Η Οκινάουα, αφού υπήρξε το θέατρο μιας από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις του πολέμου του Ειρηνικού, (1) το 1945, στη συνέχεια έγινε αμερικανική στρατιωτική αποικία. Υπό την κατοχή των Ηνωμένων Πολιτειών μέχρι το 1972, είκοσι χρόνια παραπάνω από την υπόλοιπη Ιαπωνία, «φιλοξενεί» από τότε 37 αμερικανικές βάσεις, με άλλα λόγια 26.000 στρατιωτικούς και τις οικογένειές τους, ενώ ο τοπικός πληθυσμός αριθμεί 1,35 εκατομμύρια κατοίκους. (2) Μια τέτοια στρατιωτική συγκέντρωση σε περιορισμένο έδαφος -εκατό χιλιόμετρα μήκος και δεκαπέντε πλάτος- και ζώνες με μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού δημιουργεί αναρίθμητα καθημερινά προβλήματα: ηχορύπανση πολύ μεγαλύτερη από το επιτρεπόμενο όριο, εγκληματικότητα, ατυχήματα κατά τη διάρκεια γυμνασίων και επικινδυνότητα ορισμένων ασκήσεων, ιδιαίτερα των ασκήσεων με πραγματικά πυρά.
«Τις μισώ αυτές τις βάσεις» λέει ο Τομοχίρο Γιάρα, που κατοικεί κοντά στην Καντένα, τη μεγαλύτερη και πιο δραστήρια αμερικανική αεροπορική εγκατάσταση στην Άπω Ανατολή. «Υπάρχουν φορές που ξυπνάω από τον θόρυβο των μηχανών ακόμη και στις δύο ή τρεις το πρωί. Μπορώ να δω τα αεροπλάνα να περνούν πάνω από το κεφάλι μου, ενώ συχνά πέφτουν στον κήπο μου μεταλλικά κομμάτια ή αντικείμενα». Το πρόβλημα των βάσεων ξανάγινε εθνικό ζήτημα το 1995, όταν ένα μικρό κορίτσι βιάστηκε από τρεις πεζοναύτες. «Ήταν πραγματικά συγκλονιστικό για την κοινή γνώμη. Έπειτα από την επάνοδο της ιαπωνικής διοίκησης το 1972, τα μέσα ενημέρωσης δεν ανέφεραν τίποτα πλέον για την κατάσταση στην Οκινάουα», θυμάται ο δημοσιογράφος, μέλος της συντακτικής ομάδας της τοπικής εφημερίδας «The Okinawa Times».
Έτσι, διαιωνίζονται τα ίδια προβλήματα, με σύμβολο την αεροπορική βάση Φουτέμα, που καταλαμβάνει 4.800 εκτάρια στην καρδιά μιας πόλης με περισσότερους από 80.000 κατοίκους. Ακόμη μπορεί κανείς να δει από κοντά τη θέση όπου βρισκόταν ένα κτίριο του πανεπιστημίου, το οποίο καταστράφηκε από τη συντριβή αμερικανικού ελικοπτέρου, στις 13 Αυγούστου 2004.
Παρά τις παραδεισένιες παραλίες και τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, η ατμόσφαιρα στην Οκινάουα είναι βαριά, εξαιτίας της αγανάκτησης του τοπικού πληθυσμού για τη διατήρηση του στάτους κβο, ενώ ο ψυχρός πόλεμος έχει λήξει. Έτσι, 1.500 χιλιόμετρα μακριά από το Τόκιο, με τον Ειρηνικό Ωκεανό να την περιβάλλει από τη μια πλευρά και τη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας από την άλλη, η νοτιότερη επαρχία της Ιαπωνίας δίνει την περίεργη εντύπωση ότι είναι ξεχασμένη σε μια άλλη εποχή.
Ιστορική συμφωνία
«Η κατάσταση θα αλλάξει. Τόσο ο ιαπωνικός πληθυσμός όσο και η ηγεσία δεν είχαν συνηθίσει να ασχολούνται με τα ζητήματα που συνδέονται με την άμυνα αφού, στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, η χώρα είχε τεθεί υπό την προστασία της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας. Όμως, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, είναι αδύνατον να αποφύγουμε αυτή τη συζήτηση», διαβεβαιώνει ο Γιάρα.
Αυτό είναι και το αντικείμενο της νέας στρατηγικής συμφωνίας ανάμεσα στο Τόκιο και την Ουάσιγκτον, της οποίας οι κύριες διατάξεις αναφέρονται στην προσωρινή έκθεση της 29ης Οκτωβρίου 2005. (3)
Η οριστική υπογραφή της συμφωνίας αναμένεται στο άμεσο μέλλον. Η συμφωνία προβλέπει, κυρίως, τη μετεγκατάσταση των αμερικανικών στρατευμάτων, δηλαδή 7.000 πεζοναυτών, από την Οκινάουα στο νησί Γκουάμ, το οποίο είναι αμερικανικό έδαφος και βρίσκεται στο αρχιπέλαγος των νησιών Μαριάνες. Το Γκουάμ, μεγαλύτερο και πολύ πιο αραιοκατοικημένο από την Οκινάουα, θεωρείται επίσης από τους στρατηγικούς υπεύθυνους του Πενταγώνου ότι βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπιστεί η δραστηριότητα των ριζοσπαστικών ισλαμικών ομάδων που δρουν στη νοτιοανατολική Ασία. Η απόφαση -της οποίας το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης δεν έχει διευκρινιστεί- δεν είναι τόσο εντυπωσιακή όσο φαίνεται, αν αναλογιστούμε το σύνολο των στρατευμάτων των ΗΠΑ που σταθμεύουν στην Ιαπωνία, ή αν τη συγκρίνουμε με το σχέδιο που έχει επιλεγεί για τη Νότια Κορέα.
Η Ιαπωνία, που φιλοξενεί 89 αμερικανικές βάσεις, θα αριθμεί 40.000 επιπλέον αμερικανούς στρατιώτες στο έδαφός της, μετά τη μετεγκατάσταση στο Γκουάμ, η οποία χρηματοδοτείται από το ιαπωνικό κράτος με ποσό που φτάνει τα 9 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στην εθνική εφημερίδα «The Japan Times». (4) Έτσι, η χώρα διατηρεί το ρόλο του πιο στενού συμμάχου και του στρατηγικού πυλώνα των ΗΠΑ στην Ασία.
Η Νότια Κορέα, από την πλευρά της, αναμένει την αναχώρηση 12.500 από τους 37.500 πεζοναύτες, μέχρι το 2008. (5) Σ’ αυτό το δεύτερο αμερικανικό στρατιωτικό οχυρό, η λαϊκή διαμαρτυρία και οι προσπάθειες συμφιλίωσης με τη Βόρεια Κορέα προσανατολίζουν την πολιτική σε αποστασιοποίηση από τον αμερικανό σύμμαχο, προς όφελος μιας περισσότερο πολυμερούς πολιτικής, χωρίς, ωστόσο, να αμφισβητείται η συνθήκη του 1954. (6)
Η διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες είναι επίσης εμφανής στο χρηματοοικονομικό επίπεδο. Η Ιαπωνία, «ο πιο γενναιόδωρος οικοδεσπότης» αμερικανικών στρατευμάτων, δαπανά γι’ αυτά πάνω από 4 δισ. δολάρια τον χρόνο, καλύπτοντας το 75% του κόστους στάθμευσης, ενώ η Νότια Κορέα καλύπτει μόνο το 40% του ίδιου κόστους, με συνολική δαπάνη περίπου 840 εκατομμύρια δολάρια. (7)
Ύστερα από τη μεταψυχροπολεμική αναδιαμόρφωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ασία, η νέα διμερής συμφωνία θα επικυρώσει την αλλαγή της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Ιαπωνίας, η οποία ενισχύει με πρωτόγνωρο τρόπο την πολιτική και στρατιωτική συμμαχία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα, θα μετατρέψει «μια συνεργασία που είχε μοναδικό στόχο την άμυνα της Ιαπωνίας ή, ενδεχομένως, τη σταθερότητα στην περιοχή» σε «συνολική συμμαχία», όπως ανέφερε η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών, Κοντολίζα Ράις, στην παρουσίαση της προσωρινής έκθεσης, στις 29 Οκτωβρίου 2005. (8)
Ο ρόλος του Κοϊζούμι
Η συμφωνία, που χαρακτηρίστηκε «ιστορική», εγγράφεται στην τρίτη μεγάλη περίοδο στις σχέσεις των δύο χωρών, μετά την υπογραφή συνθηκολόγησης της Ιαπωνίας, στις 2 Σεπτεμβρίου 1945. Η συνθήκη ασφαλείας, που υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 1951, παράλληλα με τη συνθήκη ειρήνης του Σαν Φρανσίσκο, προέβλεπε τη διατήρηση των βάσεων και των αμερικανικών στρατευμάτων στη χώρα, ένα ευρύ αποστρατιωτικοποιημένο έδαφος, στο κατώφλι του οποίου, εκείνη την εποχή, διεξαγόταν ο πόλεμος της Κορέας. Τον Ιανουάριο του 1960, η συμφωνία, που αντανακλούσε έναν συσχετισμό δυνάμεων ο οποίος στο μεταξύ είχε αλλάξει, αναθεωρείται και μετατρέπεται σε συνθήκη αμοιβαίας ασφαλείας και συνεργασίας.
Η συνθήκη, που είχε ισχύ δέκα χρόνων, ενώ μετά τη λήξη της κάθε μέρος μπορούσε να αποσυρθεί με απλή προειδοποίηση ενός χρόνου, εισάγει την έννοια της αμοιβαιότητας και επιβάλλει στις ΗΠΑ να συμβουλεύονται το Τόκιο πριν χρησιμοποιήσουν τις ιαπωνικές βάσεις τους ή εισαγάγουν πυρηνικά όπλα στο έδαφος της χώρας. Σαράντα έξι χρόνια αργότερα, η νέα συμμαχία απλοποιεί αυτή τη στρατηγική συνεργασία για να την καταστήσει λειτουργική σε κάθε περίσταση.
Η εξέλιξη εγγράφεται σε μια μεταστροφή που εμφανίστηκε μετά την κριτική που άσκησε η «παγκόσμια κοινότητα» κατά της Ιαπωνίας για τη «διπλωματία της τσέπης» που εφάρμοσε κατά τον πόλεμο του Κόλπου το 1991. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» που διεξάγει η Ουάσιγκτον μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και η θέληση του Τόκιο να επιβεβαιώσει την προσήλωσή του στο πλευρό της συμμάχου του έχουν επιταχύνει τις εξελίξεις.
Σ’ αυτό συνέβαλε και η άνοδος, τον Απρίλιο του 2001, στην προεδρία της ιαπωνικής κυβέρνησης του Γιουνιχίρο Κοϊζούμι, φίλου του προέδρου Τζορτζ Μπους. Οι βάσεις της νέας συμμαχίας ετέθησαν από την ειδική νομοθεσία μετά το 2001, η οποία επέτρεπε τη συμμετοχή των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας (FAD) (9) σε παγκόσμιες αποστολές, χωρίς την έγκριση των Ηνωμένων Εθνών -σε αντίθεση με προηγούμενες επεμβάσεις, από εκείνη της Καμπότζης, το 1992, και η οποία δεν απορρέει νόμιμα και επίσημα από τη Διμερή Συνθήκη του 1960, όπως λέει η Ρεζίν Σερά, ειδική αναλύτρια για την εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ιαπωνίας. (10) Μετά τον «ειδικό νόμο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας», ο οποίος, τον Οκτώβριο του 2001, επέτρεψε την αποστολή των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας στον Ινδικό Ωκεανό, ως οπισθοφυλακή της διεθνούς συμμαχίας ενάντια στο καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, ο «ειδικός νόμος για τη στήριξη της ανοικοδόμησης του Ιράκ» οδήγησε το 2003 στην ιαπωνική επέμβαση στη Σαμάβα, στον νότο της χώρας.
Εκτός από την ενίσχυση της ιαπωνοαμερικανικής «ηγεμονίας» στον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας», σύμφωνα με την έκφραση του αμερικανού υπουργού Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, στην παρουσίαση της προσωρινής έκθεσης στον τύπο, στην Ουάσιγκτον, στις 29 Οκτωβρίου 2005, η διεύρυνση της συνεργασίας ανάμεσα στο Τόκιο και την Ουάσιγκτον οφείλεται κυρίως στην ανάδυση της κινεζικής δύναμης. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την υπογραφή αμυντικής συμφωνίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ινδία, στις 28 Ιουνίου 2005, η νέα συμμαχία με την Ιαπωνία εγγράφεται στην αμερικανική στρατηγική «συγκράτησης» του Πεκίνου.
Η Κίνα, που επικρίνεται από την Ουάσιγκτον για την απουσία διαφάνειας στις στρατιωτικές επενδύσεις της, έχει επίσης υποδειχθεί από το Τόκιο ως «ανησυχητικός παράγοντας για την ασφάλεια», μαζί με τη Βόρεια Κορέα, στο πρόγραμμα εθνικής άμυνας του 2005.
Ο ανταγωνισμός επιρροής των δύο ασιατικών γιγάντων αφορά κατά βάθος εδαφικές διαφορές, κυρίως σε σχέση με τα νησιά Σενκάκου (Ντιαογιού, στα κινεζικά), και ιστορικές διενέξεις που τροφοδοτούν τον λαϊκό εθνικισμό της κάθε πλευράς. (11) Έτσι, το προπαρασκευαστικό κείμενο της «συνολικής συμμαχίας» αναφέρεται στις νέες απειλές που προβλέπονται από την «επέμβαση σε μακρινά νησιά».
Οι στρατηγικές ανησυχίες της Ιαπωνίας που σχετίζονται με το καθεστώς του Πεκίνου ενισχύονται από την προοπτική μιας πιθανής ενοποίησης της Κορέας. Αυτό θα σήμαινε την ανάδυση μιας μεσαίας δύναμης, ενδεχομένως κατόχου πυρηνικών όπλων, της οποίας η διπλωματία θα ευνοεί την Κίνα, τόσο στην Πιονγκ Γιανγκ όσο και στη Σεούλ.
Ενώ «η πιθανότητα μιας σημαντικής διακρατικής σύγκρουσης παραμένει πιο έντονη στην Ασία από ό,τι σε άλλες περιοχές», σύμφωνα με την έκθεση του προγράμματος 2020 του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών για τη CIA, (12) το Τόκιο μοιάζει πραγματικά αποφασισμένο να εδραιωθεί ως διπλωματική και στρατιωτική δύναμη πρώτου μεγέθους στην περιφερειακή σκηνή αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Όμως, παρά τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς υψηλής τεχνολογίας και τον παρεπόμενο προϋπολογισμό για την άμυνα, ύψος περίπου 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως -γεγονός που την τοποθετεί στην τέταρτη θέση σε στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως, μετά τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία-, η Ιαπωνία υφίσταται περιορισμούς όσον αφορά τις επεμβάσεις της στο εξωτερικό, οι οποίοι απορρέουν από το φιλειρηνικό σύνταγμά της και από τον αποκλεισμό της υποψηφιότητάς της ως μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Κατά συνέπεια, η ενίσχυση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ στον τομέα της άμυνας μοιάζει να είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ανακτήσει έναν πλήρη διπλωματικό ρόλο και τη θέση στρατιωτικής δύναμης.
Ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία αυτής της πολιτικής είναι η «ενίσχυση της διεπιχειρησιακής δράσης» των δυνάμεων των δύο χωρών, όπως προβλέπει η προπαρασκευαστική έκθεση της 29ης Οκτωβρίου 2005. Το σχέδιο, που αποτελεί έναν από τους πυλώνες της αμερικανικής στρατιωτικής ανασυγκρότησης, θα περιλαμβάνει τη βαθιά αναδιοργάνωση των αμερικανικών και ιαπωνικών κέντρων αποφάσεων, με στόχο να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και οι κοινές ασκήσεις.
Έντεχνα ασαφής Στην Οκινάουα, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπογραμμίζουν τη θέλησή τους να εφαρμόσουν την κοινή χρήση ορισμένων βάσεών τους. «Σε αντίθεση με όσα διαβεβαιώνουν οι ιαπωνικές και οι αμερικανικές κυβερνήσεις, η μεταφορά στο Γκουάμ θα μπορούσε κάλλιστα να διατηρήσει αναλλοίωτο το μέγεθος των βάσεων στο νησί, αφού είναι βέβαιο ότι οι Δυνάμεις Αυτοάμυνας πρόκειται να αντικαταστήσουν τους αμερικανούς στρατιωτικούς» λέει με απογοήτευση ο Τ. Γιαμαγκούσι, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ριούκιου, στην Οκινάουα.
Επίσης, έχει προγραμματιστεί η μεταφορά της διοίκησης της ιαπωνικής αεράμυνας στη βάση Γιοκότα, βορειοδυτικά του Τόκιο, για να βρίσκεται πλησιέστερα στην αντίστοιχη αμερικανική, καθώς και η δημιουργία ενός κοινού κέντρου συντονισμού των επιχειρήσεων.
Όσον αφορά τη βάση Καμπ Ζάμα, νυν αρχηγείο του αμερικανικού στρατού, η οποία είναι επίσης κοντά στο Τόκιο, πρόκειται να μετατραπεί σε αρχηγείο ενός κοινού εκστρατευτικού σώματος.
Αποτέλεσμα της διεπιχειρησιακής δράσης αναμένεται να είναι η «μετατροπή των Δυνάμεων Αυτοάμυνας σε κοινή επιχειρησιακή δύναμη». Ο ρόλος και οι αποστολές της νέας δομής δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια στην προσωρινή έκθεση, αλλά οι επεμβάσεις της δεν πρόκειται να περιοριστούν στην αυστηρή υπεράσπιση του ιαπωνικού εδάφους, όπως συμβαίνει σήμερα με τις Δυνάμεις Αυτοάμυνας.
Εξάλλου, αυτό είναι το λεπτό σημείο της συμφωνίας, η οποία είναι τόσο ασαφής και ευρεία, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανάλογα με την καλή θέληση των συμβαλλομένων. «Η συγκεκριμένη μετατροπή των ιαπωνικών δυνάμεων αποτελεί παραβίαση του συντάγματος», λέει εξοργισμένος ο καθηγητής Τακέσι Γιαμαγκούσι.
Το σύνταγμα του 1947, το οποίο εκπόνησαν οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής εκείνης της εποχής, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μακ Άρθουρ, στο άρθρο 9 διαβεβαιώνει ότι ο ιαπωνικός λαός αποκηρύσσει τον πόλεμο, τη χρήση βίας για τη ρύθμιση των διεθνών συγκρούσεων και τη διατήρηση πολεμικού δυναμικού. Γρήγορα, το σύνταγμα αποτέλεσε το αντικείμενο μιας έμμεσης αναθεώρησης, αφού, στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου, ο Μακ Άρθουρ είχε ζητήσει από την Ιαπωνία, το 1950, να συγκροτήσει ένα εθνικό εφεδρικό αστυνομικό σώμα από 75.000 άντρες, το οποίο, τέσσερα χρόνια αργότερα, εξελίχθηκε στις Δυνάμεις Αυτοάμυνας, στις οποίες σήμερα υπηρετούν περίπου 240.000 άντρες. Το μέγεθος των συζητήσεων για τη συνταγματικότητα αυτών των δυνάμεων απεικονίζεται πλήρως στο γεγονός ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (Σακάι Μινσούτο) αναγνώρισε επίσημα αυτή τη συνταγματικότητα το... 1993. (13)
Η μεταβολή του καθεστώτος των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας, στο πλαίσιο της συμμαχίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπίπτει με τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του συντάγματος. Στις 22 Νοεμβρίου 2005, η κυβέρνηση Κοϊζούμι παρουσίασε ένα σχέδιο νόμου το οποίο τις μετατρέπει σε «ένοπλες δυνάμεις». Ωστόσο, για την ώρα δεν έχει οριστεί χρονοδιάγραμμα, ενώ η μεταρρύθμιση απαιτεί τη θετική ψήφο των δύο τρίτων στα δύο σώματα του Κοινοβουλίου, καθώς και τη λαϊκή έγκριση με δημοψήφισμα.
Μολονότι η μετριοπάθεια που είχε υιοθετηθεί μετά τη συνθηκολόγηση του 1945 τείνει να υποχωρήσει μπροστά στην επάνοδο του εθνικισμού στους κόλπους της πολιτικής τάξης, ο πληθυσμός παραμένει πιστός στον συνταγματικό φιλειρηνισμό.
Ο Οσάμου Νίσι, καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο Κομαζάουα, στο Τόκιο, εξηγεί: «Αν και η πλειονότητα της κοινής γνώμης ευνοεί τη συνταγματική αναθεώρηση, η αναθεώρηση του άρθρου 9 (που επικυρώνει την αποκήρυξη του πολέμου) δεν είναι απαραίτητα αποδεκτή». Ωστόσο, «η νοοτροπία έχει αρχίσει να αλλάζει», διαπιστώνει ο Σοχέι Μούτα, ερευνητής στο Ιαπωνικό Κέντρο Ασιατικών Ιστορικών Αρχείων, στο Τόκιο. Και συμπληρώνει: «Η περίοδος της ύφεσης προώθησε τις ιδέες των συντηρητικών στην κοινή γνώμη και προκάλεσε την πολιτική μετατόπιση προς τα δεξιά. Ο πρωθυπουργός Γιουνιχίρο Κοϊζούμι υπερασπίζεται μια πιο συντηρητική γραμμή από εκείνη των προκατόχων του, κυρίως στα ιστορικά ζητήματα. Ενα άλλο σημάδι, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι το γεγονός ότι ορισμένα μέσα ενημέρωσης έχουν υιοθετήσει δεξιές πολιτικές θέσεις. Οι ιδέες της αριστεράς ακούγονται όλο και λιγότερο».
Η Χιροσίμα καταψηφίζει
Με την υπογραφή της Συνθήκης του 1960 είχαν ξεσπάσει διαδηλώσεις που επηρέασαν την πολιτική ζωή της χώρας για δύο μήνες και προκάλεσαν την αναβολή της επίσκεψης του προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Τότε, η κύρια κατηγορία της αντιπολίτευσης ήταν ότι, σε αντίθεση με τη Συνθήκη του 1951, που είχε επιβληθεί από τους νικητές στο τέλος της περιόδου κατοχής, «η συμφωνία του 1960 ήταν το αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης που διεξήγαγε μια ελεύθερη κυβέρνηση που ενεργούσε με τη θέλησή της». (14) Αν και είχε υιοθετηθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, με μια αναπάντεχη ψηφοφορία, η Συνθήκη του 1960 εγγραφόταν σ’ ένα δημοκρατικό πλαίσιο.
Η σημερινή αναθεώρησή της συναντά αντίδραση, κυρίως από τους ηγέτες και τον πληθυσμό στις περιφέρειες όπου βρίσκονται οι αμερικανικές βάσεις. Έτσι, η πόλη Ιουακούνι, νοτιοδυτικά της Χιροσίμα, όπου το σχέδιο αναδιοργάνωσης προβλέπει ενίσχυση των μονάδων της αμερικανικής βάσης, ανέλαβε την πρωτοβουλία να οργανώσει δημοψήφισμα, στις 12 Μαρτίου 2006.
Η διαβούλευση, που ήταν καθαρά συμβολική, είχε ως αποτέλεσμα τη συντριπτική απόρριψη του σχεδίου (89% των ψηφισάντων). Όμως, οι τοπικές διαμαρτυρίες έχουν μικρή σημασία, καθώς η αναδιοργάνωση έχει αποφασιστεί σε επίπεδο κορυφής, από τις ίδιες τις κυβερνήσεις, χωρίς τη λαϊκή ή κοινοβουλευτική έγκριση.
Η ενίσχυση της διεπιχειρησιακής δράσης προϋποθέτει επίσης τη στρατιωτική αναδιοργάνωση των ιαπωνικών δυνάμεων, ώστε να παραμείνουν ισάξιες με τις αντίστοιχες αμερικανικές, κυρίως στον τεχνολογικό τομέα. Γι’ αυτό, στη μελλοντική συμφωνία προβλέπεται μια διπλή εξέλιξη: η «ανάπτυξη των αντίστοιχων αμυντικών ικανοτήτων» και η «μεγιστοποίηση του οφέλους από τις τεχνολογικές καινοτομίες». Η Ιαπωνία, όπως και οι υπόλοιποι σύμμαχοι της στην περιοχή της Ασίας- Ειρηνικού, ανησυχεί για τη διευρυνόμενη διάσταση ανάμεσα στις ικανότητές της και τις ικανότητες των ΗΠΑ.
Κι αυτό, γιατί ορισμένα εμπόδια του προϋπολογισμού, των θεσμών και της γραφειοκρατίας ανακόπτουν ή δυσχεραίνουν μια τόσο μεγάλη στρατιωτική αναδιοργάνωση που επιχειρεί η Ουάσιγκτον, όπως δείχνει ο απολογισμός μιας διάσκεψης που οργανώθηκε από το Κέντρο Μελετών Ασίας και Ειρηνικού για την Ασφάλεια (Asia Pacific Center for Security Studies, APCSS), ένα ινστιτούτο ερευνών που συνδέεται με το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας. (15)
Η Άμυνα Βαλλιστικών Πυραύλων (BMD), κεντρικό πεδίο της συνεργασίας των δύο χωρών, ιδιαίτερα μετά την πτήση ενός βορεοκορεατικού βαλλιστικού πυραύλου πάνω από το ιαπωνικό έδαφος, το 1998, θα αποτελέσει το αντικείμενο «βελτίωσης του συντονισμού των αντίστοιχων ικανοτήτων», αναφέρει η έκθεση της 29ης Οκτωβρίου. Η μεταφορά αμερικανικής στρατιωτικής τεχνολογίας αποτελεί σημαντικό βιομηχανικό διακύβευμα για την Ιαπωνία, στο μέτρο που μια πολιτική οδηγία της απαγορεύει, από το 1967, την εξαγωγή στρατιωτικών εξοπλισμών και τεχνολογίας. (16)
Εφιαλτικές μνήμες
Ωστόσο, η κυβέρνηση Κοϊζούμι είχε επιτρέψει τη μερική άρση αυτής της οδηγίας, τον Δεκέμβριο του 2004, στο πλαίσιο της συνεργασίας με τις ΗΠΑ στον τομέα της αντιπυραυλικής άμυνας. «Για τις δύο μεγαλύτερες βιομηχανίες ιαπωνικών όπλων, τη Μιτσουμπίσι και την Καβασάκι, η τεχνολογική πρόκληση θα δικαιολογούσε την άρση της απαγόρευσης» (17) υπογραμμίζει η Ρεζίν Σερά. Το ιαπωνικό υπουργείο Αμυνας έκανε πρόσφατα γνωστή την πρόθεσή του να αποκτήσει 124 πυραύλους Πάτριοτ, μέχρι το τέλος του 2010: αρχικά, θα εισαχθούν από τις ΗΠΑ και, στη συνέχεια, η παραγωγή θα μεταφερθεί στη Mitsubishi Heavy Industries Ltd. (18)
Οι ασιάτες γείτονες της Ιαπωνίας, που θυμούνται ακόμη τον ιαπωνικό αποικισμό κατά τον προηγούμενο αιώνα, βλέπουν με κακό μάτι την εξέλιξη που θέτει σε αμφισβήτηση το καθεστώς που ίσχυσε μετά το 1945 και το οποίο βασιζόταν στον φιλειρηνισμό.
Η όξυνση των εθνικισμών και τα στρατηγικά διακυβεύματα συνδυάζονται με τις πολυάριθμες συνθήκες για την ασφάλεια ή τη συνεργασία που έχουν υπογραφεί από τις ΗΠΑ στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, για να διατηρηθεί ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών. Η συγκεκριμένη περιοχή έχει αναδειχθεί δεύτερη μεγαλύτερη παγκόσμια αγορά εξοπλισμών, μετά τη Μέση Ανατολή, με όγκο αγορών που υπερέβαινε τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 1990 και 2002. (19)
Για τα κράτη που είναι σύμμαχοι και εταίροι της Ουάσιγκτον, με πρώτα την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν, καθώς και για την Ιαπωνία, στόχος είναι να παραμείνουν επιχειρησιακά ικανά σε σχέση με τις αμερικανικές δυνάμεις, καθώς αυξάνεται η πιθανότητα συμμαχικών επιχειρήσεων με τις ΗΠΑ, όπως στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ετσι, πολλά από αυτά προμηθεύονται νέους αμερικανικούς εξοπλισμούς, όπως για παράδειγμα το σύστημα ναυμαχιών Aegis, το οποίο απέκτησαν η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα.
Ωστόσο, ορισμένα κράτη της περιοχής ασκούν κριτική όσον αφορά τον υπερβολικό χαρακτήρα των στρατιωτικών τεχνολογιών αιχμής που εξάγονται από τις ΗΠΑ στην Ασία, μετά την ένταξή τους στην «Εξέλιξη των Στρατιωτικών Υποθέσεων» (Revolution in Military Affairs, RMA).
Αυτά τα μέσα, που θεωρείται ότι ανήκουν στον «τομέα των ιδεών, της καινοτομίας και της τεχνολογίας» και έχουν την τάση να «λατρεύουν την τεχνολογία για την τεχνολογία», δεν είναι «προσαρμοσμένα σε απειλές χαμηλής έντασης, ιδιαίτερα στην τρομοκρατία και τις αντεπαναστατικές επιχειρήσεις» διευκρινίζεται στην έκθεση μιας άλλης διάσκεψης που οργανώθηκε από το APCSS. (20)
Τα συμμετέχοντα κράτη ανησυχούν για τις συνέπειες της στρατιωτικής αναδιοργάνωσης στην περιοχή. Στο μέτρο που η αναδιοργάνωση έχει «στόχο την εδραίωση και την ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής υπεροχής», θα μπορούσε να οδηγήσει στη «δημιουργία νέων απειλών».
Πράγματι, οι χώρες που αδυνατούν να αναπτύξουν την εθνική άμυνά τους, θα μπορούσαν «να αντιδράσουν με ασύμμετρο τρόπο, για παράδειγμα με επιθέσεις χαμηλής έντασης (δηλαδή, τακτικές εξέγερσης και αντάρτικου) ή να διευρύνουν την ικανότητά τους στον τομέα των όπλων μαζικής καταστροφής (πύραυλοι με πυρηνικές, βιολογικές ή χημικές κεφαλές)».
Αυτό είναι το παράδοξο της πολιτικής για την ασφάλεια που ακολουθεί η Ουάσιγκτον στην περιοχή.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»