Αντλεί τη νομιμοποίησή της από το μύθο του Φοίνικα, αλλά στην πραγματικότητα εκφράζει μια πολεοδομική λογική που θέλει να αποκλείσει από τη νέα πόλη αυτό που θεωρείται παρέκκλιση και ανωμαλία, για να οικοδομήσει έναν ιδανικό χώρο, απαλλαγμένο από την αταξία και τη σύγχυση». Εκεί θα βρίσκεται, προσθέτει, «η χωρική έκφραση μιας τυποποιημένης, τακτοποιημένης, πειθαρχημένης κοινωνίας, η οποία θα χρησιμεύσει ως βάση σ’ έναν αχαλίνωτο νεοφιλελευθερισμό».
Τα στίγματα αυτής της «νεωτερικότητας» είναι ήδη ορατά, οξύνοντας τα παράδοξα μιας πόλης που, όπως η χώρα, αναζητά ακόμη την ταυτότητά της. Ο αερολιμένας είχε σχεδιαστεί σύμφωνα με τις απρόσωπες διεθνείς προδιαγραφές, αλλά οι διάδρομοι διεκδικούν τους αμμόλοφους από τα τσιμεντένια σπίτια που έχουν στοιβαχτεί στα νότια προάστια κατά τη διάρκεια των διαδοχικών εξόδων του πληθυσμού. Οι στενοί δρόμοι των συνοικιών είναι αφόρητα στόμια συμφόρησης για την ημερήσια κυκλοφορία στις μεγάλες αρτηρίες που έχουν χαραχθεί στο σώμα της πόλης, σε μια χώρα που περιφρονεί τα μέσα μαζικής μεταφοράς, όπου υπολογίζεται ότι υπάρχει ένα όχημα ανά δύο κατοίκους. Τα εμπορικά κέντρα με τα αμέτρητα υπαίθρια καφέ φεύγουν κι έρχονται στη μόδα με τον ίδιο ρυθμό, ενώ οι επιχειρήσεις επιδιώκουν διείσδυση στην αγορά με θολά συνθήματα. Για να πουλήσει το τοπικό μεταλλικό νερό της, η Nestlé εκτιμά ότι «το να πίνει κανείς καθαρό νερό ποιότητας έχει γίνει σπάνιο προνόμιο!».
Ένα «πολυκατάστημα» -που έχει οικοδομηθεί σε συνεργασία με την BHV-Monoprix- στο μέσο πλούσιων κατοικιών και ξενοδοχείων πολυτελείας σε μια από τις νότιες εισόδους της πόλης δείχνει πώς εισέβαλαν παροδικές καταναλωτικές μόδες οι οποίες τοποθετούν το αυτοκίνητο στο κέντρο της εμπορικής διανομής, σύμφωνα με την εικόνα των υπεραγορών των βιομηχανικών χωρών που έχουν κατασκευαστεί στις εξόδους των αυτοκινητοδρόμων. Αυτή η μορφή διανομής επιδιώκει να ανταγωνιστεί τα εμπορικά καταστήματα της γειτονιάς μεσογειακού τύπου που αντιστέκονται στις παραδοσιακές συνοικίες. Χωρίς πατίνα, τα κτίρια υβριδικού στιλ που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο νεοτοσκανικό και το νεοαποικιακό ρυθμό δημιουργούν ένα ψεύτικο περιβάλλον στο μέσο εργοταξίων οικοδομών και αρχαιολογικών ανασκαφών. Το κτίριο του ΟΗΕ, από γυαλί και ατσάλι, φιλοξενεί εκδηλώσεις όλων των ειδών που θέλουν να εκφράσουν τον ανανεωμένο ρόλο περιφερειακής πρωτεύουσας τον οποίο επιθυμεί η πόλη.
Ετερόδοξος οικονομολόγος, ο Καμάλ Χαμντάν εκτιμά ότι ο αισιόδοξος και πολυδιαφημισμένος από τα μέσα ενημέρωσης ενθουσιασμός για μια ανάπτυξη χωρίς όρια είχε οδηγήσει τους υπεύθυνους της ανοικοδόμησης «στο να θέσουν μαξιμαλιστικούς στόχους, κυρίως το διπλασιασμό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) ανά κάτοικο σε μια δεκαετία, ενώ μια έκθεση της κυβέρνησης αναγνώριζε ότι αυτός ο δείκτης ήταν, στις αρχές του 1990, μικρότερος κατά 45% του δείκτη του… 1974». Αυτός ο βολονταρισμός της δεκαετίας του 1990 κατέληξε σε μια αστρονομική χρέωση (περίπου 26 δισεκατομμύρια δολάρια το 2000), που οι συνέπειές της ήλθαν να προστεθούν στις δομικές ζημιές των χρόνων της σύγκρουσης, οι οποίες επιδεινώθηκαν από την ηθελημένη και επαναλαμβανόμενη καταστροφή πολυάριθμων υποδομών (κεντρικοί ηλεκτρικοί σταθμοί, οδικά δίκτυα, γέφυρες κ.λπ.) από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς.
Η ψευδαίσθηση μιας μη αντιστρέψιμης περιφερειακής «διαδικασίας ειρήνευσης» έκανε την αντίσταση στην κατοχή ενός τμήματος του νότιου Λιβάνου να φαίνεται ως η έκφραση μιας από τις τελευταίες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις με το Ισραήλ. Η συμφωνία που συνήφθη το 1996 (1) είχε περιορίσει την αντιπαράθεση στις κατεχόμενες ζώνες. Η αισιοδοξία ήταν τέτοια το Μάιο του 2000, τη στιγμή της εσπευσμένης αποχώρησης των ισραηλινών στρατευμάτων, που ο διευθυντής της Τράπεζας του Λιβάνου διαβεβαίωνε: «Αν ποτέ επιτευχθεί η ειρήνη, οι πολιτικοί κίνδυνοι για το Λίβανο θα μειωθούν (…). Θα οδηγηθούμε σε μια μείωση των επιτοκίων η οποία θα είναι ευεργετική τόσο για το δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα». Και πρόσθετε: «Ο ιδιωτικός τομέας θα επωφεληθεί τότε από τις επενδύσεις ή την επιδίωξη συνεργασιών από την πλευρά των διεθνών εταιρειών που προσπαθούν να εγκατασταθούν στο Λίβανο για να διεισδύσουν στις αραβικές αγορές» (2).
Αυτό το αίσθημα ευφορίας τροφοδοτήθηκε επίσης από την άνοδο στην εξουσία, στη Δαμασκό, του Μπασάρ ελ Ασαντ, τον Ιούνιο του 2000. Ο λόγος του νέου προέδρου την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του είχε ερμηνευθεί ως οιωνός για την αρχή ενός ανοίγματος στους κόλπους της κοινωνίας και προμήνυμα μιας αλλαγής των πρακτικών -όπως η προστασία που τείνει να γίνει επιτροπεία- που είχαν καθιερωθεί με τα χρόνια στις λιβανοσυριακές σχέσεις.
Έκκληση για βοήθεια
Ο Ραφίκ Χαρίρι, που ορίστηκε πάλι πρωθυπουργός μετά την εκλογική επιτυχία του το 2000, πλαισιώνεται από συμβούλους οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί κυρίως στα αμερικανικά πανεπιστήμια και έχουν ανατραφεί με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Κληρονόμος μιας κατάστασης στη σφυρηλάτηση της οποίας είχε συμβάλει, βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ ένα οικονομικό κλίμα που ήταν κοντά στην καταστροφή. Η επίδραση των περιφερειακών δεσμεύσεων προκάλεσε σαφή κάμψη της ανάπτυξης (μόνο 1% το 2000, σύμφωνα με το περιοδικό «The Economist»), και η εξυπηρέτηση του χρέους που είχε συναφθεί με πολύ υψηλά επιτόκια -κυρίως στην εσωτερική αγορά- στα χρόνια της «ανοικοδόμησης» απογειωνόταν. Με 3,9 δισεκατομμύρια δολάρια έλλειμμα το 2000, δηλαδή ένα ποσοστό που ισοδυναμεί με το 24% του ΑΕΠ και το 56% των δημόσιων δαπανών (3), ο Λίβανος είχε ταξινομηθεί στη δεύτερη θέση των περισσότερο χρεωμένων χωρών, μετά τη Ζιμπάμπουε.
Ο πρωθυπουργός απηύθυνε έκκληση για διεθνή βοήθεια, στην οποία η Γαλλία και η Ευρωπαϊκή Ένωση απάντησαν ευνοϊκά, προκαλώντας κυρίως υποσχέσεις για στήριξη από την πλευρά της Παγκόσμιας Τράπεζας. Χάρη στις φιλίες του στις χώρες του Κόλπου, ο Χαρίρι εξασφάλισε κάποιες καταθέσεις στην Τράπεζα του Λιβάνου. Ο στόχος που προβάλλεται είναι να αποφευχθεί η καταστροφική υποτίμηση για μια χώρα της οποίας οι μεσαίες τάξεις έχουν σφυροκοπηθεί από την πόλωση του πλούτου, την πτώση του βιοτικού επιπέδου και τη μεταναστευτική αφαίμαξη των χρόνων του πολέμου και μετά τον πόλεμο. Πρόκειται επίσης για την εξασφάλιση από θεσμικούς χρηματοδότες μακροπρόθεσμης βοήθειας με μειωμένα επιτόκια, που θα επιτρέψει την εξαγορά των εσωτερικών ομολογιακών δανείων με απαγορευτικά επιτόκια και την αναδιαπραγμάτευση του χρέους.
Η νομιμοποίηση των «νέων οικονομικών πολιτικών» άλλαξε μορφή. Το στοίχημα που έβαλε τη δεκαετία του 1990 ο Χαρίρι για την «περιφερειακή ειρήνη», αντικαταστάθηκε από την ομοφωνία για τις «αναπόφευκτες αναγκαιότητες της παγκοσμιοποίησης». Ο πρόεδρος-διευθύνων σύμβουλος των επιχειρήσεων KFF, μιας από τις πιο σημαντικές εταιρείες εισαγωγών-εξαγωγών, Μπερνάρ Φατάλ, συνοψίζει με μια φράση το μαγικό πιστεύω: «Λιγότεροι εξαναγκασμοί σημαίνουν ανάπτυξη. Ανάπτυξη και λιγότερο κράτος σημαίνουν ευημερία».
Η επαναβεβαίωση της υπεροχής των ιδιωτικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που είναι εξοπλισμένα με μέσα μεγάλου εύρους, στο εσωτερικό των οποίων η αμερικανοποιημένη κουλτούρα έχει ξαναβρεί ηγεμονική θέση, δημιούργησε ευνοϊκό πνευματικό περιβάλλον. Οι ελίτ, κυρίως στην οικονομία και τις υπηρεσίες, «οι οποίες στο εξής διαμορφώνονται από την παγκοσμιοποίηση», όπως επισημαίνει ο κοινωνιολόγος Ζακ Καμπαντζί, έχουν την τάση να φορέσουν, από μιμητισμό, τα κουρέλια της «νεωτερικότητας». «Σύγχρονο είναι αυτό που είναι στη μόδα» εξηγεί με χιούμορ ένας παλιός παρατηρητής των τάσεων της Βηρυτού, ο οποίος σημειώνει ότι ο ακραίος φιλελεύθερος δημοσιογράφος των «New York Times», Τόμας Φρίντμαν, αποτελεί σημείο διανοητικής αναφοράς για πολλούς κύκλους της πρωτεύουσας.
Η ένταξη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) είναι έτσι ο στόχος του υπουργού Οικονομίας. «Είναι για μας ένα μέσο να εκσυγχρονίσουμε το οικονομικό και εμπορικό σύστημά μας και να κάνουμε να εξελιχθεί σ’ όλα τα επίπεδα η νομοθεσία για το εμπόριο, την επένδυση και τους παραγωγικούς τομείς». Ποιοι είναι, όμως, οι παραγωγικοί τομείς τους οποίους αφορά;
Η γεωργία, παραμελημένη, δεν είναι αποδέκτης του απαραίτητου ενδιαφέροντος. Έτσι, τα εύφορα οροπέδια του νότιου Λιβάνου έχουν αφεθεί στις φροντίδες μη κυβερνητικών οργανώσεων και του «Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την ανάπτυξη», ενώ οι επενδύσεις εκεί παραμένουν ασήμαντες. Άραγε, περιμένουν τις κερδοσκοπικές επελάσεις; Οι συμφωνίες ελεύθερων ανταλλαγών στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, των οποίων η υπογραφή έχει αναγγελθεί για το καλοκαίρι του 2001, δεν προβλέπουν σοβαρές ρήτρες προστασίας για τους παραγωγούς. Για παράδειγμα, η παραγωγή ελαιόλαδου -το οποίο συχνά έχει μεγάλη οργανοληπτική ποιότητα-, μια από τις αγροτικές ιδιαιτερότητες της χώρας, την οποία ήδη ανταγωνίζονται οι εισαγωγές με προέλευση την Ελλάδα, την Τουρκία ή την Ισπανία, θα αντιμετωπίσει δυσκολίες.
Η μείωση των τελωνειακών δασμών το Νοέμβριο του 2000 είχε προκαλέσει την ευτυχή «ικανοποίηση» των εισαγωγέων και τον «ανήσυχο κλονισμό» των βιομηχάνων. Ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχάνων, Ζακ Σαράφ, θεωρεί καταφύγιο το περιφερειακό οικονομικό δυναμικό και υπερασπίζεται «μια μεγαλύτερη συμπληρωματικότητα ανάμεσα στους λιβανέζικους και τους συριακούς βιομηχανικούς τομείς, η οποία περιλαμβάνει και συγχώνευση επιχειρήσεων».
Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Χαρτοβιομηχανιών, ενός τομέα αιχμής, ο Φάντι Τζεμάγελ, υπενθυμίζει ότι «ο συντελεστής νομισματοποίησης -με άλλα λόγια, το νόμισμα που βρίσκεται σε κυκλοφορία προστιθέμενο στα τραπεζικά αποθέματα σε σχέση με το ΑΕΠ- των ευνοϊκών προπολεμικών χρόνων ήταν 1,3, ενώ δεν ήταν παρά 0,97 για τις Ηνωμένες Πολιτείες», και ότι «αυτά τα χρηματοοικονομικά κύματα δεν είχαν καταλήξει στους παραγωγικούς τομείς, αλλά είχαν τοποθετηθεί σε μεγάλο μέρος στα ακίνητα και τις τριγωνικές επιχειρήσεις». Αυτές οι επιχειρήσεις περιόριζαν τη χώρα στη θέση του μεσολαβητή ανάμεσα στις εξαγωγικές χώρες και τους τελικούς εμπορικούς παραλήπτες, τους οποίους κάποιοι ιδεολόγοι νομιμοποιούσαν τότε με μια μυθική «φοινικική» πατρότητα. Άραγε, με ποιο θαύμα θα προχωρούσε η χώρα αλλιώς, σήμερα, σ’ ένα περιβάλλον αχαλίνωτης απορύθμισης;
Γι’ αυτές τις ανησυχίες, η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται. «Η επιλογή μοναδικού και αμετάκλητου προσανατολισμού (…) στο ζήτημα της ανάπτυξης, δηλαδή η φιλελευθεροποίηση των ανταλλαγών και το άνοιγμα των συνόρων (επιβάλλει) να μπούμε στην παγκοσμιοποίηση ως ενιαίο μπλοκ» ανέφερε ο υπουργός Οικονομίας στο Αραβικό Συμβούλιο βιομηχανικής ανάπτυξης (4).
Με την ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων δημόσιου συμφέροντος (σταθερή τηλεφωνία, κρατικός οργανισμός καπνών, επιχείρηση ηλεκτρισμού του Λιβάνου…), η κυβέρνηση αποβλέπει σε περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία θα χρησιμεύσουν για να μειωθεί το χρέος και να «αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών». Ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει «ότι οι επικερδείς επενδύσεις δεν γίνονται (…) στις σταθερές και ευημερούσες χώρες (…): οι τιμές στο Λίβανο είναι πολύ χαμηλές και ο ενημερωμένος επενδυτής είναι αυτός που αγοράζει όταν οι τιμές είναι χαμηλές γιατί υπάρχει πιθανότητα ανόδου και άρα κέρδους» (5).
Αυτό το «οικονομικό πρόγραμμα» συνοδεύεται από ένα είδος κανονιστικού λόγου, ο οποίος συντηρεί τη σύγχυση ανάμεσα στην ιδεολογική έννοια του «ελάχιστου κράτους» και τη μείωση του πληθωρικού προσωπικού της διοίκησης. Το κράτος πρέπει έτσι «να μη διατηρεί από τα καθήκοντά του παρά τα πιο στρατηγικά», αλλά «η αλληλεπίδρασή του με την κοινωνία των πολιτών» -που παραμένει απροσδιόριστη- πρέπει να επιτρέπει σ’ αυτή την κοινωνία «να αναλαμβάνει τις ευθύνες της στο σχεδιασμό και τη διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών της χώρας» (6).
Αυτές οι «εκσυγχρονιστικές» θελήσεις (που ανέχονται διαρκείς πτωχεύσεις πολυάριθμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων) θα μπορούσαν ωστόσο να προσκρούσουν σε εξαναγκασμούς. Επικυρωμένο στους θεσμούς από τις συμφωνίες της Τάεφ (7) που είχαν θέσει τέλος στην εσωτερική σύγκρουση, το κοινοτικό σύστημα, ο σημαντικότερος μηχανισμός αναδιανομής πλούτου, κινδυνεύει να εμφανίσει αντιστάσεις. Ο διοικητικός μηχανισμός απορρόφησε ένα σημαντικό μέρος από τις πελατειακές κοινωνικές πιέσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Η δημόσια τηλεόραση, που ήταν αδύνατο να διοικηθεί, είναι ένα καλό παράδειγμα. Αναθέτοντας τις εμπορικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες στον ιδιωτικό τομέα για να αφεθεί το υπουργείο Πληροφοριών να διευθύνει τα «πολιτικά προγράμματα» και τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, η κυβέρνηση υπογράμμισε τους αποκλεισμούς μιας κοινωνίας βαθιά σχιζοφρενικής. Πολλοί είναι επίσης αυτοί που εκφράζουν το φόβο μήπως δουν τις ιδιωτικοποιήσεις να υφίστανται ταυτόχρονα τους αχαλίνωτους νόμους της αγοράς και τα έθιμα οικειοποίησης της δημόσιας κληρονομιάς από τις ιδιωτικές κοινοτικές ομάδες συμφερόντων. Αυτή η εσωτερική κατάσταση ήρθε να προστεθεί στις περιφερειακές εξελίξεις.
Ο Λίβανος έχει βρεθεί σε μια θύελλα που δεν ελέγχει. Η αποτυχία των δυναμικών ειρήνης, που σημαδεύτηκαν από τη σκλήρυνση των ισραηλοπαλαιστινιακών εντάσεων, η εκλογή του Αριέλ Σαρόν και η άνοδος στην εξουσία του ρεπουμπλικάνου Τζορτζ Μπους στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στην πραγματικότητα ανατρέψει το μοίρασμα της τράπουλας στη Μέση Ανατολή.
Η λιβανέζικη αντίσταση, που υποστηρίχθηκε από το κράτος και τον πληθυσμό και της οποίας η δύναμη κρούσεως ήταν, από τη δεκαετία του ’90, η Χεζμπολάχ, είχε υποχρεώσει τα ισραηλινά στρατεύματα κατοχής και τους βοηθούς τους να εμπλακούν σε θανατηφόρες επιχειρήσεις, των οποίων η όξυνση οδήγησε το Μάιο του 2000 στην εκκένωση του νότιου Λιβάνου. Ο ΟΗΕ έσπευσε να καθορίσει μια προσωρινή διαχωριστική γραμμή (την «μπλε γραμμή»), αναμένοντας μια συνολική περιφερειακή διευθέτηση, αλλά η λιβανέζικη επίσημη θέση είναι ότι η αποχώρηση παραμένει ανολοκλήρωτη -καθώς τα «κτήματα Σεμπάα», ένα λιβανέζικο υψίπεδο που καταλήφθηκε κατά τον πόλεμο του Ιουνίου 1967, μετά από μάχες με το συριακό στρατό, δεν έχουν εκκενωθεί.
Όμως, η ισραηλινή αποχώρηση επανέφερε τη συζήτηση για τη συριακή στρατιωτική παρουσία. Ο Ουάλιντ Τζουμπλάτ, δρούζος ηγέτης και στρατηγικός σύμμαχος της Δαμασκού, εκτίμησε ότι η συμμαχία ανάμεσα στις δύο χώρες δεν δικαιολογούσε την καθημερινή ανάμειξη στη ζωή της χώρας. Επαναλάμβανε έτσι τις δηλώσεις του μαρονίτη πατριάρχη. Η υπόθεση έχει εξελιχθεί σε ψυχόδραμα με την επιστροφή σε μια γλώσσα («χριστιανική Ανατολή», «μουσουλμανική Δύση») που έχει τονίσει με απατηλό τρόπο ορισμένους διαχωρισμούς του πολέμου και με τη δραστηριοποίηση πρώην παραστρατιωτικών ομάδων που έχουν φανταστεί το μέλλον με όρους ξενόφοβου ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. Όμως, η πρωτοβουλία που έχει αναλάβει ο πρόεδρος της δημοκρατίας, Εμίλ Λαχούντ, να εγκαινιάσει διαβουλεύσεις για το ζήτημα αυτό έχει μετριάσει τις πολεμικές, πολύ περισσότερο αφού συνοδεύτηκε από την έναρξη της αναδιάταξης των συριακών στρατευμάτων στα μέσα Ιουνίου και αφού ο πληθυσμός, ο οποίος πλήττεται ολομέτωπα από την οικονομική κρίση, αναμένει, κατά προτεραιότητα, τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής του.