Το ολλανδικό κοινοβούλιο ενέκρινε, με μεγάλη πλειοψηφία, στις 17 Φεβρουαρίου, την απόφαση να απελαθούν 26.000 αλλοδαποί χωρίς «χαρτιά», σε χώρες όπως η Τσετσενία, το Αφγανιστάν και η Σομαλία. Ο θιασώτες της σκληρής πολιτικής για το άσυλο έχουν βρει εκφραστές σε όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Με τη συνεργασία (που ανταμείβεται) των χωρών καταγωγής, διαμορφώνουν μια στρατηγική που έχει στόχο να εξαγάγει τη «μεταχείριση» των προσφύγων. Μια μεταχείριση που οδηγεί στη δημιουργία στρατοπέδων και σημαίνει, σε τελική ανάλυση, την κατάργηση του δικαιώματος ασύλου.
Αρχική εισαγωγή στο άρθρο
Στα σύνορα της Ευρώπης, οι πρόσφυγες υφίστανται την ίδια μεταχείριση με τους άλλους μετανάστες: σε κλίμα αυξανόμενης νευρικότητας, το άσυλο θυσιάζεται όλο και περισσότερο στο όνομα της διακηρυγμένης ανάγκης για επιλεκτικό «έλεγχο» της μετανάστευσης. Αυτή η σύγχυση, που είναι αμφιλεγόμενη όσον αφορά τις αρχές -η απόκτηση ασύλου αποτελεί στην πραγματικότητα δικαίωμα (που καθιερώθηκε με τη Συνθήκη της Γενεύης, το 1951), ενώ η μετανάστευση είναι ζήτημα επιλογής-, απορρέει από τη διαπιστωμένη θέληση των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αμφισβητήσουν το δικαίωμα του ασύλου… για να τελειώνουν μια και καλή με αυτό.
Οι αυξανόμενες ανισότητες όσον αφορά την ευημερία, τη δημοκρατία και την κοινωνική ειρήνη ανάμεσα στις κυρίαρχες και τις κυριαρχούμενες χώρες τροφοδοτούν το φόβο για ένα ανεξέλεγκτο κύμα αλλοδαπών. Σ’ αυτό το αίσθημα προστίθεται η σύγχυση που προκαλείται από την αποδεδειγμένη αποτυχία των πολιτικών υποδοχής και ένταξης των μεταναστών. Οι εμμονές (1) οδηγούν τους κυβερνώντες στο να αποκλείουν όλες τις άλλες νόμιμες οδούς για τα άτομα που προσπαθούν να ξεφύγουν από ανυπόφορες καταστάσεις, και έτσι ευνοούν την αίτηση ασύλου. Πολλοί, οι οποίοι υποτίθεται ότι «επωφελούνται» από το άσυλο, διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να φτάσουν στην Ευρώπη, προσφέροντας έτσι την τρομερή και ακούσια επιβεβαίωση της εικόνας ενός κύματος που είναι αδύνατον να συγκρατηθεί. Αυτές οι διαπιστώσεις δικαιολογούν όλα τα κίνητρα της ξενόφοβης ψηφοθηρίας: πρόσφυγας ή μη, ο αλλοδαπός αποτελεί κίνδυνο και η εισβολή του είναι τρέλα (2).
Το 1997, η συνθήκη του Άμστερνταμ καθιστούσε το άσυλο πρωταρχικό διακύβευμα της μεταναστευτικής πολιτικής των Δεκαπέντε. Αφού προσαρμόστηκε με όλο και καλύτερο τρόπο από τότε, ο ιδεολογικός και νομικός μηχανισμός της Ε.Ε. αναπτύσσεται σε τρία στάδια: κατ’ αρχήν, λέγοντας ότι η πίεση στα σύνορα έχει γίνει ανυπόφορη, στη συνέχεια, αμφισβητώντας την ορθότητα της αίτησης ασύλου και, τέλος, καθώς αυτές οι διαπιστώσεις δείχνουν γρήγορα τα επιχειρησιακά όριά τους (και ορισμένο πολιτικό κόστος), φροντίζοντας να κρατηθεί ο ενοχλητικός φάκελος των προσφύγων μακριά από τα βλέμματα της κοινωνίας των πολιτών. Όμως, ο εξοστρακισμός του ασύλου είναι φορέας αναπόφευκτων στρατηγικών εγκλεισμού σε ειδικά στρατόπεδα: ένας μηχανισμός που απειλεί τη νομιμότητα ακόμη και της έννοιας του «πρόσφυγα».
Ο αγώνας κατά της παράνομης μετανάστευσης γίνεται πηγή μεγάλων αλλά και αναποτελεσματικών δαπανών. Ωθεί τα κράτη να διαχειρίζονται ή να ανέχονται στο έδαφός τους διάφορα είδη ζωνών ad hoc, οι οποίες δεν διέπονται από το κοινό δίκαιο και προκαλούν δικαιολογημένη ανησυχία στους υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων (3). Με αφορμή τον ισπανικό θύλακα της Θέουτα, στο Μαρόκο, όπου τριακόσιοι καταγεγραμμένοι αιτούντες άσυλο είναι στο δρόμο, ο πρόεδρος της Ισπανικής Επιτροπής Βοήθειας στους Πρόσφυγες εξέφρασε την ανησυχία του: «Σήμερα, πρέπει να πούμε, και αυτό είναι πολύ οδυνηρό, ότι η Ισπανία είναι γη εχθρική για τους πρόσφυγες, εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής (…) Η δημοκρατική Ισπανία του 2003 έχει ξεχάσει τη ματωμένη Ισπανία του 1939, η οποία είδε εκατοντάδες χιλιάδες από τα παιδιά της να φεύγουν από το τρομοκρατικό καθεστώς του Φράνκο και να εξαπλώνονται στα τέσσερα σημεία του πλανήτη» (4).
Για να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του αυξανόμενου ποσοστού αιτήσεων για άσυλο, ορισμένες χώρες, όπως η Αυστρία, επικαλούνται τον αναχρονισμό των κριτηρίων της συνθήκης του 1951 και προτείνουν «μια νέα προσέγγιση που δεν θα βασίζεται πια σ’ ένα ατομικό και υποκειμενικό δικαίωμα, αλλά στην πολιτική προσφορά που θα απορρέει από τα κράτη υποδοχής» (5). Μέχρι το 2003, η Γαλλία υποστήριζε πάντοτε ένα περιοριστικό δόγμα: μόνο τα άτομα που διώκονταν από τα κράτη αυτά καθαυτά μπορούσαν να υπαχθούν στο καθεστώς του «πρόσφυγα», χάρη στη μέριμνα του Γαλλικού Γραφείου Προστασίας (sic) Προσφύγων και Απάτριδων (Ofpra). Ο,τιδήποτε σχετιζόταν με την καταπίεση της γυναίκας, τη δίωξη μειονοτήτων, την κατάσχεση περιουσιών ή ακόμη τις ενδοεθνοτικές σφαγές, μπορούσε να δικαιολογήσει την απόρριψη της αίτησης ασύλου, από τη στιγμή που ο δράστης της δίωξης δεν ήταν το κράτος. Στη συνέχεια, η Γαλλία επινόησε το «εδαφικό άσυλο» (νόμος της 11ης Μαΐου 1998), το οποίο έχει αναγορευθεί σήμερα στην Ε.Ε. σε «επικουρική προστασία»: ένα άσυλο σε υποχώρηση και κυρίως αναστρέψιμο, το οποίο θεωρείται «προσωρινή άδεια παραμονής» και «διαφορετικό από την έννοια της αναγνώρισης της ιδιότητας του πρόσφυγα», σύμφωνα με τη συνθήκη της Γενεύης.
Τη δεκαετία του ’80, είδαμε να εξαπλώνονται έννοιες όπως ο «ψευδοπρόσφυγας» ή ο «οικονομικός πρόσφυγας», οι οποίες έχουν στόχο να στιγματίσουν τους αιτούντες άσυλο που θεωρούνται παράνομοι. «Οι πολυάριθμες αιτήσεις για το καθεστώς του πρόσφυγα οι οποίες έχουν υποβληθεί από οικονομικούς μετανάστες (…) πρέπει να απορριφθούν με αποφασιστικό τρόπο» έγραφε το 1984 ο πρόεδρος της Επιτροπής Στήριξης Προσφύγων (CRR), Αντρέ Ζακομέ (6). Αφού ακούσαμε να στιγματίζονται «αυτοί οι παράνομοι μετανάστες που εμποδίζουν την ένταξη των ήδη υπαρχόντων αλλοδαπών», υποστήκαμε την επωδό ότι «το πολύ άσυλο σκοτώνει το άσυλο», η οποία στη γλώσσα της Ε.Ε. μεταφράζεται ως εξής: «η διόγκωση του κύματος που αποτελείται από άτομα που έχουν δικαιολογημένα ανάγκη προστασίας και ταυτόχρονα από μετανάστες που χρησιμοποιούν τις οδούς και τις διαδικασίες ασύλου για να προσεγγίσουν το έδαφος των κρατών-μελών (…) συνιστά πραγματική απειλή για το θεσμό του ασύλου» (7).
Αυτός που ζητάει άσυλο, ύποπτος a priori για απάτη, κατηγορείται στο τέλος (μόνο αυτό του έλειπε) ότι παραλύει τις ειδικές υπηρεσίες με την εξέταση της αίτησής του ή με την οργάνωση της απέλασής του. Για να οδηγήσει τους «καταχρηστικούς» μετανάστες, χωρίς άλλη εξέταση των κινήτρων τους, σε ζώνες αναμονής με στόχο να οργανώσει την αναχώρησή τους, μια ευρωπαϊκή απόφαση του 1992 καθιέρωσε τις έννοιες της «εμφανώς αβάσιμης αίτησης» (η οποία υιοθετήθηκε τον επόμενο χρόνο από ένα γαλλικό νόμο) και της «εσκεμμένης απάτης» (8). Αντί να ανακόψει το κύμα, αυτή η διάταξη δεν κατάφερε παρά να προκαλέσει τη συσσώρευση ατόμων τα οποία, αποκλεισμένα από κάθε διαδικασία αναίρεσης, είναι «ανεπιθύμητα», αν και δύσκολα απελαύνονται: αυτό συμβαίνει με τους Κούρδους που προέρχονται από το Ιράκ, χώρα με την οποία οι εναέριες σχέσεις έχουν διακοπεί από τον πόλεμο του Κόλπου το 1991.
Υπάρχουν βέβαια μερικές διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών για το ζήτημα των «παράνομων» προσφύγων, κυρίως όσον αφορά την κερδοφόρα αγορά της παράνομης απασχόλησης: αυτό το διαπιστώσαμε στην Ιταλία με τα αλβανικά κυκλώματα εργατικού δυναμικού. Για τρία χρόνια, μέχρι που έκλεισε το Δεκέμβριο του 2002, το στρατόπεδο του Σανγκάτ, το οποίο οι γαλλικές αρχές παραχώρησαν επίσημα στον Ερυθρό Σταυρό, επέτρεψε σε τουλάχιστον 80.000 πρόσφυγες να περάσουν στην Αγγλία. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί σημαντική συμβολή στην αδήλωτη απασχόληση πέρα από τη Μάγχη. Γενικότερα, κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει ότι οι μη αναγνωρισμένοι πρόσφυγες συμβάλλουν στην ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών τομέων. Όμως, ο πόλεμος κατά του ασύλου έχει κηρυχθεί και βασίζεται σ’ ένα ανησυχητικό οπλοστάσιο επιχειρημάτων και μεθοδολογιών, το οποίο αναπτύσσεται σε δύο κατευθύνσεις: οι πρόσφυγες πρέπει να κρατηθούν σε απόσταση και να περιθωριοποιηθούν.
Ο πρόσφυγας πρέπει να κρατηθεί σε απόσταση: αν το άτομο φοβάται δικαιολογημένα για την ασφάλειά του, τότε θα προβληθούν τα πλεονεκτήματα του ασύλου εκτός Ευρώπης, κοντά στη χώρα από την οποία φεύγει, κάτι που υποτίθεται ότι ανταποκρίνεται στο αίτημά του για προστασία. ΝΙΜΒΥ, Not in my back–yard (Όχι στην αυλή μου): η εφαρμογή αυτής της αρχής απορρέει από έντεχνη περιπτωσιολογία και μεγάλη πρακτική εφευρετικότητα. Έτσι, σύμφωνα με τη συνθήκη Σένγκεν του Ιουνίου 1990, βαριές κυρώσεις επιβλήθηκαν σταδιακά κατά των μεταφορικών εταιρειών που μετέφεραν αλλοδαπούς οι οποίοι θεωρούνταν ύποπτοι ότι ήθελαν να μεταναστεύσουν λαθραία. Η ιδιωτικοποίηση των επιτόπιων ελέγχων από πολιτικό προσωπικό και η αστυνόμευση των αεροπορικών πρακτορείων από πράκτορες που έχουν αναλάβει να μάθουν στο προσωπικό να εντοπίζει τους λαθρομετανάστες έχουν γίνει έκτοτε θεσμός.
Στη συνέχεια, είναι το ίδιο το καθεστώς του πρόσφυγα που τίθεται υπό αμφισβήτηση. Το 1999, στη διάρκεια του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου πολέμου, η Γαλλία επανέλαβε ένα παλαιό επιχείρημα (που ίσχυε κατά τις ναζιστικές διώξεις του μεσοπολέμου): η κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν αποφάσισε, με τη διακριτική επιδοκιμασία της (δεξιάς) κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, ότι η χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα στις μειονότητες του Κοσόβου θα ισοδυναμούσε με την επιβεβαίωση του «τετελεσμένου γεγονότος» των σερβικών βιαιοτήτων (9). Είδαμε λοιπόν να ξεπροβάλλει η περίεργη λογική ενός μείγματος πατερναλισμού και πολιτισμικότητας, σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι αισθάνονται μεγαλύτερη άνεση και είναι περισσότερο διατεθειμένοι να συμμετάσχουν την κατάλληλη στιγμή στην ανοικοδόμηση της χώρας αν παραμείνουν κοντά σ’ αυτήν (10) -δηλαδή, a contrario, οι ευρωπαϊκές χώρες (που δεν είναι πάντοτε τόσο μακρινές) διευκολύνονται περισσότερο αν δεν πρέπει να δεχθούν πρόσφυγες.
Επιπλέον, η Ευρώπη καταφεύγει από το 1992 στην έννοια της «ασφαλούς χώρας», κάτι που επιτρέπει την απέλαση των προσφύγων στις χώρες καταγωγής ή διέλευσης, από τη στιγμή που αυτές θεωρείται ότι παρέχουν εγγυήσεις για την ασφάλειά τους. Αν έχουν υπογραφεί συμφωνίες επανεισδοχής, αυτές οι χώρες πρέπει να δεχθούν τα απελαθέντα άτομα. Οι «εγγυήσεις», αν και είναι πολύ αμφίβολες σε ορισμένες λεγόμενες «ασφαλείς» χώρες, στις οποίες η κατάσταση μπορεί να ανατραπεί πολύ γρήγορα (όπως στην Ακτή του Ελεφαντοστού όπου, εξαιτίας της σύγκρουσης, η Γαλλία σταμάτησε να επαναπροωθεί ανεπιθύμητους μετανάστες), έχουν ακόμη μικρότερη αξία στην περίπτωση που αυτές οι χώρες στέλνουν τους πρόσφυγες σε άλλους προορισμούς. Επίσης, ο κατάλογος σπάνια κοινοποιείται. Τα κράτη της Ε.Ε. δυσκολεύονται σήμερα να συμφωνήσουν, όχι τόσο στην αρχή των ασφαλών χωρών όσο σ’ έναν κοινό κατάλογο, για προφανείς διπλωματικούς λόγους.
Παράλληλα, μια πρόταση ευρωπαϊκής οδηγίας, τον Ιούνιο του 2002 (11) , άνοιξε το δρόμο στην έννοια του «εσωτερικού ασύλου»: πριν παράσχει την προστασία της, η χώρα στην οποία προσφεύγει αυτός που ζητάει άσυλο θα εξετάζει αν αυτός δεν μπορούσε να βρει ένα μέρος όπου θα ήταν ασφαλής στο έδαφος της δικής του χώρας. Τέτοια μέρη μπορούν να τα διαχειρίζονται, αναφέρει το ίδιο πρόγραμμα, «διεθνείς οργανισμοί και μόνιμες αρχές που θα προσομοιάζουν μ’ ένα κράτος». Ποιες εγγυήσεις θα έχει, άραγε, το άτομο που εκτοπίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο σε ζώνες ασταθείς ή μη ελεγχόμενες; Φαίνεται ότι έχουμε ξεχάσει τη Σρεμπρένιτσα (12). Ωστόσο, χωρίς να περιμένει τη συμφωνία των εταίρων της, η Γαλλία βιάστηκε να εντάξει το «εσωτερικό άσυλο» στον δικό της νέο νόμο για το άσυλο, στις 10 Δεκεμβρίου 2003.
Ορισμένα νέα μέλη της Ε.Ε., όπως η Πολωνία και η Δημοκρατία της Τσεχίας, είναι αντικείμενο ιδιαίτερης ανησυχίας, καθώς πολλοί πρόσφυγες εισβάλλουν στον ευρωπαϊκό χώρο από τα σύνορά τους. Με βάση τον ευρωπαϊκό κανονισμό «Δουβλίνο ΙΙ», που είναι σε ισχύ από το 2003, η χώρα που πρέπει να ασχοληθεί με τον μετανάστη είναι αυτή στην οποία φτάνει πρώτα. Στις 22 Ιανουαρίου 2004, εκφράζοντας στους ευρωπαίους υπουργούς Εσωτερικών την ανησυχία του για τον πιθανό «κορεσμό των συστημάτων ασύλου», ο διευθυντής της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (HCR), Ρουντ Λούμπερς, διατύπωσε τους φόβους του: «Σε ορισμένες από τις νέες χώρες της Ε.Ε. (…) δεν υπάρχουν παρά 15 ή 20 δικαστές για τις αιτήσεις ασύλου. (…) Τι θα συμβεί, άραγε, αν χιλιάδες επιπλέον αιτούντες ασύλου παραπεμφθούν σ’ αυτές τις χώρες από τις άλλες χώρες του “εσωτερικού” της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης των εναρμονισμένων διαδικασιών σ’ αυτές τις νέες χώρες» (13). Και, εγκωμιάζει -μεταξύ άλλων- την εγκαθίδρυση «ευρωπαϊκών κέντρων υποδοχής» τα οποία θα συνδράμουν ομάδες δικαστών και διερμηνέων «από ολόκληρη την Ένωση» -πράγμα που προμηνύει ευθυγράμμιση με τις χώρες που έχουν προηγηθεί στην αμφισβήτηση της συνθήκης του 1951. Είναι ένας προσανατολισμός που οδηγεί κατευθείαν, και αυτός, στον μηχανισμό εγκλεισμού των αλλοδαπών σε ειδικά στρατόπεδα (14).
Το Φεβρουάριο του 2003, η βρετανική κυβέρνηση πρότεινε να εξετάζονται οι αιτήσεις σε «κέντρα διέλευσης» (transit processing centers), τα οποία θα έχουν την ευθύνη, μακριά από την κοινή γνώμη, να ξεχωρίζουν τους «καλούς» από τους «κακούς» πρόσφυγες -τουλάχιστον αυτούς που θα έχουν επιβιώσει από το ταξίδι, καθώς σήμερα είναι φανερό ότι η θνησιμότητα των υποψήφιων για άσυλο έχει γίνει ένας τρόπος ρύθμισης του ασύλου. Επίσης, πρότεινε, για να «εξάγει» αυτές τις θέσεις, να ανοίξουν υπεράκτιες βάσεις σε χώρες όπως το Μαρόκο, η Τουρκία, η Κροατία, η Σομαλία ή το Ιράν -«ασφαλείς» χώρες, όπως αξιωνόταν έμμεσα (15) ! Όμως, από την πλευρά της, η Ύπατη Αρμοστεία είχε επικαλεστεί τον απαραίτητο «καταμερισμό του φορτίου», εξαγγέλλοντας στα τέλη του 2002 την επιχείρηση «Συμπληρωματική Συνθήκη», η οποία είχε στόχο να εμπεδώσει την ιδέα ότι οι πρόσφυγες πρέπει να παραμένουν όσο το δυνατόν περισσότερο σε ζώνες που είναι κοντά στις χώρες προέλευσής τους. Δείχνοντας ενδιαφέρον για τη βρετανική πρόταση, η Ύπατη Αρμοστεία πρότεινε την εξής ρύθμιση: οι «καταχρηστικοί» «οικονομικοί πρόσφυγες» ή αιτούντες άσυλο θα προωθούνται σε κλειστά κέντρα που θα είναι κοινά για τα κράτη-μέλη, με τη διαφορά ότι αυτά τα κέντρα θα βρίσκονται στο εσωτερικό των συνόρων της Ε.Ε. -πιθανότατα στις νέες χώρες-μέλη (16).
Η βρετανική πρόταση απορρίφθηκε στη σύνοδο της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 2003, καθώς τα κράτη-μέλη προτίμησαν να ευνοήσουν τις συμφωνίες επανεισδοχής με τις μεταναστευτικές χώρες. Ο Ρουντ Λούμπερς, που έχει γίνει άσος στην τέχνη του σκοτσέζικου ντους όσον αφορά τους πρόσφυγες, απηύθυνε το Νοέμβριο του 2003 αυστηρή προειδοποίηση στα κράτη της Ένωσης σε σχέση με την επεξεργασία μιας κοινής πολιτικής ασύλου εκεί όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν θα είναι εγγυημένα (κυρίως όσον αφορά τις «ασφαλείς χώρες»). Ωστόσο, παρά τις δηλώσεις, η Ύπατη Αρμοστεία μοιάζει να απομακρύνεται από την τάση της να προστατεύει τα άτομα που κινδυνεύουν και να βοηθά για την επανεγκατάστασή τους, για να τεθεί σταδιακά στην υπηρεσία των ευρωπαϊκών πολιτικών μεταφοράς του ασύλου (17).
Η περιθωριοποίηση των προσφύγων απαιτεί αυτόματα τη δημιουργία ειδικών στρατοπέδων. Οι έννοιες των «ασφαλών χωρών», των «συμφωνιών επανεισδοχής» ή των «κέντρων διέλευσης» προϋποθέτουν μια επεξεργασία από ειδικές ομάδες, εξ ου μια συναφής ιδιότυπη λογική που βασίζεται στο συλλογικό εγκλεισμό ορισμένων κατηγοριών ατόμων, ο οποίος ανανεώνεται διαρκώς. Η συνθήκη του 1951 διεύρυνε τη δυνατότητα αίτησης ασύλου σε «κάθε άτομο που φοβάται βάσιμα ότι θα διωχθεί» εξαιτίας μιας οποιασδήποτε ένταξής του (18). Η νέα ευρωπαϊκή πολιτική, που υποστηρίζεται από την Ύπατη Αρμοστεία, πρεσβεύει, αντίθετα, ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν δικαιολογημένα να ζητήσουν άσυλο στις χώρες μας με αφορμή την ένταξή τους. Η ιδεολογική επιχείρηση είναι επικίνδυνη γιατί είναι λειτουργική: υποδεικνύει και ορίζει ομάδες με κριτήριο την καταγωγή τους, επιβεβαιώνοντας έτσι το σκοπό της ύπαρξής της. Τελικά, ο ρατσισμός κατά των προσφύγων που έχει στόχο ορισμένες εθνικές ή εθνοτικές εντάξεις, όπως αυτός που υπάρχει ήδη στην Ιταλία κατά των Αλβανών ή στη Γαλλία κατά των ρουμάνων Ρομ, είναι αναπόφευκτη συνέπεια αυτού του είδους πολιτικής.
Ένας άλλος κίνδυνος έγκειται στο σύστημα διεθνών σχέσεων το οποίο θα ενισχύσουν οι πολιτικές του εγκλεισμού και των στρατοπέδων. Αντί να μας απομακρύνει από τον ιμπεριαλισμό, η απόρριψη μας επαναφέρει σ’ αυτόν. Ήδη, η ένταξη των νέων κρατών-μελών υπήρξαν αντικείμενο αμφιλεγόμενων μυστικών διαπραγματεύσεων, όπου το «εισιτήριο εισόδου» στην Ένωση πληρώθηκε με την καλή θέλησή τους να βοηθήσουν στον περιορισμό της μετανάστευσης: είναι η περίπτωση κυρίως της Πολωνίας, πρώτης χώρας με την οποία η «ομάδα Σένγκεν» συνήψε συμφωνία επανεισδοχής τη δεκαετία του ’90. Όμως σήμερα, είτε πρόκειται για ανάλογες συμφωνίες είτε για βάσεις για τους αιτούντες άσυλο, διαμορφώνεται ένας ανησυχητικός μηχανισμός εμπορευματοποίησης και παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας.
Εμπορευματοποίηση: πίσω από το προπέτασμα καπνού της βοήθειας με στόχο την ανάπτυξη (που θα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τις χρεωμένες χώρες, με αντάλλαγμα τη συνεργασία τους στον αγώνα κατά της μετανάστευσης χτυπώντας το «πρόβλημα» στη «ρίζα» του) αναδύεται μια διογκούμενη διαφθορά των κυρίαρχων, οι οποίοι συχνά είναι οι αποκλειστικά επωφελούμενοι από αυτή τη βοήθεια, η ενίσχυση των πελατειακών συστημάτων που κληροδότησε η αποικιοκρατία και, τέλος, οξυμένες εντάσεις ανάμεσα σε χώρες που ισχυρίζονταν ότι θα ενωθούν κατά των προσφύγων, αυτού του φανταστικού εχθρού. Ανησυχητικό σύμπτωμα είναι η εμφάνιση της έννοιας της «χώρας με παράνομη μετανάστευση», μια προσβολή για την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, η οποία διακηρύσσει το δικαίωμα του καθενός να εγκαταλείψει τη χώρα του (19).
Καταμερισμός της εργασίας: μαζί με την εντατική γεωργία, τις νάρκες, την εκμετάλλευση των παιδιών και τον τουρισμό, γιατί να μην φανταστούμε, άραγε, καινούριες εθνικές ειδικεύσεις, οι οποίες σήμερα είναι κερδοφόρες αλλά τελικά προκαλούν εξαθλίωση, όπως η διαχείριση, από απόσταση, κέντρων κράτησης εκτός συνόρων της Ε.Ε., με «τεχνικούς συμβούλους» και δυτική επιμελητειακή υποστήριξη;
Θέλουμε, άραγε, προειδοποιητικά σημάδια γι’ αυτά τα σενάρια; Το Σεπτέμβριο του 2003, διαπιστώνοντας τη στασιμότητα των διαπραγματεύσεων για τις συμφωνίες επανεισδοχής, ο ευρωπαίος επίτροπος Αντόνιο Βιτορίνο εξέφρασε την ευχή να ανταμειφθεί η καλή θέληση των τρίτων κρατών να ξαναδεχθούν στο δικό τους έδαφος τους παράνομους μετανάστες που έρχονται από αυτά (είτε είναι εθνικοί μετανάστες είτε διερχόμενοι), με αντάλλαγμα τη χορήγηση ποσοστώσεων μετανάστευσης σ’ αυτά ακριβώς τα κράτη. Κυρίως, πρόσθετε, για τις ανειδίκευτες εργασίες τις οποίες η Ευρώπη έχει ανάγκη, διευκρινίζοντας ότι η ιδέα είχε γεννηθεί στην Ιταλία, η οποία την εφάρμοζε ήδη (20). Και, στις 8 Ιανουαρίου 2003, το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο και η σενεγαλέζικη κυβέρνηση υπέγραψαν μια «συμφωνία διέλευσης», σύμφωνα με τους όρους της οποίας η Σενεγάλη δεσμευόταν να εξασφαλίσει την υποδοχή και την επαναπροώθηση όλων των αφρικανών υπηκόων οι οποίοι θα πλήττονταν από μια ελβετική απόφαση απέλασης ή απαγόρευσης εισόδου, με αντάλλαγμα η χώρα υποδοχής να απαλλαγεί από την ταύτιση με το κράτος προέλευσης. Πολύ ελλιπές, το άρθρο 15 του πρωτοκόλλου προέβλεπε «ειδικά επιδόματα», των οποίων τα έξοδα δαπανών θα «ρύθμιζε μια συμφωνία των μερών» (sic). Αντιλαμβανόμαστε σε ποια αρνησιδικία θα μπορούσε να οδηγήσει αυτή η καινοτομία, αν δεν είχε απορριφθεί κάτω από την κατακραυγή που προκάλεσε (για διάφορους λόγους) στο Ντακάρ όσο και στους Ελβετούς υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Άραγε, για πόσο ακόμη