Εμείς, οι Χιλιανοί, όπως όλοι οι λαοί της Δύσης, αγωνιζόμαστε ενάντια στις δικτατορίες των “-ισμών” και τους ξένους πράκτορες που απειλούν τη χώρα μας. Πρέπει να τους καταπολεμήσουμε με όλες τις δυνάμεις μας, έχοντας ως κύριο όπλο τη συνεργασία ανάμεσα στις αστυνομίες ολόκληρης της αμερικανικής ηπείρου» (1).
Ο «σενιόρ Καστίγιο, της χιλιανής υπηρεσίας πληροφοριών», έχει τα μάτια καρφωμένα στο θεατή. Η ταινία έχει τίτλο «Το έγκλημα δεν ανταμείβει». Βρισκόμαστε στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και το Χόλιγουντ κατασκευάζει τότε μικρές πατριωτικές ταινίες τις οποίες ονομάζει «Για μια κοινή άμυνα». Εμπνευσμένες από το FBI, αυτές οι ταινίες επιδιώκουν να πλήξουν τους κατάσκοπους ναζί στη Λατινική Αμερική και σκιαγραφούν τη συνεργασία των αστυνομικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών πληροφοριών σε ολόκληρη την ήπειρο.
Θα μπορούσε να χρονολογείται από αυτή την περίοδο η απαρχή εκείνου που αργότερα θα γίνει η «επιχείρηση Κόνδωρ»: ένα εκτεταμένο σχέδιο καταστολής σε ολόκληρη την ήπειρο, που εφαρμόστηκε από τις λατινοαμερικανικές δικτατορίες τη δεκαετία 1970-1980. Μόνο το χρώμα του «-ισμού» άλλαξε τότε, περνώντας από το φαιό στο κόκκινο.
Η ανακάλυψη, κατά τύχη, στα τέλη Δεκεμβρίου 1992, δύο τόνων αρχείων της δικτατορίας Στρέσνερ, σε ένα αστυνομικό τμήμα του Λαμπαρέ, στα προάστια της Ασουνσιόν (Παραγουάη), είναι που επέτρεψε να εξακριβωθούν οι εγκληματικές δραστηριότητες αυτού του διεθνούς δικτύου. Ο αποχαρακτηρισμός εγγράφων της CIA που αφορούν τη Χιλή, στις 13 Νοεμβρίου 2000, επιβεβαίωσε και αποσαφήνισε το περιεχόμενο αυτών των «αρχείων του τρόμου».
Από την παναμερικανική διάσκεψη του Τσαπουλτεπέκ, στο Μεξικό, τον Φεβρουάριο του 1945, οι ΗΠΑ θέτουν σε επιφυλακή τους Νοτιοαμερικανούς στρατιωτικούς ενάντια στον κομμουνισμό. Σε αυτή την προοπτική, θα υπογραφούν διμερείς συμφωνίες στρατιωτικής βοήθειας το 1951: εφοδιασμός με όπλα και αμερικανικές χρηματοδοτήσεις, στάθμευση στρατιωτικών συμβούλων και εκπαίδευση λατινοαμερικανών αξιωματικών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Σχολή των Αμερικών, στην αμερικανική ζώνη της Διώρυγας του Παναμά.
Η επανάσταση του Κάστρο, το 1959, προφανώς επισπεύδει την κίνηση για την «άμυνα της ηπείρου απέναντι στον κομμουνισμό». Το 1960, ο στρατηγός Τόντορ Φ. Μπόγκαρτ, διοικητής της Νότιας Διοίκησης του στρατού των ΗΠΑ (US Southern Command), η οποία έχει τη βάση της στη ζώνη της διώρυγας, στον Παναμά, καλεί τους λατινοαμερικανούς συναδέλφους του σε μια «φιλική» συνάντηση για να συζητήσουν κοινά προβλήματα.
Έτσι, γεννιέται η Διάσκεψη των Αμερικανικών Στρατών (CEA). Οι συνεδριάσεις, που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στο Φορτ Αμαδόρ (Παναμάς) και στη συνέχεια στο Ουέστ Πόιντ το 1964, αραιώνουν μετά το 1965 και οργανώνονται κάθε δύο χρόνια. Εκεί, σ’ αυτό τον τόπο συνεδριάσεων που έχει γίνει λίγο ώς πολύ έμμονη ιδέα, ως χαρακτηριστικό του ψυχρού πολέμου και που σπάνια βγαίνουν στη δημοσιότητα όσα συζητιούνται εκεί, βρίσκεται η καρδιά εκείνου που θα γίνει η «επιχείρηση Κόνδωρ».
Εκτός από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (ICM, συνηθισμένο αρκτικόλεξο για να υποδηλώνει όλους τους αντιπάλους), οι λατινοαμερικανοί στρατιωτικοί συμμερίζονται μια σοβαρή εμμονή: τη διασύνδεση των υπηρεσιών.
Από τη δεύτερη συνεδρίασή της, η διάσκεψη των αμερικανικών στρατών (CEA) εκφράζει την επιθυμία να εγκαταστήσει μια μόνιμη επιτροπή στη ζώνη της Διώρυγας του Παναμά «για να ανταλλάσσει πληροφορίες και ενημέρωση» (2). Αυτή η επιθυμία θα οδηγήσει στην καθιέρωση ενός δικτύου επικοινωνίας σε ηπειρωτική κλίμακα και σε άκρως μυστικές διμερείς συναντήσεις (Αργεντινή-Παραγουάη, Βραζιλία-Αργεντινή, Αργεντινή-Ουρουγουάη, Παραγουάη-Βολιβία κ.λπ.), για την ανταλλαγή πληροφοριών.
Ενημερωτικά δελτία, που εκδίδονται από μια χώρα σε μια άλλη ή σε περισσότερες, κυκλοφορούν μέσα από το δίκτυο «Agremil» -των αγρεγάδος μιλιτάρες (στρατιωτικών ακολούθων) (3). Σε γενικές γραμμές, πηγάζουν από στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών (G-2), αλλά μπορούν επίσης να προέρχονται από πολιτικές αστυνομίες ή ακόμη από υπηρεσίες λιγότερο επίσημες, όπως ο Οργανισμός Συντονισμού Αντιανατρεπτικών Επιχειρήσεων (OCOA), ένα τάγμα θανάτου που δημιουργήθηκε από την ουρουγουανή πολιτική αστυνομία, του οποίου τα μέλη συμμετέχουν στις ανακρίσεις, στα βασανιστήρια και στις εκτελέσεις, κυρίως στην Αργεντινή (4).
Κατά τη 10η συνεδρίαση της Διάσκεψης Αμερικανικών Στρατών (CEA) (Καράκας, 3 Σεπτεμβρίου 1973), ο στρατηγός Μπρένο Μπόρχες Φόρτες, αρχηγός του γενικού επιτελείου του βραζιλιάνικου στρατού, παραδέχεται ότι η στρατηγική του αγώνα ενάντια στον κομμουνισμό είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των ενόπλων δυνάμεων της κάθε χώρας, αλλά «όσον αφορά τη συλλογική άποψη, εκτιμούμε ότι μόνο η ανταλλαγή εμπειριών ή πληροφοριών και η τεχνική βοήθεια, στο μέτρο που αυτή ζητείται, είναι αποτελεσματικά μέσα» (5). Επίσης, λαμβάνεται η απόφαση να «δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ανταλλαγή πληροφοριών για να αντιταχθούμε στην τρομοκρατία και (…) να ελέγξουμε τα ανατρεπτικά στοιχεία σε κάθε χώρα» (6).
Ενώ το κομμάτι της ηπείρου πέφτει σταδιακά στα νύχια των στρατιωτικών καθεστώτων που εμπνέονται από το βραζιλιάνικο παράδειγμα, η Αργεντινή ζει μια περίεργη μετάβαση στο διάστημα ανάμεσα στην επιστροφή στην εξουσία του Χουάν Ντομίνγκο Περόν το 1973 και το πραξικόπημα του 1976.
Η αστυνομία και οι ένοπλες δυνάμεις επιτρέπουν τη δημιουργία ταγμάτων θανάτου που προέρχονται από τις τάξεις τους, όπως η Αντικομμουνιστική Συμμαχία της Αργεντινής (ΑΑΑ). Ωστόσο, η Αργεντινή παραμένει εκείνη την εποχή η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής όπου μπορούν να βρουν άσυλο χιλιάδες φυγάδες, κυρίως Χιλιανοί και Ουρουγουανοί, θύματα της πολιτικής και κοινωνικής καταδίωξης.
Στις αρχές Μαρτίου 1974, εκπρόσωποι των αστυνομιών της Χιλής, της Ουρουγουάης και της Βολιβίας συναντιούνται με τον υπαρχηγό της ομοσπονδιακής αστυνομίας της Αργεντινής, τον αστυνομικό διευθυντή Αλμπέρτο Βίλαρ (συνιδρυτή της Αντικομμουνιστικής Συμμαχίας της Αργεντινής), για να μελετήσουν τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να συνεργαστούν για να καταστρέψουν την «ανατρεπτική εστία» που συνιστά κατά την άποψή τους η παρουσία αυτών των χιλιάδων ξένων «ανατρεπτικών» στην Αργεντινή.
Ο εκπρόσωπος της Χιλής, ένας στρατηγός της χωροφυλακής, προτείνει «να διαπιστεύσουμε σε κάθε πρεσβεία έναν πράκτορα της ασφάλειας, που μπορεί να ανήκει είτε στις ένοπλες δυνάμεις είτε στην αστυνομία, και του οποίου το κύριο καθήκον θα είναι να εξασφαλίζει το συντονισμό με την αστυνομία ή τον εκπρόσωπο της ασφάλειας της κάθε χώρας».
Ο στρατηγός προσθέτει: «Θα πρέπει επίσης να διαθέτουμε ένα κεντρικό όργανο ενημέρωσης από όπου θα μπορούμε να αντλούμε τις πληροφορίες που αφορούν τους μαρξιστές (…), να ανταλλάσσουμε προγράμματα και πληροφορίες για τα πολιτικά πρόσωπα (…). Θα πρέπει να μπορούμε να πηγαινοερχόμαστε στη Βολιβία, από τη Βολιβία να πηγαίνουμε στη Χιλή και από εκεί να ξαναγυρνάμε στην Αργεντινή, με λίγα λόγια να μετακινούμαστε σε οποιαδήποτε από αυτές τις χώρες χωρίς να υπάρχει ανάγκη για μια επίσημη έρευνα» (7).
Ο αστυνομικός διευθυντής Βίλαρ υπόσχεται ότι το Τμήμα Εξωτερικών Υποθέσεων της Διεύθυνσης Ασφαλείας της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας της Αργεντινής θα ασχοληθεί με τους ξένους που ενδιαφέρουν τις γειτονικές χούντες.
Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, αρχίζουν πράγματι να εμφανίζονται, στις χωματερές του Μπουένος Άιρες τα πρώτα πτώματα ξένων φυγάδων, κυρίως Βολιβιανών. Στις 30 Σεπτεμβρίου, στην πρωτεύουσα της Αργεντινής, βόμβα που είχε τοποθετηθεί από χιλιανή ομάδα και έναν πράκτορα (ή πρώην πράκτορα) της CIA, τον Μάικλ Τάουνλι, σκοτώνει το στρατηγό Κάρλος Πρατς, πρώην αρχηγό του χιλιανού στρατού κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας και επίλεκτο στέλεχος της αντίστασης ενάντια στο στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ.
Αστυνομικές ή στρατιωτικές ομάδες διασχίζουν τα σύνορα. Κατά τη διάρκεια του Μαρτίου και Απριλίου 1975, για παράδειγμα, περισσότεροι από είκοσι πέντε Ουρουγουανοί συλλαμβάνονται στο Μπουένος Άιρες από Αργεντινούς και Ουρουγουανούς αστυνομικούς. Στα τμήματα της αργεντινής αστυνομίας, αυτοί οι αστυνομικοί διεξάγουν από κοινού της ανακρίσεις.
Ο Χόρχε Ισαάκ Φουέντες Αλαρκόν, Αργεντινός αγωνιστής, συλλαμβάνεται στα σύνορα της Παραγουάης από την αστυνομία αυτής της χώρας. Όπως θα αποδείξει η Επιτροπή Ρέτινγκ -εθνική επιτροπή για την αλήθεια και τη συμφιλίωση στη Χιλή- στην έκθεσή της η οποία υποβλήθηκε στον πρόεδρο Πατρίσιο Έλγουιν στις 8 Φεβρουαρίου 1991 (8), η ανάκριση του κρατούμενου διεξάγεται από την παραγουανή αστυνομία, τις υπηρεσίες πληροφοριών της Αργεντινής και… αξιωματούχους της πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών στο Μπουένος Άιρες, οι οποίοι μεταφέρουν στη χιλιανή αστυνομία τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει.
Στη συνέχεια, ο Αλαρκόν θα παραδοθεί σε πράκτορες της Διεύθυνσης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Χιλής (DINA), οι οποίοι βρίσκονται στην Παραγουάη, και θα μεταφερθεί στη Χιλή.
Γιατί, στο μεταξύ, η Χιλή έχει τελειοποιήσει το σύστημα. Μετά το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 -για το οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον και ο υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ έχουν άμεση ευθύνη- ο στρατηγός Πινοσέτ ανέθεσε όλες τις εξουσίες στο συνταγματάρχη Μανουέλ Κοντρέρας για «να ξεριζώσει τον κομμουνιστικό καρκίνο» από τη χώρα. Αρκετά γρήγορα, η DINA μετατρέπεται σε κράτος εν κράτει.
Η μεγάλη παρουσία στο εξωτερικό ακατάβλητων αντιπάλων συνιστά ένα από τα κύρια προβλήματα της χιλιανής δικτατορίας. Η δικτατορία καταφέρνει να δολοφονήσει τον στρατηγό Πρατς, αλλά οι Κουβανοί αντικαστρικοί που έχουν στρατολογηθεί αποτυγχάνουν, τον Φεβρουάριο του 1975, να εκτελέσουν τον Κάρλος Αλταμιράνο και τον Βολόδια Τετελμπόιμ, ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Χιλιανού Κομμουνιστικού Κόμματος αντίστοιχα, στην εξορία.
Στις αρχές Αυγούστου, ο συνταγματάρχης Κοντρέρας πραγματοποιεί ένα ταξίδι που έχει στόχο να πείσει τις υπηρεσίες ασφαλείας ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής να δημιουργήσουν μια ειδική δύναμη κατά των εξορίστων. Μπαίνει επίσης στον κόπο, στις 25 Αυγούστου, να πάει στην έδρα της CIA στην Ουάσιγκτον, όπου συναντά τον Βέρνον Ουόλτερς, υποδιευθυντή υπεύθυνο για τη Λατινική Αμερική.
Δύο μέρες αργότερα, επισκέπτεται, στο Καράκας, τον Ραφαέλ Ρίβα Βάσκες, αναπληρωτή διευθυντή της υπηρεσίας πληροφοριών της Βενεζουέλας, της DISIP: «Εξήγησε (…) ότι επιθυμούσε να διαθέσει πράκτορες στις χιλιανές πρεσβείες στο εξωτερικό, ότι εκπαίδευε ήδη υπαλλήλους πρεσβειών που ήταν έτοιμοι να υπηρετήσουν ως πράκτορες σε ενδεχόμενη περίπτωση. Είπε ότι είχε κάνει πολλά ταξίδια που είχαν στεφθεί με επιτυχία για να εξασφαλίσει τη στήριξη διάφορων λατινοαμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Όλα αυτά στη βάση προφορικών συμφωνιών» (9).
Σύμφωνα με τον Ρίβας, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας διατάσσει την DISIP να απορρίψει τις προτάσεις του συνταγματάρχη Κοντρέρας. Είναι η μοναδική άρνηση. Όλες οι άλλες χώρες (Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Βολιβία) δέχονται.
Παράλληλα, δίνεται η εντολή να δημιουργηθεί ένα δίκτυο στην Ευρώπη. Αυτό το δίκτυο οργανώνεται με Ιταλούς τρομοκράτες της ακροδεξιάς. Μην μπορώντας να εξοντώσουν τον Κάρλος Αλταμιράνο -που ζει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με ένοπλη συνοδεία-, οι εκτελεστές επιτίθενται στον Μπερνάρντο Λέιτον, πρώην αντιπρόεδρο της Χιλής και έναν από τους ιδρυτές του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Στις 6 Οκτωβρίου 1975, ο Λέιτον και η σύζυγός του δέχονται επίθεση στη Ρώμη από μια φασιστική ομάδα. Γλιτώνουν, αλλά η κυρία Λέιτον μένει παράλυτη για όλη της τη ζωή. Παρά την αποτυχία αυτή, ο στρατηγός Πινοτσέτ συναντά τον αρχηγό των ιταλικών ομάδων, κάποιον Στέφανο Ντέλε Κιάιε, ο οποίος δέχεται να παραμείνει στη διάθεση των Χιλιανών.
Στη συνεδρίασή της από τις 19 ώς τις 26 Οκτωβρίου 1975 στο Μοντεβιδέο, η Διάσκεψη Αμερικανικών Στρατών (CEA) εγκρίνει την οργάνωση μιας «πρώτης συνάντησης εργασίας των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών», η οποία προετοιμάζεται από τον συνταγματάρχη Κοντρέρας και πραγματοποιείται στο Σαντιάγο της Χιλής, από τις 25 Νοεμβρίου ώς την 1η Δεκεμβρίου 1975. Έχει «χαρακτήρα αυστηρά μυστικό». Η κύρια πρόταση του συνταγματάρχη Κοντρέρας αφορά τη δημιουργία ενός ηπειρωτικού αρχείου, «κάτι, σε γενικές γραμμές, ανάλογο με της Ιντερπόλ στο Παρίσι, αλλά ειδικευμένο στην ανατρεπτική δράση». Η «επιχείρηση Κόνδωρ», στη χιλιανή εκδοχή της, έχει γεννηθεί.
Σύμφωνα με τη CIA -που διατείνεται ότι στην πραγματικότητα δεν άκουσε να μιλούν γι’ αυτή την επιχείρηση πριν από το 1976 (10) – τρεις χώρες-μέλη του «Κόνδορα», η Χιλή, η Αργεντινή και η Ουρουγουάη, «είχαν διευρύνει τις δραστηριότητές τους για την αντιανατρεπτική συνεργασία για να συμπεριλάβουν τη δολοφονία υψηλόβαθμων τρομοκρατών που ήταν εξόριστοι στην Ευρώπη».
Ενώ είχε εξασφαλιστεί εδώ και χρόνια ότι η ανταλλαγή πληροφοριών γίνεται μάλλον με διμερή τρόπο, «μια τρίτη και πολύ μυστική φάση της επιχείρησης Κόνδωρ αφορούσε τον σχηματισμό ειδικών ομάδων που προέρχονταν από τις χώρες-μέλη, οι οποίες ήταν αναμεμειγμένες σε επιχειρήσεις που περιελάμβαναν δολοφονίες τρομοκρατών ή συμπαθούντων τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Για παράδειγμα, αν ένας τρομοκράτης ή ένας συμπαθών μιας τρομοκρατικής οργάνωσης μιας χώρας-μέλους αναγνωριζόταν, τότε έστελναν μια ειδική ομάδα για να εντοπίσει και να παρακολουθήσει τον στόχο. Όταν ο εντοπισμός και η παρακολούθηση στέφονταν μ’ επιτυχία, έστελναν μια δεύτερη ομάδα για να δράσει ενάντια στον στόχο. Η ειδική ομάδα ήταν εφοδιασμένη με ψεύτικα έγγραφα που προέρχονταν από τις χώρες-μέλη. Μπορούσε να αποτελείται από άτομα που προέρχονταν από ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη».
Σύμφωνα με τη CIA, το επιχειρησιακό κέντρο αυτής της «τρίτης φάσης» βρίσκεται στο Μπουένος Άιρες, όπου είχε συγκροτηθεί ειδική ομάδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι διμερείς συνεδριάσεις της Διάσκεψης Αμερικανικών Στρατών (CEA) συνεχίζονται ανάμεσα στις διάφορες χώρες του νότιου κώνου και τα αποτελέσματά τους είναι εξίσου βίαια (11).
Πολυάριθμες συνεδριάσεις της «επιχείρησης Κόνδωρ» πραγματοποιούνται το 1976, στις οποίες συχνά συμμετέχουν οι ίδιοι με εκείνους των διμερών συναντήσεων. Πάντοτε, σύμφωνα με τη CIA, «ενώ υπήρχε η συνεργασία ανάμεσα στις αντίστοιχες υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας αυτών των χωρών εδώ και αρκετό χρόνο (…), η προσπάθεια για συνεργασία δεν επισημοποιήθηκε πριν από τα τέλη Μαΐου 1976, όταν μια συνεδρίαση της επιχείρησης Κόνδωρ πραγματοποιήθηκε στο Σαντιάγο της Χιλής. Το βασικό θέμα της συνεδρίασης ήταν μια μακροχρόνια συνεργασία ανάμεσα στις υπηρεσίες των συμμετεχουσών χωρών, η οποία όμως να υπερβαίνει κατά πολύ την ανταλλαγή πληροφοριών. Τα μέλη της επιχείρησης Κόνδωρ έπαιρναν ονόματα με αριθμητικό κωδικό: “Κόνδωρ Ένα”, “Κόνδωρ Δύο” κ.λπ.».
Είναι μια τρομερή χρονιά για τους αντιπάλους, των δικτατοριών, οι οποίοι βρίσκουν καταφύγιο όπου μπορούν. Με το πρόσχημα ότι επιτίθενται σε «τρομοκράτες» ή οπαδούς της ένοπλης αντιπολίτευσης, καταδιώκονται οι πάντες. Δολοφονίες, εξαφανίσεις, οι λατινοαμερικανοί εκτελεστές δεν έχουν πια σύνορα. Είναι η εποχή που ο Χένρι Κίσινγκερ δηλώνει στον στρατηγό Πινοσέτ, κατά τη διάρκεια μιας εγκάρδιας συνομιλίας που πραγματοποιείται στις 8 Ιουνίου στο Σαντιάγο: «Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως γνωρίζετε, είμαστε ολόψυχα μαζί σας (…) Σας εύχομαι να επιτύχετε» (12).
Ωστόσο, μια τέτοια καταστολή καθιστά ολοένα και πιο δύσκολη τη διατήρηση της μυστικότητας. Η CIA δέχεται τότε τον απόηχο δυσάρεστων φημών: «Οι αξιωματικοί του στρατού που ήταν αναμεμειγμένοι στο θέμα άρχισαν να μιλούν γι’ αυτό ανοιχτά. Το αγαπημένο αστείο τους είναι ότι “ένας συνάδελφός τους είναι έξω από τη χώρα, γιατί πετάει όπως ο Κόνδορας”“.
Το τέλος
Παραδόξως, η πολιτική των επίλεκτων δολοφονιών που είχε επινοηθεί από το συνταγματάρχη Κοντρέρας είναι εκείνη η οποία, τουλάχιστον επίσημα, θα θέσει τέλος στην «επιχείρηση Κόνδωρ». Ο Χιλιανός αξιωματικός διαπράττει στην πραγματικότητα το σφάλμα να διατάξει τη δολοφονία του πρώην υπουργού Εξωτερικών της Χιλής, Ορλάντο Λετελιέ, στην Ουάσιγκτον, στις 21 Σεπτεμβρίου 1976.
Οι Αμερικανοί ερευνούν για να ανακαλύψουν τους εντολείς αυτής της επιχείρησης. Ο σταθμάρχης του FBI στο Μπουένος Άιρες συντάσσει έκθεση που περιγράφει την «επιχείρηση Κόνδωρ» και την «τρίτη φάση» της, από την οποία ορισμένα αποσπάσματα αναδημοσιεύονται από τον αμερικανικό Τύπο. Μια κοινοβουλευτική επιτροπή έρευνας σύντομα αρχίζει το έργο της για το θέμα. Στη Χιλή, η DINA διαλύεται και αμέσως αντικαθίσταται, χωρίς το συνταγματάρχη Κοντρέρας.
Έχοντας κάνει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έναν από τους άξονες της πολιτικής του, ο Αμερικανός νέος πρόεδρος, ο φιλελεύθερος Τζέιμς Κάρτερ, δεν αποδέχεται αυτό το είδος των δραστηριοτήτων ή, τουλάχιστον, δεν θεωρεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να είναι αναμεμειγμένες σε αυτές. Γενικά, υπάρχει η εκτίμηση ότι η αμερικανική κυβέρνηση ασκεί πίεση εκείνη την εποχή στις λατινοαμερικανικές χώρες, ώστε να σταματήσουν την «επιχείρηση Κόνδωρ».
Από τις 13 ώς τις 15 Δεκεμβρίου 1976, εκπρόσωποι όλων των χωρών-μελών της οργάνωσης συναντιούνται στο Μπουένος Άιρες για να συζητήσουν μελλοντικά σχέδια, σε αυτό το νέο πλαίσιο. Είναι ξεκάθαρο ότι οι Αργεντινοί (οι οποίοι, από το πραξικόπημα της 23ης Μαρτίου, ξεπερνούν σε αγριότητα όλες τις άλλες δικτατορίες) ξαναπαίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους και βρίσκουν, μαζί με τους Παραγουανούς, ένα άλλο «κανάλι», πιο διακριτικό και πιο σίγουρο.
Τον Μάρτιο του 1977, στην Ασουνσιόν, διεξάγεται η τρίτη συνεδρίαση της Αντικομμουνιστικής Συνομοσπονδίας της Λατινικής Αμερικής (CAL). Εκεί συναντιέται η αφρόκρεμα των δικτατοριών, από τον στρατηγό Γουστάβο Λέι, μέλος της χιλιανής χούντας, μέχρι τον στρατηγό πρόεδρο της Αργεντινής Χόρχε Βιντέλα, μαζί με όλους τους βασανιστές και τα μέλη των ταγμάτων θανάτου που υπάρχουν στη Λατινική Αμερική. Η CAL είναι μια παραφυάδα ενός διεθνούς κινήματος, το οποίο συνδέεται με διάφορες υπηρεσίες πληροφοριών, την Παγκόσμια Αντικομμουνιστική Ένωση (WACL).
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης συζητιούνται πολλά προβλήματα. Από τη μια πλευρά, υπάρχει η αμερικανική στάση που έχει στόχο να επαναφέρει τη δημοκρατία στη Λατινική Αμερική. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ανάπτυξη του αντάρτικου στην Κεντρική Αμερική και τέλος, υπάρχει η θέση ορισμένων τμημάτων της Καθολικής Εκκλησίας που θεωρούνται ότι ανήκουν εξ ολοκλήρου στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Ένα σχέδιο που προτείνεται από τους Βολιβιανούς, το οποίο έχει στόχο «να ξεριζώσει» ιερωμένους οπαδούς της θεολογίας της απελευθέρωσης και εμφανίζεται με το όνομα «Σχέδιο Μπάνζερ», από το όνομα του Βολιβιανού δικτάτορα, θα εφαρμοστεί πράγματι κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων.
Το σχέδιο θα οδηγήσει στην εκτέλεση εκατοντάδων ιερέων, μοναχών, μελών θρησκευτικών ταγμάτων, καλογριών, λαϊκών μελών θρησκευτικών κοινοτήτων, επισκόπων, κ.λπ., για να κορυφωθεί με τη δολοφονία του αρχιεπίσκοπου Όσκαρ Ρομέρο, στο Σαν Σαλβαδόρ (Σαλβαδόρ).
Αναλαμβάνοντας την καταστολή σε ολόκληρη την ήπειρο, οι Αργεντινοί απαλλάσσονται από κάθε έλεγχο. Από μια ορισμένη άποψη, η ανάθεση του συντονισμού της καταστολής σε τάγματα θανάτου, ακόμη και με στρατιωτικούς ή αστυνομικούς, ισοδυναμεί με την «ιδιωτικοποίηση» των επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, συνεχίζονται τόσο οι διμερείς συναντήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών όσο και οι συνεδριάσεις της Διάσκεψης Αμερικανικών Στρατών -που πραγματοποιούνται κάτω από την εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η συνεδρίαση του 1977 πραγματοποιείται στη Μανάγκουα, στη Νικαράγουα, και η συνεδρίαση του 1979 στην Μπογκοτά, στην Κολομβία.
Οι Αργεντινοί στέλνουν πολλές αποστολές στην Κεντρική Αμερική για να βοηθήσουν τις ένοπλες δυνάμεις και τις πολιτικές αστυνομίες. Για να απαλλαγούν από τις αμερικανικές σχολές πολέμου, αρχίζουν να οργανώνουν σεμινάρια για τον αγώνα ενάντια στις ανατρεπτικές ενέργειες από την άνοιξη του 1979 στο Μπουένος Άιρες. Η πτώση της δικτατορίας του Σομόζα, τον Ιούλιο του 1979, θα ενθαρρύνει σαφώς τους Λατινοαμερικανούς να υιοθετήσουν κοινές προδιαγραφές.
Κατά την τέταρτη συνεδρίαση της Αντικομμουνιστικής Συνομοσπονδίας της Λατινικής Αμερικής (CAL), στην οποία προεδρεύει ο Αργεντινός στρατηγός Σουάρες Μάσον, τον Σεπτέμβριο του 1980, στο Μπουένος Άιρες, οι συζητήσεις αποσκοπούν στην εφαρμογή μιας «αργεντινής λύσης» σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Από τον Απρίλιο του 1980, το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας γνωρίζει ότι η Χιλή, η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, η Παραγουάη και η Βραζιλία θέτουν και πάλι επί τάπητος την ιδέα μιας «διεθνούς αντιτρομοκρατικής οργάνωσης».
Είναι μια νέα εκδοχή της «επιχείρησης Κόνδωρ»! Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι σφαγές που διαπράττονται με συντονισμένο τρόπο, υπό την αιγίδα της CAL, από τάγματα θανάτου και οργανώσεις ασφαλείας συνεχίζονται στην Κεντρική Αμερική. Και τα δελτία «Agremil» συνεχίζουν να κυκλοφορούν σε όλα τα γενικά επιτελεία, μαζί και οι συνέπειές τους: πολυεθνικές συλλήψεις, ανταλλαγές κρατουμένων, διεθνείς ομάδες βασανιστών κ.λπ.
Το 1981, η συνεδρίαση της Διάσκεψης Αμερικανικών Στρατών πραγματοποιείται στην Ουάσιγκτον: ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν μόλις έχει εκλεγεί. Πρόκειται για νέα καμπή. Η ύπαρξη των Σαντινίστας στη Νικαράγουα επαναπροωθεί τη συνεργασία (13): αποφασίζεται να υπογραφούν νέες διμερείς συμφωνίες για την πληροφόρηση που αφορά τους «τρομοκράτες» και, κυρίως, να δημιουργηθεί μια μόνιμη γραμματεία της Διάσκεψης, η οποία θα εγκατασταθεί πραγματικά στις 24 Μαΐου 1984 στο Σαντιάγο της Χιλής.
Αυτή η Χιλή των στρατιωτικών θα παραμείνει το τελευταίο οχυρό απέναντι στους κομμουνιστές στη Νότια Αμερική (μαζί με την Παραγουάη) όταν η Αργεντινή, το 1985, ξαναγίνει δημοκρατία. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Ρήγκαν αναθέτει τόσο στη CIA όσο και στον ιδιωτικό τομέα και την CAL το πρόγραμμά της για τον κρυφό πόλεμο στην Κεντρική Αμερική (14). Όσον αφορά το ιδεολογικό περιεχόμενο της Διάσκεψης Αμερικανικών Στρατών, παραμένει ο πόλεμος ενάντια στο διεθνή κομμουνισμό.
Η μοναδική αλλαγή είναι ότι πλέον βρίσκει κανείς κάτω από αυτή τη φράση, εκτός από τους συνηθισμένους αντιπάλους της Αριστεράς και τους ιερείς, τις οργανώσεις για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ατόμου. Επίσης, σε αυτούς προστίθενται όσοι υποστηρίζουν τις δίκες ενάντια στους βασανιστές, οι δικαστές ή οι δημοσιογράφοι, καθώς και όσοι αντιστέκονται στη διαφθορά, στην οποία οι στρατιωτικοί είναι ευρύτατα αναμεμειγμένοι.
Επίσης, η «επιχείρηση Κόνδωρ» εξαφανίζεται στις ζούγκλες της Κεντρικής Αμερικής όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αναλαμβάνουν τον αγώνα ενάντια στη Νικαράγουα των Σαντινίστας. Πιο απλά, το τέλος του ψυχρού πολέμου και το σύνολο των καταχρήσεών του της καταφέρουν ένα μοιραίο πλήγμα. Ακόμη και αν η ίδια η επιχείρηση δεν αφορά παρά μερικές δεκάδες ή μερικές εκατοντάδες θύματα που αποτέλεσαν στόχο, ο γενικός απολογισμός της καταστολής μόνο για τη Νότια Αμερική κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι περίπου 50.000 δολοφονημένοι, 35.000 εξαφανισμένοι και 400.000 κρατούμενοι.
Αν και δεν υπάρχουν πια εκτελέσεις ή θεσμοθετημένα βασανιστήρια σε ηπειρωτική κλίμακα, τίποτα δεν επιτρέπει να βεβαιώσει κανείς ότι αυτές οι πρακτικές έχουν εξαφανιστεί. Αυτό μαρτυρούν οι βιαιότητες που έχουν διαπράξει οι Κολομβιανοί παραστρατιωτικοί, οι οποίοι συνδέονται με ορισμένους τομείς του στρατού αυτής της χώρας. Στις 8 Μαρτίου 2000, μια έκθεση της επιτροπής για την ηπειρωτική ασφάλεια του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών παρουσίασε το ιστορικό δέκα χρόνων συνεργασίας ανάμεσα στα διαφορετικά κράτη της Λατινικής και της Κεντρικής Αμερικής. Ο εχθρός στο εξής αποκαλείται περισσότερο «λαθρέμπορος ναρκωτικών» παρά «κομμουνιστής», αλλά συνολικά ο λόγος, ακόμη και αν διανθίζεται με αναφορές στα ανθρώπινα δικαιώματα, παραμένει ο ίδιος.
Ένα πλήθος από συμφωνίες υπογράφηκαν ανάμεσα σε πολλές χώρες της Λατινικής και της Κεντρικής Αμερικής, καθώς και ανάμεσα σε αυτές τις χώρες και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλες αποσκοπούν σε στενότερη διμερή ή πολυμερή συνεργασία, κυρίως στον τομέα της τρομοκρατίας, του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος και του λαθρεμπορίου ναρκωτικών. Η θέση του στρατού επαναβεβαιώνεται μέσα από την οργάνωση του κοινωνικού ελέγχου.
Επιπλέον, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής πολλαπλασιάζουν τις διμερείς ανταλλαγές. Μόνο στον τομέα των πληροφοριών, αυτές οι ανταλλαγές αριθμούν αρκετές δεκάδες, χωρίς να υπολογίσουμε την ετήσια διάσκεψη των υπηρεσιών πληροφοριών των στρατών των κρατών-μελών του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών. Η Διάσκεψη Αμερικανικών Στρατών (CEA) συνέχισε τις συνεδριάσεις της, στην Αργεντινή το 1995, στον Ισημερινό το 1997.
Μια πολυμερής στρατιωτική διάσκεψη για τις υπηρεσίες πληροφοριών, η πρώτη ύστερα από τη διάσκεψη του συνταγματάρχη Κοντρέρας το 1975, οργανώθηκε από τον βολιβιανό στρατό από τις 8 ώς τις 10 Μαρτίου 1999, με την παρουσία του στρατού της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Κολομβίας, του Ισημερινού, των ΗΠΑ (Νότια Διοίκηση), της Παραγουάης, της Ουρουγουάης και της Βενεζουέλας.
Η «ασφάλεια της αμερικανικής ηπείρου», προσφιλής προτεραιότητα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν δίνει απαραίτητα την πρώτη θέση στη δημοκρατία. Αυτό που επέτρεψε την «επιχείρηση Κόνδωρ» δεν χρειάζεται παρά την επανενεργοποίησή του.