Οι διεθνείς αναλυτές, ακριβώς όπως και οι ίδιοι οι Αζέροι, υποτίμησαν τον πρόεδρο Ιλχάμ Αλίεφ. Το Νοέμβριο του 2003, επιλέχθηκε για να διαδεχθεί τον πατέρα του, Γκαϊντάρ Αλίεφ, μολονότι δεν διέθετε πολιτική πείρα. Πολλοί σχολιαστές αμφέβαλλαν εάν ήταν σε θέση να ηγηθεί του Αζερμπαϊτζάν και να διατηρήσει τη σταθερότητα που είχε πρόσφατα επιτευχθεί. Όμως, μετά την εκλογή του στη θέση του προέδρου της χώρας, το 2003, και την επικράτηση των προσκείμενων σε αυτόν κομμάτων στο «Milli Mejlis» (το Κοινοβούλιο), το Νοέμβριο του 2005, ο Αλίεφ εδραιώθηκε ως ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της χώρας.
Από τις 125 έδρες του Κοινοβουλίου τα κόμματα της αντιπολίτευσης απέσπασαν μόνο τις 11, ενώ τις υπόλοιπες κατέλαβε το Yeni Azerbaaϊdjan (Νέο Αζερμπαϊτζάν), το κυβερνών κόμμα, και διάφοροι «ανεξάρτητοι» βουλευτές, που θεωρούνται προσκείμενοι στο καθεστώς. Η αντιπολίτευση και οι διεθνείς παρατηρητές μίλησαν σε υψηλούς τόνους για σκάνδαλο, αλλά το Yeni ελέγχει απόλυτα τον κρατικό μηχανισμό, με τις ευλογίες των παρατηρητών της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ) (1). Οι διαμαρτυρίες για τις παρατυπίες που συνόδευσαν τις εκλογές δεν άλλαξαν πολλά πράγματα.
Οι ειρηνικές δημοκρατικές επαναστάσεις που ακολούθησαν αμφισβητούμενες εκλογές στα γειτονικά κράτη της Γεωργίας, της Ουκρανίας και της Κιργισίας, είχαν γεννήσει φόβους για ενδεχόμενα δραματικά γεγονότα και σε άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Ο Αλίεφ, από την πλευρά του, ήταν πεπεισμένος ότι το καθεστώς του δεν απειλούνταν. Είχε, μάλιστα, απαντήσει σε ερώτηση δημοσιογράφου εάν μια επανάσταση στο Αζερμπαϊτζάν ήταν πιθανή: «Όχι βέβαια!» Και συμπλήρωσε: «Κάθε χώρα έχει την ιστορία της» (2).
Και η ιστορία του σύγχρονου κράτους του Αζερμπαϊτζάν είναι συνυφασμένη με την ιστορία της οικογένειας Αλίεφ, η οποία διαμορφώνει την πολιτική της χώρας εδώ και 36 χρόνια. Η κυριαρχία των Αλίεφ ξεκίνησε με τον Γκαϊντάρ, πρώην αξιωματικό της Κα Γκε Μπε, ο οποίος αναρριχήθηκε στη θέση του πρώτου γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος στο Αζερμπαϊτζάν το 1969 και εισήλθε στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ το 1982. Το 1987, υποχρεώθηκε σε συνταξιοδότηση από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στο πλαίσιο της περεστρόικα και της προσπάθειας για αντικατάσταση της βαθύτατα διεφθαρμένης μπρεζνιεφικής διοίκησης στις σοβιετικές δημοκρατίες. Στην πραγματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν στην αστάθεια, τη στιγμή που ξεσπούσε ένοπλη σύγκρουση με τη γειτονική Αρμενία για τα εδάφη του Ναγκόρνο Καραμπάχ, ενώ, στο Μπακού, μια λυσσαλέα μάχη για την εξουσία έφερνε αντιμέτωπους την τοπική νομενκλατούρα και το ανερχόμενο Λαϊκό Μέτωπο του Αζερμπαϊτζάν (ΛΜΑ).
Η σημερινή αδυναμία της αντιπολίτευσης οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην κληρονομιά της περιόδου 1992-1993, κατά την οποία το Λαϊκό Μέτωπο ανήλθε στην εξουσία με επικεφαλής τον παλαιό αντιφρονούντα Αμπουλφάζ Ελτσίμπεϊ. Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε από οικονομική ύφεση, κακή διαχείριση και μαζική ανεργία. Στην εξωτερική πολιτική, οι τότε επιτελείς στράφηκαν προς την Άγκυρα και όχι προς τη Μόσχα. Οι διακηρύξεις τους για την ένωση του Αζερμπαϊτζάν με το «νότιο Αζερμπαϊτζάν» (σήμερα, αποτελεί τμήμα του Ιράν) προκάλεσαν ανησυχία στην Τεχεράνη (3). Εξάλλου, η σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ κλιμακώθηκε. Μετά από μια σειρά στρατιωτικών επιτυχιών και την κατάληψη του βόρειου τμήματος της επαρχίας, οι δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν ηττήθηκαν. Το χάος που προκλήθηκε δεν είχε επιπτώσεις μόνο στο μέτωπο, αλλά και στο Μπακού.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Γκαϊντάρ Αλίεφ επανέκτησε τον πολιτικό έλεγχο της χώρας. Αφού πραγματοποίησε μια καμπάνια μαζικής κλίμακας στα πολεμικά μέτωπα του Καραμπάχ, υπέγραψε τελικά, τον Μάιο του 1994, συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, η οποία ισχύει μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια, εξάρθρωσε τις διάφορες ένοπλες ομάδες που είχαν σχηματιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, συγκροτώντας, παράλληλα, μια σιδηρά αστυνομία, η οποία παραμένει ένας από τους πυλώνες του κράτους. Τέλος, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, υπέγραψε σύμβαση εκμετάλλευσης πετρελαϊκών κοιτασμάτων -χαρακτηρίστηκε «σύμβαση του αιώνα»- ύψους 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με κοινοπραξία εταιρειών και επικεφαλής την British Petroleum. Διατήρηση του στάτους κβο στο Καραμπάχ, αστυνομικό κράτος και πετρελαϊκό μάννα, το οποίο λειτούργησε ως συγκολλητική ουσία της άρχουσας ελίτ, παραμένουν τα κύρια θεμέλια του κράτους του Αζερμπαϊτζάν.
Από τον θάνατό του, το 2003, ο Γκαϊντάρ Αλίεφ γίνεται αντικείμενο ολοένα μεγαλύτερης λατρείας. Τα πορτρέτα του εμφανίζονται όλο και συχνότερα δίπλα στα αντίστοιχα του νέου προέδρου. Λόγοι και κείμενα τον αναφέρουν ως ιδρυτή του σύγχρονου Αζερμπαϊτζάν. Όταν οι ακαδημαϊκοί που εργάζονταν για τη συγγραφή της εθνικής εγκυκλοπαίδειας του Αζερμπαϊτζάν διέπραξαν το «λάθος» να περιγράψουν τη δεκαετία του 1970 ως περίοδο «στασιμότητας» και διαφθοράς, εκλήθησαν να μεταβούν στο γραφείο του Ιλχάμ Αλίεφ, δέχθηκαν αυστηρότατες επιπλήξεις και διατάχθηκαν να επανεξετάσουν το κείμενό τους.
Ο Ταντέους Σβιετοκόφσκι, εξαίρετος γνώστης της ιστορίας του σύγχρονου Αζερμπαϊτζάν, δεν βρίσκει τίποτε που να προκαλεί έκπληξη στην ανάδυση μιας άρχουσας δυναστείας, της πρώτης στο είδος της σε μια πρώην σοβιετική χώρα. Από τη μία πλευρά, η ρητορική περί «σταθερότητας», προσφιλής τόσο στον πατέρα όσο και στον γιο, «αγγίζει πολλούς μέσα στην κοινωνία του Αζερμπαϊτζάν» εξηγεί. Από την άλλη πλευρά, ο Αλίεφ «κληρονόμησε μια σημαντική πολιτική βάση, με τη μορφή του κυβερνώντος κόμματος Yeni. Αλλωστε, η πολιτική ζωή χαρακτηρίζεται, πρώτα απ’ όλα, από τον σημαντικό ρόλο που παίζουν η οικογένεια, η γεωγραφική καταγωγή και οι δεσμοί των φυλών». Η οικογένεια Αλίεφ, καθώς και σημαντικοί κρατικοί αξιωματούχοι, κατάγονται από το Ναχιτσεβάν ή έχουν γεννηθεί στην Αρμενία -αποκαλούνται, μάλιστα, «η συμμορία του Ναχιτσεβάν». «Το γεγονός ότι ο Ιλχάμ Αλίεφ δεν έχει τίποτε να εγγράψει στο κεφάλαιο της πολιτικής δράσης του κατά τη σοβιετική περίοδο μπορεί να θεωρηθεί πλεονέκτημα για τον ίδιο, ακόμη και σε σχέση με ορισμένους γνωστούς ηγέτες της αντιπολίτευσης, όπως κάποιους αντιφρονούντες επί σοβιετικού καθεστώτος».
Όταν η κατάσταση της υγείας του Γκαϊντάρ Αλίεφ επιδεινώθηκε, η άρχουσα ελίτ επέλεξε τον γιο του ως διάδοχο (4). Η επιλογή επικυρώθηκε στις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2003, στις οποίες ο Αλίεφ επικράτησε θριαμβευτικά του υποψηφίου της αντιπολίτευσης, Ισα Γκάμπαρ. Όσο και αν ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) αμφισβήτησε την εγκυρότητα των εκλογών, όσο κι αν η αντιπολίτευση προχώρησε σε κάποιες σπασμωδικές ενέργειες, η αστυνομία κατέπνιξε τις διαδηλώσεις και συνέλαβε αρκετούς διαδηλωτές, στέλνοντας, έτσι, σαφές μήνυμα ότι ο νέος πρόεδρος διέθετε την υποστήριξη της άρχουσας ελίτ και του κατασταλτικού μηχανισμού της.
Ο Αλίεφ, ωστόσο, καθώς δεν διέθετε πολιτική πείρα, ήταν υποχρεωμένος να στηριχθεί στους ισχυρούς συμβούλους του πατέρα του, οι οποίοι είχαν αποδυθεί σε ανελέητες μάχες εξουσίας μεταξύ τους. Όταν οι «χρωματιστές επαναστάσεις» εξαπλώνονταν στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει εάν ορισμένα τμήματα της άρχουσας τάξης θα περνούσαν ή όχι στην αντιπολίτευση.
Σειρά γεγονότων είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση της αντιπολίτευσης, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα φόβου και αβεβαιότητας. Πρώτα απ’ όλα, τον Μάρτιο του 2005, η δολοφονία του Ελμάρ Χουσεΐνοφ, λαμπρού δημοσιογράφου και σφοδρού επικριτή του καθεστώτος. Στη συνέχεια, το σκάνδαλο με κεντρικό πρόσωπο τον Ρουσλάν Μπασίρλι, υπεύθυνο ενός κινήματος νέων, τον οποίο κάποια βίντεο που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την κυβέρνηση υποτίθεται εμφάνιζαν να δωροδοκείται από αξιωματούχους των αρμενικών μυστικών υπηρεσιών και τον οποίο το καθεστώς κατηγόρησε ότι δεχόταν την υποστήριξη του αμερικανικού ινστιτούτου National Democratic Institute for International Affairs της Ουάσιγκτον για να υποκινήσει εξέγερση στο Αζερμπαϊτζάν. Τέλος, ήταν η σύλληψη αρκετών προσώπων που θεωρήθηκαν ύποπτα για την προετοιμασία πραξικοπήματος, ανάμεσα στα οποία και ο υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, Φαρχάντ Αλίεφ, καθώς και η αποπομπή του υπουργού Υγείας, Αλί Ινσάνοφ, ενός από τους ιδρυτές του κυβερνώντος κόμματος, του προσωπάρχη του προέδρου, Ακίφ Μουραντβέρντιεφ, και άλλων δημοφιλών αξιωματούχων, με προφανή στόχο την ανάκτηση της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης (5).
Στο πλεονέκτημα που του δίνει η αδυναμία της αντιπολίτευσης και η αφοσίωση του κρατικού μηχανισμού στο πρόσωπό του, ο Αλίεφ μπορεί να προσθέσει και τη ραγδαία αύξηση των εσόδων από το πετρέλαιο. Μετά από μια δεκαετία υποσχέσεων και την έναρξη λειτουργίας του πετρελαιαγωγού Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν, τον Μάιο του 2005, το πετρέλαιο του Αζερμπαϊτζάν κατακλύζει τις διεθνείς αγορές. Χρειάστηκαν έξι μήνες για να ολοκληρωθεί η κατασκευή του πετρελαιαγωγού μήκους 1.770 χιλιομέτρων, που κόστισε 4 δισεκατομμύρια δολάρια και η δυναμικότητα μεταφοράς του αναμένεται να φθάσει το 1 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα το 2008. Με βάση υπολογισμού την τιμή των 45 δολαρίων το βαρέλι (60 δολάρια στα τέλη του 2005, πάνω από τα 70 σήμερα), τα πετρελαϊκά έσοδα της χώρας θα μπορούσαν να φθάσουν τα 160 δισεκατομμύρια δολάρια το 2030, ποσό τεράστιο εάν σκεφτεί κανείς ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του Αζερμπαϊτζάν για το 2005 ήταν 2 δισ. δολάρια (6).
Είναι η χώρα σε θέση να δεχθεί μια τέτοια εισροή συναλλάγματος; Όχι, απαντά ο Τιερί Κοβίλ, ερευνητής που συνεργάζεται με το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας (Centre national de la recherche scientifique-CNRS), ειδικευμένος στις οικονομίες που στηρίζονται στα ορυκτά καύσιμα. «Το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες που στηρίζονται στο πετρέλαιο είναι να κατορθώσουν, κατ’ αρχάς, να οικοδομήσουν μια παράλληλη οικονομία, που δεν θα στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα, για να μπορέσουν, στη συνέχεια, να διαθέσουν τα έσοδα από το πετρέλαιο στην ανάπτυξη των υποδομών και του κοινωνικού τομέα. Σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει διαφάνεια, όμως, η τάση θα είναι να διοχετευθεί το πετρελαϊκό μάννα στο σύστημα των πελατειακών σχέσεων».
Στα τέλη του 19ου αιώνα, το Μπακού ήταν ένα σημαντικό πετρελαϊκό κέντρο. Το 1900, η παραγωγή ορυκτών καυσίμων της πόλης αντιστοιχούσε από μόνη της στο ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής. Το μέλλον της δυναστείας Αλίεφ και της χώρας εξαρτώνται από τον τρόπο που θα γίνει η διαχείριση των πετρελαϊκών εσόδων. Οι ειδικοί προειδοποιούν ήδη για τον κίνδυνο του «ολλανδικού συνδρόμου», το οποίο πλήττει τις οικονομίες που εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την παραγωγή πετρελαίου. Σήμερα, το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 80% των εξαγωγών του Αζερμπαϊτζάν (8).
Πληγωμένη εθνική υπερηφάνεια
Διαγράφεται, επίσης, ο κίνδυνος ενός νέου πολέμου για την επανάκτηση του Καραμπάχ, ο οποίος θα χρηματοδοτηθεί από τα έσοδα του πετρελαίου. Μετά τις προσπάθειες του Γκαϊντάρ Αλίεφ για τη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας ειρήνης, το Μπακού προβάλλει ξανά την αρχή της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Οι Αρμένιοι του Καραμπάχ, με την υποστήριξη της Αρμενίας, διεκδικούν το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό.
Το Μπακού φοβάται μήπως οι πρόσφατες εξελίξεις στα Βαλκάνια, και ιδιαίτερα η ενδεχόμενη υποστήριξη της «διεθνούς κοινότητας» στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου, δημιουργήσουν προηγούμενο. Οι αρχές του Αζερμπαϊτζάν έχουν προειδοποιήσει ότι θα προχωρήσουν σε ένοπλη επέμβαση εάν τα διπλωματικά μέσα δεν αποδειχθούν αποτελεσματικά. Οι στρατιωτικές δαπάνες της χώρας εκτοξεύθηκαν από τα 175 εκατ. δολάρια το 2004, στα 300 εκατ. δολάρια το 2005. Και ο πρόεδρος δεσμεύθηκε ότι θα διπλασιάσει τις δαπάνες αυτές για το 2006, οι οποίες θα φθάσουν, έτσι, το ύψος του συνολικού κρατικού προϋπολογισμού της Αρμενίας (9) …
Η μεταφορά στο Γκιούμρι της Αρμενίας ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στις παλιές στρατιωτικές βάσεις που διατηρούσε η Μόσχα στη Γεωργία, ανησυχεί τις αρχές του Αζερμπαϊτζάν. Μετά την απόσυρση των Αμερικανών από τις βάσεις τους στο Ουζμπεκιστάν, κυκλοφόρησαν φήμες για συνομιλίες μεταξύ Ουάσιγκτον και Μπακού, με αντικείμενο την εγκατάσταση στο Αζερμπαϊτζάν βάσεων υποστήριξης των επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού στην κεντρική Ασία (10). Θα τροφοδοτήσει, άραγε, το πετρέλαιο μια κούρσα εξοπλισμών στον Καύκασο; Στο Αζερμπαϊτζάν και στην Αρμενία, οι διαθέσεις της κοινής γνώμης είναι διαμετρικά αντίθετες. Η πλειοψηφία των Αρμενίων θεωρεί ότι η διένεξη έχει λήξει, ενώ για τους Αζέρους το Καραμπάχ συμβολίζει την πληγωμένη εθνική υπερηφάνεια.
Μια δεύτερη πετρελαϊκή έκρηξη θα αναστατώσει ξανά το Αζερμπαϊτζάν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εκατοντάδες χιλιάδες Αζέροι μετανάστευσαν στη Ρωσία για οικονομικούς λόγους. Σήμερα, το κύμα της εσωτερικής μετανάστευσης κινείται από τις φθίνουσες επαρχίες προς την πρωτεύουσα και διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό της χώρας. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ο μισός πληθυσμός του Αζερμπαϊτζάν θα ζει σύντομα στη μεγαλούπολη του Μπακού. Ταυτόχρονα, η χώρα γνωρίζει μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές, ισορροπώντας ανάμεσα στις δύσκολες σχέσεις με την Αρμενία και τη συμμαχία με την «επαναστατική» Γεωργία, ανάμεσα στην Τουρκία και το Ιράν, ανάμεσα στις αμερικανικές στρατιωτικές φιλοδοξίες και τις προσπάθειες της Ρωσίας να διατηρήσει την επιρροή της. Τα έσοδα από το πετρέλαιο θα ενισχύσουν την ενότητα της ελίτ. Θα ευνοήσουν, όμως, και τις μεταρρυθμίσεις που, μακροπρόθεσμα, θα οδηγήσουν στον κοινωνικό μετασχηματισμό; Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο.