Στις 5 Ιουνίου, η Βουλή της Σερβίας «διαπίστωσε» την απόσχιση του Μαυροβουνίου. Έτσι, η Σερβία είναι ίσως μία από τις σπάνιες χώρες του κόσμου που ξανάγινε ανεξάρτητη χωρίς να το έχει θελήσει. Στην πραγματικότητα, το δημοψήφισμα που οργανώθηκε στο Μαυροβούνιο στις 21 Μαΐου έθεσε τέλος στην ένωση που υπήρχε ανάμεσα στις δύο δημοκρατίες, και η Σερβία είναι υποχρεωμένη να αναπροσδιορίσει τα σύνορά της, την ταυτότητά της και τον ίδιο το χαρακτήρα του πολιτικού καθεστώτος της. Ήδη από την επομένη της ψηφοφορίας, ο Βουκ Ντράσκοβιτς, υπουργός Εξωτερικών της νεκρής πια Ένωσης «Σερβίας και Μαυροβουνίου», ζήτησε την αποκατάσταση της σερβικής μοναρχίας. Μερικές μέρες αργότερα, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Καρατζόρτζεβιτς ανακήρυξε τον εαυτό του υποψήφιο για το θρόνο.
Για τη Σερβία, το 2006 ξεκίνησε ως «μαύρη χρονιά». Το δημοψήφισμα του Μαυροβουνίου έγινε λίγες εβδομάδες μετά την αναστολή των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη χώρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση: ο στρατηγός (Σέρβος της Βοσνίας) Ράτκο Μλάντιτς, που έχει παραπεμφθεί στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, κρύβεται πάντοτε στη Σερβία. Το 2006 πρέπει επίσης να αποφασιστεί το καθεστώς του Κοσόβου: το Βελιγράδι προετοιμάζεται να χάσει την επαρχία που έχει τεθεί από τον Ιούνιο του 1999 κάτω από την προσωρινή διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών, κάτι το οποίο μπορεί να προκαλέσει νέο κύμα εξόδου των εκατό χιλιάδων Σέρβων που ζουν εκεί ακόμη.
Ενώ οι πόλεμοι της δεκαετίας του ’90 διεξήχθησαν στο όνομα της «Μεγάλης Σερβίας» – ή, τουλάχιστον, στο όνομα της θέλησης να ενωθούν «όλοι οι Σέρβοι σε ένα κράτος»-, η πραγματική Σερβία δεν έπαψε να συρρικνώνεται και ο λαός της να διασκορπίζεται σε έναν αυξανόμενο αριθμό κρατών (1).
Από πολλές πλευρές, η απόσχιση του Μαυροβουνίου αποτελεί ένα μη γεγονός. Εδώ και πολλά χρόνια, οι σχέσεις του με τη Σερβία περιορίζονταν στο ελάχιστο. Η Ένωση που δημιουργήθηκε το 2003 για να αντικαταστήσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας ήταν ένα άδειο όστρακο: καθεμιά από τις δύο δημοκρατίες είχε το δικό της δημοσιονομικό σύστημα, τα τελωνεία της και ακόμη το νόμισμά της – στο Μαυροβούνιο το γερμανικό μάρκο, και έπειτα το ευρώ.
Ωστόσο, παρά την πρόσφατη επανανακάλυψη της αρχικής ταυτότητας του Μαυροβουνίου, οι πολιτιστικοί και ανθρώπινοι δεσμοί ανάμεσα στις δύο δημοκρατίες παρέμεναν σημαντικοί. Κατά την απογραφή του 2003, το 30% των πολιτών του Μαυροβουνίου δήλωσαν σερβική εθνικότητα (2). Συγκεντρωμένοι στις αγροτικές ζώνες του βόρειου τμήματος της μικρής χώρας, έπρεπε, μολονότι αντιτιθέμενοι στην ανεξαρτησία, να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση.
Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια «εξαίρεση» του Μαυροβουνίου. Στο Τσετίνιε, παλιά βασιλική πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου και προπύργιο της ανεξαρτησίας, ο Πέταρ Μαρτίνοβιτς, ένας συνταξιούχος, υπογραμμίζει ένα σημαντικό γεγονός: «Οι τρεις πόλεις που έφεραν την ανεξαρτησία είναι το Τσετίνιε, το Ροζάιε και το Ουλτσίνι». Στο Ουλτσίνι, μία κωμόπολη που κατοικείται κατά πλειοψηφία από Αλβανούς, και στο Ροζάιε όπου οι «βοσνιακοί» (3) σλάβοι μουσουλμάνοι αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, οι μειονότητες υποστήριξαν μαζικά (ανάμεσα στο 88% και το 91%) το σχέδιο της ανεξαρτησίας.
Είναι η πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία της περιοχής που οι εθνικές μειονότητες μιας χώρας συνασπίζονται γύρω από ένα πολιτικό σχέδιο μαζί με την κυριότερη κοινότητα. Η κροατική ανεξαρτησία βασίστηκε στην εξαίρεση των Σέρβων της χώρας. Οι Αλβανοί της Μακεδονίας δεν προσχώρησαν ποτέ στο σχέδιο του μακεδονικού κράτους. Και μόνο οι Αλβανοί του Κοσόβου θέλουν την ανεξαρτησία. Οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας του Μαυροβουνίου υποστήριξαν το σχέδιο ενός πολυεθνικού κράτους πολιτών, το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την προσχώρηση όλων των κοινοτήτων. Η διακήρυξη της ανεξαρτησίας, που υιοθετήθηκε στις 3 Ιουνίου 2006, τονίζει λοιπόν ότι «το Μαυροβούνιο ορίζεται ως μία κοινωνία πολιτών, πολυεθνική, πολυεθνοτική, πολυπολιτιστική, πολυθρησκευτική, που βασίζεται στο σεβασμό και στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του ατόμου, των δικαιωμάτων των μειονοτήτων» (4).
Πάνω από διακόσιες χιλιάδες Μαυροβούνιοι ζουν στη Σερβία: κινδυνεύουν να γίνουν απάτριδες, εάν το Μαυροβούνιο δεν τους παραχωρήσει την υπηκοότητα. Πολλοί από αυτούς, που έγιναν από τη μία μέρα στην άλλη ξένοι στη χώρα στην οποία ζουν, κινδυνεύουν επιπλέον να χάσουν τη δουλειά τους – ήταν πολλοί που εργάζονταν στο δημόσιο τομέα, στο δικαστικό σύστημα ή στην αστυνομία, κατέχοντας θέσεις οι οποίες στο εξής προορίζονται για τους σέρβους πολίτες. Γι’ αυτούς, η ρήξη θα είναι λοιπόν βίαιη: όπως ένα σημαντικό τμήμα της σερβικής κοινωνίας, αντιλαμβάνονται την απόσχιση του Μαυροβουνίου σαν την απόσχιση μιας νέας «σερβικής γης». Η απόσχιση κινδυνεύει να τροφοδοτήσει τη «θυματοποίηση» από την οποία πάσχουν πολλοί Σέρβοι, και την οποία αξιοποιεί η άκρα δεξιά, η οποία καταγγέλλει τον αδιάκοπο «κατακερματισμό» του εθνικού εδάφους.
Περισσότερο τραγικές ρήξεις προμηνύονται στο Κόσοβο. Στους σερβικούς θύλακες, πολλοί προετοιμάζονται ήδη για την αναχώρηση. «Θα μείνω εδώ μέχρι το τέλος, θα είμαι ο τελευταίος»: με υπόκωφη φωνή, ο Ντιμίτριε Βούτσιτς, ένας από τους εφτακόσιους κατοίκους του σερβικού χωριού Βέλικα Χότσα -που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του Κοσόβου, το οποίο οι Σέρβοι αποκαλούν Μετόχια-, δεν έχει βγει από το θύλακα εδώ και πάνω από εφτά χρόνια. Το γερμανικό τάγμα της Δύναμης διατήρησης της ειρήνης στο Κόσοβο (KFOR), η αποστολή του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο, έχει πάρει θέση στα υψώματα, πίσω από ένα δίκτυο από συρματοπλέγματα, για να προστατέψει το χωριό, έναν από τους τελευταίους σερβικούς θύλακες στο νότιο Κόσοβο. Στην υπόλοιπη περιοχή, δεν υπάρχουν άλλοι Σέρβοι παρά οι περίπου πεντακόσιοι κάτοικοι του αστικού «γκέτο» στο Οράχοβατς.
Εδώ, κανείς δεν έχει πραγματικά ψευδαισθήσεις: μόλις επιτευχθεί η ανεξαρτησία, μία νέα έξοδος προς τη Σερβία είναι βέβαιη. «Οι νέοι έχουν ήδη φύγει, απομένουν δύο κορίτσια που δεν έχουν παντρευτεί έναντι εβδομήντα αγοριών. Ακόμα και η γυναίκα μου θέλει να φύγει, ενώ δεν έχουμε τίποτε στη Σερβία», υπογραμμίζει ο Βούτσιτς. Όπως πολλοί από τους κατοίκους του θύλακα, ο πρώην «πρόεδρος» του χωριού βυθίζεται αργά στον αλκοολισμό. Στη Βέλικα Χότσα, δεν υπάρχει δουλειά, μόνο χωράφια και μερικοί αμπελώνες του περίφημου μοναστηριού Βισόκι Ντετσάνι. Οι κάτοικοι πρέπει ωστόσο να αρκούνται στο να καλλιεργούν τα αμπέλια που βρίσκονται στο εσωτερικό της περιμέτρου ασφαλείας της KFOR.
Μερικά χιλιόμετρα από κει, το μεσαιωνικό μοναστήρι του Ζότσιστε πυρπολήθηκε τελείως το 1999. Εδώ και δύο χρόνια, τρεις μοναχοί επέστρεψαν για να ζήσουν εκεί, κάτω από την προστασία του ΝΑΤΟ. Ξαναχτίζουν σιγά σιγά το τείχος του μοναστηριού. Ένας από αυτούς δηλώνει ρεαλιστής: «Οι Σέρβοι του Οράχοβατς είναι καταδικασμένοι να φύγουν. Αυτοί της Βέλικα Χότσα θα μπορούσαν να μείνουν εάν η KFOR τους εξασφάλιζε πραγματικά μια ικανοποιητική προστασία. Εμείς, οι μοναχοί θα παραμείνουμε για όσο καιρό αυτό είναι φυσικά δυνατό, για να εξασφαλίσουμε μια παρουσία μαρτυρίας στη γη του Κοσόβου».
Μολονότι ο σερβικός βορράς του Κοσόβου, που εφάπτεται με τη «μητέρα πατρίδα», ονειρεύεται πάντα ένα διαμελισμό τον οποίο παραμερίζει επισήμως η «διεθνής κοινότητα», όλοι οι σερβικοί θύλακες που βρίσκονται νότια του ποταμού Ιμπάρ απειλούνται άμεσα. Στο κέντρο της επαρχίας (περίπου δεκαπέντε χωριά γύρω από το μοναστήρι της Γκρατσάνιτσα), οι πωλήσεις ιδιοκτησιών πολλαπλασιάζονται.
Οι άμεσες συζητήσεις ανάμεσα στο Βελιγράδι και την Πρίστινα, που ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 2005 στη Βιέννη, υπό την αιγίδα του ειδικού απεσταλμένου των Ηνωμένων Εθνών Μάρτι Αχτισάαρι, δεν έδωσαν μέχρι σήμερα κανένα αποτέλεσμα. Κανένας συμβιβασμός δεν φαίνεται να μπορεί να προκύψει: οι Αλβανοί δεν θέλουν να ακούσουν να συζητείται παρά μόνο η ανεξαρτησία, ενώ το Βελιγράδι είναι έτοιμο να εξετάσει όλες τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις… εκτός από την ανεξαρτησία. Η αποκέντρωση του Κοσόβου θα μπορούσε ωστόσο να αντιπροσωπεύει ένα από τα ουσιαστικά διακυβεύματα αυτών των συζητήσεων.
Για να υπάρξει εγγύηση για την παραμονή των Σέρβων, για να εξασφαλιστούν αποδεκτές συνθήκες ζωής σε αυτούς που ζουν στην περιοχή και για να επιτραπεί στους διωγμένους που θα το επιθυμούσαν να επιστρέψουν σε αυτή, πρέπει ουσιαστικά να εξεταστεί η δημιουργία νέων σερβικών κοινοτήτων, βιώσιμων και που να διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες αυτοδιοίκησης. Στις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της αντιπροσωπείας του Βελιγραδίου, που διεκδικεί πάνω από είκοσι νέες κοινότητες, απαντούν οι αναβλητικοί ελιγμοί των Αλβανών, που προσπαθούν να κατατεμαχίσουν στο μέγιστο δυνατό τα εδάφη που πρόκειται να παραχωρηθούν σε αυτές τις κοινότητες (5).
Εάν η «διεθνής κοινότητα» επιθυμεί να εγγυηθεί την παρουσία των μη αλβανικών κοινοτήτων στο Κόσοβο, πρέπει λοιπόν να επιβάλει την αποκέντρωση, έστω και αν την παρουσιάσουν στους Αλβανούς εκπροσώπους σαν το τίμημα της ανεξαρτησίας. Εάν δεν γίνει αυτό, ο διακηρυγμένος στόχος ενός «πολυεθνικού Κοσόβου» δεν θα είναι παρά λέξη κενή περιεχομένου. Αλλά σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες (UNHCR) προετοιμάζεται ήδη για την υποδοχή πενήντα έως εβδομήντα χιλιάδων μη Αλβανών του Κοσόβου στη Σερβία (6).
Διωγμένους από το Κόσοβο, βρίσκουμε ήδη πολλούς στο νότο της Σερβίας, όπως στα περίχωρα του Βράνιε. Έτσι, διακόσιες εβδομήντα εφτά οικογένειες από το Λίπλιαν βρήκαν καταφύγιο στον μικρό ιαματικό σταθμό της Βράνισκα Μπάνια. Δίπλα στα πρόχειρα σπίτια τους, ένα σχέδιο επέτρεψε να κατασκευαστούν μεγάλα θερμοκήπια για να τους προσφερθεί μία εργασία: εκεί παράγουν μαρούλια και κρεμμύδια για… τα εστιατόρια ΜακΝτόναλντ. «Είμαστε υπερήφανοι που πολεμήσαμε εναντίον των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ, τις πρώτες στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου. Μία μέρα, θα γυρίσουμε για να διώξουμε τους Αλβανούς», τονίζει η Ζόριτσα Πέριτς, εκπρόσωπος του «εξόριστου δήμου» του Λίπλιαν και μέλος του Σερβικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Αν κρίνει κανείς από τα καρτερικά βλέμματα των άλλων προσφύγων, δεν φαίνεται να συμμερίζονται αυτή τη βεβαιότητα. Οι διωγμένοι από το Κόσοβο, μεγαλωμένοι συχνά σε αγροτικό περιβάλλον, ελάχιστοι διπλωματούχοι, δεν έχουν καμία πιθανότητα να καταφέρουν να ενσωματωθούν σε μία Σερβία όπου η ανεργία πλήττει περίπου το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού.
«Εάν οι εκατόν είκοσι χιλιάδες Σέρβοι που ζουν ακόμη στο Κόσοβο φύγουν με την ανεξαρτησία, δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, ούτε κοινωνικά, ούτε πολιτικά», εξηγεί ο Ραντομίρ Ντίκλιτς, πρώην σύμβουλος της προεδρίας της Ένωσης – που έχει διαλυθεί – της «Σερβίας και Μαυροβουνίου», που μετέχει στις διαπραγματεύσεις της Βιέννης. «Παλεύουμε για να καταφέρουμε να διατηρήσουμε τη σερβική παρουσία στο Κόσοβο, αλλά οι Αλβανοί δεν θέλουν να διαπραγματευτούν, και η διεθνής κοινότητα δεν προσπαθεί παρά να απαλλαγεί όσο γίνεται πιο γρήγορα από το ζήτημα. Ωστόσο, μια Σερβία που θα καταρρέει κάτω από το βάρος νέων προσφύγων, θα σπαράσσεται από την οικονομική κρίση και θα οργώνεται από την άκρα δεξιά δεν έχει καμία πιθανότητα να μπορέσει να δει το παρελθόν της με νηφαλιότητα ούτε να συμβάλει στη σταθεροποίηση της περιοχής».
Στην πραγματικότητα, το φάσμα της άκρας δεξιάς δεν παύει να μεγαλώνει στη Σερβία. Σύμφωνα με πρόσφατες σφυγμομετρήσεις, το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα, το οποίο διευθύνεται πάντοτε από τον Βόισλαβ Σέσελι από το κελί του στη Χάγη (7) , μπορεί να ελπίζει περίπου στο 40% των ψήφων. Αν προστεθεί σε αυτό το 7 έως 8% το οποίο αποδίδεται στο Σερβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι υποστηρικτές του παλιού δικτατορικού καθεστώτος θα μπορούσαν να πετύχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε περίπτωση πρόωρων εκλογών. Οι οποίες φαίνονται πιθανές: σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο πρωθυπουργός Βόισλαβ Κοστούνιτσα θα προτιμούσε να παραιτηθεί και να προκαλέσει νέες εκλογές παρά να υποχρεωθεί προσωπικά να υπογράψει την απώλεια του Κοσόβου. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνησή του βασίζεται σε μια εξαιρετικά εύθραυστη πλειοψηφία η οποία εξαρτάται από την υποστήριξη των σοσιαλιστών βουλευτών, χωρίς να συμμετέχουν σε αυτήν.
Εάν η εθνικιστική άκρα δεξιά, η οποία καταγγέλλει επισήμως την «κατοχή» του Κοσόβου και προτίθεται να απελευθερώσει τα εδάφη, ανέβαινε στην εξουσία, τότε κάθε προοπτική μιας συμφωνίας μέσω διαπραγματεύσεων για το Κόσοβο θα έκλεινε, κάτι το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει νέα άμεση αναμέτρηση ανάμεσα στη Σερβία και τη «διεθνή κοινότητα».
Στην Μπάνια Λούκα, πρωτεύουσα της Ρεπούμπλικα Σέρπσκα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, οι πρόσφυγες είναι και εκεί πολυάριθμοι. Προέρχονται από την Κροατία, την κεντρική Βοσνία, την Ερζεγοβίνη ή το Κόσοβο, και όλοι έχουν μια τραγική ιστορία να διηγηθούν. Επειδή μερικές φορές έχουν γίνει επισήμως απάτριδες και έχουν στερηθεί την υπηκοότητά τους, πολλοί νιώθουν απλώς Σέρβοι. «Εδώ, όλος ο κόσμος βλέπει προς τη Σερβία. Και όταν γίνεται ένας αγώνας ανάμεσα στις ποδοσφαιρικές ομάδες της Σερβίας και της Βοσνίας, είμαστε όλοι πίσω από τη σερβική ομάδα», εξηγεί ο Μίλοντραγκ Πάβιτς, μέλος της Ένωσης νέων δημοσιογράφων της Ρεπούμπλικα Σέρπσκα. «Δεν έχω εχθρότητα ενάντια σε κανέναν, αλλά δεν νιώθω Βόσνιος: για μένα αυτή η χώρα δεν υπάρχει».
Για έναν αριθμό Σέρβων που ζουν εκεί, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη παραμένει τεχνητή κατασκευή. Έτσι, ήδη από τις 26 Μαΐου 2006, ο Μίλοραντ Ντόντικ, πρωθυπουργός της Ρεπούμπλικα Σέρπσκα, ζήτησε το δικαίωμα να οργανώσει ένα δημοψήφισμα στην «οντότητα» την οποία διευθύνει, παίρνοντας ως παράδειγμα το δημοψήφισμα στο Μαυροβούνιο. Ο Κρίστιαν Ζβαρτς-Σίλινγκ, ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαπέλυσε αμέσως ομοβροντία, υπογραμμίζοντας ότι ενδεχόμενο δημοψήφισμα στη Ρεπούμπλικα Σέρπσκα είναι αντίθετο στις συμφωνίες ειρήνης του Ντέιτον του 1995, οι οποίες εγγυώνται την ενότητα του κράτους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης -ακόμα και αν αυτό είναι χωρισμένο σε δύο «οντότητες», τη Ρεπούμπλικα Σέρπσκα και την Κροατο-βοσνιακή Ομοσπονδία της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης (8).
Κατά τη διάρκεια δημόσιας συγκέντρωσης στο Νόβι Σαντ, στη Βοϊβοδίνα, στις 6 Ιουνίου, ο Ντόντικ δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει τα επιχειρήματα που τον κάνουν να αγωνίζεται υπέρ ενός δημοψηφίσματος. Κατά τη γνώμη του, το 90% των πολιτών της Ρεπούμπλικα Σέρπσκα επιθυμούν απόσχιση και καμιά αρχή δικαίου δεν μπορεί να τους στερήσει αυτή τη δυνατότητα, εάν αυτή αποδοθεί στους Κοσοβάρους (9). Η σημασία της τοποθέτησης έγκειται στο γεγονός ότι προέρχεται από έναν πολιτικό άνδρα ο οποίος, ως επικεφαλής των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών, αντιτάχθηκε για καιρό στους εθνικιστές ηγέτες της Ρεπούμπλικα Σέρπσκα και θεωρούνταν «μετριοπαθής».
Πλατιά συναίνεση υπάρχει γύρω από τη διαπίστωση ότι το σημερινό βοσνιακό κράτος δεν λειτουργεί, αλλά όλες οι προσπάθειες για να μεταρρυθμιστεί ο περίπλοκος συνταγματικός μηχανισμός που προβλέπεται από τις συμφωνίες του Ντέιτον απέτυχαν. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η εκστρατεία ενόψει των γενικών εκλογών της 1ης Οκτωβρίου κινδυνεύει να περιστραφεί γύρω από ένα μόνο θέμα: την απόσχιση της Ρεπούμπλικα Σέρπσκα ή την κατάργηση της οντότητας, κάτι που διεκδικούν οι υποστηρικτές της ενοποιημένης Βοσνίας. Όπως υπογραμμίζει ο Σενάντ Πετσάνιν, συντάκτης του περιοδικού «Dani» του Σεράγεβο, η Βοσνία ξαναγύρισε έτσι στον τύπο των πολιτικών συζητήσεων που κυριαρχούσαν το 1996, την επομένη του πολέμου Βλέπε Senad Pecanin, «Débats sur un referendum en Republika Serpska: la Bosnie régresse de dix ans», 6 Ιουνίου 2006. https://www.courrierdesbalkans.fr/ .
Η υπόθεση μιας τέτοιας απόσχισης, κάτι αδιανόητο πριν από μερικά χρόνια, κερδίζει σε αξιοπιστία. Η απόσχιση του Μαυροβουνίου δεν είχε ωστόσο άμεσες νομικές συνέπειες: επρόκειτο για μια παλιά ομόσπονδη δημοκρατία η οποία είχε ένα αναγνωρισμένο δικαίωμα στην απόσχιση. Αντίθετα, η ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου θα δημιουργούσε προηγούμενο. Ορισμένοι διπλωματικοί κύκλοι θα μπορούσαν επίσης να συμπαραταχθούν με τα επιχειρήματα των «πλειοψηφιών»: εάν περισσότερο από το 90% των ατόμων που κατοικούν σήμερα στο Κόσοβο είναι Αλβανοί και επιθυμούν την ανεξαρτησία, το ίδιο ισχύει και στη Ρεπούμπλικα Σέρπσκα όπου περίπου το 90% των κατοίκων είναι Σέρβοι…
Αυτή η λογική θα μπορούσε γρήγορα να οδηγήσει σε αμφισβήτηση σχεδόν του συνόλου των βαλκανικών συνόρων, με ανυπολόγιστους κινδύνους, για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπως και για το σύνολο της περιοχής. Η επιλογή μιας «ανταλλαγής» -ανεξαρτησία του Κοσόβου έναντι εκχώρησης της Ρεπούμπλικα Σέρπσκα στο Βελιγράδι ως «παρηγοριά»- κινδυνεύει να προκαλέσει νέα περιφερειακή ανάφλεξη. Μπορεί να φανταστεί, άραγε, κανείς έναν ευρύ επαναπροσδιορισμό όλων των συνόρων της περιοχής, που θα βασίζεται στη δημιουργία «εθνικών» κρατών;
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως ξεχνάμε ότι η Σερβία παραμένει πάντα ένα από τα πιο πολυεθνικά κράτη των Βαλκανίων. Οι μη σερβικές μειονότητες αντιπροσωπεύουν περίπου το 45% του πληθυσμού της βόρειας επαρχίας της Βοϊβοδίνας, η οποία απολάμβανε μέχρι το 1990 μια ευρεία αυτονομία, την οποία περιέκοψε δραστικά η κυβέρνηση του Μιλόσεβιτς. Επίσης, η Σερβία διαθέτει περίπου εκατό χιλιάδες Αλβανούς πολίτες στο Πρέσεβο, που είναι γειτονική στο Κόσοβο, και ο μισός πληθυσμός στο σαντζάκι του Νόβι Παζάρ αποτελείται από μουσουλμάνους Σλάβους που αυτοαπακολούνται «βοσνιακοί» σήμερα. Θα πρέπει ακόμη να προσθέσουμε τις μικρές ρουμανικές, βουλγαρικές και βλαχικές κοινότητες στα ανατολικά της Σερβίας, καθώς και πολλούς Ρομά.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας δεν εγκατέλειψε τον στόχο της «Μεγάλης Σερβίας», και συνδέει τις διεκδικήσεις του για ενοποίηση όλων των σερβικών εδαφών με μια ρατσιστική εχθρότητα απέναντι στις εθνικές μειονότητες της Σερβίας, οι οποίες παρουσιάζονται ως «πέμπτη φάλαγγα». Στην πραγματικότητα, η αληθινή πρόκληση είναι η αναδημιουργία της σερβικής ταυτότητας, η οποία πρέπει να ενσωματώσει δύο παραμέτρους: τον πολυεθνικό χαρακτήρα της σερβικής κοινωνίας και την ύπαρξη ενός σερβικού εθνικού ζητήματος που ξεπερνά τα σύνορα. Και η εναλλακτική λύση δεν περιλαμβάνει παρά δύο όρους: είτε νέα σύνορα, νέες διαιρέσεις, νέες εκδιώξεις πληθυσμών, νέες βιαιότητες κι ακόμη, με μεγάλη βεβαιότητα, νέους πολέμους, ή την πιο γρήγορη δυνατή ενσωμάτωση του συνόλου της περιοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλες τις συνέπειές της, θετικές αλλά επίσης και αρνητικές, για τους πληθυσμούς.
Η ενσωμάτωση θα επέτρεπε τη σχετικοποίηση της σημασίας των συνόρων ανάμεσα στα κράτη και την εγκαθίδρυση νέων ανταλλαγών και νέων εταιρικών σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες σερβικές περιοχές των Βαλκανίων. Από την πλευρά των Βρυξελλών, η ώρα ασφαλώς δεν είναι για μια γρήγορη ενσωμάτωση. Αλλά ακριβώς όπως και το 1991, κατά τη διάρκεια της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, η πολιτική ατολμία μπορεί να έχει δραματικές συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση ένα πράγμα είναι βέβαιο: το σερβικό εθνικό ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο μέσα στην Ευρώπη.