«Είκοσι χιλιάδες τόνοι ξένων πυρηνικών αποβλήτων με αντάλλαγμα είκοσι δισεκατομμύρια δολάρια (22,5 δισ. ευρώ)» Αυτή τη συναλλαγή προτείνει εδώ και πολλά χρόνια ο Ρώσος υπουργός Ατομικής Ενέργειας. Ο Εβγκένι Αντάμοφ πέτυχε την άρση της απαγόρευσης εισαγωγής ξένων πυρηνικών αποβλήτων για να αποθηκευτούν και να ταφούν, η οποία είχε θεσπιστεί με το άρθρο 50 του νόμου για το περιβάλλον. Οι χώρες που επιθυμούν να απαλλαγούν από αυτά -η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν, αλλά επίσης και μερικές ανατολικές χώρες- μπορούν στο εξής να πραγματοποιήσουν την επιθυμία τους. Αντίθετα, φαίνεται ότι η Ελβετία υπαναχωρεί από το πρωτόκολλο που είχε υπογράψει με τη Ρωσία το 1998 και ο Γερμανός υπουργός Περιβάλλοντος Γιούργκεν Τριτίν γνωστοποίησε τον Ιούνιο του 2001 ότι η ΟΔΓ δεν επιθυμούσε πια να νομιμοποιήσει «αυτό το ανεύθυνο παιχνίδι με την υγεία και την ασφάλεια των Ρώσων πολιτών» (1).
Όλα αρχίζουν -ή ξαναρχίζουν (2) – στις 18 Ιουλίου 2000, όταν το Minatom, το υπουργείο Ατομικής Ενέργειας προτείνει στη Δούμα τρία νομοσχέδια που αποβλέπουν στην τροποποίηση της νομοθεσίας για να επιτραπεί «η εισαγωγή πυρηνικών αποβλήτων και υλικών, καθώς και ακτινοβολημένων καυσίμων, για να αποθηκευτούν, να ταφούν ή να υποστούν επανεπεξεργασία». Όμως, ένα από τα νομοσχέδια προβλέπει τη δημιουργία ενός ειδικού ταμείου για τον καθαρισμό των ζωνών που έχουν μολυνθεί από την ακτινοβολία η οποία εκλύθηκε από τα πυρηνικά πειράματα των τελευταίων πενήντα ετών. Και το Minatom προβάλλει δημόσια τα δολάρια που θα εισρεύσουν: 3,5 δισ. δολάρια θα διατεθούν στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό και 7 δισ. για τον καθαρισμό, ενώ τα υπόλοιπα 9 δισ. για την ανάπτυξη της πυρηνικής βιομηχανίας, η οποία, σύμφωνα με τον Αντάμοφ, αποτελεί το «καμάρι της χώρας». Και εγγύηση της οικονομικής ανεξαρτησίας της.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Romir, το Δεκέμβριο του 2000, το 94% των Ρώσων είναι αντίθετο με την άρση της απαγόρευσης εισαγωγής. Αυτό όμως δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη: στις 21 Δεκεμβρίου, η Δούμα ψηφίζει σε πρώτη ανάγνωση το νομοσχέδιο με 318 ψήφους υπέρ και 38 κατά (3) – θα το εγκρίνει σε δεύτερη ανάγνωση, στις 18 Απριλίου 2001, μετά από μια περίοδο δισταγμών. Στην τελευταία ανάγνωση, στις 6 Ιουνίου, ο αριθμός των ενθουσιωδών υποστηρικτών μειώνεται αισθητά: 243 βουλευτές ψηφίζουν υπέρ, 125 κατά.
Φτάνει τότε η σειρά του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας, το οποίο εκπροσωπεί τις περιφέρειες, να αποφανθεί γι’ αυτό το σχέδιο. Όμως, μια σειρά κυβερνήτες ή τοπικές Βουλές που βρίσκονται πιο κοντά στους πολίτες, εξέφρασαν την αντίθεσή τους. Ωστόσο, ο Ιγκόρ Στρόιεφ, ο πρόεδρος της Άνω Βουλής, που ενδιαφέρεται για την πολιτική σταδιοδρομία του, αναβάλλει την ψηφοφορία για τις 27 Ιουνίου, μετά την προθεσμία που δίνει το Σύνταγμα στο Συμβούλιο για να αποφανθεί. Με λίγα λόγια, οι κυβερνήτες απέφυγαν την αντιπαράθεση και απείχαν.
Απομένει ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος δεν έχει ακόμα εκφράσει τη γνώμη του δημόσια. Πριν υπογράψει, στις 21 Ιουλίου 2001, φροντίζει να συναντηθεί με «εκπροσώπους της κοινωνίας» που έχουν επιλεγεί προσεκτικά, τη στιγμή που ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές υμνούν τα ευεργετικά αποτελέσματα της ατομικής ενέργειας. Επιπλέον, δημιουργεί μια επιτροπή η οποία θα πρέπει να δίνει την έγκρισή της για κάθε εισαγωγή, αλλά αναθέτει την προεδρία της στον βραβευμένο με Νόμπελ Φυσικής Ζορές Αλφέροφ, ο οποίος είναι υπέρμαχος του σχεδίου. Ο υπουργός ανακοινώνει ότι, εάν όλα πάνε καλά, οι εισαγωγές θα μπορέσουν να αρχίσουν μετά από τρία χρόνια.
Οι οικολόγοι αντέδρασαν γρήγορα. Ένας επιπλέον λόγος γι’ αυτή την αντίδραση ήταν ότι το Κρεμλίνο φαινόταν αποφασισμένο να προλάβει να εξουδετερώσει όλους όσοι επιχειρούν να εμποδίσουν την ανεξέλεγκτη ρύπανση. Πράγματι, τον Ιούνιο του 2000, η Επιτροπή Περιβάλλοντος και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δασών, θλιβερά απομεινάρια του πρώην υπουργείου Προστασίας των Φυσικών Πόρων, ενσωματώθηκαν με προεδρικό διάταγμα στο υπουργείο Φυσικών Πόρων…
Η επίθεση ενάντια στους Πράσινους είχε αρχίσει νωρίτερα. Στις 20 Φεβρουαρίου του 2000, η αστυνομία πραγματοποιεί ταυτόχρονα έρευνες στα γραφεία οικολογικών οργανώσεων τριών διαφορετικών πόλεων. Οι αστυνομικοί φεύγουν από τα γραφεία της Ζιλιόνιι Μιρ (Πράσινος Κόσμος) στην Αγία Πετρούπολη, με έγγραφα που αφορούν την ατομική βιομηχανία. Τον επόμενο μήνα, η αστυνομία εισβάλλει στα γραφεία της Greenpeace στη Μόσχα με διαταγή (η οποία δεν επιβεβαιώνεται από τη Δικαιοσύνη) να τα σφραγίσει, με πρόσχημα τη φοροδιαφυγή.
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (η FSB, η οποία διαδέχτηκε την KGB) παρενοχλεί τα μέλη των αντιπυρηνικών οργανώσεων. Το Δεκέμβριο του 1999, η Αλίσα Νικούλινα, συντονίστρια της κοινής αντιπυρηνικής εκστρατείας της Ρωσικής Κοινωνικής και Οικολογικής Ένωσης (SOEZ) και της Προστασίας του Περιβάλλοντος, καλείται στην αστυνομία, στο πλαίσιο μιας έρευνας για τρομοκρατικές ενέργειες, και δέχεται απειλές. Τρεις μήνες νωρίτερα, ο Βλαντιμίρ Σλίβιακ, ένας από τους δύο προέδρους αυτού του προγράμματος, είχε υποστεί παρόμοια ανάκριση μέσα σε ένα αυτοκίνητο, στο οποίο τον είχαν επιβιβάσει διά της βίας. Ο Γκριγκόρι Πάσκο, στρατιωτικός δημοσιογράφος, ο οποίος σε μια πρώτη δίκη το 1999 (4) είχε καταδικαστεί για κατασκοπεία και εσχάτη προδοσία και στη συνέχεια αμνηστεύτηκε, καταδικάστηκε και πάλι, στα τέλη Δεκεμβρίου του 2001, σε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Όσον αφορά τον ειδικό σε θέματα πυρηνικού αφοπλισμού Ιγκόρ Σουτιαγκίν, βρίσκεται στη φυλακή εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας».
Ο «πόλεμος της ενημέρωσης» ανάμεσα στο Κρεμλίνο και τους οικολόγους έφτασε στο αποκορύφωμά του τον Ιούνιο του 2000. «Δεν θα υπάρξει ούτε καθαρισμός των μολυσμένων ζωνών, ούτε επανεπεξεργασία, ούτε οικονομικό όφελος για τον πληθυσμό», βροντοφωνάζουν οι οικολόγοι στις διαδηλώσεις τους. «Αν οι μολυσμένες ζώνες που αναφέρει ο υπουργός αποτελούν πράγματι ένα από τα οξύτερα περιβαλλοντικά ζητήματα της χώρας, θα χρειάζονταν τουλάχιστον 200 δισ. δολάρια (225 δισ. ευρώ) για την αποκατάσταση των βλαβών», εξηγεί ο Αλεξέι Γιαμπλόκοφ, πρώην σύμβουλος του προέδρου Γέλτσιν για οικολογικά ζητήματα και συντονιστής σήμερα της εκστρατείας του SOEZ. Ωστόσο, οι νόμοι που ψηφίστηκαν δεν διευκρινίζουν καθόλου τον τρόπο της χρηματοδότησης.
Οι οικολόγοι υπενθυμίζουν επίσης ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή μόνο ένας χώρος επανεπεξεργασίας: το συγκρότημα «Μάγιακ» στα Ουράλια. Όμως, όπως υποστηρίζει η Νικούλινα, αυτό το κέντρο έχει τη δυνατότητα επεξεργασίας μόνο 200 τόνων αποβλήτων ετησίως, από τους 14.000 τόνους που είναι στοιβαγμένοι σε χώρους αποθήκευσης που δεν είναι αξιόπιστοι, ή «απλούστατα, βρίσκονται ακόμα και θαμμένοι κάτω από τη γη, χωρίς καμία άδεια». Θα χρειαστεί λοιπόν να κατασκευαστούν νέοι χώροι αποθήκευσης, στους οποίους -σύμφωνα με την εκτίμηση της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Novaia Gazeta»- «θα “ξεχαστούν” τα απόβλητα χωρίς ποτέ κανείς να έρθει να τα παραλάβει» (5). Οι ειδικευμένοι δημοσιογράφοι και οι οικολόγοι αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα υλοποίησης των προγραμμάτων επανεπεξεργασίας, παρά τις ενθουσιώδεις δηλώσεις του υπουργού, σύμφωνα με τις οποίες το ακτινοβολημένο καύσιμο δεν αποτελεί απόβλητο αλλά, αντίθετα, μια πρώτη ύλη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά και να μεταπωληθεί (6).
Ραδιενεργά δολάρια
Είναι αλήθεια ότι αυτό το υπουργείο χαρακτηρίζεται από μυστικοπάθεια. Ο Αλεξάντρ Ρουμιάντσεφ, ο οποίος διαδέχτηκε τον Αντάμοφ (που απομακρύνθηκε όταν κατηγορήθηκε από τη Δούμα για οικονομικές ατασθαλίες), είναι και αυτός ένθερμος οπαδός της νομιμοποίησης της εισαγωγής. Εξάλλου, μέχρι την προαγωγή του σε υπουργό, διεύθυνε το Ινστιτούτο Κουρτσάτοφ, ένα κέντρο πυρηνικών ερευνών που προκάλεσε σάλο στις αρχές Απριλίου του 2001, γιατί στις εγκαταστάσεις του -στο κέντρο της πρωτεύουσας- βρίσκονταν αποθηκευμένοι… 2.000 τόνοι πυρηνικών αποβλήτων! Δεν είναι καθόλου περίεργο που υπάρχουν υποψίες ότι το υπουργείο του -το οποίο διατηρεί στενές σχέσεις με τον ισχυρό χρηματοοικονομικό όμιλο MDM και πολιορκείται αυτή τη στιγμή από τον όμιλο Alfa, που έχει ευνοηθεί ιδιαίτερα από την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία- επιθυμεί να υπεξαιρέσει σημαντικό μέρος των κονδυλίων για την επανεπεξεργασία των αποβλήτων και ελπίζει να διαθέσει το υπόλοιπο, όπως έχει προβλεφθεί, για την κατασκευή τριάντα ακόμα πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας και για την κατασκευή του πρώτου πλωτού σταθμού παραγωγής ενέργειας στον κόσμο.
Ένα μέρος αυτού του ποσού θα μπορούσε να επιτρέψει την επιτάχυνση της ανάπτυξης πυρηνικών πυρομαχικών νέας γενιάς, που προορίζονται να επιτρέψουν τη διεξαγωγή περιορισμένων πυρηνικών πολέμων: σύμφωνα με τη «Moskovskie Novosti» (7) , «σε δέκα χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης αντιτρομοκρατικής επιχείρησης, θα εκραγεί μια μικρή βόμβα. Θα κάνει να σωπάσουν μονομιάς όλοι οι τρομοκράτες και να εξαφανιστούν οι κατσίκες τους, οι αγελάδες τους, τα λαχανικά τους και όλα τα μικροπράγματά τους». Αυτή η επιλογή επιβεβαιώνεται από την τελευταία εκδοχή του στρατιωτικού δόγματος της χώρας που ενέκρινε ο Πούτιν στις 10 Ιανουαρίου 2000, το οποίο επιτρέπει την προσφυγή στα πυρηνικά όπλα «στην περίπτωση που όλες οι άλλες δυνάμεις και τα μέσα για την αντιμετώπιση της κατάστασης έχουν εξαντληθεί ή αποδειχθεί αναποτελεσματικά».
Σύμφωνα με τον Σλίβιακ, το Minatom γνωρίζει ότι, στην πράξη, αδυνατεί να διαχειριστεί το πρόγραμμα εισαγωγής αποβλήτων: «Τα σημερινά προβλήματα, του αρκούν. Όμως, σε αυτή τη συγκυρία της οικονομικής κρίσης, υπερίσχυσε η επιθυμία μιας σειράς επαγγελματιών να σώσουν τους πυρηνικούς αντιδραστήρες της χώρας, στην οποία προστίθενται τα αχόρταγα συμφέροντα των τραπεζών που κρύβονται πίσω από την Minatom. Έτσι, απλούστατα, τα απόβλητα θα ταφούν, ενώ τα χρήματα του προϋπολογισμού θα κατευθυνθούν, από τη μια πλευρά στη διάσωση της ρωσικής πυρηνικής βιομηχανίας και από την άλλη στις τσέπες των υπαλλήλων του υπουργείου και των τραπεζιτών».
Στις 23 Ιανουαρίου του 2001, η οργάνωση Προστασία του Περιβάλλοντος δημοσιεύει μια ανησυχητική έκθεση για τους κινδύνους της μεταφοράς πυρηνικών υλικών: η νομοθεσία δεν είναι σύμφωνη με τις διεθνείς προδιαγραφές, η χώρα χρησιμοποιεί ξεπερασμένα κοντέινερ μεταφοράς πυρηνικών υλικών, η περιφερειακή και η ομοσπονδιακή νομοθεσία δεν συμφωνούν, οι κανόνες για τη χορήγηση αδειών στους μεταφορείς παραβιάζονται, το προσωπικό δεν είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο, και δεν προστατεύεται, το 40% των τρένων που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά είναι ελαττωματικό κ.λπ.
Αυτά τα συμπεράσματα δίνουν μια εικόνα για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ρωσική πυρηνική βιομηχανία. Μολονότι η χώρα διαθέτει ένα εντυπωσιακό επιστημονικό δυναμικό, αυτή η βιομηχανία κινείται μέσα σε ένα ασταθές πλαίσιο, στο οποίο κυριαρχούν εδώ και δεκαετίες η διαφθορά, η ανευθυνότητα και η χρόνια έλλειψη κονδυλίων.
Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, και οι επτά πιο επικίνδυνοι πυρηνικοί σταθμοί στον κόσμο βρίσκονται όλοι στην περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (8). Τον Ιούνιο του 2000, οι οικολόγοι είχαν καταθέσει μια επίσημη αίτηση για την οργάνωση εθνικού δημοψηφίσματος για το ζήτημα των αποβλήτων και για την επανακαθιέρωση πραγματικών κυβερνητικών οργάνων για την προστασία του περιβάλλοντος. Για τέσσερις μήνες κινητοποιούνται παντού για τη συλλογή των δύο εκατομμυρίων υπογραφών που απαιτεί το Σύνταγμα. Στις 25 Οκτωβρίου καταθέτουν 2,5 εκατομμύρια υπογραφές στην Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, η οποία, ένα μήνα αργότερα, απορρίπτει 800.000, επικαλούμενη γελοίους λόγους. Οι Πράσινοι καταθέτουν μια προσφυγή που απορρίπτεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο το Μάρτιο του 2001.
Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2000 είχαν επιτύχει μια σημαντική νίκη με τον «καταυλισμό δράσης» που είχαν εγκαταστήσει στα περίχωρα του κέντρου επανεπεξεργασίας του Μάγιακ, κοντά στο Τσέλιαμπινσκ, στα Ουράλια. Από τις 23 Ιουλίου έως τις 5 Αυγούστου, 60 περίπου αντιπρόσωποι οργανώσεων από δέκα ρωσικές πόλεις, αλλά και από ξένες χώρες όπως η Αυστρία ή η Σλοβακία, είχαν εγκαταστήσει τις σκηνές τους σε μια από τις πιο μολυσμένες περιοχές των περιχώρων του συγκροτήματος, η οποία δεν αναγνωρίζεται επίσημα ως μολυσμένη ζώνη. Με αυτόν τον τρόπο, το SOEZ, η Προστασία του Περιβάλλοντος και δύο τοπικές οργανώσεις επιδίωκαν να προσελκύσουν την προσοχή στην κατάσταση της υγείας των κατοίκων των μολυσμένων ζωνών, να διαδηλώσουν ενάντια στην εισαγωγή αποβλήτων και στην αποθήκευσή τους στο Μάγιακ και, τέλος, να αντιταχθούν στην κατασκευή ενός νέου πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας στα νότια των Ουραλίων.
Ενώ ορισμένοι επιστήμονες του πανεπιστημίου του Νοβοσιμπίρσκ (Δυτική Σιβηρία) μετρούσαν το επίπεδο της ραδιενέργειας, οι οικολόγοι διαδήλωναν στην πόλη. Στις 3 Αυγούστου, τριάντα περίπου οικολόγοι απέκλεισαν την είσοδο του μεγάρου του κυβερνήτη, ο οποίος τελικά τους δέχτηκε και, στις 8 Αυγούστου, αρνήθηκε την αποθήκευση ξένων αποβλήτων στο Μάγιακ και δήλωσε ότι θα είναι αντίθετος με την εισαγωγή αποβλήτων όσο δεν θα προβλέπεται στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2001 ένα πρόγραμμα για την κοινωνική αποκατάσταση των κατοίκων της περιοχής.
Η αμφισβήτηση θα ενταθεί μετά την ψήφο των ομοσπονδιακών βουλευτών υπέρ του σχεδίου, το Δεκέμβριο του 2000. Στις 15 Ιανουαρίου 2001 πραγματοποιούνται ταυτόχρονα διάφορες εκδηλώσεις σε δέκα πόλεις, στα πιο διαφορετικά σημεία της Ρωσίας. Στο Τομσκ, μοιράζουν «ραδιενεργά δολάρια» και ενημερώνουν τον πληθυσμό για τα μέσα που διαθέτει για να ασκήσει πίεση. Στο Ιρκούτσκ, συγκεντρώνουν υπογραφές που προορίζονται για την τοπική Δούμα. Στο Σάρατοφ, το Οικολογικό Θέατρο δίνει παράσταση στο δρόμο. Στο Νίζνι-Νοβγκορόντ, οι οικολόγοι του Ντροντ μοιράζουν ταχυδρομικές κάρτες με τη διεύθυνση των ομοσπονδιακών βουλευτών -αυτή η πρωτοβουλία έχει επιτυχία: στους μήνες που ακολουθούν στέλνονται χιλιάδες κάρτες και, λίγες ημέρες μετά τη διαδήλωση, ο κυβερνήτης, ενόψει των επερχόμενων εκλογών, δηλώνει ότι είναι αντίθετος με την εισαγωγή πυρηνικών αποβλήτων. Μολονότι ο πληθυσμός κατεβαίνει ελάχιστα στο δρόμο -επειδή φοβάται την αστυνομία ή αμφιβάλλει για την επιρροή του- η δυσαρέσκεια εκφράζεται μέσα από τις δημοσκοπήσεις, τις τηλεοπτικές εκπομπές ή την αποστολή επιστολών. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα, το Μάρτιο του 2001, να ψηφίσει ενάντια στο σχέδιο το ένα τρίτο σχεδόν των τοπικών Βουλών.
Όλον αυτό τον καιρό, οι μεγάλες οικολογικές οργανώσεις αναπτύσσουν διεθνείς πρωτοβουλίες. Μεταφέρουν τον πόλεμο της ενημέρωσης μέχρι την Ταϊβάν ή την Ιαπωνία, στις οποίες τα μέσα ενημέρωσης ισχυρίζονται ότι η εξαγωγή αποβλήτων προς τη Ρωσία είναι νόμιμη. Το SOEZ οργανώνει επίσης μια εκστρατεία με στόχο να πνίξει στα φαξ τους Ρώσους βουλευτές. Σε αυτή την εκστρατεία συμμετέχουν οικολογικές οργανώσεις από το Καζακστάν (του οποίου η Βουλή εξετάζει το ενδεχόμενο της νομιμοποίησης της εισαγωγής αποβλήτων), την Ελλάδα, τη Μεγάλη Βρετανία και το Κιργιστάν.
Ακόμα και μέσα στη Δούμα ορισμένοι βουλευτές του φιλελεύθερου κόμματος Γιαμπλόκο του Γκρεγκόρι Γιαβλίνσκι και της Ένωσης των Δυνάμεων της Δεξιάς (SPS), οι οποίοι είναι αντίθετοι με το σχέδιο, προσπαθούν να μετριάσουν τις συνέπειες αυτών των νομοθετικών κειμένων, με την κατάθεση τροπολογιών. Μία από αυτές προβλέπει την έγκριση κάθε σύμβασης από τη Δούμα. Μια άλλη ζητάει την υποχρεωτική επιστροφή των αποβλήτων μετά την επανεπεξεργασία τους στις χώρες προέλευσή τους. Καμία από αυτές δεν ψηφίζεται.
Στις 15 Φεβρουαρίου του 2001, στη Μόσχα, με πρωτοβουλία των SOEZ, της Προστασίας του Περιβάλλοντος και του κόμματος Γιαμπλόκο, 200 άτομα διαδηλώνουν και πάλι μπροστά στη Δούμα. Ο Αμάν Τουλέγεφ, ο ιδιαίτερα δημοφιλής κυβερνήτης της περιφέρειας του Κεμέροβο (Δυτική Σιβηρία), δηλώνει ότι είναι εξοργισμένος από αυτό το σχέδιο. Στις αρχές Μαρτίου, ο πρόεδρος Πούτιν λαμβάνει μια επιστολή υπογεγραμμένη από 600 οργανώσεις πολιτών από ολόκληρη τη Ρωσία. Στις 22 Μαρτίου, στην υπόθεση ανακατεύεται και η Greenpeace: ενώ δύο νεαρές κοπέλες ντυμένες με λευκούς χιτώνες αποσπούν την προσοχή των φυλάκων στην είσοδο της Δούμας, δύο συνεργοί τους σκαρφαλώνουν στους τοίχους και αναρτούν ένα τεράστιο πανό στα παράθυρα του κτιρίου. Την επόμενη, οι εφημερίδες εκφράζουν ανησυχία για τη μειωμένη αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας ασφάλειας των εκπροσώπων του λαού…
Το σκάνδαλο Alpha
Στις 18 Απριλίου 2001, μέλη της Khraniteli Radougi (9) , μιας άλλης οικολογικής οργάνωσης, αλυσοδένονται στις πόρτες της Δούμας. Το Μάιο, πριν την τρίτη ανάγνωση, το κύμα διαδηλώσεων δεν μειώνεται. Ως αποκορύφωμα θα πρέπει να αναφερθούν οι 200.000 υπογραφές που συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του Ιρκούτσκ, αλλά επίσης και η έντονη κινητοποίηση των κατοίκων του Νοβοροσίσκ: οι αρχές αυτού του λιμανιού, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά δασικών προϊόντων, συμφώνησαν, σε θεωρητική βάση, με το Minatom για τη διέλευση των πυρηνικών αποβλήτων. Στη συνέχεια, τον Ιούνιο, εννέα μέλη της Ακαδημίας Επιστημών γράφουν μια ανοιχτή επιστολή στον πρόεδρο, στην οποία εκφράζουν τη διαφωνία τους.
Να τι απάντησε ο υπουργός Ατομικής Ενέργειας στους οικολόγους, κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής εκπομπής, στα τέλη Μαρτίου του 2001: «Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν από τις συνέπειες της ακτινοβολίας. Αντίθετα, εξαιτίας των όσων λέτε, συμβαίνει να περάσουν μια θηλιά στο λαιμό τους και να κρεμαστούν. Και -πρόκειται για γεγονός διαπιστωμένο από τους γιατρούς- υπήρξαν πολλές αυτοκτονίες ανάμεσα στα μέλη των συνεργείων που εργάστηκαν στα ερείπια του Τσέρνομπιλ». «Η μάζα που δεν έχει γνώσεις δεν θα πρέπει να έχει λόγο», εξήγησαν επίσης στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια της πρώτης ολομέλειας του Ρωσικού Οικολογικού Κογκρέσου, το οποίο δημιουργήθηκε από το Κρεμλίνο για να αντιταχθεί στο δημοψήφισμα.
Κι όμως, τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ρωσία είδε με τρόμο την άφιξη ενός φορτίου 41 τόνων πυρηνικών αποβλήτων από τη Βουλγαρία, τα οποία προορίζονταν για επανεπεξεργασία, αλλά κατευθύνθηκαν προσωρινά στο κέντρο αποθήκευσης του Κράσνογιαρσκ. Εκτός από το γεγονός ότι η σύμβαση δεν συνοδευόταν από την πραγματογνωμοσύνη που απαιτεί ο νόμος (10) , σημαδεύτηκε από ένα νέο σκάνδαλο. Πράγματι, η εταιρεία που ορίστηκε από τον βουλγαρικό πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας ως ενδιάμεσος για την πληρωμή, δεν υφίσταται πλέον από τον Μάρτιο του 2001, αλλά παραμένει εγγεγραμμένη ως χρηματοδότης. Όμως, αυτή η υπεράκτια εταιρεία, η Energy Invest and Trade, συνδέεται στενά με τον περιβόητο όμιλο Alfa, του οποίου η τράπεζα κατόρθωσε να της ανατεθεί πέρυσι η διαχείριση των λογαριασμών του Minatom, και συνεπώς και της βουλγαρικής σύμβασης…
Μερικές ώρες πριν από το πέρασμα της αμαξοστοιχίας που μετέφερε αυτό το φορτίο αποβλήτων, εκτροχιάστηκαν δεκαπέντε βαγόνια ενός άλλου τρένου, προκαλώντας ζημιές σε 350 μέτρα γραμμών. Ο Σλίβιακ υπολόγισε ότι «εάν όντως πραγματοποιηθούν οι 670 αποστολές φορτίων αυτού του τύπου, η μεταφορά των 20.000 τόνων αποβλήτων στη Σιβηρία θα απειλήσει τη ζωή χιλιάδων κατοίκων που ζουν κατά μήκος του υπερσιβηρικού». Αυτή τη στιγμή ετοιμάζονται τρία τοπικά δημοψηφίσματα γι’ αυτό το θέμα. Θα αρνηθούν άραγε ακόμα μια φορά στο ρωσικό πληθυσμό το δικαίωμα να προβάλλει τις θέσεις του για τόσο σημαντικές αποφάσεις; Για την Αλίσα Νικούλινα, το διακύβευμα είναι προπαντός δημοκρατικής φύσεως.
Οι Ρώσοι δεν γελιούνται. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του Romir, τον Ιούνιο του 2001, το ένα τρίτο των Μοσχοβιτών πιστεύει ότι η απόφαση της Δούμας ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ξένων κατόχων των αποβλήτων, το 19,6% πιστεύει ότι αφορά τα συμφέροντα του Minatom, το 17,8% ότι αφορά τα συμφέροντα της ρωσικής κυβέρνησης, και μόνο το 4% των κατοίκων της πρωτεύουσας εκτιμά ότι πρόκειται για το συμφέρον ολόκληρου του πληθυσμού της Ρωσίας.