[Από το αρχείο της “Le Monde diplomatique”, Μάιος 2005]
«Θα ήταν εύκολο, από άποψη τακτικής, να πούμε “όχι”, για να εκμεταλλευτούμε την οργή που υπάρχει στη χώρα (….) Εκτίμησα, στο όνομα της μεγάλης πλειοψηφίας των σοσιαλιστών, ότι χρέος μας ήταν να φροντίσουμε να υπάρξει στο μέλλον μια λειτουργική Ευρώπη (1)». Όπως και πολλοί εκπρόσωποι της κυβερνητικής αριστεράς, έτσι κι ο Φρανσουά Ολάντ, γενικός γραμματέας του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, εκτιμά ότι η επιταγή της οικοδόμησης της «Ευρώπης» προϋποθέτει τον (προσωρινό;) υπερκερασμό των κοινωνικών διεκδικήσεων του παραδοσιακού εκλογικού του σώματος. Γι’ αυτό και, στη λογική της κατευθυντήριας γραμμής των θέσεων που, εδώ και είκοσι χρόνια, έχει υιοθετήσει το κόμμα του, καλεί τα μέλη του να διακηρύξουν ένα «σοσιαλιστικό ναι» στην ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη.
Ωστόσο, αυτή η συνθήκη προκαλεί -περισσότερο από ό,τι η συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992- έναν έκδηλο διχασμό τόσο στη βάση όσο και στην ηγεσία του κόμματος που επανίδρυσε ο Φρανσουά Μιτεράν: στο δημοψήφισμα της 1ης Δεκεμβρίου 2004, το 42% τάχθηκε κατά, ανάμεσά του και φυσιογνωμίες του κόμματος όπως ο πρώην πρωθυπουργός Λοράν Φαμπιούς, ή η ένθερμη υπέρμαχος του φεντεραλισμού, Περβάνς Μπερ. Ο Μαρκ Ντολέζ, μάλιστα, ο μοναδικός σοσιαλιστής βουλευτής που, στις 28 Φεβρουαρίου, ψήφισε κατά της συνταγματικής μεταρρύθμισης που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος, εκτιμά ότι η συνθήκη «στρέφει την πλάτη της στις αξίες της αριστεράς». Η «α-συναίνεση» είναι επίσης έκδηλη και στους Πράσινους, οι οποίοι μετά βίας πέτυχαν τη στήριξη της συνθήκης (2). Κατά τον ίδιο τρόπο, η απόρριψη της συνταγματικής συνθήκης από την Εθνική Επιτροπή CGT, στις 3 Φεβρουαρίου 2005, μοιάζει με αποκήρυξη της ηγεσίας της συνομοσπονδιακής διεύθυνσης του συνδικάτου, η οποία είχε αρνηθεί να πάρει θέση. Η άρνηση αποσκοπούσε, αναμφίβολα, στο να εξασφαλίσει την αφομοίωση της οργάνωσης στην Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES), η οποία τάσσεται ευνοϊκά προς τη συνθήκη.
Η αντιφατική στάση μερίδας της αριστεράς απέναντι στην Ευρώπη -που φαίνεται πως προκαλεί μια αντίθεση περισσότερο ξεκάθαρη από ό,τι στο παρελθόν- θα μπορούσε να εξηγηθεί, κατά τον Πιέρ Μπουρντιέ, από το γεγονός ότι έχει χάσει κάποιες από τις «ανοσοποιητικές της άμυνες». Κι αυτή η αστάθεια εμφανίζεται σαν προϊόν μιας διττής εξέλιξης: από τη μία, της σταδιακής προσχώρησής της στον οικονομικό φιλελευθερισμό κατά τη δεκαετία του ’80, και, από την άλλη, μιας βαθιάς απώλειας των πολιτικών της αναφορών, που καθιστά την Ευρώπη -ανεξαρτήτως του περιεχομένου της- ιδανικό υποκατάστατο μιας αριστεράς που έχει έλλειψη στόχων. Το «μεγάλο άλμα προς τα πίσω» (3)-του οποίου η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την ύστατη αποκρυστάλλωση- οφείλεται σε πολλές αιτίες, ιδιαίτερα δε, στην κοινωνική καταγωγή των επίσημων εκπροσώπων του λεγόμενου «προοδευτικού» στρατοπέδου και στην επεκτατική επέλαση των φιλελευθέρων στους χώρους σκέψης και επιρροής (4). Πέρα, όμως, από αυτό που, σε άλλες εποχές, θα αποκαλούσαμε «ταξικές επιλογές» κάποιων πολιτικών ηγετών, σημαντικό τμήμα «του κόσμου της αριστεράς» απαντάται -χωρίς ενθουσιασμό αλλά συχνά με ειλικρίνεια- ανάμεσα στους υπέρμαχους του «ναι» στη συνταγματική συνθήκη. Η Ευρώπη αποτελεί γι’ αυτούς ένα ιδεώδες, το οποίο, καθώς έχει προτεραιότητα, δικαιολογεί κάποιες παραχωρήσεις, ακόμη κι αν αυτές αγγίζουν τα όρια της ιδεολογικής ακροβασίας. Γιατί αυτή η στάση υποκρύπτει παραίτηση.
Η αριστερά έχει υποστεί, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, πολλές ψυχρολουσίες, που την άφησαν διάτρητη απέναντι σε κάθε είδους φραστικές και διανοητικές συγχύσεις. Ο δικτατορικός εκφυλισμός και η οικονομική αποτυχία της Σοβιετικής Ένωσης, ο πολιτικός κυνισμός κάποιων εμβληματικών φυσιογνωμιών της σοσιαλδημοκρατίας (όπως αποκαλύπτουν ιδίως οι καταχρήσεις που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση των κομμάτων), το αδιέξοδο των τριτοκοσμικών εμπειριών (ανάμεσά τους κι εκείνη της ανεξάρτητης Αλγερίας) και η διάλυση της «ελευθεριάζουσας φούσκας» της δεκαετίας του 1970, προκάλεσαν μια βαθιά κρίση ταυτότητας, και μια συλλογική κατάθλιψη.
Κάθε εναλλακτική στον καπιταλισμό ή στον φιλελευθερισμό μοιάζει καταδικασμένη από την ιστορία. Σε αυτό το σπαρμένο με πτώματα έδαφος, η Ευρώπη εμφανίζεται ως μια ιδανική εναλλακτική λύση. Οι αριστεροί υπέρμαχοι του «ναι» (στο Μάαστριχτ ή στη συνταγματική συνθήκη) επικαλούνται, άλλωστε, περισσότερο αυτό που η Ευρώπη θα μπορούσε να γίνει, παρά αυτό που είναι. Ακόμη κι αν η Ευρώπη δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες τους, προσκολλώνται σε αυτήν, γιατί νιώθουν ότι δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο. Συνεπώς, η ευρωπαϊκή οικοδόμηση είναι μια κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, η οποία έχει κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνέπειες ουσιωδώς αισθητές (5), ενώ η πολιτική κουλτούρα σταδιακά εκφυλίζεται, επιτρέποντας την αποδοχή της ως έχει. Συγχέουν την ολοκλήρωση της ηπείρου με τον εργατικό διεθνισμό του παρελθόντος (6), ακόμη κι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει περισσότερο με ανώνυμη εταιρεία, παρά με έκφραση διεθνιστικής αλληλεγγύης των καταπιεσμένων (7). Επικαλούνται τον Βίκτορα Ουγκό και την έκκλησή του να δημιουργήσουμε τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», δίχως να διευκρινίζουν ότι, για τον ποιητή, επρόκειτο για μια Ευρώπη «ρεπουμπλικανική, της οποίας έδρα θα ήταν η Γαλλία»…
Η σύγχυση είναι τόσο μεγάλη, ώστε οι επίσημοι εκπρόσωποι της αριστεράς πασχίζουν με πείσμα να αποφύγουν κάθε συζήτηση σχετική με το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού σχεδίου. Όπως ακριβώς οι κυβερνητικές οικονομικές επιλογές σταδιακά αποκλείστηκαν από την ιδεολογική αντιπαράθεση, έτσι και η Ευρώπη «αποπολιτικοποιήθηκε». Δεν είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά. Κάθε κριτική καταλήγει, λοιπόν, σε συζήτηση για την ίδια την Ευρώπη. Αυτή η στάση αρνείται κάθε χώρο σε επιχειρήματα και πολιτικούς συλλογισμούς. Εμποδίζει να διαβλέψουμε μιαν άλλη αντίληψη για την ολοκλήρωση της ηπείρου. «Δεν σέβομαι τους υπέρμαχους του “όχι” στη συνταγματική συνθήκη που παριστάνουν τους φιλο-ευρωπαϊστές», δεν φοβάται να δηλώνει ο Μισέλ Ροκάρ, πρώην σοσιαλιστής πρωθυπουργός (8).
Η επίκληση του περίφημου «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου» παραμένει, εν πολλοίς, εξορκισμός και το περιεχόμενό του προκαλεί διχασμό. Έτσι, ο Φιλίπ Ερζόγκ, πρώην κομμουνιστής ευρωβουλευτής, ο οποίος, όμως, εδώ και πολύ καιρό, έχει προσχωρήσει στον «σοσιαλ-φιλελευθερισμό», ενώ αναγνωρίζει πως ο ορισμός που δίνεται στις συνθήκες «τείνει προς τον μπλερισμό», εκτιμά ότι η ιδέα της επιβολής «ενός προγράμματος κοινωνικής σύγκλισης» στην Ένωση, όπως το οραματίστηκαν οι γάλλοι σοσιαλιστές, θα τους στοιχίσει να «βρεθούν εκτός παιχνιδιού» (9).
Οι αποκλίσεις που εκδηλώνονται στους κόλπους της αριστεράς δεν πρέπει, ωστόσο, να μας εκπλήσσουν. Αντίθετα, είναι η «ευρωπαϊστική» ομοφωνία των είκοσι τελευταίων χρόνων, που πρέπει να μας εκπλήσσει. Γιατί, ο ορισμός μιας προοδευτικής Ευρώπης πάντα αφυπνίζει τον διχασμό. Κατ’ αρχάς, επειδή η ίδια η ορθότητα της ευρωπαϊκής διάστασης δεν είναι πασιφανής για μια αριστερά κατ’ εξοχήν διεθνιστική. Παρά τις φονικές συρράξεις που έχουν, κατά τακτά διαστήματα, αφανίσει τη Γηραιά Ηπειρο, η Ευρώπη δεν αναδύεται στη φαντασία της αριστεράς παρά αργά και μέσω των ελίτ της. Οι θέσεις που πήραν προοδευτικοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες σαν τον Βίκτορα Ουγκό ή τον Στεφάν Τσβάιχ, παραμένουν, επί μακρόν, σχεδόν μυστικές. Ο Καρλ Μαρξ θα ταχθεί, μάλιστα, κατά της Διεθνούς Λίγκας για την Ειρήνη και την Ελευθερία (10), η οποία, το 1869, δημοσιεύει μανιφέστο υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Ο φιλόσοφος έβλεπε, εδώ, έναν αντίπαλο της 1ης Διεθνούς.
Αν και το ευρωπαϊκό ιδεώδες -συνδεδεμένο με εκείνο της λαϊκής αδελφοσύνης- διαπερνά τα επαναστατικά κινήματα του 1848 (11), η ακριβής ερμηνεία του δεν παύει να αποτελεί πρόβλημα. Εξαρχής, τα σχέδια είναι κατ’ εξοχήν οικονομικά και προκαλούν τη δυσπιστία της αριστεράς. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, όλοι, από τον Λουί Λουσέρ -βιομήχανο που έγινε υπουργός Βιομηχανίας του Ζορζ Κλεμανσό- ως τον Εμίλ Μάιρις -ιδιοκτήτη της λουξεμβουργιανής σιδηρουργίας-, προτείνουν καρτέλ και συμφωνίες για τον χάλυβα και τον άνθρακα (12). Σε ομιλία του ενώπιον της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ), στις 5 Σεπτεμβρίου του 1929, ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Αριστίντ Μπριάν, προτείνει, υπό την ονομασία Ευρωπαϊκή Ένωση, μια ένωση που «θα αφορά ιδίως στο οικονομικό πεδίο». Επρόκειτο, κυρίως, για μια κατάργηση τελωνειακών φραγμών, συνοδευόμενη από κάποιου «είδους ομοσπονδιακό δεσμό» (13). Γνωρίζει τη στήριξη των ριζοσπαστών, αλλά συναντά τον σκεπτικισμό του Λεόν Μπλουμ -εκ πεποιθήσεως ευρωπαϊστή- και του γαλλικού τμήματος της Εργατικής Διεθνούς (SFIO), που διάκεινται εχθρικά στην ιδέα της εγκατάλειψης της εθνικής κυριαρχίας και ανησυχούν για το δυνητικό «βραχυκύκλωμα» της ΚΤΕ. Η υποστήριξη των εργοδοτικών φορέων προς αυτές τις προτάσεις, σε ένα πλαίσιο οικονομικής κρίσης, προκαλούσε τους φόβους των συνδικάτων και των κομμάτων της αριστεράς, που έβλεπαν, σε αυτήν, μια παγίδα στην υπηρεσία του διεθνούς εξορθολογισμού του κεφαλαίου.
Ύστερα από το 1945, η ιδέα της Ευρώπης συνδέεται και πάλι με τη διατήρηση της ειρήνης και πολλές προσωπικότητες της αριστεράς, σημαδεμένες από τον πόλεμο και την αντίσταση, συμμετέχουν στο φεντεραλιστικό Συνέδριο της Χάγης, τον Μάιο του 1948 (14). Ωστόσο, η ιδέα εξακολουθεί να προσεγγίζεται με διαφορετικούς τρόπους, πόσο μάλλον, καθώς ξαναγεννιέται στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου και υπό την αμερικανική ομπρέλα. Το 1954, η επικύρωση της ιδρυτικής συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης Άμυνας (ΕΕΑ) προκαλεί έντονη διαμάχη. Ενώ το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έβλεπε, σε αυτήν, μια πολεμική αντισοβιετική μηχανή, η υποταγή του μελλοντικού «ευρωπαϊκού» στρατού στην Ατλαντική Συμμαχία και η προβλεπόμενη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας, σε υπερεθνικά όργανα, διχάζουν τους βουλευτές της αριστεράς και της δεξιάς. Στη σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση, 53 σοσιαλιστές βουλευτές ψηφίζουν υπέρ της ΕΕΑ και 50 κατά…
Το 1957, η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης (ΕΟΚ) υποστηρίχθηκε από τον σοσιαλιστή Γκι Μολέ, πρόεδρο του συμβουλίου. Τα έξι ιδρυτικά μέλη είναι όλα κράτη πρόνοιας και η νεότευκτη κοινή αγορά μοιάζει να προσφέρει ασφαλιστικές δικλίδες. Οι κομμουνιστές, ωστόσο, και κάποιοι ριζοσπάστες, ανάμεσά τους κι ο Πιέρ Μεντέζ Φρανς (15), καταψηφίζουν την επικύρωση της Συνθήκης της Ρώμης.
Στο ανοιχτό ιδεολογικό πλαίσιο της δεκαετίας του ’80, η ευρωπαϊκή οικοδόμηση όλο και περισσότερο συνδέεται με τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Η ανικανότητα ορισμού της προοδευτικής Ευρώπης καλύφθηκε πίσω από ένα είδος δογματισμού, βασισμένου σε καλά αισθήματα. Καθώς δεν ασκούν, πλέον, πολιτική, παραδίδουν μαθήματα ηθικής. Όπως ακριβώς και ο βρετανός πρωθυπουργός, Τόνι Μπλερ, που αντικατέστησε την κοινωνική δικαιοσύνη με κηρύγματα καταγγελίας της φτώχειας, έτσι και κάποια μερίδα της αριστεράς που έχει προσχωρήσει στην «Ευρώπη» εκφράζει περισσότερα καλά αισθήματα παρά καλές ιδέες. Ο Πουλ Νίρουπ, ο δανός πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, εκτιμά ότι, το να πείσουν για την ορθότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής, αποτελεί «ηθική επιταγή», και ότι πρέπει να ανοίξουν τις αγορές, «αγρυπνώντας για τις ηθικές αρχές, προς όφελος των πολιτών μας» (16).
Ηττημένοι εξ αρχής
Ο μοραλισμός καλύπτει τη διεκδικητική μοιρολατρία μιας αριστεράς που έχει χάσει την κουλτούρα της περί συσχετισμού δυνάμεων και τη μνήμη από τους αγώνες της. Η υποχρέωση της διαπραγμάτευσης, ανάμεσα στις 25 χώρες, προϋποθέτει, κυρίως, παραχωρήσεις που -δυστυχώς- ακολουθούν πάντα τον ίδιο προσανατολισμό. Ο σοσιαλιστής πρώην υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Πιέρ Μοσκοβισί, χαρακτηρίζει, κατ’ αυτό τον τρόπο, τη συνταγματική συνθήκη: «απαραίτητο και ατελή συμβιβασμό» (17).
Οι διαπραγματεύσεις, όμως, είναι στρεβλές και βλέπουμε ολοκάθαρα, ότι αυτοί, για τους οποίους ο «συμβιβασμός» είναι «απαραίτητος», δεν είναι εκείνοι που θα πέσουν θύματα της «ατέλειάς» του. Γιατί οι εκπρόσωποι της αριστεράς έχουν λησμονήσει πως, για να αποκτήσουν όσα έχουν, οι λαοί χρειάστηκε να αγωνιστούν και κάποτε να πληρώσουν με το αίμα τους. Σήμερα, οι εκπρόσωποι του «προοδευτικού» στρατοπέδου ξεκινούν προκαταβολικά ηττημένοι. Οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν καν ξεκινήσει κι εκείνοι έχουν ήδη παραιτηθεί από τα πάντα. Η ιδέα να διατυπώσουν ένα «όχι», έστω και κατά το βρετανικό παράδειγμα, ούτε που περνά από το μυαλό τους. Και εκείνη τού να βάλουν μπροστά τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τους πολίτες, τους φαίνεται αδιανόητη.
Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα κλίνουν σημαντικά προς την τάση του συμβιβασμού, καθώς η Κοινότητα πρώτα, κι έπειτα η Ένωση, τα μεταμόρφωσε, σταδιακά, σε «εταίρους». Αυτός ο ρόλος συνεπάγεται ένα πνεύμα ανοχής επιζήμιας για την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κόσμου των μισθωτών. Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ΕΣΣ) ενσαρκώνει τη μεταμόρφωση των εργατικών ενώσεων σε «κοινωνικούς εμπειρογνώμονες» (18). Χωρίς πολιτικές εναλλακτικές στις Βρυξέλλες, η ΕΣΣ υπέκυψε σε αυτό που ο Πιέρ Μπουρντιέ αποκάλεσε «τεχνοκρατο-διπλωματικό» πειρασμό (19). Υπό την αιγίδα της Επιτροπής, δεν λειτουργεί, πλέον, με βάση τον συσχετισμό των δυνάμεων: σε ένα δυσμενές ιδεολογικό περιβάλλον, συμπορεύεται με ισχυρές εργοδοτικές οργανώσεις, οι οποίες ελάχιστα ενδιαφέρονται να διαπραγματευτούν, γιατί έχουν ήδη αποκτήσει τα ουσιώδη.
Επιπλέον, ο τρόπος λειτουργίας των διεθνών οργανισμών -και η Ένωση δεν αποτελεί εξαίρεση του φαινομένου- αποδεικνύεται ότι έχει κάποιου είδους «αναισθητική» δράση. Απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, πολυάσχολοι μέσα σε γραφεία όπου μιλιούνται πολλές γλώσσες, μπορεί να νιώθουν, ειλικρινά, ότι μετέχουν μιας μεγάλης περιπέτειας αδελφοσύνης. Μπορεί να νιώθουν ότι μεθούν σε αυτόν τον μικρόκοσμο που αλληλοσυμπάσχει, αλληλοεπιλέγει και αλληλολοσυγχαίρεται, μακριά από τους αποδέκτες των αποφάσεων που υιοθετούν. Αυτή η στάση, που αφορά επίσης τους ευρωβουλευτές και τους αξιωματούχους της Επιτροπής, και η οποία συνιστά αφέλεια για τον σοσιαλιστή πολιτειολόγο Ζακ Ζενερέ (20) και προδοσία για τον ερευνητή Ραούλ Μεάρ Ζενάρ (21), βαθαίνει το χάσμα απέναντι στις λαϊκές ανησυχίες (κλείσιμο και εγκατάσταση μονάδων στο εξωτερικό, ανεργία κ.λπ.).
Ο ευρωπαϊκός τροπισμός της αριστεράς μπορεί, επίσης, να προδίδει μια τεχνοκρατική αντίληψη της εξουσίας (22). Το να εκτιμά κανείς, όπως κάνει ένας ευρωβουλευτής των Πρασίνων, ότι η δυνατότητα που έχει παραχωρηθεί στους πολίτες να συντάσσουν αιτήματα χωρίς καμιά νομική συνέπεια (άρθρο 1-47 του σχεδίου της συνταγματικής συνθήκης) αποτελεί «σημαντική πρόοδο της δημοκρατίας», δείχνει τον ευτελισμό του δημοκρατικού ιδεώδους από ένα τμήμα του προοδευτικού στρατοπέδου (23).
Ανάμεσα σε ιδεολογική χρεοκοπία, κοινωνική συνενοχή και ιστορική αμάθεια, η Ευρώπη κατέληξε το τρίγωνο των Βερμούδων της αριστεράς. Ψυχή τε και σώματι, οι δυνάμεις της και οι εκπρόσωποί της εξαφανίζονται οι μεν μετά τους δε. Χωρίς αμφιβολία, η εχθρότητα που ανδρώνεται ανάμεσα στους οπαδούς του «όχι» δεν διαλύει την ομίχλη των Βερμούδων και ευνοεί το ξαναμοίρασμα της πολιτικής τράπουλας.