Σε αυτά τα ερωτήματα, υπάρχουν πολλές φωνές που απαντούν αρνητικά -ασφαλώς στις τάξεις μιας δεξιάς που δεν πίστεψε ποτέ στη διαδικασία του Οσλο, αλλά επίσης στην αριστερά της πολιτικής σκακιέρας. Η κυριότερη φωνή είναι του πρώην πρωθυπουργού Εχούντ Μπάρακ, ο οποίος αποφάσισε να αποδώσει στους Παλαιστίνιους την ευθύνη για τη συντριπτική ήττα του στις εκλογές του 2001.
Αυτός, που είχε καταβάλει πραγματικές προσπάθειες για μια διευθέτηση με τη Συρία και τους Παλαιστίνιους και ο οποίος είχε την πρόθεση, σε περίπτωση νίκης, να επαναλάβει τις συνομιλίες με τον Αραφάτ για να συνεχίσει τη διαδικασία που είχε ξεκινήσει στη σύνοδο κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ -και συνεχίστηκε με τις προτάσεις του αμερικανού προέδρου Ουίλιαμ Κλίντον, το Δεκέμβριο του 2000, και έπειτα στις συνομιλίες της Τάμπα, τον Ιανουάριο του 2001- αποφάσισε ότι ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής δεν αποτελεί πια εταίρο.
Αυτή η αλλαγή δεν προκλήθηκε από την έκρηξη της δεύτερης Ιντιφάντα, ούτε ως συνέχεια των δυσκολιών στις πολιτικές συνομιλίες, αλλά από τη δική του ήττα στις εκλογές του Φεβρουαρίου 2001.
Ο Μπάρακ έγινε έτσι ο καλύτερος εκφραστής της δεξιάς και το πιο οξύ πρόβλημα για το στρατόπεδο της ειρήνης. Υπήρξε ένας από τους εμπνευστές του σοβαρού λάθους που διαπράχθηκε από το Εργατικό Κόμμα: τη συμμετοχή στην κυβέρνηση του Αριέλ Σαρόν. Ξεπέρασε ακόμη και το νέο πρωθυπουργό από τα δεξιά όταν τον επέκρινε γιατί έστειλε το γιο του και τον υπουργό του των Εξωτερικών στον Αραφάτ. Σύμφωνα με τον Μπάρακ, αφού ο Αραφάτ δεν είναι πια εταίρος, δεν υπάρχει λόγος να διατηρεί κανείς μαζί του οποιαδήποτε επαφή...
Από τις αποφάσεις της κυβέρνησης Σαρόν, σύμφωνα με τις οποίες, από τη μία πλευρά, ο Αραφάτ δεν είναι ο κατάλληλος συνομιλητής και, από την άλλη πλευρά, η Παλαιστινιακή Αρχή είναι μια οντότητα που υποστηρίζει την τρομοκρατία, πηγάζουν η ουσιαστική φυλάκιση του προέδρου Αραφάτ στη Ραμάλα και η απαγόρευση που του επιβλήθηκε να βγει από αυτήν, ακόμα και για να παρακολουθήσει τις τελετουργίες των Χριστουγέννων στη Βηθλεέμ: αφού ο παλαιστίνιος ηγέτης δεν πήρε τη στρατηγική απόφαση να καταλήξει σε μια συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ, κατά συνέπεια, είναι προτιμότερο να περιμένουμε ένα νέο παλαιστίνιο εταίρο ή ακόμη να επιταχύνουμε την εμφάνισή του.
Ορισμένοι ξένοι αξιωματούχοι, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, βιάστηκαν να υιοθετήσουν αυτή την προσέγγιση, κυρίως μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Και αυτοί εκτιμούν ότι ο Αραφάτ και το καθεστώς του είναι διεφθαρμένοι και συνδέονται με τη βία, όπως και με την τρομοκρατία: θα ήταν λοιπόν προτιμότερο για το Ισραήλ να επιμείνει στο «ρεαλιστικό» συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο δεν μπορεί να φτάσει μαζί του σε συμφωνία ειρήνης και συνεπώς πρέπει να βρεθεί άλλος συνομιλητής.
Το Ισραήλ θα διέπραττε τρομερό λάθος εάν υιοθετούσε μία τέτοια προσέγγιση. Η απόφαση σύμφωνα με την οποία ο Αραφάτ δεν είναι πραγματικός εταίρος θα μπορούσε να προκαλέσει καταστροφή στο Ισραήλ, να παραμερίσει για μια μακρά περίοδο κάθε ευκαιρία για ειρήνη και για φυσιολογική ζωή, να προκαλέσει την περαιτέρω επιδείνωση της εσωτερικής ασφάλειας και την επίταση του οικονομικού μαρασμού στον οποίο έχει βυθιστεί εξαιτίας αυτής της κρίσης. Επί είκοσι έξι χρόνια, το Ισραήλ προσπαθούσε να βρει έναν εταίρο για την ειρήνη, ο οποίος θα αναλάμβανε τον έλεγχο της Δυτικής Οχθης του Ιορδάνη και της Λωρίδας της Γάζας.
Τώρα που τον βρήκε, θα ήταν καλύτερο γι’ αυτό να μην τον εγκαταλείψει τόσο επιπόλαια.
Ο Χουσέιν, ο βασιλιάς της Ιορδανίας, ήταν πολύ φυσιολογικά ο κατάλληλος να αναλάβει τη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη, μετά τον πόλεμο του Ιουνίου 1967 τον οποίο επιχείρησε εναντίον του Ισραήλ και τον έχασε τελείως. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις του Λεβί Εσκόλ, της Γκόλντα Μέιρ και του Γιτζάκ Ράμπιν του πρότειναν μια συμφωνία η οποία στηριζόταν στην επιστροφή του 70% της Δυτικής Οχθης του Ιορδάνη. Αλλά ο μικρός βασιλιάς δεν δεχόταν παρά μόνο μια συμφωνία που θα στηριζόταν στη συνολική αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από αυτό το έδαφος.
Πάνω από είκοσι χρόνια μετά, στις 31 Ιουλίου 1988, διακήρυξε, σε έναν ιστορικό λόγο, ότι αποποιούνταν κάθε διεκδίκηση σε σχέση με τη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη και ότι αποδεχόταν να ιδρύσουν εκεί οι Παλαιστίνιοι το κράτος τους.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του 1978-1979 για το μέλλον του Σινά, με τον αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ αλ Σαντάτ, ο επικεφαλής της κυβέρνησης την εποχή εκείνη, Μεναχέμ Μπέγκιν, είχε προτείνει να επιστραφεί στην Αίγυπτο η Λωρίδα της Γάζας. Ο Σαντάτ αποποιήθηκε αυτή τη γενναιόδωρη προσφορά και διακήρυξε ότι άφηνε αυτό το έδαφος στους Παλαιστίνιους.
Το Ισραήλ δοκίμασε την τύχη του και με άλλους συνομιλητές. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ήλπιζε ακόμη ότι τοπικοί παλαιστίνιοι ηγέτες της Δυτικής Οχθης του Ιορδάνη θα ήταν έτοιμοι να αναλάβουν έναν εθνικό ρόλο. Ομως αυτοί οι άνθρωποι, όπως ο δήμαρχος της Χεβρώνας, σεΐχης Τζαάμπρι, αρνήθηκαν.
Στην αρχή της δεκαετίας του ’80, ο Σαρόν που ήταν τότε υπουργός Αμυνας, προσπάθησε να εγκαταστήσει ανάμεσα στους κατοίκους των αραβικών χωριών μια φιλοϊσραηλινή παλαιστινιακή οργάνωση που λεγόταν «Οι ενώσεις των χωριών» και είχε επικεφαλής τον Μουστάφα Ντουντίν. Η αποτυχία υπήρξε πλήρης, γιατί κανένας σοβαρός Παλαιστίνιος δεν ήταν διατεθειμένος να θεωρήσει αυτή την οργάνωση αντιπροσωπευτική των Παλαιστινίων: λίγο αργότερα η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε.
Οταν ξεκινούσε η Διάσκεψη της Μαδρίτης, το 1991, η κυβέρνηση του Γιτζάκ Σαμίρ επέμενε οι κάτοικοι της Δυτικής Οχθης και της Λωρίδας της Γάζας να εκπροσωπηθούν στο πλαίσιο μιας κοινής ιορδανοπαλαιστινιακής αντιπροσωπείας με επικεφαλής έναν ιορδανό εκπρόσωπο. Ηταν ωστόσο σαφές για όλο τον κόσμο ότι αυτοί οι Παλαιστίνιοι είχαν στενή επαφή με την ηγεσία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στην Τύνιδα και δέχονταν οδηγίες από τον Αραφάτ. Με άλλα λόγια, οι κάτοικοι των εδαφών δεν ήταν έτοιμοι να αναλάβουν ευθύνες σε εθνικό επίπεδο.
Χρειάστηκε να αρχίσουμε τις μυστικές συνομιλίες στο Οσλο, τον Ιανουάριο του 1993, για να απευθυνθούμε επιτέλους στην αντιπροσωπευτική παλαιστινιακή πλευρά, αυτή που ήταν διατεθειμένη να αναλάβει την ευθύνη της τύχης της Δυτικής Οχθης του Ιορδάνη και της Λωρίδας της Γάζας, και να ιδρύσει εκεί το κράτος του παλαιστινιακού λαού δίπλα στο κράτος του Ισραήλ. Το γεγονός ότι βρήκαμε την κατάλληλη «διεύθυνση» από την παλαιστινιακή πλευρά και ότι φτάσαμε σε μια συμφωνία με αυτό, το συνομιλητή αποτελεί μια σημαντική επιτυχία της διαδικασίας του Οσλο και μας προσφέρει την πραγματική ευκαιρία να θέσουμε τέλος στη σύγκρουση που μαστίζει τη Μέση Ανατολή.
Κατά τα εννέα τελευταία χρόνια, οι δύο πλευρές έκαναν σοβαρά λάθη και κανείς δεν είναι άμεμπτος σε αυτή την υπόθεση. Η συμφωνία ειρήνης του Οσλο δεν έγινε τελείως σεβαστή από τις δύο πλευρές. Το γεγονός ότι ο Αραφάτ δεν μπόρεσε να εμποδίσει την ανάπτυξη της δεύτερης Ιντιφάντα και η υπερβολική αντίδραση του Ισραήλ μας οδήγησαν σε ένα συναίσθημα αδιεξόδου.
Η Παλαιστινιακή Αρχή αποτελεί ένα ενδιαφέρον και σημαντικό πρώτο βήμα για την οικοδόμηση της παλαιστινιακής εξουσίας, αλλά έχει σοβαρά προβλήματα και τα λάθη της πρέπει να αναλυθούν. Σοβαρά ερωτήματα τίθενται όσον αφορά τις σχέσεις της με οργανώσεις που συνδέονται με αυτήν αλλά χρησιμοποιούν τη βία.
Τα αρνητικά αυτά φαινόμενα τροφοδοτούν τις απαιτήσεις αυτών που, στο Ισραήλ, προτιμούν να φτάσουν σε μια διευθέτηση με έναν άλλο εταίρο. Κάτι τέτοιο ωστόσο θα ήταν μια επικίνδυνη και ανεύθυνη απόφαση.
Ο Αραφάτ έκανε μία σειρά από στρατηγικές επιλογές, από το 1974 μέχρι τις συμφωνίες του Οσλο. Θα ήταν γελοίο να φαντάζεται κανείς ότι ο Αραφάτ πήρε την απόφαση να αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ με αντάλλαγμα μια θέση δημάρχου στη Γάζα ή τη Ραμάλα, υποχρεωμένου για κάθε μετακίνησή του να ζητάει την άδεια των Ισραηλινών, ενώ αυτή η απόφαση επέτρεψε στο Ισραήλ να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με την Ιορδανία το 1994, να εγκαθιδρύσει οικονομικές και πολιτικές σχέσεις με τα περισσότερα κράτη-μέλη του Αραβικού Συνδέσμου, να εγκαταστήσει αντιπροσωπείες στον Κόλπο και τη βόρεια Αφρική, να διευρύνει τις διπλωματικές σχέσεις του σε όλο τον κόσμο και να βελτιώσει ουσιαστικά την οικονομική κατάστασή του...
Οχι: αυτό που θέλει ο παλαιστίνιος ηγέτης είναι να φτάσει σε μια μόνιμη διευθέτηση με το Ισραήλ, η οποία θα του επιτρέψει να γίνει πρόεδρος του παλαιστινιακού κράτους του οποίου πρωτεύουσα θα είναι η Ιερουσαλήμ.
Ο Αραφάτ είναι ένας ηγέτης που δημιουργεί προβλήματα. Το παρελθόν του δεν του επιτρέπει να μεταμορφωθεί σε Μαχάτμα Γκάντι ή σε δαλάι λάμα, αλλά ούτε και ο Σαρόν είναι η μητέρα Τερέζα.
Θα ήταν εύκολο να τους «διαγράψουμε» και τους δύο από τον πολιτικό χάρτη και να περιμένουμε την επόμενη γενιά ηγετών. Μόνο που αυτό δεν θα σηματοδοτούσε το στάτους κβο αλλά ένα βούλιαγμα στη βία, την απόγνωση και τη φτώχεια.
Σε μερικά χρόνια, το Ιράν θα διαθέτει το πυρηνικό όπλο, και μια σύγκρουση στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να του χρησιμεύσει ως πρόσχημα για να χρησιμοποιήσει αυτό το όπλο. Σε μερικά χρόνια, οι Παλαιστίνιοι θα αποτελούν την πλειοψηφία στα δυτικά του ποταμού Ιορδάνη και, εάν, από σήμερα μέχρι τότε, τα σύνορα ανάμεσα στο Ισραήλ και το παλαιστινιακό κράτος δεν προσδιοριστούν, το Ισραήλ θα βρεθεί σε μια από τις πιο περίπλοκες καταστάσεις.
Η ανάγκη των δύο πλευρών να έχουν έναν εταίρο είναι ζωτική. Οι δύο λαοί είναι έτοιμοι να κάνουν ειρήνη και να πληρώσουν το τίμημά της. Κανένας από τους δύο δεν μπορεί να διαλέξει το γείτονά του, ούτε τον ηγέτη του γείτονά του. Στη θέση του Αραφάτ μπορεί να εμφανιστεί ένας ηγέτης από τις τάξεις του ακραίου ισλάμ, ο οποίος δεν θα είναι σύμφωνος να διαπραγματευθεί με το Ισραήλ, ή ένας μετριοπαθής ηγέτης που δεν θα διαθέτει το κύρος που διαθέτει ο Αραφάτ για να φτάσει σε μια ιστορική συμφωνία και να κάνει τις απαραίτητες παραχωρήσεις. Η μόνη ρεαλιστική επιλογή στη διάθεση των δύο πλευρών είναι συνεπώς να φτάσουν σε μια συμφωνία μεταξύ τους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.