Στο φύλλο της 10ης Δεκεμβρίου 2004, η μεγάλη σουηδική εφημερίδα Dagens Nyheter δημοσίευσε στη στήλη «Ελεύθερο βήμα» ένα εκτενές κείμενο υπογεγραμμένο από τον σουηδό μαθηματικό Πέτερ Τζάγκερ, μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών, τον πρώην υπουργό περιβάλλοντος Μανς Λόνροθ που κατέχει σήμερα στο πανεπιστήμιο την έδρα «Τεχνολογίας και Κοινωνίας» και από τον Γιόχαν Λόνροθ, οικονομολόγο και πρώην μέλος του σουηδικού Κοινοβουλίου. Το κείμενο αποδείκνυε με λεπτομερή τρόπο ότι ορισμένοι οικονομολόγοι -μεταξύ των οποίων και αρκετοί βραβευθέντες με το βραβείο της Τράπεζας της Σουηδίας- είχαν κάνει κακή χρήση των μαθηματικών, δημιουργώντας εξωπραγματικά μοντέλα κοινωνικών δυναμικών.
Όπως μας εξήγησε ο Πέτερ Νόμπελ σε αποκλειστική συνομιλία του μαζί μας, «στην αλληλογραφία του Αλφρεντ Νόμπελ δεν βρέθηκε ποτέ η παραμικρή αναφορά για κάποιο βραβείο Οικονομίας. Η Βασιλική Τράπεζα της Σουηδίας απόθεσε το αβγό της στη φωλιά ενός άλλου πουλιού, ιδιαίτερα αξιοσέβαστου, προσβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο το "σήμα κατατεθέν" Νόμπελ.
Τα δύο τρίτα των βραβείων της Τράπεζας της Σουηδίας έχουν απονεμηθεί σε αμερικανούς οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγου, των οποίων τα μαθηματικά μοντέλα χρησιμεύουν στην κερδοσκοπία στις χρηματιστηριακές αγορές, αντίθετα με την επιθυμία του Αλφρεντ Νόμπελ που επιδίωκε τη βελτίωση της μοίρας των ανθρώπων».
«Ανεξάρτητη» έρευνα
Η επιλογή των βραβευθέντων για το έτος 2004 ίσως να αποτέλεσε τη σταγόνα με την οποία ξεχείλισε το ποτήρι. Ακόμα μια φορά, με το βραβείο τιμήθηκαν δύο αμερικανοί οικονομολόγοι, ο Φιν Ε. Κίντλαντ και ο Εντουαρντ Κ. Πρέσκοτ, οι οποίοι με άρθρο τους, το 1977, είχαν «αποδείξει» χρησιμοποιώντας ένα μαθηματικό μοντέλο, ότι οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να είναι ανεξάρτητες από κάθε πίεση των αιρετών εκπροσώπων, ακόμα και σε μια δημοκρατία. Η παρουσίαση των δύο οικονομολόγων που τιμήθηκαν με το βραβείο της Τράπεζας της Σουηδίας εξυμνούσε το άρθρο που είχαν γράψει το 1977 και «τη σημαντική επιρροή του στις μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν σε πολλές χώρες (μεταξύ άλλων στη Νέα Ζηλανδία, στη Σουηδία, στη Βρετανία και στη ζώνη του ευρώ) για να ανατεθεί σε ανεξάρτητους κεντρικούς τραπεζίτες η λήψη των αποφάσεων στα ζητήματα της νομισματικής πολιτικής».
Ωστόσο, παρόμοιες «μεταρρυθμίσεις» δημιουργούν πρόβλημα στις δημοκρατίες όπου οι πολίτες ενδιαφέρονται για τη διαφάνεια στη λήψη των δημόσιων αποφάσεων.
Η νομισματική πολιτική καθορίζει την κατανομή του πλούτου ανάμεσα στους οφειλέτες και τους δανειστές, την εισοδηματική πολιτική και την ισότητα των ευκαιριών. Εάν είναι υπερβολικά αυστηρή, τότε επιβαρύνει τους μισθωτούς, καθώς ενισχύει την αύξηση της ανεργίας, ενώ καθιστά ακριβότερη την αποπληρωμή των δανείων, προς όφελος των πιστωτικών ιδρυμάτων και των κατόχων των κεφαλαίων.
Έχουν, ήδη, αποδειχθεί οι ιδεολογικές προκαταλήψεις των νεοκλασικών οικονομολόγων, (1) καθώς επίσης και η έλλειψη ρεαλισμού που διακρίνει αρκετά από τα αξιώματα που έχουν διατυπώσει. Όμως, μια νέα ομάδα επιστημόνων -από πολύ διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, όπως η φυσική, τα μαθηματικά, οι επιστήμες που ερευνούν το νευρικό σύστημα ή η οικολογία- ζητούν με τη σειρά τους να διευρυνθεί το αντικείμενο του βραβείου της Τράπεζας της Σουηδίας για τις οικονομικές επιστήμες, να απονέμεται με σωστότερο τρόπο ή, απλά, να καταργηθεί.
Οι ενστάσεις προέρχονται από ερευνητές των θετικών επιστημών, οι οποίοι μελετούν τον φυσικό κόσμο και των οποίων οι ανακαλύψεις υπόκεινται σε επαλήθευση ή αναίρεση. Κατά τη γνώμη τους, το βραβείο οικονομίας έχει ως αποτέλεσμα να υποτιμώνται τα πραγματικά βραβεία Νόμπελ. Ιδίως μετά το κλασικό έργο του Νίκολας Γκεοργκέσκου Ρόεγκεν, (2) η οικονομία συγκεντρώνει τα καταιγιστικά πυρά της κριτικής που ασκούν οικολόγοι, βιολόγοι, ειδικοί στα ζητήματα φυσικών πόρων, μηχανικοί και ειδικοί στον τομέα της θερμοδυναμικής. Η προσέγγιση της οικονομίας μέσα από τη διεπιστημονικότητα -οικολογική οικονομία, οικονομία των φυσικών πόρων κ.λπ.- δεν αποτελεί λύση για τη διόρθωση των ουσιωδών σφαλμάτων της νεοκλασικής οικονομίας, την οποία ορισμένοι παρομοιάζουν με θρησκευτική πίστη, ιδιαίτερα όσον αφορά την προσήλωσή της στο «αόρατο χέρι» των αγορών.
Επιστήμη ή επάγγελμα;
Επανέρχεται δε στην επικαιρότητα το παλιό ερώτημα, το κατά πόσον η οικονομία αποτελεί επιστήμη ή επάγγελμα. Δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις «αρχές» της δεν υπόκεινται σε έλεγχο όπως οι νόμοι της Φυσικής, χάρη στους οποίους έχουμε τη δυνατότητα να εκτοξεύσουμε έναν πύραυλο στη Σελήνη, πρόκειται μάλλον για επάγγελμα.
Για παράδειγμα, μπορούμε να αποδείξουμε ότι η «αρχή» της «αριστοποίησης κατά Παρέτο» (3) αγνοεί το ζήτημα της προηγούμενης κατανομής του πλούτου, της εξουσίας και της ενημέρωσης, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο σε άδικα κοινωνικά αποτελέσματα. Η παρουσίαση αυτών των εννοιών με μαθηματική μορφή συχνά αποκρύπτει την υπολανθάνουσα ιδεολογία τους και θέτει εκτός των διανοητικών δυνατοτήτων του κοινού -ακόμα και των αιρετών εκπροσώπων του λαού- ορισμένα προβλήματα, τα οποία παρουσιάζονται ως υπερβολικά «τεχνικά» για το επίπεδό τους.
Με αυτόν τον τρόπο, οι οικονομολόγοι όχι μόνο αυξάνουν την επιρροή τους στο εσωτερικό των ισχυρών θεσμών στους οποίους εργάζονται, αλλά και δεν υπόκεινται στα κριτήρια αξιολόγησης που ισχύουν για τα υπόλοιπα επαγγέλματα. Ένας γιατρός μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με τη Δικαιοσύνη, εάν διαπράξει σφάλμα στη θεραπευτική αγωγή που εφαρμόζει στον ασθενή του. Όμως, οι λανθασμένες συμβουλές ενός οικονομολόγου μπορούν να «αρρωστήσουν» μια ολόκληρη χώρα, χωρίς αυτός να υποστεί την παραμικρή συνέπεια.
Οι νέες ανακαλύψεις των ερευνητών που μελετούν το νευρικό σύστημα, των βιοχημικών και των επιστημόνων που μελετούν τη συμπεριφορά, βαθαίνουν ακόμα περισσότερο τη μεγαλύτερη ανοιχτή πληγή των νεοκλασικών οικονομολόγων: την εξομοίωση της «ανθρώπινης φύσης» με τον υπολογισμό του «ορθολογικού οικονομικού υποκειμένου», το οποίο διακατέχεται από την έμμονη ιδέα της μεγιστοποίησης του ατομικού του συμφέροντος.
Αυτό το μοντέλο που στηρίζεται στον φόβο και στη σπανιότητα αντιστοιχεί στον εγκέφαλο του ερπετού και στον χαρακτήρα του πρωτόγονου ανθρώπου που ήταν στενά δεμένος με τον ζωτικό χώρο του.
Αντίθετα, ο Πολ Ζακ, ερευνητής του Πανεπιστημίου του Κλέρμοντ στον τομέα των επιστημών που μελετούν το νευρικό σύστημα, ανακάλυψε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην εμπιστοσύνη, η οποία παρακινεί τους ανθρώπους να ενωθούν σε ομάδες για να συνεργαστούν, και στην αναπαραγωγική ορμόνη που ονομάζεται οξυτοσίνη.
Από την πλευρά του, ο Ντέιβιντ Λόι επιχείρησε μια νέα προσέγγιση των γραπτών του Δαρβίνου και απέδειξε ότι, αντίθετα απ’ ό,τι λέγεται συνήθως, ο Δαρβίνος δεν είχε εστιάσει την προσοχή του στην «επιβίωση των ικανότερων» και στον ανταγωνισμό, θεωρώντας τους ως θεμελιώδεις παράγοντες της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους. (4) Ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την ικανότητα των ανθρώπων να οικοδομούν σχέσεις εμπιστοσύνης και να μοιράζονται και θεωρούσε τον αλτρουισμό παράγοντα της συλλογικής επιτυχίας. Κι άλλες εργασίες, οι οποίες επανεξετάζουν τη θεωρία των παιγνίων, καταλήγουν σε παρόμοια αποτελέσματα. (5)
Εξάλλου, αν δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα ήταν απορίας άξιο το πώς κατόρθωσαν οι άνθρωποι να περάσουν από το στάδιο των νομαδικών ομάδων τροφοσυλλεκτών σε εκείνο όπου κατόρθωσαν να δημιουργήσουν πόλεις, επιχειρήσεις και διεθνείς οντότητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Έθνη.
Πατριαρχία στην οικονομία
Αντίθετα με τα αξιώματα με τα οποία επιβάλλονται μαθηματικά μοντέλα στην οικονομία, οι άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται σαν ηλεκτρόνια, σαν μπάλες του γκολφ ή σαν ινδικά χοιρίδια. Αντίθετα με το «ορθολογικό οικονομικό υποκείμενο» που εφηύραν τα θεωρητικά βιβλία, οι άνθρωποι διαθέτουν έναν «ορθολογισμό», ο οποίος δεν έχει σχέση με το νόημα που δίνουν οι οικονομολόγοι σε αυτήν τη λέξη. Τα κίνητρά τους είναι πολύπλοκα και συμπεριλαμβάνουν το ενδιαφέρον για τους άλλους, το μοίρασμα και τη συνεργασία, συχνά μέσα στο πλαίσιο του εθελοντισμού. Οι προσομοιώσεις με τη χρήση συστημάτων πληροφορικής, οι οποίες στηρίζονται σε ομάδες υποκειμένων, ίσως να καταστήσουν στο μέλλον την οικονομία περισσότερο «επιστημονική».
Αυτή τη στιγμή, οι θεμελιώδεις υποθέσεις της οικονομίας στηρίζονται στην πατριαρχία, με αποτέλεσμα να ανοίγεται μπροστά μας ένα ενδιαφέρον πεδίο ερευνών στον τομέα της «φεμινιστικής οικονομίας».
Η διαμάχη για το «βραβείο της Τράπεζας της Σουηδίας για τις οικονομικές επιστήμες» -ένα βραβείο που αποσκοπούσε στο να προσδώσει στο επάγγελμα την αύρα της επιστήμης- ξανάφερε στο προσκήνιο όλα αυτά τα σημαντικά ζητήματα.
Αμφισβητείται μια επιστημονική απάτη. Αν και υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να περιλαμβάνεται αυτή η διαμάχη στο ετήσιο μενού των ελίτ που συγκεντρώνονται στο χιονισμένο Νταβός της Ελβετίας, θα άξιζε να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.