Ο «πόλεμος του AIDS» άρχισε στη Νότια Αφρική. Στο Ντέρμπαν, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας διάσκεψης του Ιουνίου του 2000, οι Αφρικανοί ασθενείς καταγγέλλουν το «υγειονομικό απαρτχάιντ» -η πλειονότητα των θυμάτων του AIDS βρίσκεται στο Νότο και τα φάρμακα στο Βορρά- και διεκδικούν με επιμονή την πρόσβαση όλων σε όλες τις θεραπείες κατά του ιού. Στις 19 Απριλίου του 2001, στην Πρετόρια, οι τριάντα εννέα φαρμακευτικές εταιρείες που είχαν εγείρει αγωγή ενάντια στο κράτος της Νότιας Αφρικής συνειδητοποιούν τελικά την έκταση των ζημιών που προκαλούσε στη διεθνή κοινή γνώμη η υπερβολική επιμονή τους στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας τους και παραιτούνται ξαφνικά από το δικαστικό αγώνα. Ισχυρίζονται ότι οι νόμοι της Νότιας Αφρικής που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση του ανεφοδιασμού με φάρμακα σε λογικές τιμές ήταν αντίθετοι με τη συμφωνία Adpic -για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που σχετίζονται με το εμπόριο-, συμφωνία που είχε συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).
Η περίοδος που ακολούθησε αυτή την πρώτη μεγάλη νίκη αφήνει μια πικρή γεύση: η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν είναι σε θέση να προχωρήσει στην εφαρμογή ενός ευρέος προγράμματος για την πρόσβαση των ασθενών από AIDS στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. «Τα αντιρετροϊκά φάρμακα εξακολουθούν να είναι ακριβά» εξηγεί η Τζο Αν Κόλιντζ, εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας (1). Ο γιατρός Μπερνάρ Πεκούλ, των Γιατρών Χωρίς Σύνορα (MSF), καταγγέλλει αυτή την άποψη: «Στην τενεκεδούπολη του Κέιπ Τάουν -3 εκατομμύρια κάτοικοι- το ιατρείο που δημιουργήθηκε από πολλές οργανώσεις προτείνει εδώ και δεκαοχτώ μήνες ένα πρόγραμμα πρόληψης και τεστ ανίχνευσης τα οποία οδηγούν στη θεραπεία των ασθενειών που προσβάλλουν άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Ήδη από τις αρχές Μαΐου, προτείνουμε αντιρετροϊκά φάρμακα, ερχόμενοι σε μετωπική αντίθεση με την κυβέρνηση».
Οι δωρεές και οι μειώσεις των τιμών που ανήγγειλαν οι φαρμακευτικές εταιρείες, τις οποίες ο Γάλλος υπουργός Υγείας Μπερνάρ Κουσνέρ χαρακτήρισε «τρομερές θυσίες» (2) ! Με αυτή τη λογική, γιατί να μην απαγορευθεί η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους αναλφάβητους ασθενείς του Βορρά; Αυτό το επιχείρημα παραβλέπει, άλλωστε, το γεγονός ότι οι φαρμακευτικές αγωγές που επιβάλλουν αυστηρή πειθαρχία στον ασθενή αφορούν μόνο μια απειροελάχιστη μερίδα ασθενών, τους ασθενείς στους οποίους οι θεραπείες πρώτου βαθμού δεν έχουν -ή δεν έχουν πια- αποτελέσματα. ]] , αποδεικνύονται ωστόσο ανεπαρκείς. Η χρηματοδότηση των θεραπευτικών αγωγών απαιτεί μια διεθνή κινητοποίηση μεγαλύτερης έκτασης, της οποίας θα ηγηθεί ο Κόφι Άναν. Ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αφού αφιέρωσε στην πανδημία τέσσερις ολόκληρες συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεσμεύεται προσωπικά για την ίδρυση ενός παγκόσμιου ταμείου για την καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας.
Η πρωτοβουλία του Άναν (3).
Η ελπίδα ξαναγεννιέται. Επιτέλους τα πράγματα κινούνται! Όμως, η αρχική χαμηλή συνεισφορά που ανακοίνωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές Μαΐου -200 εκατομμύρια δολάρια, δέκα φορές λιγότερο από όσο αναμενόταν- μειώνει αυτή την εντύπωση. Και η διάσκεψη που οργανώθηκε στη Γενεύη στις 4 Ιουνίου ηχεί ως επαναφορά στην τάξη. Το παγκόσμιο ταμείο που δημιουργήθηκε από την αναγκαιότητα χρηματοδότησης της πρόσβασης στις θεραπευτικές αγωγές φαίνεται ότι τις εγκαταλείπει και ότι εστιάζει, ξανά, τη διεθνή αλληλεγγύη μόνο στην πρόληψη. «Ένα εξαιρετικό αίσθημα σύγκλισης» διακατείχε τους συνέδρους, δηλώνει ενθουσιασμένος ο γιατρός Ντέιβιντ Ναμπάρο, εκτελεστικός διευθυντής του γραφείου της Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ, της Γενικής Διευθύντριας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Συμπέρασμα των συζητήσεων: τα θύματα θα λάβουν «μια περιορισμένη ποσότητα φαρμακευτικών αγωγών οι οποίες θα διατεθούν με προσεκτική επιλογή» (4).
Για τον Τζέφρι Σακς, «αυτή η παρέκκλιση από μια ισορροπημένη στρατηγική (πρόληψη και θεραπεία) προς μια επιλογή πρόληψης χωρίς θεραπεία θα είναι καταστροφική (…). Η πρόληψη και οι θεραπείες αποτελούν έναν αδιαίρετο συνδυασμό. Η σημερινή έλλειψη χρηματοδότησης είναι σκανδαλώδης, αλλά αυτό δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως δικαιολογία για την εγκατάλειψη της υπόθεσης των θεραπευτικών αγωγών. Κάτω από τα 7 δισεκατομμύρια δολάρια, δεν υπάρχει σοβαρή προσπάθεια. Η μειωμένη χρηματοδότηση του ελέγχου της επιδημίας θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις μεγαλύτερες πράξεις ηθικής ανευθυνότητας και κοντόθωρης πολιτικής» (5).
Σε τι χρησίμευσαν αυτές οι πολεμοχαρείς δηλώσεις των σημαντικότερων διεθνών υπευθύνων; «Δεν υπάρχει πόλεμος στον κόσμο ο οποίος να είναι πιο σημαντικός», δήλωνε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Κένυα, στα τέλη Μαΐου, ο στρατηγό Κόλιν Πάουελ. «Είμαι ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και όχι ο υπουργός Υγείας: πώς είναι δυνατόν να ενδιαφέρομαι για αυτό το ζήτημα; (…). Είναι κάτι περισσότερο από ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας. Είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα. Είναι ένα πολιτικό πρόβλημα. Είναι ένα οικονομικό πρόβλημα. Είναι ένα πρόβλημα φτώχειας» (6).
Το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών είχε προηγουμένως χαρακτηρίσει την επιδημία του AIDS ως μια από τις σοβαρότερες απειλές που θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του κόσμου. Εκτός από τον υγειονομικό κίνδυνο, οι δημογραφικές ανισορροπίες που προβλέπονται θα έχουν δραματικές επιπτώσεις πέρα από τα σύνορα των χωρών τις οποίες αφορά το πρόβλημα. Τι θα απογίνει μια χώρα της οποίας ο μισός ενήλικος πληθυσμός είναι ετοιμοθάνατος; Τι θα γίνει με τα 13,2 εκατομμύρια ορφανά του AIDS;
Αλλά υπάρχει επίσης ένα σοβαρότατο νομικό διακύβευμα το οποίο ώθησε τη νέα αμερικανική κυβέρνηση να ασχοληθεί ξανά με αυτό το ζήτημα. Για τον Ρόμπερτ Ζούλικ, τον αντιπρόσωπο του προέδρου Τζορτζ Μπους για θέματα εμπορίου, η διαμάχη για την πρόσβαση στα φάρμακα αποτελούσε «μια δοκιμασία για την ικανότητα (της αμερικανικής κυβέρνησης) να ενισχύσει την υιοθέτηση των αρχών της ελευθερίας των ανταλλαγών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον υπόλοιπο κόσμο (…). Η αντιστροφή του κλίματος που ετοιμάζεται ενάντια στη φαρμακοβιομηχανία λόγω της επιθετικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων της από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας απέναντι σε μια μνημειώδη υγειονομική κρίση (…), η εχθρότητα που όλα αυτά δημιουργούν, θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο ολόκληρο το σύστημα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας» (7).
Μια πολύ περιοριστική ανάγνωση των διεθνών συμφωνιών για την πνευματική ιδιοκτησία απαγορεύει ντε φάκτο την παραγωγή γενόσημων φαρμάκων στις χώρες του Νότου, ή την εισαγωγή, στις φτωχότερες χώρες, των γενόσημων φαρμάκων που έχουν παραχθεί αλλού, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Όμως, πολλές οργανώσεις αμφισβητούν αυτήν την ερμηνεία (από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα ώς την Νοτιοαφρικανική Εκστρατεία για την Πρόσβαση στις Θεραπευτικές Αγωγές ή την Act Up), και συνηγορούν στις κυβερνήσεις και στους διεθνείς οργανισμούς ή διαδηλώνουν στους δρόμους υπέρ της διευρυμένης χρησιμοποίησης των «υποχρεωτικών αδειών παραγωγής» και των «παράλληλων εισαγωγών». Αυτοί οι δύο μηχανισμοί προβλέφθηκαν στη συμφωνία για τα πνευματικά δικαιώματα και το εμπόριο (Adpic) ως εξαιρέσεις, για παράδειγμα σε επείγουσες υγειονομικές περιπτώσεις.
Στις αρχές του 2001, ο αντίκτυπος είναι προφανής: η Βραζιλία, η οποία κατηγορείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες ενώπιον του ΠΟΕ, αμφισβητεί με σφοδρότητα το οικονομικό βάρος των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας στην πολιτική δωρεάν διανομής των φαρμάκων κατά του AIDS που εφαρμόζει. Στις 25 Ιουνίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρουν την αγωγή τους, με αντάλλαγμα την υπόσχεση να πραγματοποιούνται «διαπραγματεύσεις πριν εκδοθεί» οποιαδήποτε υποχρεωτική άδεια παραγωγής για φάρμακο που καλύπτεται από αμερικανικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Στα διεθνή συνέδρια διαγράφονται συγκλίσεις ανάμεσα στη Βραζιλία, την Ινδία, την Ταϊλάνδη και τη Νότια Αφρική. Η Γαλλία κάνει, δειλά, ορισμένες προτάσεις: «Πρέπει επίσης να αναζητήσουμε άλλους δρόμους, όπως η παραγωγή νέων φαρμάκων στις ίδιες τις αναπτυσσόμενες χώρες» (μήνυμα του προέδρου Ζακ Σιράκ στους συμμετέχοντες στη διάσκεψη του Ντέρμπαν, στις 9 Ιουλίου του 2000, με το οποίο συμφώνησε ο πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν, κατά την επίσκεψή του στη Νότια Αφρική, στις 5 Ιουνίου 2001). Και η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν επιχειρεί την ερμηνεία της συμφωνίας για τα πνευματικά δικαιώματα και το εμπόριο (Adpic), προσπαθεί να λάβει όσο το δυνατόν περισσότερο υπόψη της απαιτήσεις της δημόσιας υγείας (ανακοίνωση της 11 Ιουνίου 2001).
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η προσφορά που έκανε η ινδική εταιρεία Cipla στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα για ένα αντιρετροϊκό κοκτέιλ με κόστος μικρότερο των 350 δολαρίων ετησίως -αντί για 10.000 δολάρια για τα προϊόντα των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών- αντήχησε σαν κεραυνός. Κάνει ξαφνικά πιστευτή την ανάδυση, στο Νότο, παραγωγών γενόσημων φαρμάκων με χαμηλότερο κόστος.
Ο Τζέιμς Λαβ, συντονιστής του Consumer Project on Technology (Ουάσιγκτον) και πρωτεργάτης της προσφοράς της Cipla, τονίζει: «Η επιτυχία των παραγωγών του Νότου, στις αναπτυσσόμενες χώρες, είναι αρκετά σημαντική. Όμως, χωρίς αυτούς, δεν υπάρχει πραγματικός μοχλός πίεσης πάνω στο κόστος. Είναι λοιπόν σημαντικό να μην συνδέουμε τη χρησιμοποίηση του διεθνούς ταμείου με αγορές από ευρωπαίους και Αμερικανούς παραγωγούς, και, αντίθετα, να επιτρέψουμε τον ανταγωνισμό και να αγοράζουμε από εταιρείες που προσφέρουν την καλύτερη τιμή, με μια ανεκτή ποιότητα. Ο Τζέφρι Σακς υπήρξε τρομερός σε αυτό το ζήτημα: συνιστούσε να πραγματοποιούνται οι αγορές αποκλειστικά από τις “big pharmas” (τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες)». Άραγε γι’ αυτό το λόγο ο μηχανισμός που πρότεινε το Χάρβαρντ συνάντησε τη συγκατάθεση της κυβέρνησης Μπους, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των εμπειρογνωμόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το AIDS, του Ιδρύματος Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς και… της φαρμακοβιομηχανίας; Η τελευταία πρόσφερε μια απάντηση στο «υγειονομικό απαρτχάιντ», χωρίς ωστόσο να περιορίσει την επιμονή της στο ζήτημα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.
Κι όμως… Μετά τη Cipla, πολλοί βιομήχανοι που παράγουν γενόσημα φάρμακα μπήκαν στο παιχνίδι και καθιστούν δυνατό το ενδεχόμενο θεραπευτικών αγωγών με κόστος 200 δολαρίων ετησίως. Από την πλευρά της, η πρόταση του Χάρβαρντ υπολογίζει το κόστος των αγωγών περίπου στα 1.000 δολάρια. «Θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο να συγκεντρώσει την προσοχή του το παγκόσμιο ταμείο πάνω σε αυτό το “deal” ανάμεσα στις φαρμακευτικές εταιρείες και την αμερικανική κυβέρνηση», υποστηρίζει ο γιατρός Πεκούλ. «Μια διευρυμένη ανάγνωση του άρθρου 30 των συμφωνιών για τα πνευματικά δικαιώματα και το εμπόριο (Adpic) θα επέτρεπε πράγματι στο ταμείο να προμηθεύεται φάρμακα από τους παραγωγούς αντίγραφων φαρμάκων. Το συνολικό κόστος των φαρμάκων για 5 εκατομμύρια ασθενείς θα περνούσε σε αυτή την περίπτωση από τα 5 δισ. δολάρια στο 1 δισ. δολάρια. Αυτό θα έλυνε αμέσως το δίλημμα ανάμεσα στην πρόληψη και τη θεραπεία και θα απελευθέρωνε πόρους για τη χρηματοδότηση των υποδομών και την παρακολούθηση των ασθενών».
Το 1995, ο γιατρός Γιόνας Σαλκ, ο δημιουργός του πρώτου εμβολίου ενάντια στην πολιομυελίτιδα, παρουσιάζεται ως ήρωας σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Ο δημοσιογράφος τον ρωτάει σε ποιον ανήκει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. «Μα… στο λαό. Δεν υπάρχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Θα μπορούσατε να αποκτήσετε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τον ήλιο;» Στα τέλη της ζωής του, ο γιατρός Σαλκ αφιέρωσε το σημαντικότερο μέρος του ερευνητικού έργου του στην αναζήτηση ενός εμβολίου για το AIDS. Θα καταφέρουν, άραγε, οι διάδοχοί του να κάνουν να λάμψει μια ηλιαχτίδα ενάντια στην επιμονή όσων αντιτίθενται στις θεραπευτικές αγωγές;
(1) «Financial Time»s, Λονδίνο, 5 Ιουνίου 2001. (2) France 2, 31 Μαΐου 2001. Χωρίς αμφιβολία ο υπουργός αγνοεί ότι, με τις εκπτώσεις φόρου, μια δωρεά αποφέρει στο γενναιόδωρο δωρητή το 25% της λιανικής τιμής του φαρμάκου και ότι ο Αμερικανός φορολογούμενος μπορεί να αγοράσει 2 έως 10 φορές περισσότερα φάρμακα από τους παραγωγούς αντίγραφων φαρμάκων (πηγή: Γιατροί Χωρίς Σύνορα). (3) Μοναδικό προηγούμενο, με απογοητευτικά αποτελέσματα, το Διεθνές Ταμείο Θεραπευτικής Αλληλεγγύης (FSTI), το οποίο ίδρυσε το 1999 ο Κουσνέρ, ο οποίος, αφού επέστρεψε στην κυβέρνηση, προώθησε πρόσφατα μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία νοσοκομειακής συνεργασίας. ]] αποτελεί συνέχεια της πρότασης που διατύπωσε μια διεθνής ομάδα ερευνητών και εμπειρογνωμόνων, η οποία συνεδρίασε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ (Βοστόνη) με επικεφαλής τον οικονομολόγο Τζέφρι Σακς. Διαπιστώνοντας την ιατρική και την ηθική χρεοκοπία των διεθνών οργανισμών στο ζήτημα του AIDS, πρότειναν, στις 4 Απριλίου 2001, «μια συναινετική λύση για τις αντιικές θεραπείες ενάντια στο AIDS στις φτωχές χώρες», η οποία προβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το διεθνή τύπο (8).
Το κείμενο του Χάρβαρντ αρχίζει με μια συνηγορία υπέρ των πολυθεραπειών: παρά την επιτυχία τους στις πλούσιες χώρες, «σε μεγάλο βαθμό δεν υπάρχει πρόσβαση σε αυτές τις θεραπείες στις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, στις οποίες η παρέμβαση επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην πρόληψη. Με την αλματώδη άνοδο της θνησιμότητας που οφείλεται στο AIDS στις χώρες με χαμηλά εισοδήματα, η πρόληψη της μετάδοσης του ιού και η θεραπεία των ατόμων που έχουν ήδη μολυνθεί πρέπει να αποτελούν τις σημαντικότερες προτεραιότητες της δημόσιας υγείας».
Στη συνέχεια απορρίπτει τις «ενστάσεις του παρελθόντος», και κυρίως τις εξής: