουν επιτρέψει να εξαπλώσει την επιρροή της μέχρι τα υψηλότερα κλιμάκια του αμερικανικού κράτους. Ο Στίβεν Α. Κεντ, ερευνητής του τμήματος κοινωνιολογίας του πανεπιστημίου της Αλμπέρτα, στον Καναδά, μελέτησε εξονυχιστικά τη στρατηγική επιρροής (lobbying) διαφόρων θρησκευτικών ομάδων και αιρέσεων στην Ουάσιγκτον. Εξήγησε με ποιο τρόπο οι σαϊεντολόγοι και, πριν από αυτούς, οι οπαδοί της αίρεσης Μουν, διεξήγαγαν πολύ σημαντικές εκστρατείες δημοσίων σχέσεων προς τα μέλη της Βουλής, της Γερουσίας και του Λευκού Οίκου. Για το σκοπό αυτό, η Σαϊεντολογία κατέβαλε 725.000 δολάρια το 1997 και 420.000 δολάρια το 1998, σε εταιρεία δημοσίων σχέσεων που ειδικεύεται στην άσκηση πολιτικής επιρροής (lobbying).
Ηθοποιοί του κινηματογράφου οι οποίοι είναι μέλη της Σαϊεντολογίας, έδωσαν περισσότερα από 70.000 δολάρια υπέρ της εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον για την εκλογή της στην αμερικανική Γερουσία, ενώ ο Τομ Κρουζ έδωσε, προσωπικά, 5.000 δολάρια υπέρ της προεκλογικής εκστρατείας του Αλμπερτ Γκορ και ο Τζον Τραβόλτα διοργάνωσε, μαζί με άλλους σαϊεντολόγους, δεξίωση υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος (τιμή εισόδου: 25.000 δολάρια). Ένας δικηγόρος της Σαϊεντολογίας έδωσε 20.000 δολάρια για την προεκλογική εκστρατεία του ίδιου κόμματος. Και ένα τελευταίο παράδειγμα, καθώς ο κατάλογος είναι μακρύς, ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της Σαϊεντολογίας, ο Γκρεγκ Γιένσεν, πρόσφερε στην προεκλογική εκστρατεία του γερουσιαστή Μπέντζαμιν Α. Γκίλμαν το ποσό των 7.400 δολαρίων. (10) Ο γερουσιαστής αυτός, μετά την εκλογή του, τοποθετήθηκε στη θέση του προέδρου της Επιτροπής Θρησκευτικής Ελευθερίας του ΟΑΣΕ.
Η αίρεση Μουν, από την πλευρά της, η οποία έχει στην ιδιοκτησία της μία από τις μεγαλύτερες καθημερινές εφημερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες, την «Washington Time», φιλοξενεί στις στήλες της -αν και πρόκειται για πολύ συντηρητική εφημερίδα- τη Χίλαρι Κλίντον η οποία, κάθε εβδομάδα, γράφει ένα χιουμοριστικό κείμενο. Αναρίθμητοι είναι, πλέον, οι γερουσιαστές και τα μέλη της Βουλής που «επιδοτούνται» από τον Μουν. Ας υπενθυμίσουμε, μόνο, ότι δύο πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών τιμούσαν τακτικά με την παρουσία τους τις συγκεντρώσεις που διοργάνωνε ο αιδεσιμότατος Σουν Μιουνγκ Μουν: ο Τζορτζ Μπους (ο πρεσβύτερος) και ο Τζέραλντ Φορντ. Όπως όλα δείχνουν, η Σαϊεντολογία και η αίρεση Μουν γρήγορα κατέληξαν σε συμφωνία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, προχωρούν, από κοινού, στις ενέργειές τους για τη θρησκευτική ελευθερία, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μια σειρά επιστολές, που αντάλλαξαν οι ηγέτες της Σαϊεντολογίας και της αίρεσης Μουν, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στο Διαδίκτυο, έριξαν φως στις σχεδιασμένες και συντονισμένες δραστηριότητές τους προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η δράση των οπαδών της αίρεσης Μουν και της Σαϊεντολογίας στην οποία εντάσσονται, με λιγότερο ή περισσότερο επίσημο τρόπο, και άλλες αιρέσεις, κατά το πρότυπο της συνεργασίας μεταξύ Σαϊεντολογίας και Greater Grace, βρίσκει τώρα υποστήριξη από τις ακραίες, φανατικές θρησκευτικές ομάδες των Ηνωμένων Πολιτειών. Έτσι, το Ινστιτούτο Θρησκείας και Δημόσιας Πολιτικής η (Institute on Religion and Public Policy), το οποίο συστήνεται θερμά από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, συγκεντρώνει στις τάξεις τους ορισμένους υπερσυντηρητικούς γερουσιαστές, οπαδούς της αίρεσης Μουν, καθώς και τον γκουρού της αίρεσης Σρι Τσίνμοϊ… Το ινστιτούτο αυτό, που δηλώνει «απολύτως» καθολικό, έχει την έδρα του μερικούς δρόμους από το Λευκό Οίκο και αγωνίζεται ανοιχτά υπέρ του σεβασμού των δικαιωμάτων της Σαϊεντολογίας, της αίρεσης Μουν και των άλλων λεγόμενων μειοψηφικών θρησκειών στην Ευρώπη.
Τέλος, το Ινστιτούτο για τη Θρησκεία και τη Δημοκρατία (Institute for Religion and Democracy-IRD), φανατικός υποστηρικτής των κυβερνήσεων Ρήγκαν και Μπους (πατέρα και γιου), υπερσυντηρητικό, αντίθετο στην ομοφυλοφιλία και τις αμβλώσεις, το οποίο υπάρχει εδώ και περισσότερα από είκοσι χρόνια και έχει οργανώσει δεκάδες χιλιάδες αποστολές ακραίων προτεσταντών, σε ολόκληρο τον κόσμο, τάχθηκε με το στρατόπεδο των επικριτών της Γαλλίας. Η πρόεδρός του Νταϊάν Νάιπερς, δεν υποχωρεί από τις θέσεις της: «Η Γαλλία αποτελεί πρότυπο για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Πρέπει, οπωσδήποτε, να εγκαταλείψει την αντιθρησκευτική πολιτική της και να εγγυηθεί, ξανά, την ελευθερία της πίστης…».
Η επεξήγησή της, όμως, γρήγορα εκτρέπεται και, χωρίς να το αντιληφθεί, η πρόεδρος φωτίζει τους λόγους που ενώνουν όλες αυτές τις μάλλον ετερογενείς ομάδες: «Οι λόγοι που, σήμερα, μας κάνουν να αναπτύσσουμε δράση υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας είναι οι ίδιοι με εκείνους που μας είχαν κάνει να πολεμήσουμε τον κομμουνισμό. Μια ανθρώπινη κοινωνία δεν μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στο ψέμα. Ο αθεϊσμός και ο κομμουνισμός δεν μπορούν να γεννήσουν παρά μόνο το ψέμα. Η πνευματικότητα είναι μια εγγύηση για τον πολιτισμό, γιατί η πνευματικότητα και η πίστη διαμορφώνουν έντιμα άτομα. Χωρίς εντιμότητα δεν υπάρχει εμπόριο, και χωρίς εμπόριο δεν υπάρχει πολιτισμός…».
Αυτή η μάχη «για να γίνει ο κόσμος πιο πνευματικός» (11) συναντά με συγκεκριμένο και ενεργό τρόπο τα λόμπι που επιδιώκουν να επιβάλουν τις αμερικανικές αξίες, μέσω της παγκοσμιοποίησης. Το Ινστιτούτο για τη Θρησκεία και τη Δημοκρατία έχει εκφραστεί, επανειλημμένα, πάνω στο ζήτημα αυτό: η παγκοσμιοποίηση και η επέκταση των αγορών αποτελούν αποστολές που, στις Ηνωμένες Πολιτείες, εμπνέονται από τη Βίβλο. Πρόκειται για μια μυστικιστική-αυτοκρατορική αντίληψη την οποία υιοθετούν όλες οι ακραίες δογματικές και ευαγγελικές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες και η οποία είναι έντονα παρούσα στο μυαλό όσων δηλώνουν υπερασπιστές των θρησκευτικών ελευθεριών. Έτσι, ο Τζον Ρ. Μπόλτον, μέλος της Επιτροπής των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Θρησκευτική Ελευθερία, είχε διατελέσει αντιπρόεδρος του «Αμερικανικού Επιχειρηματικού Ινστιτούτου για την Πολιτική Έρευνα» (American Enterprise Institute for Policy Research), μια μαχητική οργάνωση του ακραίου φιλελευθερισμού. Στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους (του πρεσβύτερου), ο Μπόλτον ήταν ένας από τους βασικούς συμβούλους της προεδρίας για θέματα διεθνούς εμπορίου. Η Νίνα Σι, της ίδιας επιτροπής, διαβεβαιώνει: «Ο πρωταρχικός στόχος μας είναι να επιβάλουμε στον κόσμο τη νέα φιλελεύθερη τάξη…».
Αυτός ο μηχανισμός κυριαρχίας ο οποίος προσδιορίστηκε, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, από την κυβέρνηση Ρήγκαν και για τον οποίο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι αμφίδρομος, έφτασε στο αποκορύφωμά του με βασικό διακύβευμα την οικουμενικοποίηση των νομικών κανόνων. Αυτή η τελευταία μάχη θα ολοκλήρωνε την επέκταση της παγκόσμιας αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, όμως, ενεργοποιούνται πολλές αντιστάσεις. Μεταξύ άλλων -και με πρωτοβουλία της Γαλλίας-, και σε ό,τι αφορά την τεράστια αγορά της εκπαίδευσης. Οι αιρέσεις και οι επιχειρηματικοί όμιλοι επικοινωνίας έχουν έναν κοινό εχθρό στη στρατηγική τους: πρόκειται για μια ιδεολογία ιδιαίτερα εξαπλωμένη στην Ευρώπη, την ιδεολογία της λαϊκότητας, ή του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, της οποίας η Γαλλία αποτελεί ιστορικά το λίκνο. Αυτός ο κοσμικός χαρακτήρας του γαλλικού κράτους δέχεται άμεση επίθεση, με αφορμή την πολιτική του για καταστολή των αιρετικών κινήσεων.
Για τις αιρέσεις, το ενδιαφέρον για την έκβαση αυτής της μάχης είναι προφανές: θέλουν να ριζώσουν στον τομέα της εκπαίδευσης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και να διαθέτουν, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχολεία χωρίς κανένα έλεγχο από το κράτος. Αυτό εξασφαλίζει μια πιο πλατιά και πιο στέρεη στρατολόγηση μελών, αφού μια τέτοια στρατολόγηση θα είναι ενσωματωμένη στην πολιτιστική και ψυχολογική διαμόρφωση των ατόμων. Αν και δεν μπορεί να γίνει λόγος για κοινό μέτωπο το οποίο κινείται με βάση μια κοινή στρατηγική, που αποφασίζεται από κάποιο ενοποιημένο επιτελείο, η αλληλοδιείσδυση μεταξύ μεγάλων αιρέσεων και επιχειρηματικών ομίλων της επικοινωνίας, είτε πρόκειται για φορείς -όπως η βιομηχανία της πληροφορικής-, είτε για παραγωγούς προϊόντων επικοινωνίας -όπως η βιομηχανία του κινηματογράφου-, είναι αποδεδειγμένη. Κανείς δεν χρειάζεται να υπενθυμίσει, σε αυτό το σημείο, τους δεσμούς που ενώνουν το ABC, το CNN και τα όμοιά τους με τα αμερικανικά ακραία θρησκευτικά λόμπι και, πολύ περισσότερο, την απόλυτη προσχώρησή τους στην κυρίαρχη ιδεολογία.
Ας σημειωθεί, απλώς ως ανέκδοτο, ότι ο Ντέιβιντ Ίχμπια, ο πρώτος βιογράφος του Μπιλ Γκέιτς, ήταν οπαδός της Σαϊεντολογίας. Ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Μπιλ Γκέιτς, ο Γκρεγκ Γιένσεν, είναι και αυτός σημαντικό στέλεχός της. Και μια από τις σημαντικότερες εταιρείες της αυτοκρατορίας της Μάικροσοφτ -η εταιρεία Executive Software- δηλώνει επίσημα ότι υποστηρίζει τη Σαϊεντολογία. Ναι, λοιπόν! Ο Μεγάλος Αδελφός χτυπάει το παράθυρο της οθόνης σας…
(1) Πράγμα που δεν προκαλεί έκπληξη, αφού το 90% των αιρέσεων προέρχονται από τη Βόρεια Αμερική ή έχουν την έδρα τους πέρα από τον Ατλαντικό. (2) Η διεύθυνση αυτή, η οποία συγκροτήθηκε το 1990 και είναι συνδεδεμένη με όλες τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, έχει ως επίσημη αποστολή την αξιολόγηση της κατάστασης των ελευθεριών και του επιπέδου της δημοκρατίας σε όλα τα κράτη του κόσμου. Υποβάλλει εκθέσεις στην κυβέρνηση και ενημερώνει, επίσης, το αμερικανικό Κογκρέσο. (3) Συζήτηση με τον συγγραφέα. (4) Naples, Φλόριντα, 28 Ιανουαρίου 1999, αναφέρεται από τον Stephen Α. Kent στο «Consultation on Religious Persecutions as a US Policy Issue», Trinity College, Χάρτφορντ (Κονέκτικατ). (5) Βλ. για το θέμα αυτό το Interhemispheric Ressource Center και το περιοδικό World Vision του Δεκεμβρίου του 1991, σελ. 14. (6) Μπορείτε να συμβουλευτείτε τις διάφορες εκθέσεις της Επιτροπής για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.state.gov/ (7) Γραφείο του ΟΑΣΕ, το οποίο, αρχικά, δημιουργήθηκε σε εφαρμογή της Χάρτας του Παρισιού για μια νέα Ευρώπη (1990), με σκοπό των έλεγχο της εγκυρότητας των εκλογών στην Ευρώπη. Το 1994, η σύνοδος κορυφής του ΟΑΣΕ, στη Βουδαπέστη, διεύρυνε τις αρμοδιότητές του, περιλαμβάνοντας το σεβασμό του ανθρώπου στο πλαίσιο των δημοκρατικών θεσμών, και την πρόληψη των συγκρούσεων. Κάτω από την επιρροή των αμερικανών γερουσιαστών Ντένις ντε Κοντσίνι και Αλφόνς ντ’ Αματο, το Γραφείο ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα ζητήματα της θρησκευτικής ελευθερίας. (8) http://www.csce.gov (9) Βλ. για το θέμα αυτό, την εφημερίδα «Los Angeles Times» της 9ης Σεπτεμβρίου 1999. (10) Αναφέρεται από τον Stephen Α. Kent στο Marbourg Journal of Religion, πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα (Καναδάς). Πηγή: Center for Responsive Politics, Ουάσιγκτον, 1999. (11) Βλ. το «Marbourg Journal of Religion», τόμ. 6, τεύχος 1, Ιανουάριος 2001.