Πριν από πάνω από τριάντα χρόνια, η αμερικανική ομοσπονδιακή υπηρεσία για τον πολιτισμό (National Endowment for the Arts – ΝΕΑ) ξεκίνησε μια μεγάλη έρευνα για τις πολιτιστικές πρακτικές στις ΗΠΑ. Περισσότερα από 17.000 άτομα ερωτήθηκαν, σε διαφορετικές περιόδους, το 1982, το 1985, το 1992 και το 2002, και τα αποτελέσματα συγκεντρώθηκαν από τον ομοσπονδιακό οργανισμό στατιστικής, το «US Census Bureau». Το μέρος της έρευνας που αφορά την ανάγνωση δημοσιεύτηκε με τον ανησυχητικό τίτλο «Η ανάγνωση απειλείται: έρευνα της λογοτεχνικής ανάγνωσης στις ΗΠΑ (2) ».
Το πιο εντυπωσιακό συμπέρασμα ήταν η εντεινόμενη υποχώρηση της λογοτεχνικής ανάγνωσης: μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θέατρο. Το 1982, το 56,9 % των Αμερικανών πάνω από 18 ετών, είχαν διαβάσει τουλάχιστον ένα λογοτεχνικό βιβλίο στη διάρκεια της χρονιάς. Το 1992, το ποσοστό ήταν 54 %. Το 2002, έπεσε στο 46,7 %. Και η αργή διάβρωση του πλήθους των αναγνωστών επιταχύνθηκε, στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων (μείον 13,5 %, ανάμεσα στο 1992 και το 2002).
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η μεγαλύτερη μείωση διαπιστώνεται στις μικρότερες ηλικίες: μείον 21,9 % σε είκοσι χρόνια για τους 35-44 ετών, μείον 23,2 % για τους 25-34 ετών, μείον 28,4 % για τους 18-24 ετών. Με αυτόν τον ρυθμό, στο τέλος της δεκαετίας, μόνο ένας νέος στους τρεις Αμερικανούς θα διαβάζει, ακόμα, ένα λογοτεχνικό βιβλίο τον χρόνο. Για τους άντρες, κάθε κοινωνικής προέλευσης και εθνικότητας, η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων έχει ήδη πέσει κάτω από το 35%.
«Η επιτάχυνση της μείωσης της λογοτεχνικής ανάγνωσης στο σύνολο των δημογραφικών ομάδων του ενήλικου πληθυσμού στις ΗΠΑ είναι ενδεικτική της πολιτιστικής κρίσης που βρίσκεται προ των πυλών», εκτιμούν οι συντάκτες της έκθεσης, η οποία δεν είχε μεγάλο αντίκτυπο στα μέσα ενημέρωσης, ούτε καν στον τύπο, που απειλείται άμεσα από την ελάττωση της ανάγνωσης… Παρ’ όλο που παραμένουν προσεκτικοί στην ανάλυση των αιτίων της ταχείας μείωσης, οι συντάκτες της έκθεσης κάνουν δύο διαπιστώσεις για την ίδια περίοδο: Η πρώτη είναι η σημαντική αύξηση των οικογενειακών εξόδων για τους τομείς του οπτικοακουστικού εξοπλισμού και των ηλεκτρονικών μίντια. Η δεύτερη είναι η επικέντρωση των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων γύρω από το σπίτι και τις ατομικές πρακτικές, εις βάρος των συλλογικών δράσεων (εθελοντισμός, σύλλογοι, επισκέψεις σε μουσεία, αθλητικοί αγώνες, θεατρικές παραστάσεις, χορωδίες κ.λπ.). Η υποχώρηση του μυθιστορήματος είναι πιθανόν να συνοδεύει την αυξανόμενη επιφυλακτικότητα απέναντι στον έξω κόσμο, την πολυπλοκότητα του οποίου φέρνει στο φως η λογοτεχνία.
Στη Γαλλία, η τελευταία έρευνα για τις πολιτιστικές πρακτικές χρονολογείται από το 1997, και εφόσον δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ανάγνωση και τους αναγνώστες, οι ετήσιες στατιστικές που δημοσιεύονται από το Εθνικό Συνδικάτο Εκδόσεων και τη βάση δεδομένων Electre Biblio φέρνουν στο φως τις κύριες τάσεις της παραγωγής των εκδοτών. Παρατηρούμε ότι παρ’ όλο που η παραγωγή βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη, ο αριθμός των βιβλίων στον τομέα της λογοτεχνίας αντιπροσωπεύει -και στις καλές και στις κακές χρονιές- το ένα τρίτο των τίτλων που εκδίδονται.
Το 2004, εκδόθηκαν περίπου 18.000 τίτλοι -νέοι και επανεκδόσεις τσέπης-, δηλαδή 2.200 περισσότεροι από του προηγούμενου χρόνου. Υπό τον γενικό τίτλο «λογοτεχνία» -που περιέχει, επίσης, κόμικς και βιβλία για παιδιά- το μυθιστόρημα καθαυτό αντιπροσωπεύεται από 6.660 τίτλους. Ακόμα και αν πολλοί βιβλιοπώλες παραπονούνται για τον πληθωρισμό τίτλων, ο οποίος διορθώνει και κρύβει τη μείωση του μέσου τιράζ, η μυθιστορηματική λογοτεχνία παραμένει ένα από τα δυνατά σημεία της εκδοτικής παραγωγής.
Ανάμεσα στους τίτλους των εκδόσεων, η όλο και πιο σημαντική θέση που καταλαμβάνει το αστυνομικό μυθιστόρημα τραβά την προσοχή: Το 2003, εκδόθηκαν 1.800 τίτλοι «αστυνομικών» και πουλήθηκαν 18 εκατομμύρια βιβλία (3). Μέχρι τη δεκαετία του ’60, το αστυνομικό ήταν ένα είδος που είχε την ετικέτα «λαϊκή λογοτεχνία» και πουλούσε κυρίως σε σταθμούς και αεροδρόμια. Από εκείνη την περίοδο κληρονομήσαμε τα μυθιστορήματα του Ζεράρ ντε Βιλιέ, τα οποία αναμασούν διαρκώς τη διεθνή επικαιρότητα (τρομοκρατικά δίκτυα), σαδιστικές περιγραφές και ερωτικές σκηνές (4).
Όλοι οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, πέρα από το Gallimard και την παλιά και διάσημη «Serie noire» (Μαύρη Σειρά), έχουν πλέον τουλάχιστον μία συλλογή αστυνομικών και οι συγγραφείς τους βρίσκονται στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων. Η Μέρι Χίγκινς Κλαρκ, η Πατρίτσια Κόρνουελ, η Φρεντ Βαργκάς, ο Ζαν-Κριστόφ Γκρανζέ, ο Χένινγκ Μάνκελ, ο Μάικλ Κόνελι, όχι μόνο πουλάνε δεκάδες μέχρι και εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία, αλλά κάποιοι από αυτούς, όπως ο Ισπανός Μανουέλ Βάσκες Μονταλμπάν, είναι αναγνωρισμένοι συγγραφείς που διάλεξαν το αστυνομικό για να πλέξουν το μυθιστορηματικό περιβάλλον τους.
Το 2003, η μεταβολή του κοινωνικού και αισθητικού στάτους του αστυνομικού μυθιστορήματος συμβολίζεται με την έκδοση των έργων του Ζορζ Σιμενόν από τη βιβλιοθήκη της «La Pléiade» (5) , ανάμεσα στους κλασικούς θησαυρούς της διεθνούς λογοτεχνίας. Το επιβλητικό έργο του Σιμενόν ήταν ιδανικό για να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στις λαϊκές ρίζες της παραγωγής και της κατανάλωσης του αστυνομικού και τη νέα λογοτεχνική υποδοχή του. Ο λόγος είναι ότι ο Σιμενόν έχει διαβαστεί από εκατομμύρια αναγνώστες, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει αποτελέσει αστείρευτη πηγή κινηματογραφικών και τηλεοπτικών μεταφορών. Άλλη μία μαρτυρία της εισόδου του «αστυνομικού» στη λογοτεχνία αποτελεί ο πολλαπλασιασμός των εκδηλώσεων, των βραβείων, των φεστιβάλ (21 το 2004), των εξειδικευμένων περιοδικών, καθώς και η θέση του στα μέσα ενημέρωσης, τη στιγμή, μάλιστα, που τέτοιου είδους εκδηλώσεις έχουν την τάση να μειώνονται. Το αστυνομικό μυθιστόρημα γνωρίζει, επίσης, εντυπωσιακή εξέλιξη στον τομέα των παιδικών βιβλίων, όπου οι συγγραφείς πρέπει να συμφιλιώσουν τον κόσμο του εγκλήματος με την παιδική και εφηβική ευαισθησία.
Η προτίμηση προς το αστυνομικό μυθιστόρημα θέτει ζητήματα στην παραδοσιακή λογοτεχνία. Έπειτα από έρευνα που ξεκίνησε το 2002, δύο κοινωνιολόγοι, η Ανί Κολοβάλντ (Πανεπιστήμιο Παρίσι 10) και ο Ερίκ Νεβέ (Πανεπιστήμιο Ρεν Ι), υποστηρίζουν ότι το αστυνομικό, το νουάρ μυθιστόρημα είναι λιγότερο φορτωμένο με πολιτιστικές απαγορεύσεις από όσο τα άλλα είδη, χάρη στις ρίζες και την ιστορία του (6). Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι η ανάγνωσή του είναι πιο εύκολη, ότι δεν απαιτείται εξειδικευμένη γνώση, ότι υπόκειται σε καθαρούς και σταθερούς κανόνες διήγησης και, τέλος, ότι επιτρέπει να αποκτήσει, κανείς, μια κάποια αυθεντία σ’ έναν τομέα, όπου οι αναγνώστες είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους.
Η έρευνα παρουσιάζει, επίσης, την προτίμηση των αναγνωστών σε διηγήσεις που αφορούν την «πραγματική» καθημερινή ζωή στη Γαλλία και αλλού, διηγήσεις που αντικατοπτρίζουν τη σύγχρονη κοινωνική ζωή και την εγκατάλειψη του «λευκού» μυθιστορήματος, που είναι ελιτίστικο, παρισινό, ομφαλοσκοπικό, προνομιακή έκφραση των χαμηλότερων στρωμάτων της μπουρζουαζίας της διανόησης.
Είναι αλήθεια ότι το μυθιστόρημα νουάρ στη Γαλλία, με τη λογοτεχνική ώθηση του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ (7) , απαλλάχθηκε από το διασκεδαστικό παιχνίδι των μυθιστορημάτων όπου ο ήρωας λύνει αινίγματα, για να ζωγραφίσει το φόντο της διήγησης με την κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική πραγματικότητα της γαλλικής κοινωνίας. Συγγραφείς, όπως ο Ντιντιέ Ντενέξ και ο Ζαν-Μπερτράν Πουί, είναι μάρτυρες της στρατευμένης, αυτής, αισθητικής. Πρόκειται, όμως, για φάρους που σηματοδοτούν την ύπαρξη της νέας εποχής. Πράγματι, η προτίμηση που εκφράζεται προς το αστυνομικό είναι άρρηκτα δεμένη με την ομοιογενοποίηση των θεμάτων του και του τρόπου γραφής του. Στον κατάλογο των 326 «καλών και πολύ καλών αστυνομικών» που επιλέχθηκαν από το Bilipo, από τον Αύγουστο του 2002 μέχρι τον Αύγουστο το 2003, παρατηρούμε τη σημαντική υπεροχή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Αυτή κυριαρχεί στην αγορά, τόσο μέσα από τον αριθμό των τίτλων, όσο και μέσα από τον αριθμό των βιβλίων που πωλούνται. Οι Γάλλοι αναγνώστες είναι καλύτερα πληροφορημένοι για το βρετανικό δικαστικό σύστημα ή για τις αμφισβητούμενες πρακτικές διαχείρισης των μεγάλων πολυεθνικών, παρά για την εξάπλωση της βίας στις αστικές περιοχές της Γαλλίας.
Παρ’ όλο που η κλασική αστυνομική έρευνα, με ή χωρίς ντετέκτιβ, αντιπροσωπεύεται επάξια (239 τίτλοι), πρέπει να σημειώσουμε το όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του ιστορικού αστυνομικού μυθιστορήματος που ξετυλίγει τον μίτο των εγκλημάτων από την εποχή των φαραώ, στην Αρχαία Αίγυπτο, μέχρι τους «χαμένους στρατιώτες» του πολέμου της Αλγερίας. Κι εκεί ακόμα, δεν υπάρχει περίπτωση να αναφερθεί ο συγγραφέας σε κάτι σύγχρονο, όπως και στα «ψυχολογικά» αστυνομικά μυθιστορήματα, τα οποία κάνουν τους Άγγλους συγγραφείς και τους εκδότες τους ευτυχισμένους, ή, όπως στα μυθιστορήματα του τύπου «ο Κώδικας Ντα Βίντσι», το διάσημο βιβλίο, όπου το αστυνομικό αίνιγμα χάνεται μέσα στην παρανοϊκή άποψη για έναν κόσμο τον οποίο κυβερνά η λογική της συνωμοσίας.
Σε όλα αυτά τα είδη, η εξερεύνηση της κοινωνικής ζωής έχει μικρή θέση, είτε γιατί ασχολούνται με το τοπικό φολκλόρ, το μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στο Μπερί ή στο Περιγκόρ προς χρήση των τουριστών, είτε γιατί, ακόμα, περιορίζονται σε δημαγωγικές και ασήμαντες γενικεύσεις για τη φτώχεια των συνοικιών του Παρισιού. Το σύγχρονο αστυνομικό ψάχνει έναν Ουίλιαμ Μπέρνετ, έναν Ντάσιελ Χάμετ, έναν Χόρας ΜακΚόι.
Παραμένει, όμως, η περίφημη «άνεση της ανάγνωσης» του αστυνομικού, την οποία εξυμνούν οι αναγνώστες, και είναι, ίσως, η σφραγίδα των «σχολών γραφής» και άλλων θεσμών, που έχουν στόχο την αισθητική ομογενοποίηση της λογοτεχνικής δημιουργίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η γαλλική μόδα του αστυνομικού μάλλον δείχνει ότι οι πιο ευαίσθητοι αναγνώστες παραχωρούν στον εαυτό τους ένα τελευταίο μυθιστορηματικό στάδιο. Ίσως, πριν από την τελική έξοδο.
(1) Βλ. «Crime fiction boom as book sales rocket past 2019 levels», «The Guardian», 7 Ιουλίου 2020. (2) «Reading at risk: a Survey of literary reading in America» National Endowment for the Arts. (3) «Les crimes de l’ année, n°13», εκδόσεις «Bilipo» (Βιβλιοθήκη αστυνομικής λογοτεχνίας), ομάδα ανάγνωσης «αστυνομικά μυθιστορήματα», των βιβλιοθηκάριων του δήμου του Παρισιού. (4) (Σ.τ.Ε.): Η χώρα μας δεν γλίτωσε από αυτό, με το «Ο νονός της 17ης Νοέμβρη» («Αστάρτη»). Τα περισσότερα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά. (5) (Σ.τ.Ε.): Πολυτελής σειρά δερματόδετων βιβλίων που περιλαμβάνει μόνο κλασικούς συγγραφείς. (6) Annie Collovald και Erik Neveu : «Lecteurs et lectures du policier». Bibliothèque publique d’ information/ Direction du Livre au ministère de la culture et de la communication, Παρίσι, 2004. (7) (Σ.τ.Ε.): Ο Jean-Patrick Manchette χρησιμοποίησε το νουάρ μυθιστόρημα για να ασκήσει κριτική στην γαλλική κοινωνία και κουλτούρα, δημιουργώντας έτσι ένα νέο είδος το «Neo-Polar».