el | fr | en | +
Accéder au menu

Τα κουρδικά τοπία πριν από τη μάχη

Εάν υπάρχει μια περιοχή στην οποία αναμένεται με ανυπομονησία η αμερικανική επέμβαση ενάντια στο Ιράκ, αυτή είναι το Κουρδιστάν. Οι ιρακινοί Κούρδοι ονειρεύονται τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής και λαϊκής Δημοκρατίας που θα εγγυάται τα δημοκρατικά δικαιώματα, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν επιτέλους να απολαύσουν πλήρως την αυτονομία που τους υποσχέθηκαν εδώ και τριάντα και πλέον χρόνια. Οι Κούρδοι του Ιράν αρχίζουν να ελπίζουν ότι θα αποκτήσουν μεγαλύτερη συμμετοχή στην κεντρική εξουσία. Όσον αφορά δε τους Κούρδους της Τουρκίας, οι οποίοι πρόσφατα κατόρθωσαν να αποκτήσουν κάποια νέα δικαιώματα, ποντάρουν στη μεταδοτικότητα που θα μπορούσε να έχει το καινούριο ιρακινό «μοντέλο». Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα να αποδειχτεί ότι αυτή η ελπίδα ήταν μια αυταπάτη.

Η πόλη του Βαν, η οποία βρίσκεται κοντά στο Ιράν, είναι χτισμένη στις πλαγιές που υψώνονται πάνω από τις όχθες της λίμνης, η οποία, με έκταση 37.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, αποτελεί μια πραγματική εσωτερική θάλασσα. Μετά το τέλος των συγκρούσεων ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και τους αντάρτες του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), η ανακούφιση είναι εμφανής σε ολόκληρη την περιοχή, η οποία εξακολουθεί να ελέγχεται στενά από τις ένοπλες δυνάμεις.

«Ο στρατός βρίσκεται εδώ απλώς και μόνο επειδή είμαστε Κούρδοι, και επειδή αυτό δεν είναι καλό», σχολιάζει σαρκαστικά ο Χαμντί Ντεμίρ, ηγετικό στέλεχος του Hadep, ενός φιλοκουρδικού κόμματος που απειλείται με διάλυση. Πρόκειται για έναν εξηντάρη με άψογο κουστούμι, ύφος σοφού και απλό και εύστοχο λόγο.

Από το μικρότερο χωριό ώς τις μεγάλες πόλεις, δεν υπάρχει ούτε μια στέγη χωρίς δορυφορική κεραία. Στην ανατολική Τουρκία, οι κουρδικές οικογένειες βλέπουν Medya TV, ένα τηλεοπτικό σταθμό, ο οποίος -σύμφωνα με την Άγκυρα- είναι «φιλικά προσκείμενος στο ΡΚΚ». Από στρατιωτική άποψη, η Άγκυρα έχει κερδίσει το παιχνίδι. Μετά τη σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν το 1999 και την έκκληση που απηύθυνε στους μαχητές του για κατάπαυση του πυρός, οι αντάρτες του ΡΚΚ που είχαν βγει στο βουνό στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εγκατέλειψαν τη χώρα και αναδιπλώθηκαν στο βόρειο Ιράκ.

Ωστόσο, το τουρκικό κράτος έχασε τον πόλεμο της ενημέρωσης, αφού επί χρόνια προσπαθούσε να κατάσχει τις δορυφορικές κεραίες. Ο στρατός ελέγχει τους δρόμους, όχι όμως και τις τηλεοπτικές συχνότητες.

Σε ένα δωμάτιο, του οποίου οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με χαλιά και με πορτρέτα κουρδικών προσωπικοτήτων, μια δεκαριά φοιτητές, αγόρια και κορίτσια, πίνουν τσάι και διηγούνται την ιστορία της κινητοποίησής τους για την κουρδική γλώσσα, η οποία τον περασμένο χειμώνα εξαπλώθηκε σε πενήντα περίπου πανεπιστήμια.

«Το αίτημά μας είναι απλό», εξηγεί ο εικοσάχρονος Χουσεΐν. «Θέλουμε να έχουμε το δικαίωμα να μαθαίνουμε τα κουρδικά ως δεύτερη γλώσσα, όπως τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα φαρσί (περσικά) ή τα αραβικά. Για μας, δεν τίθεται θέμα να μετατρέψουμε την κουρδική γλώσσα σε κύρια γλώσσα της εκπαίδευσης, εις βάρος της τουρκικής. Η κυβέρνηση είναι εκείνη που παρουσιάζει με αυτόν τον τρόπο το αίτημά μας, για να μας δυσφημίσει. Στο Βαν, συγκεντρώσαμε δύο χιλιάδες υπογραφές. Θελήσαμε να τις παραδώσουμε στον πρόεδρο του πανεπιστημίου. Ωστόσο, αυτός απαίτησε να κάνει καθένας από όσους υπέγραψαν την έκκλησή μας ένα ξεχωριστό, ατομικό διάβημα».

Η καταδικαστική απόφαση ακολούθησε δύο μήνες αργότερα: «το κίνημά σας αποτελεί εκστρατεία του ΡΚΚ». Αρκετοί από τους εμπνευστές του φυλακίστηκαν και διώχτηκαν από το πανεπιστήμιο. Μετά την απεργία πείνας του Μαΐου, ορισμένοι από αυτούς δικάστηκαν από το Δικαστήριο Εθνικής Ασφαλείας της Κωνσταντινούπολης. Η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε τον Αύγουστο.

Ωστόσο, το κοινοβούλιο της Άγκυρα είχε εν τω μεταξύ αναγνωρίσει το δικαίωμα της εκμάθησης των «μειονοτικών» γλωσσών, ψηφίζοντας στις 3 Αυγούστου μια δέσμη μέτρων για την εναρμόνιση των νόμων και του συντάγματος με τα «κριτήρια της Κοπεγχάγης», δηλαδή τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι υποψήφιες για ένταξη χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, σύμφωνα με το επίσημο νομοθετικό κείμενο, η διδασκαλία των «γλωσσών και των ντοπιολαλιών (!) που μιλούν οι τούρκοι πολίτες» -η λέξη κουρδικός αποτελεί έναν όρο ταμπού- θα παραμείνει ιδιωτική και τα μαθήματα «δεν πρέπει να αντιβαίνουν στις αρχές, στο σύνταγμα και στους νόμους της Τουρκικής Δημοκρατίας, ούτε και να θέτουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα της χώρας και του έθνους». Αυτές οι δύο διευκρινίσεις μπορεί να εκμηδενίσουν το περιεχόμενο των νέων νόμων.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, οι συνομιλητές μας αναρωτιούνται για την αλλαγή της στρατηγικής του ΡΚΚ. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν παρακολουθήσει μέσα από το Medya TV όλα τα επεισόδια της μετάλλαξης του παράνομου κόμματος. Το τέλος της εποχής του αντάρτικου και την αντικατάστασή του από μια στρατηγική για την προώθηση του εκδημοκρατισμού στις τέσσερις χώρες όπου ζουν Κούρδοι (Τουρκία, Ιράκ, Συρία, Ιράν). Η ίδρυση του Kadek (Κογκρέσο του Κουρδιστάν για τη Δημοκρατία) μάλλον τους εξυπηρετεί. «Ο κόσμος αλλάζει, πρέπει να ζούμε στους ρυθμούς της εποχής μας», σχολιάζει ο Τζεμάλ, ο οποίος έχει βυθιστεί στην ανάγνωση του βιβλίου που έγραψε ο Οτσαλάν στο κελί του, στο νησί του Ιμραλί.

Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που ίσχυε επί δεκαετίες στις κουρδικές περιοχές τερματίστηκε στις 20 Ιουνίου του 2002, τρία χρόνια μετά το τέλος του αντάρτικου, αν και δόθηκε παράταση τεσσάρων μηνών για τις επαρχίες του Ντιγιαρμπακίρ και του Σιρβάν. Ωστόσο, είναι αδύνατο να δει κανείς τη διαφορά. Στο Μπινγκόλ, τριάντα περίπου πολιτικές οργανώσεις και σύλλογοι κατέληγαν στις 2 Ιουλίου σε ένα κοινό συμπέρασμα: «Αν και η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έχει τερματιστεί στην περιοχή εδώ και τρία χρόνια, η καταστολή ενάντια στους δημοκρατικούς θεσμούς και οργανώσεις συνεχίζεται».

Στο Βαν, η ανεργία φτάνει το 80%. Οι χωρικοί που διώχτηκαν από την ύπαιθρο στοιβάζονται σε στρατόπεδα στις πόλεις. Στην περιοχή, καταστράφηκαν 520 χωριά επειδή κατηγορήθηκαν ότι υποστήριζαν το αντάρτικο: η επιστροφή των χωρικών στη γη τους επιτράπηκε μόνο σε 90 περιπτώσεις. Η Άγκυρα επιθυμεί να μεταστεγάσει τους κατοίκους που διώχτηκαν από τα υπόλοιπα χωριά σε καινούρια κτιριακά συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν για να στεγάσουν μαζί τούς κατοίκους αρκετών χωριών, συχνά μακριά από τη γη που καλλιεργούσαν προηγουμένως. Οι κάτοικοι αρνούνται και μένουν στην πόλη, αδρανείς και ανίκανοι να ξαναρχίσουν τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία που αποτελούν τους σημαντικότερους οικονομικούς πόρους της περιοχής.

Η μαφία και οι φατρίες

Οι παραστρατιωτικές ομάδες των «φυλάκων των χωριών», οι οποίες δημιουργήθηκαν από φιλοτουρκικές κουρδικές φατρίες και οι οποίες είχαν αναλάβει το κυνήγι των ανταρτών, εξακολουθούν να είναι ενεργές και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν καταπατήσει τη γη των εκτοπισμένων οικογενειών, πράγμα που υποδαυλίζει τη δυσαρέσκειά τους.

Ο εικοσαετής πόλεμος και οι δεκαετίες της στρατοκρατίας και του ειδικού καθεστώτος που επιβλήθηκε στην περιοχή εξέθρεψαν μια γραφειοκρατική και στρατιωτική Λερναία Ύδρα, στα πλοκάμια της οποίας έχει φωλιάσει η μαφία και οι φατρίες. Από την εποχή που τελείωσε τα αντάρτικο, η προσαρμογή αυτών των καιρών στην εποχή της ειρήνης αποδεικνύεται δύσκολη. Είναι εχθρικοί σε οποιαδήποτε παραχώρηση εξουσίας στους Κούρδους μέσα στα όρια της περιοχής τους και, κατ’ επέκταση, στη συμμετοχή τους στην κεντρική εξουσία της Άγκυρα, μέσα στο πλαίσιο των θεσμών της Τουρκικής Δημοκρατίας. Οι πρόωρες εκλογές που έχουν προκηρυχθεί στην Τουρκία στις 3 Νοεμβρίου θα επιτρέψουν, άραγε, να υπάρξει σύμπτωση της πλειοψηφίας που επιθυμούν οι εκλογείς των ανατολικών περιοχών της χώρας και της θεσμικής πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο;

Το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ, μετριοπαθές ισλαμικό κόμμα) και το Dehap, το φιλοκουρδικό κόμμα που διαδέχθηκε το Hadep, το οποίο απειλείται με απαγόρευση, εμφανίζονται σε καλή θέση στις δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, οι υποψηφιότητες πολλών ηγετικών στελεχών τους ακυρώθηκαν. Γιατί αυτός ο συνδυασμός εκνευρίζει ιδιαίτερα το τουρκικό Γενικό Επιτελείο που διατηρεί μέχρι σήμερα ολόκληρη τη θεσμική εξουσία του. Μια επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών ενάντια στο Ιράκ αυτό το φθινόπωρο ή το χειμώνα πιθανόν να είχε ως αποτέλεσμα το πάγωμα της κατάστασης στην Τουρκία, καθώς ο στρατός θα αποκτούσε και πάλι κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας.

Ο φόβος της διάλυσης του Ιράκ και της ανακήρυξης ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στα σύνορά της αποτελεί πραγματικό εφιάλτη για την Άγκυρα, η οποία έθεσε τέσσερις όρους για τη συμμετοχή της στην «αναπόφευκτη» επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών: την παραγραφή του στρατιωτικού χρέους της χώρας, ύψους 4 δισ. δολαρίων, τη χορήγηση των αναγκαίων πιστώσεων για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών που θα δημιουργήσει η νέα επέμβαση, την εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ και την άρνηση της δημιουργίας οποιουδήποτε κουρδικού κράτους. Αρνείται ακόμα και τον απλό έλεγχο από τους Κούρδους της περιοχής του Κιρκούκ, στην οποία βρίσκεται η ιστορική πρωτεύουσά τους και η οποία είναι πλούσια σε πετρέλαιο.

Στο Βαν, η εξέγερση των ιρακινών Κούρδων την άνοιξη του 1991, μετά το τέλος του πολέμου του Κόλπου, και στη συνέχεια η φυγή εκατομμυρίων Κούρδων στα βουνά είχαν αναστατώσει την περιοχή. Οι Κούρδοι της Τουρκίας παρακολουθούν με ακόμα μεγαλύτερη προσοχή την εξέλιξη της αναμέτρησης Ουάσιγκτον και Βαγδάτης. Ο Χαμντί Ντεμίρ εκτιμά ότι «εάν η αμερικανική επέμβαση έχει ως στόχο μόνο την εξόντωση του Σαντάμ για να τοποθετηθεί ένας άλλος δικτάτορας στη θέση του, θα αποδειχτεί αρνητική. Εάν όμως πραγματοποιηθεί για να επιτρέψει την εφαρμογή μιας δημοκρατικής λύσης στη Βαγδάτη, τόσο το καλύτερο. Σε αυτή την περίπτωση, οι Κούρδοι του Ιράκ δεν θα πάρουν τα βουνά για να προσπαθήσουν να καταφύγουν εδώ...»

Οι Κούρδοι ζουν συχνά την ιστορία τους μέσα από τη ζωή των ομοεθνών τους, πέρα από τα σύνορα που τους χωρίζουν. Οι οικογένειες και οι πατριές έχουν συγγενείς και φίλους σε κάθε πλευρά των συνόρων. Έτσι, δύο από τους αδελφούς και μια αδελφή του Ντεμίρ ζουν στο Ιράν. Αυτή η κατάσταση είναι συνηθισμένη στην περιοχή. Εξάλλου, ο Ντεμίρ παρατηρεί ότι «εκεί πέρα, η ζωή είναι ευκολότερη γι’ αυτούς, τόσο από οικονομική άποψη, όσο και σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό. Μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα ως Κούρδοι. Έχουν μάλιστα εκλέξει και βουλευτές στο κοινοβούλιο της Τεχεράνης».

«Βόρειο Κορντεστάν»: αυτή η πινακίδα στον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο που περιβάλλει την ιρανική πρωτεύουσα μπορεί να φαίνεται ανώδυνη. Παρόμοιες πινακίδες είναι αδιανόητες στην Αγκυρα, στην οποία και μόνο η αναφορά της λέξης «Κουρδιστάν» μπορεί να προκαλέσει την οργή της τουρκικής δικαιοσύνης.

Οι ελπίδες των Κούρδων στο Ιράν

Στο Ιράν, σε σύνολο 70 εκατομμυρίων κατοίκων, υπάρχουν 10 εκατομμύρια Κούρδοι. Διαθέτουν ήδη σημαντικό μέρος των στοιχειωδών δικαιωμάτων τα οποία το τουρκικό κράτος αρνείται στους Κούρδους της Τουρκίας. Εξάλλου, το Κουρδικό Πολιτιστικό Κέντρο της Τεχεράνης οργάνωσε στα τέλη Μαΐου το πρώτο επιστημονικό συνέδριο για τη διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας. Ένας από τους συνεργάτες του προέδρου Μοχάμαντ Χαταμί, που παρευρισκόταν στις εργασίες του συνεδρίου, κάλεσε μεταξύ άλλων τους συμμετέχοντες να επιχειρήσουν τη συγγραφή ενός εγχειριδίου για τη διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας.

«Ο αγώνας μας έχει ρίζες στο παρελθόν», υπογραμμίζει ο Μπαχράν Βαλαντμπαϊτζί, διευθυντής του κέντρου. «Οι Κούρδοι του Ιράν ίδρυσαν το 1945 τη Δημοκρατία του Μαχαμπάντ, η οποία συντρίφτηκε ένα χρόνο αργότερα από τις δυνάμεις της κεντρικής εξουσίας. Συμμετείχαμε στην επανάσταση του 1978 ενάντια στο σάχη. Όμως δεν αποκτήσαμε τότε τα δικαιώματα που ελπίζαμε». Εκείνη την εποχή, οι μαχητές του Δημοκρατικού Κόμματος του Ιρανικού Κουρδιστάν, υπό την ηγεσία του Αμπντούλ Ραχμάν Γκασεμλού, απελευθέρωσαν και πάλι την περιοχή τους. Ωστόσο, στη συνέχεια, δέχτηκαν την επίθεση των πασνταράν (ΣτΜ.: των ιρανών φρουρών της ισλαμικής επανάστασης) και νικήθηκαν στρατιωτικά.

Όμως, όπως συνέβη και στην Τουρκία, σημαντική μερίδα του ιρανικού κουρδικού κινήματος αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά τον ένοπλο αγώνα. «Πρόκειται για ζήτημα γενεών», διαβεβαιώνει ο Βαλαντμπαϊτζί. «Η νέα στρατηγική μας λαμβάνει υπόψη τις αλλαγές που συνέβησαν στον κόσμο: την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τη διάλυση των συνασπισμών, την παγκοσμιοποίηση, το ‘Ιντερνετ. Στηρίζεται στον πολιτισμό, στις κινηματογραφικές ταινίες, στη γλώσσα, στην επιδίωξη της δημοκρατίας». «Ο πόλεμος συνεχίζεται, αλλά έχουμε αντικαταστήσει το καλάσνικοφ με το στυλό», συνοψίζει χαμογελώντας ο Μπαχτιάρ, ένας νεαρός Κούρδος του Σαναντζάγ. Είκοσι δύο κούρδοι βουλευτές εκπροσωπούν τους ομοεθνείς τους στο κοινοβούλιο.

Καθώς έχουν εκλεγεί ως ανεξάρτητοι, δεν έχουν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν ένα φιλοκουρδικό κόμμα. «Ωστόσο, θέλουμε να συμμετέχουμε στην άσκηση της κεντρικής εξουσίας», επιμένει ο Βαλαντμπαϊτζί. «Δεν δεχόμαστε πια να μας κρατάνε στο περιθώριο». Παρακολουθούν με συγκίνηση το πείραμα των γειτόνων τους, στο Ιρακινό Κουρδιστάν, οι οποίοι έχουν γίνει κύριοι της περιοχής τους. Οι Κούρδοι του Ιράν βλέπουν αυτό το πείραμα ως επανάληψη της Δημοκρατίας του Μαχαμπάντ. Κατ’ αρχάς, μια επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών για την ανατροπή του Σαντάμ θα μπορούσε να θεωρηθεί «προληπτικό μέτρο», λέει με έμφαση ο Βαλαντμπαϊτζί. Και συνεχίζει, με έντονο ύφος: «Το καθεστώς της Βαγδάτης έχει αποδεκατίσει τα αδέρφια μας και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο, ακόμα και τα χημικά όπλα. Τίποτα δεν αποκλείει ότι δεν θα επαναλάβει αυτήν την απόπειρα».

Στο Σαναντζάγ, σε απόσταση 250 χιλιομέτρων από την Τεχεράνη, βρίσκεται η πρωτεύουσα της ιρανικής περιφέρειας, η οποία και επισήμως ονομάζεται Κουρδιστάν. Μπροστά σε ένα επιβλητικό κτίριο των πασνταράν, ο Καϊβάν, ένας Κούρδος που ανώτερο στέλεχος επιχειρήσεων, μας εμπιστεύεται: «Αυτός δεν είναι ο δικός μας κόσμος, αλλά αναγκαστήκαμε να προσαρμοστούμε». Η γυναίκα του, η οποία είναι αναγκασμένη να φοράει την ισλαμική μαντίλα παρά τη θέλησή της, συμφωνεί μαζί του. «Τουλάχιστον οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι χώρισαν με φιλικό τρόπο: πήραν διαζύγιο χωρίς να πολεμήσουν μεταξύ τους. Γιατί να μην έχουμε κι εμείς το δικαίωμα να κάνουμε το ίδιο; Ψηφίζουμε, επιλέγουμε, είναι ένα δικαίωμα».

Εδώ, η μαχητικότητα των διαδηλώσεων υποστήριξης στο ΡΚΚ, μετά τη σύλληψη του ηγέτη του, κατέπληξε. «Στο Σαναντζάγ υπήρξαν τριάντα νεκροί», διηγείται νεαρός Κούρδος. «Η διαδήλωση εξετράπη του αρχικού σκοπού της, κάτω από την πίεση των νεαρών, οι οποίοι άρχισαν φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Αμπντουλάχ Οτσαλάν και στη συνέχεια συνέχισαν ζητώντας την ελευθερία των Κούρδων του Ιράν και επιτιθέμενοι στην Ισλαμική Δημοκρατία». «Πριν οι Αμερικανοί βομβαρδίσουν τη Βαγδάτη», συμπληρώνει βιαστικά κάποιος από την παρέα του, «ας περάσουν κι από εδώ κι ας ρίξουν μερικές βόμβες πάνω στο καθεστώς μας».

Χρεοκοπία του ιρακινού κράτους

Γυμνά βουνά, μικρές πόλεις που στριμώχνονται στις πλαγιές τους, με λεωφόρους φυτεμένες με φοίνικες, στενοί επαρχιακοί δρόμοι. Οσο πλησιάζουμε τα σύνορα με το Ιράκ, ο δρόμος Κερμανσάχ-Βαγδάτη είναι σπαρμένος με τα κουφάρια αρμάτων και θωρακισμένων οχημάτων, απομεινάρια του πολέμου Ιράν-Ιράκ (1989-1988). Πίσω από τα συρματοπλέγματα και τους σάκους άμμου υπάρχουν ένοπλοι φρουροί. Στο Κουάσρε-α-Σιντζί, τα σύνορα με το Ιράκ ανοίγουν δύο φορές την εβδομάδα.

Σε αυτή τη ζώνη του βόρειου Ιράκ κυματίζει παντού η πράσινη, ροζ και κόκκινη σημαία του UPK, του Πατριωτικού Κόμματος του Κουρδιστάν του Τζαλάλ Ταλαμπανί, ο οποίος έγινε πρόσφατα δεκτός στους κόλπους της σοσιαλιστικής διεθνούς. Όσον αφορά δε τη γειτονική κουρδική περιοχή που συνορεύει με τη Συρία, αυτή ελέγχεται από το κόμμα του Μασούντ Μπαρζανί, το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PDK). Ύστερα από χρόνια συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο φατρίες, σήμερα βασιλεύει η ησυχία.

Αυτός ο «πόλεμος αυτοκτονία» προκάλεσε 3.000 νεκρούς περίπου. Σύμφωνα με τον Μπαράν Σαλέχ, τον πρωθυπουργό της περιφερειακής κυβέρνησης, η σημαντικότερη αφορμή των διαφωνιών που διαίρεσαν το αυτόνομο Κουρδιστάν εξακολουθεί να είναι η είσπραξη από το PDK των δασμών στα σύνορα Ιράκ-Τουρκίας και η διανομή τους προς όφελος της περιοχής που βρίσκεται υπό τον έλεγχό του.

Ωστόσο, η συμφιλίωση των δύο κομμάτων που δρομολογήθηκε υπό την επίβλεψη της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου κοντεύει να ολοκληρωθεί. Στις 6 Αυγούστου, οι αντιπροσωπείες των δύο οργανώσεων συναντήθηκαν στο Κοΐζιντσακ για να αποκαταστήσουν τη λειτουργία της Ενωμένης Κουρδικής Εθνοσυνέλευσης που εξελέγη το 1992. Ύστερα, στις 7 Σεπτεμβρίου, ο Μπαρζανί υποδέχτηκε στο προπύργιό του, στο Σαλαντίν, τον Ταλαμπανί, ο οποίος επέστρεφε από ένα ταξίδι στην Ουάσιγκτον, στο Λονδίνο και στην Άγκυρα. Είχε συμμετάσχει στις συναντήσεις της ιρακινής αντιπολίτευσης, η οποία περιλαμβάνει κυρίως τους Κούρδους, τους σιίτες και τους αξιωματικούς του ιρακινού στρατού που εγκατέλειψαν τη χώρα κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας.

Χρεοκοπία

Οι δύο άνδρες συμφώνησαν να συγκαλέσουν και πάλι το Κουρδικό Κοινοβούλιο στο Ερμπίλ, στις 4 Οκτωβρίου, και να εναρμονίσουν τις θέσεις των κομμάτων τους για το μέλλον του Ιράκ, το φεντεραλισμό, τη δημοκρατία και τις σχέσεις της χώρας τους με τις γειτονικές χώρες και με τη διεθνή κοινότητα.

Γιατί, όπως τονίζει ο Σαλέχ, «η σημερινή κατάσταση στο Κουρδιστάν θα παραμένει αμφίβολη όσο το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν θα είναι κυρίαρχο στη Βαγδάτη και δεν θα έχει αντικατασταθεί από ένα δημοκρατικό καθεστώς, το οποίο θα διαθέτει την αναγνώριση των Ιρακινών και στο οποίο θα συμμετέχουν ενεργά οι Κούρδοι. Το σημερινό ιρακινό κράτος έχει χρεοκοπήσει πλήρως. Οι Άραβες το γνωρίζουν και στο εξής θέτουν το ζήτημα της συγκυβέρνησης με τους Κούρδους».

Ο Σαλέχ είναι ένας ψηλός σαραντάρης, με αρχές φαλάκρας, γεμάτος ζωντάνια, που κάνει ζωηρές χειρονομίες. Κατοικεί στο κέντρο της Σουλεϊμανίγια, σε ένα μικρό δρόμο, του οποίου οι δύο είσοδοι κλείνουν με μπάρες και φρουρούνται από ένοπλους πεσμεργκά (ΣτΜ.: κούρδους μαχητές). Το Μάρτιο του 2002 γλίτωσε από μια δολοφονική απόπειρα. Οι σωματοφύλακές του σκοτώθηκαν.

Για λόγους ασφαλείας, μπροστά στην πόρτα του είναι παραταγμένα στη σειρά αρκετά ολόιδια και ολοκαίνουρια τζιπ 4Χ4. Όταν μετακινείται, κανείς δεν ξέρει σε ποιο από όλα βρίσκεται.

Ο Σαλέχ βλέπει ήδη τον εαυτό του στη Βαγδάτη και απορρίπτει τον «κοντόθωρο πολιτικό ρεαλισμό» όσων υποστηρίζουν ότι οι Κούρδοι θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν υπερβολικά εάν συμμετείχαν σε μια αμερικανική επέμβαση ενάντια στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Δεν τίθεται βέβαια θέμα να συμμετάσχουν σε «οποιοδήποτε σχέδιο ή περιπέτεια».

Αντίθετα με την κατάσταση που βρισκόταν η Βόρεια Συμμαχία στο Αφγανιστάν πριν από την πτώση των Ταλιμπάν, οι κουρδικές οργανώσεις ελέγχουν ήδη το ένα τρίτο της χώρας. «Το 1991 είχαμε 804 σχολεία και σήμερα έχουμε περισσότερα από 2.700. Μέσα σε δέκα χρόνια κατασκευάσαμε περισσότερα από όσα είχαν χτιστεί κατά τη διάρκεια επτά δεκαετιών. Τετραπλασιάσαμε τον αριθμό των γιατρών. Εδώ, το επίπεδο ζωής είναι κατά πολύ ανώτερο από εκείνο που υπάρχει στις περιοχές που ελέγχει η Βαγδάτη». Και συνεχίζει: «Κανένας δεν ζει με το φόβο ότι η μυστική αστυνομία θα χτυπήσει την πόρτα του τα μεσάνυχτα».

Στις 6 το απόγευμα, τα πεζοδρόμια της Σουλεϊμανίγια και τα δρομάκια του παζαριού που ξεχειλίζει από εμπορεύματα είναι γεμάτα από πλήθη κόσμου. Στους πάγκους όπου γίνεται η ανταλλαγή του συναλλάγματος -και υπάρχουν αρκετοί στο παζάρι-, απέναντι στο δολάριο, το νόμισμα του Ιρακινού Κουρδιστάν έχει δεκαπλάσια αξία από το νόμισμα που ισχύει στη Βαγδάτη. Η πόλη διαθέτει μια κεντρική τράπεζα, η οποία όμως δεν έχει πρόσβαση στο διεθνές τραπεζικό σύστημα. Η ενημέρωση είναι ελεύθερη. Υπάρχει πλήθος εφημερίδων, οι οποίες τις περισσότερες φορές συνδέονται με ένα κόμμα. Τα τελευταία διαθέτουν τις περισσότερες φορές τον δικό τους ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σταθμό. Θα ήταν, συνεπώς, πρόωρο να μιλήσουμε για ανεξάρτητο τύπο.

Ατομικές ελευθερίες

Ωστόσο, οι κάτοικοι έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τον τηλεοπτικό σταθμό της αρεσκείας τους και να σερφάρουν στο Ίντερνετ κατά βούληση. Ο τύπος του PDK κυκλοφορεί στη Σουλεϊμανίγια. Όμως, από την εποχή του πολέμου ανάμεσα στις δύο φατρίες, το κόμμα του Μπαρζανί δεν είχε πια εκπροσώπηση στις περιοχές που έλεγχε το κόμμα του Ταλαμπανί, και αντιστρόφως.

Στη μεγάλη λεωφόρο που οδηγεί στο κέντρο της πόλης, τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια γειτονεύουν με καταστήματα στα οποία η πώληση οινοπνευματωδών είναι ελεύθερη. Μερικές γυναίκες φοράνε το μαύρο ισλαμικό πέπλο πάνω από τα ρούχα τους, ενώ πολλές είναι ντυμένες σύμφωνα με το «δυτικό» τρόπο. Το πέπλο δεν έχει απαγορευτεί όπως συμβαίνει στην Τουρκία, ούτε είναι υποχρεωτικό όπως στο Ιράν.

«Οι ατομικές ελευθερίες επιβάλλονται», βεβαιώνει ο Σαλέχ. «Είναι εγγεγραμμένες στο νόμο. Καμία επίσημη ιδεολογία δεν πρέπει να υπαγορεύει σε κανένα τον τρόπο ζωής του». Η πολυγαμία απαγορεύτηκε. Τα εγκλήματα τιμής -η παράδοση που «ανέχεται» το να σκοτώνει η οικογένεια τις γυναίκες που δεν σέβονται τις προσταγές της οικογένειας στα ζητήματα που αφορούν το γάμο- έχουν στο εξής απαγορευτεί και «τιμωρούνται με τις αυστηρότερες ποινές». Σε αυτά τα ζητήματα, η ίδια πολιτική εφαρμόζεται και στην περιοχή που ελέγχεται από το RDK.

Οι Τουρκομάνοι, οι Ασύριοι, οι χαλδαίοι χριστιανοί όπως και οι Γιαζήδες Κούρδοι έχουν τη θέση τους στον ήλιο και απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα των εθνοτικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων. Ωστόσο, στην περιοχή της Χαλάμπτζα που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με το Ιράν, σε πολλά χωριά έχουν εγκατασταθεί ομάδες της οργάνωσης Ανσάρ-ελ Ισλάμ, η οποία -εάν πιστέψουμε τις κουρδικές αρχές της περιφέρειας (1)- συνδέεται με την Αλ Κάιντα.

Πρόκειται για μια σοβαρή απειλή για την κυβέρνηση της περιφέρειας. Η ελευθερία της σκέψης, η λαϊκότητα, καθώς και η ελεύθερη πρόσβαση στα οινοπνευματώδη και η έλλειψη περιορισμών όσον αφορά το ντύσιμο δίνουν λαβή στην κριτική των «φονταμενταλιστών». Αυτό συμβαίνει κυρίως στα φτωχά στρώματα, τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν το δυτικό τρόπο ζωής που τόσο αρέσει στην ηγεσία.

Αντίθετα, στην πανεπιστημιούπολη, οι ισλαμιστές δεν έχουν καμία εμφανή επιρροή. Εδώ σπουδάζουν 6.000 αγόρια και κορίτσια. Τα επιστημονικά μαθήματα διδάσκονται στα αγγλικά, ενώ η λογοτεχνία, η ιστορία και η γεωγραφία στα αραβικά. Από το 1991 που οι Κούρδοι κατέλαβαν την εξουσία στην περιοχή, γενικεύτηκε η διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Στο πανεπιστημιακό ινστιτούτο «κουρδολογίας» του Πανεπιστημίου της Σουλεϊμανίγια εργάζονται για την ενοποίηση της κουρδικής γλώσσας, (2) όπως εξηγεί ο Καμάλ Χοσνάβ, πρόεδρος του πανεπιστημίου: «Σκεφτόμαστε να υιοθετήσουμε το λατινικό αλφάβητο που χρησιμοποιούν ήδη οι Κούρδοι της Τουρκίας και να εγκαταλείψουμε το αραβικό αλφάβητο που χρησιμοποιείται αυτή τη στιγμή στο Ιράκ και στο Ιράν».

Όπως εξηγεί ο Τζαλάλ Ταλαμπανί, «κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που διήρκεσε ο πόλεμος, από το 1975 που ακολουθήσαμε το δρόμο του αντάρτικου που μας οδήγησε στα βουνά, συχνά λέγαμε στον εαυτό μας: του χρόνου θα είμαστε στο Κιρκούκ. Και κάναμε λάθος. Ωστόσο, αυτή τη φορά το πιστεύω: του χρόνου θα είμαστε στη Βαγδάτη».

Σύμφωνα με τον ηγέτη του UPK, η εποχή του Σαντάμ Χουσεΐν τελειώνει. Ωστόσο, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποφασίσει να ανατρέψουν το καθεστώς της Βαγδάτης, δεν έχουν ακόμα επιλέξει ούτε το πότε ούτε το πώς. «Και όσο δεν έχει δοθεί απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, μας είναι αδύνατον να πούμε εάν θα υποστηρίξουμε την επέμβασή τους», διευκρινίζει κούρδος παράγοντας. Και προσθέτει: «Ο Σαντάμ Χουσεΐν είναι απόλυτα αποκομμένος από τον ιρακινό λαό. Είναι ανίκανος να επιχειρήσει το παραμικρό άνοιγμα. Στη Βαγδάτη το καθεστώς δεν ανέχεται ούτε το Ίντερνετ ούτε τη δορυφορική τηλεόραση. Ο λόγος του προέδρου αποτελεί νόμο, ακόμα κι αν στο σύνταγμα γράφεται το αντίθετο. Πρόκειται για την απόλυτη κυριαρχία του τρόμου. Όποιος δεν συμφωνεί, τον κρεμάνε».

Τρία έως τέσσερα εκατομμύρια Ιρακινών -στελέχη, στρατιωτικοί, διανοούμενοι- αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα για να ξεφύγουν από τη δικτατορία. Για τον Ταλαμπανί, το μέλλον του Ιράκ βρίσκεται στην καθιέρωση μιας λαϊκής και ομοσπονδιακής δημοκρατίας που θα σέβεται πλήρως τα δημοκρατικά δικαιώματα. «Θα προτιμούσαμε να δημιουργηθεί αυτό το νέο κράτος με ειρηνικό τρόπο, μέσα από το διάλογο, για παράδειγμα με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε η μετάβαση στην Ανατολική Ευρώπη». Το Κοινοβούλιο της Βαγδάτης μόλις ανανέωσε τη θητεία του Σαντάμ Χουσεΐν στο αξίωμα του προέδρου για άλλα επτά χρόνια, ενώ στις 15 Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθούν ψευδοεκλογές.

Ο Ταλαμπανί επιθυμεί να προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία στο καθεστώς, απευθύνοντας έκκληση στον ιρακινό πρόεδρο «να τερματίσει το μονοκομματικό καθεστώς, να δημιουργήσει μια κυβέρνηση στην οποία να εκπροσωπείται το σύνολο του λαού του Ιράκ και να ανοίξει το δρόμο για ελεύθερες εκλογές». Εάν όμως απορριφτεί αυτή η προσφορά, «η αμερικανική επέμβαση θα είναι αναπόφευκτη».

Αυτή η επέμβαση θα μπορούσε να συνίσταται σε μια εκστρατεία αεροπορικών χτυπημάτων, η οποία θα είναι επικεντρωμένη στα τελευταία στηρίγματα του καθεστώτος, στους στρατώνες της Δημοκρατικής Φρουράς, των μονάδων της προσωπικής φρουράς του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο Σαάντι Πίρα, υπεύθυνος διεθνών σχέσεων του UPK, πιστεύει ότι «σε αυτήν την περίπτωση, είναι πιθανόν ότι οι ιρακινές δυνάμεις θα μπορούσαν να αντισταθούν δύο -το πολύ τρεις- εβδομάδες».

Οι Κούρδοι θεωρούν ότι ο τακτικός ιρακινός στρατός δεν θα υπερασπιστεί το καθεστώς απέναντι σε μια επίθεση της Ουάσιγκτον. Σε αυτή την περίπτωση, το καθεστώς θα βρισκόταν αντιμέτωπο με ένα κύμα λιποταξιών και εξεγέρσεων συνταγμάτων που θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που παρατηρήθηκε στο τέλος του Πολέμου του Κόλπου.

Ιρακινή ευθύνη

Η ιρακινή αντιπολίτευση εκτιμά ότι, σε αυτή την περίπτωση, οι Ιρακινοί -Κούρδοι και Άραβες- πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη της ανατροπής του καθεστώτος. Ισχυρίζεται ότι μπορεί να στηρίζεται σε 200.000 τουλάχιστον ενόπλους και ότι επιθυμεί να αποφύγει τη μαζική απόβαση ξένων στρατιωτικών δυνάμεων στο έδαφος της χώρας.

Αφού εξασφαλιστεί ο έλεγχος της πρωτεύουσας και των κυριότερων μεγάλων πόλεων, «η κατάσταση θα μπορούσε να μοιάζει κάπως με εκείνη της μεταπολεμικής Γερμανίας» σημειώνει ο Σαάντι Πίρα, ειδικός του γερμανικού πολιτισμού, ο οποίος έζησε δεκαπέντε χρόνια στην Αυστρία. «Θα ξεκινήσουμε από το αξίωμα ότι τα περισσότερα από τα μέλη του κόμματος Μπάαθ δεν θα μπορέσουν να κάνουν διαφορετικά. Πρέπει να τους ενσωματώσουμε και πάλι μέσα στο πλαίσιο της νέας νομιμότητας που θα δημιουργήσουμε». «Εάν το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν ανατραπεί, τότε θα υπάρξει ελευθερία και δημοκρατία», διαβεβαιώνει ο Ταλαμπανί.

«Όλος ο κόσμος θα πάει στις κάλπες και μετά θα αποφασίσουμε. Εμείς έχουμε καλές σχέσεις με όλα τα κόμματα: τους κομμουνιστές, τους σουνίτες, τους σιίτες, τους νασερικούς, τους φιλελεύθερους, τους δημοκράτες. Η κυβέρνηση της Βαγδάτης είναι εκείνη που διαιρεί τους ανθρώπους και στρέφει τους μεν εναντίον των δε».

Ο ηγέτης του UPK δεν φοβάται διόλου το ενδεχόμενο να εδραιωθούν οι φονταμενταλιστές στο νότο του Ιράκ: «ο Μοχάμαντ Μπακίρ-αλ-Χακίμ, ηγέτης του Ανώτατου Συμβουλίου της Ισλαμικής Επανάστασης, δεν θα στείλει τους ανθρώπους του στο Κουρδιστάν για να κλείσουν τα καταστήματα που πουλάνε οινοπνευματώδη». Εμφανίζεται ως υπέρμαχος ενός κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Εξάλλου, δεν είναι διόλου αυτονόητο ότι όλοι οι σιίτες είναι φονταμενταλιστές. Ο συνομιλητής μας υπενθυμίζει ότι οι εθνικιστές και το κομμουνιστικό κόμμα ήταν ιδιαίτερα ισχυροί στη σιιτική περιοχή του νότιου Ιράκ.

«Βέβαια», καταλήγει, «οι Κούρδοι εξακολουθούν να ονειρεύονται ένα ενωμένο Κουρδιστάν. Ωστόσο, η προσπάθεια για την υλοποίηση αυτού του ονείρου θα σήμαινε ότι δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη την πραγματικότητα. Έπρεπε να αλλάξουν ταυτόχρονα το Ιράκ, η Τουρκία και το Ιράν. Ονειρευόμαστε ένα δημοκρατικό Ιράκ. Ας αφήσουμε κατ’ αρχάς αυτό το όνειρο να γίνει πραγματικότητα».

Παρόμοια εξέλιξη θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σεισμό που θα έθετε σε δοκιμασία τις γειτονικές χώρες. Η πρόσβαση των Κούρδων στην κεντρική εξουσία στη Βαγδάτη θα ενίσχυε τις διεκδικήσεις των Κούρδων στο Ιράν και στην Τουρκία. Η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης περιοχής μέσα στο πλαίσιο ενός ομοσπονδιακού ιρακινού κράτους θα μετατρεπόταν σε σημείο αναφοράς.

Αυτό ακριβώς φοβάται η Άγκυρα, η οποία αποφάσισε μονομερώς ότι διαθέτει το δικαίωμα να παρέμβει στη διαμόρφωση του νέου Ιράκ και ιδιαίτερα στην περιοχή του Κιρκούκ, στο όνομα της προστασίας της τουρκομανικής μειονότητας που ζει στην περιοχή. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν την ευθύνη να αποτρέψουν τη δημιουργία μιας δεύτερης Κύπρου στην περιοχή», παρατηρούν στη Σουλεϊμανίγια.

Από την πλευρά του, το Ιράν δεν θα λυπηθεί για την κατάρρευση του καθεστώτος της Βαγδάτης, το οποίο υποστηρίχτηκε κρυφά από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του καταστροφικού πολέμου που έφερε αντιμέτωπες τις δύο χώρες. Αν και οι ιρανοί ηγέτες φοβούνται ότι αποτελούν τον επόμενο στόχο στη λίστα των Αμερικανών, διατηρούν καλές σχέσεις με τους Κούρδους και τους σιίτες, οι οποίοι θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη νέα κυβέρνηση της Βαγδάτης. Και ο Αλ Χακίμ έχει μεγάλη οικειότητα με τους κύκλους της ιρανικής πρωτεύουσας, στην οποία κατοικεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Η αντικατάσταση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν από μια κυβέρνηση που θα ήταν σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να αποτελέσει το αποκορύφωμα του ξαναμοιράσματος της τράπουλας στην περιοχή, το οποίο επιχειρήθηκε με τον πόλεμο του Αφγανιστάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αποκτήσουν εκ των πραγμάτων τον έλεγχο των ιρακινών πετρελαϊκών πόρων, περιορίζοντας έτσι το ρόλο του προνομιούχου συμμάχου που διαδραμάτιζε μέχρι σήμερα η Σαουδική Αραβία.

Αυτή ακριβώς η σύμπτωση των στρατηγικών συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών και της δικής τους επιδίωξης για δημοκρατία, ενισχύει στους Κούρδους του Ιράκ την ελπίδα ότι αυτή τη φορά δεν θα εγκαταλειφθούν μόνοι στη δυσκολότερη στιγμή. Πρόκειται άραγε για αυταπάτη ή για πραγματικότητα;

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Michel Verrier

Δημοσιογράφος, Βερολίνο

(1Ένας από τους ηγέτες τους, ο μουλάς Κρεκάρ, συνελήφθη στην Ολλανδία το Σεπτέμβριο του 2002.

(2Η κουρδική γλώσσα αποτελείται κυρίως από δύο διαλέκτους: την κουρμαντσί, την οποία μιλάνε οι Κούρδοι της Τουρκίας, της Συρίας και του βόρειου τμήματος του Ιρακινού Κουρδιστάν και την σορανί, η οποία χρησιμοποιείται στο Ιράν και στο ανατολικό Ιρακινό Κουρδιστάν.

Μοιραστείτε το άρθρο