Σύμφωνα με την εφημερίδα «La Nación», το 56% του πληθυσμού ζει εκεί σε κατάσταση φτώχειας, ενώ το 17% των κατοίκων αντιμετωπίζει δυσκολία να εξασφαλίσει ένα γεύμα την ημέρα. (1) Συμβαδίζοντας με την οικονομική καταστροφή και τη φτώχεια μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, οι λαϊκές διαδηλώσεις, που πολλαπλασιάζονται αυξάνουν την απομόνωση μιας εκτελεστικής εξουσίας που έχει πρόωρα φθαρεί. Ενώ ανέβηκε στην εξουσία στις 10 Δεκεμβρίου 1999, πριν από λιγότερο από δύο χρόνια, υποσχόμενος τον τερματισμό της διαφθοράς και την αναθέρμανση της οικονομίας, ο πρόεδρος Φερνάντο δε λα Ρούα έχει απογοητεύσει με το παραπάνω. Η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί σε τίποτα, ενώ σε πολλούς τομείς έχει επιδεινωθεί. Από τις εκατό πρώτες μέρες της παρουσίας του στην ηγεσία του κράτους, ο πρόεδρος έγινε ο υπερασπιστής του μοντέλου που εφαρμόστηκε από τον ακραία φιλελεύθερο περονιστή προκάτοχό του, Κάρλος Μένεμ, και υπέγραψε συμφωνία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Στο ζήτημα του αγώνα ενάντια στη διαφθορά, οι υποσχέσεις του Δε λα Ρούα δεν έδωσαν αφορμή παρά για μια επιφανειακή δράση, περιορισμένη σε ορισμένους αξιωματούχους του περιβάλλοντος του Μένεμ. Η θεσμική διαφθορά δεν μπορεί στην πραγματικότητα να γίνει κατανοητή αν αγνοήσουμε το υπόβαθρό της, δηλαδή την ηγεμονία πολύ ισχυρών οικονομικών ομίλων (στην πλειονότητά τους ξένων). Τα «υπερκέρδη» τους τροφοδοτούνται από μια διαρκή λεηλασία, που δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά με τη συνενοχή του κράτους.
Ο «μενεμισμός», μια σύνθεση από ειδεχθείς κλίκες (πολιτικές, εργοδοτικές, δικαστικές, αστυνομικές κ.λπ.) και μια κλεπτοκρατική κυβερνητική ολιγαρχία, δεν ήταν ούτε τόσο εξαιρετικό φαινόμενο ούτε τόσο αφύσικο, όσο ισχυρίστηκαν ορισμένοι. Δεν ήταν παρά η περονιστική υιοθέτηση του οικονομικού σχήματος που ίσχυε. Η Αργεντινή βρίσκεται αντιμέτωπη με την εκρηκτική συνάντηση της παγκόσμιας κρίσης (που επιδεινώθηκε από την επιβράδυνση και την πιθανή ύφεση της αμερικανικής οικονομίας) και του γενικευμένου καταποντισμού των δικών της οικονομικών κανόνων, των πολιτικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων της και των θεσμών της. Όλα αυτά σ’ ένα λατινοαμερικάνικο πλαίσιο επίσης υποβαθμισμένο -αποτέλεσμα του συνδυασμού ανάμεσα σ’ έναν υποανάπτυκτο καπιταλισμό (ελάχιστο κράτος, διάλυση της εργατικής νομοθεσίας και της κοινωνικής προσταστίας) και την κοινοβουλευτική «δημοκρατία» δυτικού τύπου. Οι κοινωνίες, καθώς μετατρέπονται σε «ελίτ», έχουν ξεχάσει στο δρόμο τις διογκούμενες μάζες των περιθωριακών και των απόρων.
Η εξάρθρωση του παραγωγικού ιστού, που άρχισε τη δεκαετία του ’80 (ή ακόμη πιο πριν σε ορισμένες περιπτώσεις), έχει χειροτερεύσει. Έχοντας συνδεθεί με παγκόσμια χρηματοοικονομικά και μαφιόζικα συμφέροντα, οι ντόπιες αστικές τάξεις στράφηκαν, εν μέρει, στις παρασιτικές παράνομες ή ημιπαράνομες επιχειρήσεις, από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών μέχρι τη λεηλασία του κράτους. Από το 1985 μέχρι τη μεξικάνικη χρηματοοικονομική κρίση του τέλους του 1994, μια πολύ έντονη ύφεση επηρέασε ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής (2), ενώ η ανάπτυξη μόλις που διατηρούνταν με δυσκολία, χάρη στην αύξηση των εξωτερικών χρεών και των ελλειμμάτων.
Έτσι, το περιφερειακό εξωτερικό χρέος περνάει από τα 450 δισεκατομμύρια δολάρια το 1991 στα 750 δισεκατομμύρια δολάρια το 1999, χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας η μεταβολή του περιφερειακού ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) ανά κάτοικο είναι αρνητική (-1,6%), με πτώση μεγαλύτερη από 6% στον Ισημερινό και τη Βενεζουέλα και πάνω από 3% στην Αργεντινή και την Κολομβία. Η κατάσταση χειροτέρευσε το 2000, και όλα δείχνουν ότι θα επιδεινωθεί περισσότερο το 2001. Η κρίση της Αργεντινής είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς αλληλουχίας αποτυχιών, που συσσωρεύτηκαν για πάνω από έναν αιώνα: εξάντληση του αγροτο-εξαγωγικού μοντέλου στη δεκαετία του ’30, εξάντληση του υπανάπτυκτου συστήματος εκβιομηχάνισης και της λαϊκής πολιτικής έκφρασής του, του περονισμού (ανάμεσα στο 1945 και το 1955), εξάντληση όλων των συντηρητικών προσπαθειών, λίγο ώς πολύ αυταρχικών και αιματηρών, ή «δημοκρατικών», οι οποίες, από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1955 δεν κατάφεραν να σταθεροποιήσουν την κοινωνία, εξάντληση, τέλος, της συνάντησης, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, ενός παρακμάζοντος και παρασιτικού εθνικού καπιταλισμού με τον παγκόσμιο καπιταλισμό που είναι υποταγμένος στη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία.
Η αύξηση του εξωτερικού χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, συνιστά ένα σημαντικό παράγοντα για την επιδείνωση της κατάστασης. Το δημόσιο χρέος διατηρήθηκε σχετικά σταθερό στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στην αρχή της δεκαετίας του ’90, καθώς οι σημαντικές εισπράξεις κεφαλαίων που οφείλονταν στις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων συντηρούσαν την ψευδαίσθηση μιας σταθεροποίησης. Όμως, μόλις εξαντλήθηκαν τα κεφάλαια των ιδιωτικοποιήσεων, το κρατικό χρέος άρχισε πάλι να αυξάνεται. Στα τέλη του 1998 έφτανε τα 110 δισεκατομμύρια δολάρια. Ενώ το δημόσιο χρέος διπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1992 και το 1998, το ιδιωτικό χρέος δεκαπλασιάστηκε, περνώντας από τα 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια στα 35 δισεκατομμύρια δολάρια (σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις). Στα τέλη του 2000 η συνολική χρέωση της χώρας (κράτος, επαρχίες, ιδιωτικός τομέας) ξεπερνούσε τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια. (3) Η αποπληρωμή των τόκων προκαλεί μια ακόμη μεγαλύτερη χρέωση, αφού η Αργεντινή δανείζεται για να πληρώνει τους τόκους του χρέους της, οδηγώντας τη χώρα σε οικονομικό κραχ.
Θα μπορούσε να προβάλει κανείς το επιχείρημα ότι η απουσία ντόπιων κεφαλαίων και η πληθώρα παγκόσμιων κεφαλαίων που προορίζονταν για τις αναδυόμενες αγορές ώθησαν τους κυβερνώντες την Αργεντινή και τους επιχειρηματίες να ζητήσουν δάνεια. Αυτό θα σήμαινε πως ξεχνάμε ότι το υπουργείο Οικονομίας υπολογίζει σε 120 δισεκατομμύρια δολάρια τα κεφάλαια των Αργεντινών που έχουν κατατεθεί σε τραπεζικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό και σε φορολογικούς παραδείσους. Στο παρελθόν υπήρχε ο ισχυρισμός ότι οι δυσκολίες της διευθυνόμενης οικονομίας, εμποδίζοντάς τους να εργαστούν ελεύθερα, προκαλούσαν τη φυγή αυτών των κεφαλαίων. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια οικονομία περισσότερο φιλελεύθερη από τη σημερινή. Ωστόσο, η φυγή των κεφαλαίων επιταχύνθηκε! Από την αρχή της δεκαετίας του ’90 η πολιτική του ανοίγματος στις εισαγωγές και η υπερτίμηση του τοπικού νομίσματος (το αργεντινό πέσο έχει την ίδια ισοτιμία με το δολάριο των Ηνωμένων Πολιτειών) προκάλεσαν την έκρηξη του εμπορικού ελλείμματος.
Στην πραγματικότητα, τον Απρίλιο του 1991, κατά την πρώτη θητεία του προέδρου Κάρλος Μένεμ, ο Ντομίνγκο Καβάγιο, «υπερυπουργός» Οικονομίας, εφάρμοσε το σύστημα της μετατρεψιμότητας του πέσο σε δολάριο (1 πέσο προς ένα δολάριο) και το έγραψε στο Σύνταγμα. Αυτή η σταθερή ισοτιμία υπερτίμησε αυτόματα τα αργεντίνικα προϊόντα και είχε αρνητικές συνέπειες σε πολλές ντόπιες βιομηχανίες, οι οποίες στο εξής δυσκολεύονται να κάνουν εξαγωγές. Ταυτόχρονα, αυτό ευνόησε την αγορά ξένων προϊόντων, που εισέβαλαν στην εσωτερική αγορά και ανταγωνίζονται ολόκληρους τομείς της αργεντίνικης οικονομίας. Όλα αυτά αύξησαν την ανεργία, αλλά προκάλεσαν επίσης μια τοπική προσφορά αγαθών που αναχαίτισε τον πληθωρισμό. Προστιθέμενη στη χρηματοοικονομική, εμπορική και βιομηχανική συγκέντρωση, η νέα ισοτιμία ευνόησε ένα μοντέλο κατά βάση εισαγωγικό, στο οποίο κυριαρχούσε ένας περιορισμένος όμιλος υπερεθνικών επιχειρήσεων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ακόμη και εκεί, ένα αυξανόμενο εξωτερικό χρέος, οικονομικές προσαρμογές κάθε φορά πιο οδυνηρές, οι οποίες υποτίθεται ότι θα μείωναν το εμπορικό έλλειμμα και θα επιβράδυναν... τη χρέωση.
Αν πιστέψουμε τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους, η κακή διαχείριση των δημόσιων επιχειρήσεων ευθυνόταν για το φορολογικό έλλειμμα. Αλίμονο! Η ιδιωτικοποίηση των ανθηρών επιχειρήσεων του κράτους δεν εμπόδισε τα ελλείμματα να συνεχίσουν να αυξάνονται. Και το κράτος χρειάστηκε να δανειστεί και πάλι. Μια σημαντική αιτία του ελλείμματος είναι η φοροδιαφυγή των ξένων επιχειρήσεων, στην οποία προστίθενται η μικρή φορολογική πίεση στα υψηλά εισοδήματα, καθώς και οι τεράστιες μεταφορές δημόσιων πόρων στους μεγάλους οικονομικούς ομίλους, ιδιαίτερα στους χρηματοοικονομικούς τομείς. Διπλή λεηλασία Η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλειας και η μείωση των εισφορών που καταβάλλονται από την εργοδοσία συνιστούν ένα καλό παράδειγμα αυτής της πολιτικής. Στέρησαν το κράτος από περισσότερα από 8 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ένα ποσό που είναι κοντά στο έλλειμμα των δημόσιων λογαριασμών. (4) Αυτό το κράτος, το οποίο οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες υπόσχονταν ότι θα εξαγνίσουν, καθαρίζοντάς το από τα γραφειοκρατικά ελαττώματά του, μείωσε το μέγεθός του και το οικονομικό βάρος του, αλλά παρέμεινε υποταγμένο στη χειραγώγηση από τους μεγάλους χρηματοοικονομικούς ομίλους. Πράγματι, οι ιδιωτικοποιήσεις χάραξαν μια νέα οικονομική πραγματικότητα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αποικιοκρατική». (5)
Η διπλή λεηλασία, εξωτερική (αποπληρωμή του χρέους) και «εσωτερική» (υπερκέρδη των μεγάλων οικονομικών ομίλων), εξάντλησε σε μερικά χρόνια μια οικονομία που ήταν ήδη πολύ επιβαρημένη. Ανάμεσα στο 1997 και τον Ιούλιο του 2000, το ποσοστό της ανεργίας πέρασε από το 13,8% στο 15,4%. (6) Το 2000, ο αριθμός των φτωχών στο Μπουένος Άιρες και τα προάστια ξεπερνούσε τα 3,5 εκατομμύρια άτομα, ενώ πολλοί Πορτένιος -κάτοικοι της πρωτεύουσας- πάσχιζαν με δύο, ακόμη και με τρεις δουλειές, για να επιβιώσουν. Αν σ’ αυτό προσθέσουμε τις επαρχίες, κυρίως τις πιο απομακρυσμένες (Κοριέντες, Τσάκο, κ.λπ.) όπου συγκεντρώνεται η φτώχεια, στα τέλη του 20ού αιώνα η χώρα αριθμούσε 14 εκατομμύρια φτωχούς, πάνω από 3 εκατομμύρια απόκληρους και πάνω από 2 εκατομμύρια ανέργους. (7) Η ύφεση, προϊόν ενός καπιταλισμού που έχει μετατραπεί σε σύστημα λεηλασίας, δεν είναι καθόλου ένα συγκυριακό φαινόμενο, το οποίο μπορεί να αποδοθεί σε περιστασιακές αιτίες. Οι διθυραμβικές ψευδαισθήσεις που εκδηλώθηκαν από τους νεοφιλελεύθερους τα μακρινά χρόνια του ’90 δεν άντεξαν στην πραγματικότητα των γεγονότων. Οι υπουργοί Οικονομίας ταξιδεύουν στο εξής σε ταραγμένα νερά, προσπαθώντας απεγνωσμένα να επιβιώσουν, κάθε φορά όλο και πιο βραχυπρόθεσμα, ενώ εξαπλώνονται οι λαϊκές διαμαρτυρίες που απειλούν να μετατραπούν σε γενικευμένη εξέγερση.
Το Δεκέμβριο του 2000, μπροστά στο φόβο της διακοπής πληρωμών, η κυβέρνηση εξασφάλισε τη σωτηρία της χάρη σε ένα οικονομικό σωσίβιο συνολικού ύψους 39,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων (44,34 δισεκατομμύρια ευρώ), το οποίο «καθοδηγήθηκε» από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Η επίσημη προπαγάνδα επιχείρησε να παρουσιάσει αυτή τη φιάλη οξυγόνου ως μία «θωράκιση», η οποία θα επέτρεπε στην Αργεντινή να ανακτήσει την ανάπτυξή της. Η ψευδαίσθηση δεν κράτησε περισσότερο από μερικούς μήνες. Στις 2 Μαρτίου 2001 παραιτήθηκε ο υπουργός Οικονομίας Χοσέ Λουίς Ματσινέα και αντικαταστάθηκε από μια ακραία φιλελεύθερη ομάδα, η οποία επιχειρεί μια άγρια προσαρμογή, που βασίζεται σε βάναυσες περικοπές στα δημόσια έξοδα (ιδιαίτερα στην εκπαίδευση). Σαν αποτέλεσμα, δεν καταφέρνει παρά να προκαλέσει μια γιγαντιαία λαϊκή απάντηση (απεργίες, καταλήψεις δρόμων, κατάληψη πανεπιστημίων).
Πολιτικά απομονωμένος, και στο χαμηλότερο επίπεδο της δημοτικότητάς του, ο πρόεδρος Δε λα Ρούα καλεί τον Ντομίνγκο Καβάγιο, «πατέρα» της οικονομικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του καθεστώτος του Μένεμ, στο υπουργείο Οικονομίας, και τον καθιστά ουσιαστικά πρωθυπουργό του. Αφού αύξησε τη φορολογική πίεση (πράγμα που εντείνει την ύφεση), ο Καβάγιο προσπάθησε να εξασφαλίσει στη συνέχεια την αναχρηματοδότηση ενός σημαντικού μέρους του εξωτερικού χρέους. Το κατάφερε τελικά στις 4 Ιουνίου, χάρη στη μετατροπή 29,477 δισεκατομμυρίων δολαρίων (περίπου 34 δισεκατομμύρια ευρώ) βραχυπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου χρέους σε μακροπρόθεσμο. Ωστόσο, η Δικαιοσύνη ερευνά τη διαπραγμάτευση, που έχει στιγματιστεί από ενδείξεις διαφθοράς στην πληρωμή εξωφρενικών «προμηθειών» στους χρηματοοικονομικούς ομίλους οι οποίοι εμπλέκονται σ’ αυτή τη «μεγα-συναλλαγή».
Το Μπουένος Άιρες, επηρεασμένο από την ανησυχητική κατάσταση της Βραζιλίας (τον κύριο εμπορικό εταίρο του, που αντιμετωπίζει δυσκολίες εξαιτίας μιας σοβαρής ενεργειακής κρίσης) και τη σκιά μιας πτώσης της εμπορικής δραστηριότητας, αναγκάστηκε να περιοριστεί, στις 15 Ιουνίου, σε μια «εικονική υποτίμηση» του νομίσματός του. Μετά από μια δεκαετία σταθερής ισοτιμίας με το δολάριο, η οποία, προκαλώντας μια δυσβάσταχτη υπερτίμηση του πέσο, εμπόδισε τις εξαγωγές, το «εμπορικό πέσο», που έχει δημιουργηθεί τώρα, βλέπει την αξία του να μειώνεται κατά 8% σε σχέση με το «κανονικό πέσο» -το οποίο ανταλλάσσεται ακόμη με τη σταθερή ισοτιμία 1 πέσο προς 1 δολάριο. (8) Αυτό εισάγει έναν συμπληρωματικό παράγοντα αστάθειας σε μια κατάσταση που είναι ήδη πολύ ανησυχητική. Επιπλέον, ένας από τους μύθους του αργεντίνικου νεοφιλελευθερισμού της δεκαετίας του ’90 έχει πληγεί οριστικά: η αιώνια σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, καμάρι του πρώην προέδρου Μένεμ, την οποία ο Δε λα Ρούα είχε ορκιστεί να διατηρήσει, δηλώνοντας μάλιστα, όπως ο προκάτοχός του, ότι θα προτιμούσε να «δολαριοποιήσει» πλήρως την οικονομία παρά να υποτιμήσει το πέσο. Αυτή η νομισματική ψευδαίσθηση έκανε πολλούς Αργεντινούς να πιστέψουν ότι τα χρήματά τους είχαν σαν από θαύμα μετατραπεί σε δολάρια. Αντίθετα, κανείς δεν τους προειδοποίησε ότι η υπερτίμηση του πέσο επέτρεπε στις ξένες επιχειρήσεις να αποκεφαλαιοποιήσουν τη χώρα, η οποία, με τη σειρά της, χρεωνόταν κάθε μέρα και περισσότερο. (9)
Λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο, δεν τους προειδοποίησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που ανέφερε πάντοτε την Αργεντινή ως υπόδειγμα οικονομικής ορθοδοξίας, και το οποίο και πάλι, στις 22 Ιουνίου, μέσω του διευθυντή του των εξωτερικών σχέσεων Τόμας Ντόουσον, εξέφρασε την υποστήριξή του στο σχέδιο του Καβάγιο...
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»