Στα τέλη του 2004, η Λιθουανία και η Ουγγαρία ήταν οι δύο πρώτες χώρες που επικύρωσαν τη συνθήκη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Την επικύρωσαν, όμως, μέσω των Κοινοβουλίων τους και όχι με λαϊκή ετυμηγορία, και το ίδιο θα συμβεί σχεδόν σε όλα τα νέα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1). Μόνο η Πολωνία και η Δημοκρατία της Τσεχίας έχουν προβλέψει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, επιλογή που θεωρείται, ωστόσο, υψηλού κινδύνου.
Το 2003, σε όλες αυτές τις χώρες, οι πολίτες κλήθηκαν να επικυρώσουν με δημοψήφισμα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση: το 65% έως 93% των ψηφοφόρων ψήφισαν ναι, η αποχή, όμως, έφτασε περίπου το 50% (2). Αναμφίβολα, η ετυμηγορία αυτή εξηγείται με βάση την αντίληψη ότι το χειρότερο θα ήταν να παραμείνουν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με την ελπίδα ότι θα έπαυαν πια να αποτελούν μια τεράστια περιφερειακή αγορά, και θα αποκτούσαν την πολιτική ιδιότητα του κράτους-μέλους. Εξάλλου, η ιδιότητα αυτή συνδεόταν με τη δυνατότητα απόκτησης δικαιώματος ψήφου, ανεξάρτητα από το οικονομικό μέγεθος των χωρών αυτών (3) -απ’ όπου πήγαζε και η προσδοκία μιας βολονταριστικής πολιτικής μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την ένταξη της Ελλάδας (1981) και, στη συνέχεια, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (1986), και κατά την οικοδόμηση της «μεγάλης αγοράς» που προέβλεπε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ άνισων μερών διευρύνει τις ανισότητες. Τα διαρθρωτικά ταμεία, όπως είναι γνωστό, χορήγησαν πόρους στις περιοχές που αντιμετώπιζαν προβλήματα ανασυγκρότησης και των οποίων το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι κατά 25% κατώτερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το ύψος των κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού, που κατευθύνθηκαν στα διαρθρωτικά ταμεία, διπλασιάστηκε μεταξύ 1987 και 1992, περνώντας από τα 7,2 στα 14,5 δισ. ECU -«ποσό που δεν υπολείπεται κατά πολύ της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ (4)». Το 1993 αυξήθηκε, ξανά, κατά 50%. Το 1992 η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκρότησε και το λεγόμενο «ταμείο συνοχής», για να στηρίξει τα κράτη-μέλη με κατά κεφαλήν εισόδημα χαμηλότερο από το 90% του ευρωπαϊκού μέσου όρου -δηλαδή τα τρία κράτη της Ν. Ευρώπης και την Ιρλανδία. Μολονότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός είχε ανώτατο όριο το 1,24% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) της Ε.Ε. για την περίοδο 2000-2006 (σε σύγκριση με τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της τάξης του 20% στις ΗΠΑ, επρόκειτο, για μια λογική δημόσιας βοήθειας, καθόλου ευκαταφρόνητης για τις φτωχότερες περιοχές…
Τα νέα κράτη-μέλη, όμως, είναι στο σύνολό τους επιλέξιμα για τέτοιου είδους κοινοτικούς πόρους: μπορούσαν, επομένως, να ελπίζουν ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα επρόκειτο για ένα από τα «κεκτημένα» που θα ενσωμάτωναν. Ωστόσο, ο προϋπολογισμός για την περίοδο 2007-2013, περίοδο κατά την οποία θα ενταχθούν η Ρουμανία και η Βουλγαρία, δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το 1% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για να μοιραστεί μια μικρότερη πίτα ανάμεσα σε περισσότερους δικαιούχους, υπάρχουν αρκετές επιλογές: θα πάρουμε από το Νότο για να δώσουμε στην Ανατολική Ευρώπη, θα δώσουμε από την αρχή λιγότερα στην Ανατολική Ευρώπη (με την ένταξη, οι επιδοτήσεις προς τον πολωνό αγρότη φτάνουν στο 25% των επιδοτήσεων που λαμβάνει ο αντίστοιχος γάλλος αγρότης), και με ορίζοντα το 2013 θα ευθυγραμμίσουμε όλους προς την κατεύθυνση… μείωσης της κοινοτικής βοήθειας.
Γιατί; Γιατί τα κράτη που είναι καθαροί πιστωτές του προϋπολογισμού της Ε.Ε. -κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία- υιοθετούν, πλέον, τη λογική μιας μεγάλης ανταγωνιστικής αγοράς, χωρίς απορροφήσεις κραδασμών μέσω δημοσιονομικών δαπανών. Ενώ η Γερμανία, για να αμβλύνει τις κοινωνικές επιπτώσεις από την ενοποίησή της, χορηγούσε στα νέα ομόσπονδα κρατίδιά της περίπου 100 δισ. δολάρια το χρόνο για περισσότερο από μια δεκαετία, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί παρόμοιες λογικές στο ζήτημα της ενσωμάτωσης των υπόλοιπων χωρών.
Δεν πρόκειται μόνο για επιλογές δημοσιονομικού χαρακτήρα. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αποφεύγει να υιοθετήσει ως αρχή την κοινωνική εναρμόνιση προς τις υψηλότερες κοινωνικές προδιαγραφές, η οποία θα συνοδευόταν από τις ανάλογες δημόσιες δαπάνες. Αντίθετα, κατοχυρώνει την αρχή μιας μεγάλης αγοράς «ελεύθερου» ανταγωνισμού μεταξύ άνισων μερών, στην οποία δεν πρέπει να προκαλεί «στρεβλώσεις» η κρατική βοήθεια (άρθρο ΙΙΙ-167).
Όμως, τα κονδύλια που χορηγεί η Γερμανία στα νέα ομόσπονδα κρατίδιά της παραβιάζουν εξόφθαλμα και διαρκώς αυτόν τον «κανόνα». Επομένως, η γερμανική εξαίρεση πρέπει να περιληφθεί στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα! Είναι αυτό γνωστό; Έτσι, η παράγραφος 2γ του άρθρου που αναφέραμε, αναγνωρίζει ως «συμβατή με την εσωτερική αγορά (…) την οικονομική βοήθεια που χορηγεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σε ορισμένες περιοχές της που επλήγησαν από τη διχοτόμησή της». Και διευκρινίζει τον προσωρινό αλλά… μακροπρόθεσμο χαρακτήρα της: «Πέντε χρόνια αφότου η Συνθήκη τεθεί σε ισχύ (…) το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί (και όχι “πρέπει”) να λάβει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απόφαση που θα καταργεί τη συγκεκριμένη πρόνοια».
Πρόκειται, βέβαια, για εξαίρεση. Καμία χώρα της Ανατολικής Ευρώπης δεν τυγχάνει τέτοιας μεταχείρισης. Άλλωστε, οι καθαρές πιστώσεις που χορηγήθηκαν στο σύνολο των νέων κρατών-μελών, για την περίοδο 2004-2006 (ύψους 25 δισεκατομμυρίων ευρώ) υπολείπονται κατά πολύ των ποσών που λαμβάνουν από το 1989 τα ομόσπονδα κρατίδια της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Βέβαια, «μπορεί να είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά η βοήθεια για την ανάπτυξη περιφερειών με πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο». Δεν υπάρχει, όμως, καμία δέσμευση, κανένα κριτήριο. Και το άρθρο ΙΙΙ-168 δίνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη δυνατότητα να θεωρήσει ότι η βοήθεια που χορηγεί ένα κράτος «δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά».
Στην πραγματικότητα, οι κύριες προσδοκώμενες πηγές χρηματοδότησης συνδέονται με τον ιδιωτικό τομέα: το ζήτημα είναι η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Καθώς οι πιο μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, το βασικό επιχείρημα θα είναι το χαμηλό κόστος εργασίας και ο διαγκωνισμός για τη μεγαλύτερη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις (5). Παράλληλα, τα επίπεδα του ΦΠΑ θα πρέπει να εναρμονιστούν με όσα επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές οδηγίες, δηλαδή να αυξηθούν σε προϊόντα που μέχρι πρόσφατα επιδοτούνταν από το κράτος (ακόμη κι αν υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις), καθώς επίσης και να αντισταθμιστεί, σε κάποιον βαθμό, η απώλεια φορολογικών εσόδων από τη μείωση στη φορολογία των επιχειρήσεων. Έτσι, οι λαοί συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται σε κλοιό: από τη μια πλευρά επωμίζονται μεγαλύτερα φορολογικά βάρη και από την άλλη απολαμβάνουν ολοένα λιγότερες κοινωνικές παροχές, οι οποίες έχουν περικοπεί για να εκπληρωθούν τα κριτήρια για τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, είχε παρουσιαστεί ως το επισφράγισμα μιας επιτυχούς πορείας για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μετά από τη γενική πτώση της παραγωγής (μεταξύ 13% και 50%), υπήρξε ανάκαμψη, πρώτα στην Πολωνία, από το 1993, και στη συνέχεια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, στην Κεντρική Ευρώπη. Έγινε λόγος για «δημιουργική καταστροφή» και, αργότερα, για «κάλυψη του χαμένου εδάφους», όταν, τα τελευταία χρόνια, οι ρυθμοί ανάπτυξης στην περιοχή ξεπέρασαν τους αντίστοιχους ρυθμούς των «Δεκαπέντε». Στην πραγματικότητα, αρκετές χώρες παραμένουν ακόμη κάτω από το επίπεδο παραγωγής του 1989. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο δείκτης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), δεν αποκαλύπτει τίποτε για τις πηγές της ανάπτυξης και για τον τρόπο που μοιράζονται οι καρποί της.
Οι αριθμοί κρύβουν την άνοδο των τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα, στα ενοίκια και στις μεταφορές, την ιδιωτικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών που άλλοτε παρέχονταν δωρεάν και συνδέονταν σε μεγάλο βαθμό με την απασχόληση, την αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, που γίνεται ακόμη μεγαλύτερη στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), και όλα μαζί επιδεινώνουν την οικονομική κατάσταση ευρύτατων στρωμάτων. Η ανάπτυξη ήρθε ως αποτέλεσμα της εμφάνισης μικρών ιδιωτικών επιχειρήσεων, με συχνά αβέβαιη προοπτική, και της εισροής ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) στις πρωτεύουσες ή τις συνοριακές ζώνες την προηγουμένη της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τη σκοπιά της δημιουργίας θέσεων εργασίας, το συνολικό όφελος δεν αντισταθμίζει τις απώλειες από την εξάρθρωση των μεγάλων επιχειρήσεων. Έτσι, καταγράφεται αύξηση του ποσοστού ανεργίας (σχεδόν 20% στην Πολωνία), της επισφαλούς εργασίας και των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων. Να οι αιτίες για την αύξηση της πορνείας, της μαύρης εργασίας και για την αναδίπλωση στα μικρά αγροκτήματα ως υποκατάστατο «κοινωνικής πρόνοιας»: σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καταγράφεται αύξηση του ενεργού πληθυσμού που δηλώνει «αγροτικός»!
Επομένως, πίσω από τα μεγάλα λόγια, η γενναιοδωρία και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Χρειάστηκε να γίνει μια… δωρεάν «μεγαλόψυχη χειρονομία» για να αναδειχθεί αυτό που καταχρηστικά ονομάστηκε «επανένωση της Ευρώπης»: επιτράπηκε στους λαούς των νέων κρατών-μελών να συμμετάσχουν στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2004. Τέτοιες «γαλαντομίες» προκάλεσαν την ήττα σχεδόν όλων των κυβερνώντων κομμάτων στην Αν. Ευρώπη και αύξησαν σημαντικά τη δύναμη των εχθρικών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση κομμάτων! Ακόμη και η υπόσχεση για απόσυρση των πολωνικών στρατευμάτων από το Ιράκ, την οποία απαιτούσε περίπου το 70% των Πολωνών, δεν αναχαίτισε τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο μεγάλος νικητής των ευρωεκλογών, όμως, ήταν η αποχή: είχαμε 30% μέσο όρο συμμετοχής στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης! Κάτι που δεν συνέβη στην Κύπρο (71,2%) και στη Μάλτα (82%). Αιτίες της αποχής είναι οι διαδικασίες καταστροφής του παλιού συστήματος, που επικαλούνταν το σοσιαλισμό (6).
Την επαύριο των εκλογών, που υποτίθεται ότι θα ενίσχυαν τη «δημοκρατική μετάβαση» στην Αν. Ευρώπη, αρκετοί πρωθυπουργοί (στην Πολωνία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας, την Ουγγαρία) «υποχρεώθηκαν, μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων, να παραιτηθούν, αντί να δοξαστούν σαν ήρωες», υπογραμμίζει ο Ζακ Ρούπνικ (7). Βρισκόμαστε, άραγε, όπως υποστηρίζει, μπροστά σε μια «πρόωρη απογοήτευση απέναντι στην Ε.Ε. και τις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις;»