Ο Ρόμπιν Γουέμπ, ο άνθρωπος που μας υποδέχεται σε μια παμπ του Νότιγχαμ, με την άψογη εμφάνιση και το σακάκι από «συνθετικές ίνες» μοιάζει περισσότερο με φιλήσυχο συνταξιούχο παρά με τον ελευθερωτή των ζωολογικών κήπων που υποδυόταν ο Μπραντ Πιτ στην ταινία «Οι δώδεκα πιθήκοι» (1). Ωστόσο, πρόκειται για τον εκπρόσωπο του
Κακοποιήσεις χωρίς όρια
Το 1996, η δημοσιογράφος Ζοέ Μπρότον προσλαμβάνεται ως εργαστηριακή βοηθός στο HLS. Κάτω από τη λευκή στολή της κρύβει μια μικροσκοπική κάμερα. Τον Μάρτιο του 1997, ο τηλεοπτικός σταθμός Channel 4 προβάλλει τον καρπό της εξάμηνης έρευνάς της, ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Σκυλίσια ζωή». Το κοινό ανακαλύπτει ότι οι εργαζόμενοι στο εργαστήριο χτυπάνε σκυλιά για να τα αναγκάσουν να δεχθούν την αιμοληψία, κάτω από το αδιάφορο βλέμμα των συναδέλφων τους. Το ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ταμείο των εργαζομένων στο Εργατικό Κόμμα, το οποίο δίνει, εκείνη την εποχή την προεκλογική μάχη του, πουλά όλες τις μετοχές του HLS που κατέχει, ενώ οι πελάτες της επιχείρησης διακόπτουν τα συμβόλαιά τους. Δύο υπάλληλοι απολύονται και οδηγούνται ενώπιον της Δικαιοσύνης, ενώ οι αρχές αναστέλλουν για έξι μήνες την άδεια του εργαστηρίου. Η διοίκηση της επιχείρησης απολύεται και ορίζεται νέος διευθυντής της ο Μπράιαν Κας, πρώην διευθυντής του εργαστηρίου Covance.
Το HLS μάς επέτρεψε να επισκεφθούμε τις εγκαταστάσεις του. Διαπιστώσαμε ότι οι σκύλοι υφίστανται σωστή μεταχείριση: τρέχουν προς το μέρος μας για να τους χαϊδέψουμε. Ωστόσο, ένας από αυτούς αρχίζει να τρέμει μόλις τον πλησιάζουμε… Τα κλουβιά τους είναι καθαρά και επικοινωνούν μεταξύ τους, έτσι ώστε να αναπτύσσουν μια κοινωνική ζωή. Δικαιούνται τριάντα λεπτά βόλτας κάθε μέρα… μέσα σ’ έναν διάδρομο. Το προσωπικό του εργαστηρίου φαίνεται να τα περιποιείται. Κι όμως, όλα αυτά είναι σχετικά: καθημερινά τούς χορηγούνται διάφορα προϊόντα, ανακατεμένα μέσα στην τροφή τους ή διά της αναπνευστικής οδού, με την εφαρμογή μάσκας. Σε όλα ανεξαιρέτως τα ζώα γίνεται ευθανασία, για να πραγματοποιηθούν μεταθανάτιες εξετάσεις. Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής τους, δεν έχουν τρέξει ούτε μια φορά σε φυσικό χώρο. «Φυσικά, δεν έχουν καμία όρεξη να βρίσκονται εδώ», λέει ένας επιστήμονας που άρχισε να εργάζεται εκεί μετά το σκάνδαλο του 1997. «Ωστόσο, τους φερόμαστε με τον καλύτερο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, τα κλινικά φαινόμενα που προκαλεί το στρες στα ζώα θα οδηγούσαν τα τεστ σε αναληθή αποτελέσματα. Σε κανέναν, μεταξύ μας, δεν αρέσει το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε σκύλους ως πειραματόζωα, όμως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση».
Ένας άλλος ερευνητής δηλώνει: «Προωθούμε τη χρήση γουρουνιών νάνων για να αντικαταστήσουμε τους σκύλους. Ωστόσο, διαθέτουμε περισσότερα δεδομένα για τους σκύλους ράτσας μπιγκλ, καθώς χρησιμοποιούνται στην έρευνα από τη δεκαετία του 1960». Ένας άλλος υπεύθυνος προσθέτει: «Αυτή τη στιγμή, η γενίκευση της χρησιμοποίησης χοίρων θα ήταν προτιμότερη από την άποψη των δημοσίων σχέσεων, όχι όμως και από επιστημονική άποψη». Ο Κας σχετικοποιεί την οδύνη που προκαλείται στα ζώα: «750 εκατομμύρια ζώα σκοτώνονται κάθε χρόνο σ’ αυτή τη χώρα για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών, έναντι 3 εκατομμυρίων για την πραγματοποίηση πειραμάτων. Όλα αυτά έχουν τεράστια πολιτισμική διάσταση: στην Κορέα τρώνε κρέας σκύλου, ενώ στη Βρετανία συγκεντρώνονται μεγαλύτερα ποσά για την περίθαλψη ηλικιωμένων αλόγων ιπποδρομιών απ’ όσα συγκεντρώνονται για τα ορφανά. Επιπλέον, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιούμε τα πειράματά μας είναι καλύτερες από εκείνες που υπάρχουν στην Γαλλία!» Στη Βρετανία έχει απαγορευτεί, από το 1997, η πραγματοποίηση πειραμάτων σε ζώα για τη δημιουργία νέων καλλυντικών. Αντίθετα, στη Γαλλία επιτρέπονται, λόγω της μεγάλης επιρροής που διαθέτει η βιομηχανία καλλυντικών.
Ωστόσο, ορισμένες διαρροές αποκαλύπτουν ότι στο HLS πραγματοποιούνται ιδιαίτερα οδυνηρά πειράματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πειραματισμού με αέρια CIC πάνω σε σκύλους, ο οποίος πραγματοποιήθηκε το 2003, δεκαπέντε χρόνια μετά την απαγόρευσή τους (5). Ή, σύμφωνα με αρκετές πηγές, η περίπτωση της δοκιμής ενός φάρμακου για τα οστά για λογαριασμό μιας ιαπωνικής εταιρείας, οπότε και έσπασαν τα πόδια σε 37 σκύλους.
Το HLS υποστηρίζει ότι, πριν από την κυκλοφορία κάθε φαρμακευτικού ή βιομηχανικού προϊόντος, η νομοθεσία καθιστά υποχρεωτική τη δοκιμή του πάνω σε δύο είδη θηλαστικών -συνήθως σε ποντικό και σε σκύλο- έτσι ώστε να προλαμβάνεται κάθε παρενέργεια στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο πολύπλοκη. Πηγή του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών σχολιάζει με τον εξής τρόπο τον Medicine Act (1968), τον νόμο που ψηφίστηκε μετά την καταστροφική εμπειρία της θαλιδομίδης (6): «Οι κανονισμοί δεν επιβάλλουν τη διεξαγωγή πειραμάτων σε ζώα όταν είναι δυνατή η συλλογή αξιόπιστων στοιχείων με άλλους τρόπους. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις και είναι πολύ πιθανόν ότι τα πειράματα σε ζώα αποτελούν μια υποχρεωτική φάση για τη δημιουργία ασφαλών και αποτελεσματικών προϊόντων για τον άνθρωπο». Ενδείξεις, πιθανότητες, αλλά όχι επιστημονική βεβαιότητα. Οι αντίπαλοι της πραγματοποίησης τέτοιων πειραμάτων απαριθμούν περιπτώσεις όπου τα φάρμακα είχαν παρενέργειες στον άνθρωπο αλλά καμία πάνω στα ζώα, και το αντίστροφο (7).
Ο Ρομπέρ Κομπ είναι ο επιστημονικός διευθυντής του Ταμείου για την αντικατάσταση των ζώων στα ιατρικά πειράματα (Frame). Οι ομάδες του αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, έτσι ώστε να γίνει δυνατόν να καταργηθούν τα πειράματα μεσοπρόθεσμα. Η χρηματοδότησή του προέρχεται τόσο από τις οργανώσεις για την προστασία των ζώων όσο και από φαρμακευτικές εταιρείες, πράγμα που καθιστά το Frame «θεμιτό στόχο» του ALF. Σύμφωνα με τον καθηγητή Κομπ, η υποτιθέμενη αναγκαιότητα της πραγματοποίησης πειραμάτων σε ζώα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό «επιστημονικό συντηρητισμό»: «Η θεμελιώδης έρευνα δεν ενδιαφέρεται για εναλλακτικές λύσεις. Έτσι, το τεράστιο δυναμικό της εξομοίωσης μέσω συστημάτων πληροφορικής παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτο». Η αναγκαιότητα για την πραγματοποίησή τους υπακούει κυρίως στην οικονομική λογική: «Στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα πειράματα σε ζώα είναι υποχρεωτικά». Αυτό επιβεβαιώνεται και από την πηγή μας στο υπουργείο Εσωτερικών: «Οι επιχειρήσεις θέλουν να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε περισσότερες οικονομικές ζώνες και, συνεπώς, πραγματοποιούν αυτά τα πειράματα». Ο καθηγητής Κομπ συμπληρώνει: «Καθώς η πραγματοποίηση πειραμάτων σε ζώα είναι ευκολότερη και η χρηματοδότηση των εναλλακτικών λύσεων περιορισμένη, αυτές οι λύσεις δεν αποτελούν προτεραιότητα».
Η φαρμακευτική βιομηχανία πραγματοποιεί εκστρατείες για να προβάλλει τη «θλιβερή αναγκαιότητα» για την πραγματοποίηση αυτών των πειραμάτων. Ωστόσο, επιδεικνύει ιδιαίτερη τσιγκουνιά όταν τίθεται το ζήτημα της χρηματοδότησης των εναλλακτικών λύσεων. Το HLS χορηγεί στο Frame μια συμβολική οικονομική ενίσχυση, την οποία φροντίζει να προβάλλει ιδιαίτερα στα μέσα ενημέρωσης. Η υγεία είναι μια βιομηχανία και το HLS είναι ο υπεργολάβος επιχειρήσεων που υπακούουν στη λογική του κέρδους: επιδιώκεται η προώθηση νέων προϊόντων στην παγκόσμια αγορά, με το μικρότερο δυνατόν κόστος και με την εγγύηση ότι θα καλύπτονται νομικά στην περίπτωση απρόοπτων επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία ή στο περιβάλλον.
Στον ανταρτοπόλεμο που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στους υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων και στους υπέρμαχους των πειραμάτων πάνω σε ζώα, το HLS έχει μετατραπεί σε σύμβολο που πρέπει να τσακιστεί. Η ομάδα SHAC (Σταματήστε τη φρίκη του Χάντιγκντον απέναντι στα ζώα – Stop Huntingdon Animal Cruelty) δημοσίευε στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο (8) τα ονόματα των επιχειρήσεων που συνεργάζονται με το HLS και καλεί το κοινό της να «περάσει στη δράση»: e-mail, φαξ, τηλεφωνήματα, αλλά και συχνές διαδηλώσεις μπροστά στα γραφεία τους, με πανό όπου υπάρχουν οι φωτογραφίες των παραμορφωμένων σωμάτων των σκύλων.
Στη συνέχεια -δεδομένου ότι οι διευθύνσεις του προσωπικού κυκλοφορούν στο διαδίκτυο- πραγματοποιούνται νυχτερινές διαδηλώσεις μπροστά στα σπίτια των στελεχών του HLS, οι οποίες συνοδεύονται συχνά από βιαιοπραγίες ενάντια σε πρόσωπα και πράγματα. Αντίθετα με το ALF, ο SHAC επίσημα «δεν ενθαρρύνει τη διάπραξη παράνομων πράξεων», αν και ο Γκεγκ Έιβερι, ο υπεύθυνος της ομάδας, έχει καταδικαστεί αρκετές φορές επειδή προσέφυγε στη βία. Συναντήσαμε τον Έιβερι στην Οξφορντ Στριτ, τη στιγμή που συγκέντρωνε υπογραφές και δωρεές για τον SHAC, και μας είπε τα εξής: «Το κλείσιμο του Χίλγκροβ (ενός εκτροφείου γάτων που προορίζονταν για τα εργαστήρια πειραμάτων, το οποίο χρεοκόπησε το 1999) μάς έδειξε πως μπορούμε να επιτύχουμε τον στόχο μας συγκεντρώνοντας τα πυρά μας στους μετόχους». Καθώς έπεφταν θύματα διαρκούς παρενόχλησης και για να εξασφαλίσουν την ησυχία του προσωπικού τους, οι μέτοχοι του HLS εγκαταλείπουν ένας ένας την εταιρεία: Barclays, HSBC, Oracle, Merrill Lynch…
Τον Ιανουάριο του 2001, οι πιέσεις οδηγούν τη Royal Bank of Scotland να εγκαταλείψει με τη σειρά της το HLS, που σώζεται την τελευταία στιγμή από τη χρεοκοπία χάρη στην παρέμβαση ενός αμερικανού επενδυτή, του Stephens Group. Το 2002, το HLS προσπαθεί να κάνει τον SHAC να χάσει τα ίχνη του, εγκαταλείποντας το Χρηματιστήριο του Λονδίνου και εισάγοντας τις μετοχές του στον νεοϋορκέζικο Nasdaq, όπου οι μέτοχοι έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Όμως, τότε, τα πυρά στρέφονται στην Deloitte & Touche, την ελεγκτική εταιρεία του HLS, που αναγκάζεται να διακόψει τη συνεργασία της με την επιχείρηση. Λίγο αργότερα, ο ασφαλιστής της, η εταιρεία Marsh & McLellan αναγκάζεται να τη μιμηθεί, υποχρεώνοντας το βρετανικό κράτος να αναλάβει απευθείας την ασφάλιση του HLS. Οι ιάπωνες πελάτες του παρενοχλούνται στο Λονδίνο, στο Τόκιο, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Ιταλία…
Τη νύχτα της 25ης Σεπτεμβρίου του 2003, μια βομβιστική επίθεση καταστρέφει τα γραφεία ενός ιάπωνα πελάτη του HLS στην Καλιφόρνια. Την ευθύνη αναλαμβάνουν οι Επαναστατικοί Πυρήνες. Ο βρετανός υπουργός Επιστημών, λόρδος Σάνσμπουρις σπεύδει στο Τόκιο για να καθησυχάσει τη φαρμακοβιομηχανία. Το Σίτι μιλάει για «τρομοκράτηση των επενδύσεων», η οποία απειλεί τον τομέα της έρευνας, και σχεδιάζει να προσφέρει αμοιβή σε όποιον προσφέρει πληροφορίες που θα οδηγήσουν στην καταδίκη του SHAC. Οι «Financial Times» συμφωνούν: «Μια μικρή ομάδα ακτιβιστών επιτυγχάνει εκεί όπου απέτυχαν ο Κάρολος Μαρξ, η συμμορία του Μπάαντερ και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες».
Σύμφωνα με τον Κας, το HLS κατόρθωσε να επιτύχει, ξοδεύοντας περίπου εκατό χιλιάδες στερλίνες, την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης που απαγορεύει στους διαδηλωτές να πλησιάζουν τα γραφεία και την κατοικία των υπαλλήλων του. Οι πελάτες του προχώρησαν στην έκδοση αντίστοιχων αποφάσεων. Ο SHAC παρακάμπτει αυτή την απόφαση, στρέφοντας τα πυρά του σε δευτερεύοντες στόχους, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν τις 20.000 λίρες που απαιτούνται για την έκδοση παρόμοιας απόφασης. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των βίαιων ενεργειών διπλασιάζεται (σαράντα έξι το πρώτο τρίμηνο του 2004).
Να κινητοποιήσουμε τη δημοκρατία
Μέσα σε τέσσερις μήνες, είκοσι δύο επιχειρήσεις έχουν ήδη διακόψει τη συνεργασία τους με το HLS. Ορισμένες είχαν σχεδόν ασήμαντες συναλλαγές με το HLS, όπως η εταιρεία των ταξί που έχει αναλάβει τη μεταφορά των στελεχών και των πελατών του. Ο Μαρκ Μάτφιλντ έχει καταγράψει τα ονόματα 400 ατόμων που έχουν γίνει στόχοι της οργάνωσης, και προσπαθεί να δημιουργήσει ένα σύλλογο θυμάτων της. «Ορισμένοι υποφέρουν από κατάθλιψη. Ολόκληρες οικογένειες έχουν τρομοκρατηθεί». Ο Τζόναθαν Τζανόγκλι, συντηρητικός βουλευτής της περιφέρειας του Χάντιγκντον, ζητάει την αύξηση της καταστολής, και την υιοθέτηση της πολιτικής που εφαρμόζεται ενάντια στον χουλιγκανισμό. Δηλώνει δε ότι «αυτοί οι τρομοκράτες επιτίθενται ενάντια στις αρχές της δημοκρατίας μας».
Από την πλευρά του, το κίνημα για την απελευθέρωση των ζώων προτιμάει να χαρακτηρίζει τις πρακτικές του «συμμετοχική δημοκρατία», σε αντιδιαστολή με την αδράνεια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο Μελ Μπρότον, ο άνθρωπος που πέτυχε την εγκατάλειψη του εργαστηρίου του Κέιμπριτζ, υπενθυμίζει: «Πριν από την εκλογή τους, το 1997, οι Νέοι Εργατικοί είχαν πολλαπλασιάσει τις υποσχέσεις στους υπερασπιστές των ζώων. Στη συνέχεια υπαναχώρησαν. Ο Μπάρι Χορν πέθανε κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας για να υπενθυμίσει στον Μπλερ το πρόγραμμά του. Οι πολιτικοί έχουν υπερβολικά στενούς δεσμούς με την ολιγαρχία και δεν μπορούν να δράσουν: η άμεση λαϊκή δράση επιτρέπει να επιβάλλουμε εμείς τα θέματα που οφείλουν να είναι στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής».
Απέναντι στις ομάδες πίεσης των βιομηχανιών, η δράση των υπερασπιστών των ζώων επηρεάζει τη λήψη των αποφάσεων στην πολιτική. Ακόμα και ο Μάτφιλντ παραδέχεται ότι οι «νόμιμες διαδηλώσεις τους συνέβαλαν στον δημόσιο διάλογο και επέτρεψαν να αποκτήσει η χώρα, το 1986, την αυστηρότερη νομοθεσία στον κόσμο για τα πειράματα πάνω στα ζώα». Το Λονδίνο ετοιμάζεται, ταυτόχρονα, να σκληρύνει την καταστολή ενάντια στους «οικομαχητές» και να δημιουργήσει ένα μεγάλο εθνικό κέντρο έρευνας για τις εναλλακτικές λύσεις με τις οποίες θα αποφεύγονται τα πειράματα πάνω στα ζώα.
Στη χώρα του άκαμπτου δικομματισμού, όπου η εκλογική εναλλαγή περιορίζεται στην επιλογή ανάμεσα στους Εργατικούς του Μπλερ, που έχουν μετατραπεί σε νεοφιλελεύθερους, και στην ακραία δεξιά, που είναι κληρονόμος της Μάργκαρετ Θάτσερ, ορισμένα τμήματα της κοινής γνώμης υποφέρουν από την έλλειψη της αντιπροσώπευσης. Από αυτή την άποψη, οι -μη βίαιες- ενέργειες των οικολόγων που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των ζώων δείχνουν ότι είναι δυνατόν να αναγκαστεί να προχωρήσει η βρετανική κοινοβουλευτική δημοκρατία, ταυτόχρονα με την υπεράσπιση ενός ευγενούς σκοπού.