Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2006, η «μάχη της ούμμα» (1) σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποίησε ο γενικός γραμματέας της Χεζμπολάχ, ο σάγιεντ Χάσαν Νασράλα (2) για να περιγράψει τον πόλεμο ανάμεσα στον ισραηλινό στρατό και την οργάνωσή του, δεν κινητοποίησε τις διάφορες ομάδες που συνθέτουν το φάσμα του σουνιτικού ισλαμισμού στον Λίβανο.
Οι προκηρύξεις και τα ανακοινωθέντα τους έκλιναν περισσότερο στο να καταγγείλουν τη «βαρβαρότητα» των ισραηλινών βομβαρδισμών παρά να διακηρύξουν μια ειλικρινή και μαζική υποστήριξη στους σιίτες ισλαμιστές. Αυτή η σχετική διαφορά ερχόταν σε αντιπαράθεση με τις τοποθετήσεις των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο και στην Ιορδανία, οι οποίοι εξέφρασαν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, την αλληλεγγύη τους με τη Χεζμπολάχ, σε όλη τη διάρκεια της κρίσης.
Για να κατανοήσει κανείς τα συστήματα συμπεριφοράς των διαφόρων ρευμάτων του σουνιτικού ισλαμισμού, είναι αναγκαίο να διακρίνει διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης -το ιδεολογικό, το θρησκευτικό και το πολιτικό- και διαφορετικά πεδία παρέμβασης -το τοπικό, το εθνικό και το περιφερειακό.
Το Ισραήλ τούς ενώνει
Έτσι, οι ιορδανοί, παλαιστίνιοι και αιγύπτιοι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, διακήρυξαν την αλληλεγγύη τους με τη Χεζμπολάχ στο όνομα μιας στρατηγικής και ιδεολογικής απαίτησης -του αγώνα κατά του Ισραήλ- ενώ οι λιβανέζοι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ανέδειξαν κυρίαρχη την απαίτηση θρησκευτικής συνοχής υποστηρίζοντας τον πρωθυπουργό Φουάντ Σινιόρα στον προοδευτικό αφοπλισμό της Χεζμπολάχ.
Παρά τη θεωρητική διάκριση ανάμεσα στο περιφερειακό και ιδεολογικό πρίσμα, από τη μία πλευρά, και το εθνικό και θρησκευτικό πρίσμα, από την άλλη, όλα τα ρεύματα παρουσιάζονται στο εσωτερικό των κοινωνιών τους ως οι άγρυπνοι φύλακες της σουνιτικής ορθοδοξίας απέναντι στο σιιτικό ισλάμ. Επιπλέον, ένα άλλο περιφερειακό διακύβευμα -η ιρακινή κρίση- διαφοροποιεί τις προτεραιότητες των μεν και των δε, αφού, σε αυτό το ζήτημα, τα μέτωπα έχουν αντιστραφεί: οι λιβανέζοι Αδελφοί Μουσουλμάνοι εργάζονται για τη θρησκευτική προσέγγιση ανάμεσα σε σιίτες και σουνίτες, ενώ άλλες εθνικές ηγεσίες της οργάνωσης υποστηρίζουν ιρακινούς δρώντες οι οποίοι ελάχιστα ενδιαφέρονται για τη θρησκευτική συμφιλίωση.
Σε ένα πλαίσιο μοιρασμένο ανάμεσα σε επιφυλάξεις και θαυμασμό απέναντι στον δυναμισμό της Χεζμπολάχ και του σιιτικού ισλάμ γενικότερα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πολλούς πιθανούς συνδυασμούς, των οποίων το σημείο ισορροπίας θα μπορούσε να καθορίσει τις μεταγενέστερες εξελίξεις του ισλαμισμού στην περιοχή. Για τους ισλαμιστές των γειτονικών χωρών η Χεζμπολάχ αποτελούσε, από την αρχή της δεκαετίας του ’90, την έκφραση μιας αντεκδίκησης των κοινωνιών της αραβικής Ανατολής απέναντι στην ισραηλινή δύναμη.
Το Κόμμα του Θεού μπόρεσε να αγγίξει ένα κοινό πολύ ευρύτερο από τους λιβανέζους σιίτες, ενεργοποιώντας ξανά, χάρη σε ένα ραδιοτηλεοπτικό μέσο μεγάλης αποτελεσματικότητας, το τηλεοπτικό δίκτυο Αλ Μανάρ, ένα εθνικιστικό και ισλαμικό ενωτικό ιδανικό το οποίο τα αραβικά καθεστώτα, αυστηρά απασχολημένα με την επιβίωσή τους, δεν μπόρεσαν να υπερασπίσουν απέναντι στις πολυάριθμες πρωτοβουλίες των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ στην περιοχή.
Η «νίκη» της Χεζμπολάχ τον Μάιο του 2000 -η εκκένωση του νότιου Λιβάνου από τον ισραηλινό στρατό- εδραίωσε ανάμεσα στον παλαιστινιακό πληθυσμό την πεποίθηση ότι ήταν δυνατό να επανακτηθεί, με τη βίαιη δράση, ένα έδαφος κατεχόμενο από το Ισραήλ, χωρίς να πέσουν στην παγίδα ταπεινωτικών και αναποτελεσματικών διαπραγματεύσεων. Ανεπαίσθητα, η Χεζμπολάχ κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να επαναπροσδιορίσει την κατεύθυνση του παλαιστινιακού αγώνα ενάντια στην εθνική ηγεσία του κινήματος και έδωσε στους ριζοσπαστικούς τομείς του ιρανικού καθεστώτος τη δυνατότητα να δράσουν στο ισραηλινοαραβικό μέτωπο.
Η αντισυσπείρωση του Ριάντ
Ο πολιτικός ενθουσιασμός που προκάλεσε η αντίσταση της Χεζμπολάχ απέναντι στον ισραηλινό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου του καλοκαιριού του 2006 προκάλεσε πολυάριθμες αμυντικές αντιδράσεις στους κόλπους των μουσουλμανικών σουνιτικών κρατών. Σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και η Ιορδανία συγκρότησαν ένα «αραβοσουνιτικό τρίγωνο» για να αντιπαρατεθούν στη δυναμική η οποία ταυτίστηκε με την ιρανική επιρροή την οποία διαθλούσε η Χεζμπολάχ στην κοινή γνώμη των τριών χωρών.
Με βάση μια συντηρητική θέση που απέβλεπε να μειώσει την πολιτική έναντι της θρησκείας, οι ουαχαμπίτες ουλεμάδες των σαουδαραβικών θρησκευτικών θεσμών ενεργοποίησαν ξανά τις παραδοσιακές σουνιτικές καταγγελίες ενάντια στη «σιιτική αίρεση», με στόχο να δημιουργήσουν ένα ανάχωμα στην ιρανική επιρροή στην αραβική Ανατολή -ένας μεγάλος σαουδάραβας ουλεμάς, ο σέιχ Αμπντάλα μπεν Τζαμπρίν, έφτασε να απαγορεύσει, στην αρχή του πολέμου, κάθε μορφή αλληλεγγύης στη Χεζμπολάχ.
Για τους σαλαφιστές οπαδούς του ιερού πολέμου (τζιχάντ), η Χεζμπολάχ είναι ένας ανέντιμος ανταγωνιστής που θέλει να τοποθετηθεί σε ένα πεδίο το οποίο είναι ήδη κατειλημμένο. Έχοντας για τους σιίτες την ίδια άποψη με τους ουαχαμπιτικούς θρησκευτικούς θεσμούς, οι σαλαφιστές οπαδοί του ιερού πολέμου προβάλλουν τη φαντασιακή εγγύτητά τους με το ισλάμ των απαρχών (σαλάφ) για να απελευθερωθούν από κάθε υποχρέωση υποταγής απέναντι σε συμβιβασμένες μουσουλμανικές κυβερνήσεις λόγω των δεσμών τους με τη δυτική ασέβεια. Ο λόγος τους για την απόρριψη της δυτικής επιρροής στην περιοχή έχει μερικές φορές την ίδια απόχρωση που έχει ο λόγος των ιρανών ηγετών αλλά με τη διαφορά ότι εγγράφουν τον αγώνα τους στην ουτοπική προοπτική ενός ισλαμικού χαλιφάτου (...).
Υποχρεωμένος να αντιδράσει ύστερα από δύο εβδομάδες πολέμου και ευρισκόμενος, παρά τη θέλησή του, σε μια σχέση μιμητικής αντιζηλίας με τη Χεζμπολάχ, ο Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, ο ιδεολόγος της Αλ Κάιντα, κάλεσε «όλους τους μουσουλμάνους, όπου κι αν βρίσκονται, να απαντήσουν στον πόλεμο που διεξάγουν οι σταυροφόροι και οι σιωνιστές», χωρίς να κάνει την παραμικρή αναφορά στο λιβανικό σιιτικό κίνημα. (3) Ο Αλ Ζαουάχρι θέλησε να υπενθυμίσει ότι η μάχη της ούμμα έχει ήδη αρχίσει στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ και ότι η Χεζμπολάχ, της οποίας η δράση περιορίζεται στον νότιο Λίβανο, δεν είχε τα μέσα για να υλοποιήσει τις μεγαλόπρεπες φιλοδοξίες της. Τέλος, οι μεγάλες φυσιογνωμίες των Αδελφών Μουσουλμάνων, όπως ο σέιχ Γιούσεφ αλ Καρντάουι, μπόρεσαν να εκφράσουν τις διφορούμενες διαθέσεις της αραβικής κοινής γνώμης προσφέροντας πολιτική υποστήριξη στη Χεζμπολάχ, η οποία αμέσως αντισταθμίστηκε με μια προειδοποίηση θρησκευτικού χαρακτήρα ενάντια στην υποτιθέμενη επίθεση του σιιτικού ισλάμ σε ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Υπάρχει ανάμεσα στους σουνίτες ισλαμιστές της Μπιλάντ αλ Σαμ («Μεγάλη Συρία») μια ιδιαίτερη διαμάχη με τη Χεζμπολάχ. Γι’ αυτούς, είναι κατ’ αρχήν η οργάνωση εξαιτίας της οποίας οι σουνίτες αποκλείστηκαν, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, από τον αγώνα εναντίον του Ισραήλ στον νότιο Λίβανο: οι ηγέτες της, κρυπτόμενοι πίσω από την ονομασία της «ισλαμικής αντίστασης», ουσιαστικά προχώρησαν σε μια αποκλειστικά σιιτική ιδιοποίηση του τελευταίου δραστήριου μετώπου εναντίον του Ισραήλ. Η Χεζμπολάχ ήταν το εργαλείο χάρη στο οποίο το επαναστατικό Ιράν μπόρεσε να εγκαθιδρύσει κατά τη δεκαετία του ’80 κοινά σύνορα με την «κατεχόμενη Παλαιστίνη». Η ιδιοποίηση, με χαρακτήρα ταυτόχρονα ιδεολογικό και κοινωνιολογικό, διέρρηξε τον φυσικό δεσμό που υπήρχε ανάμεσα στην αραβική σουνιτική βάση και την παλαιστινιακή υπόθεση.
Η ήττα της ΟΑΠ
Υποστηριζόμενη από την Χεζμπολάχ και εξισλαμισμένη από τη θρησκευτική προπαγάνδα του αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, η παλαιστινιακή υπόθεση ξέφυγε έτσι από τους παλαιστίνιους πρόσφυγες και από τους υποστηρικτές του σουνιτικού ισλάμ γενικότερα. Θύματα αυτής της υπόθεσης την εποχή κατά την οποία οι φενταγίν της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ήταν ο «νόμος» στα χωριά τους, οι λιβανέζοι σιίτες επανακατέκτησαν, μέσω ενός ανταρτοπόλεμου χαμηλής έντασης, το κύρος του ένοπλου αγώνα απέναντι στο Ισραήλ, ενώ τα σουνιτικά αραβικά κράτη είχαν χάσει από καιρό κάθε δυνατότητα στρατιωτικής δράσης και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης έμπαινε από το 1988 στον δρόμο της λύσης μέσω διαπραγματεύσεων (...). Ο πόλεμος ενάντια στη Σοβιετική Ένωση στο Αφγανιστάν είναι εκείνος ο οποίος χρησίμευσε ως διέξοδος στους σουνίτες ισλαμιστές της αραβικής Ανατολής. Μια εξαιρετική γεωπολιτική συγκυρία τούς επέτρεψε να συνδυάσουν, πρώτη φορά, τη θρησκευτική κατεύθυνση, τη στρατιωτική βία και τη διεθνή υποστήριξη χάρη στη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας και του Πακιστάν. Αλλά η νέα ιδεολογία που γεννήθηκε στο Πεσαβάρ, κάνοντας τον ιερό πόλεμο αυτοσκοπό, απομάκρυνε τους οπαδούς από την πρόσβαση στην κρατική εξουσία και τους αποδέσμευσε από κάθε εδαφικό και στρατηγικό ρίζωμα.
Κατά τη δεκαετία του 1990, ο σουνιτικός ισλαμισμός εξαντλήθηκε στις ατελείωτες διενέξεις για τις νόμιμες προϋποθέσεις της θρησκευτικής ένταξης, ενώ ο σιιτικός ισλαμισμός, τον οποίο οδηγούσε το ιρανικό κράτος, προσάρμοσε τον επαναστατικό μεσσιανισμό του στο νέο σύστημα εξουσίας που ετέθη σε εφαρμογή από τη Συρία στον Λίβανο, για να κερδίσει περιφερειακή αναγνώριση, την οποία αντλούσε από τον αντιισραηλινό ανταρτοπόλεμό του. Η στρατηγική ήττα του μεσανατολικού ισλαμισμού εξηγεί το πάθος των οπαδών για την ανάγνωση κειμένων που αντλούνται κατ’ ευθείαν από την αντισιιτική μεσαιωνική φιλολογία. Η επαναλαμβανόμενη κατηγορία της «υποκρισίας» που εκτοξεύεται εναντίον των σιιτών έβρισκε νόημα σε ένα πλαίσιο όπου οι σουνίτες οπαδοί νιώθουν απαλλαγμένοι από κάθε δυνατότητα στρατιωτικής δράσης απέναντι στο Ισραήλ. Η επιρροή στην περιοχή των ρευμάτων των σαλαφιστών που προέρχονται από την Αραβική Χερσόνησο ενίσχυσε την τάση: η επιστροφή στο ισλάμ των απαρχών προκαλούσε σχεδόν κατά τρόπο μηχανικό μια όξυνση της σχέσης με τους ραφιντούν, τους «ανθρώπους της άρνησης». (4)
Ο κίνδυνος από το Ιράκ
Από τον Φεβρουάριο του 2005, οι λιβανέζοι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και ένα τμήμα του ρεύματος των σαλαφιστών στον Λίβανο συσπειρώθηκαν πίσω από την οικογένεια Χαρίρι, παρά τις επιφυλάξεις που εξέφρασαν απέναντι στην πολιτική φυσιογνωμία του ιδρυτή της δυναστείας. Γι’ αυτούς, η ισραηλινοαραβική σύγκρουση αποτελεί ένα δευτερεύον διακύβευμα σε σχέση με τη ζωτική ανάγκη να προστατευθεί η σουνιτική ταυτότητα στη Μέση Ανατολή. Η εγκατάσταση σιιτικής εξουσίας στο Ιράκ μετά τον Μάρτιο του 2003, η ιδεολογική, κοινωνική και στρατιωτική ισχύς της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και η ανάδυση του Ιράν ως περιφερειακής δύναμης είναι τα στοιχεία των οποίων η συσσώρευση προκαλεί τις χειρότερες προβλέψεις για το μέλλον του σουνιτικού ισλάμ στην περιοχή (...).
Ωστόσο, και αυτό είναι το παράδοξο, η ευθυγράμμιση δεν είναι χωρίς όρους, γιατί οι ομάδες των σαλαφιστών, μολονότι διαθέτουν έναν «σκληρό» ιδεολογικό πυρήνα, μπορούν να μεταβάλουν τη σειρά κατάταξης των εχθρών τους και να ενεργοποιήσουν άλλες μνήμες και άλλες αναφορές σε συνάρτηση με τα οφέλη που υπολογίζουν ότι θα αποσπάσουν από τις τρέχουσες εξελίξεις.
Ο κοσμοπολιτισμός της οικογένειας Χαρίρι, όπως και οι δεσμοί της με τη σαουδαραβική βασιλική οικογένεια, μπορούν έτσι να χρησιμεύσουν εύκολα στο να δικαιολογήσουν μια μάχιμη επιχειρηματολογία ενάντια στην κυρίαρχη φυσιογνωμία του λιβανικού σουνιτικού ισλάμ. Επίσης, η εισβολή συμβολικών διακυβευμάτων με υπερεθνικό χαρακτήρα μπορεί να προκαλέσει εσωτερικές αντιφάσεις μέσα στον συνασπισμό που διευθύνει τη χώρα μετά τις εκλογές του καλοκαιριού του 2005. (5) Με αυτή την έννοια οι σουνιτικοί ισλαμιστικοί κύκλοι εκπροσωπούν μια δυνητική απειλή, τόσο για το συριακό καθεστώς όσο και για την ομάδα που έχει συγκροτηθεί γύρω από τον Σάαντ Χαρίρι. Μετά την ανάπτυξη της διεθνούς δύναμης του ΟΗΕ στον νότιο Λίβανο, τον Αύγουστο του 2006, το ζήτημα του ελέγχου του ιδεολογικού προσανατολισμού των οπαδών αποκτά, συνεπώς, πρωτεύουσα σημασία.
Στην πραγματικότητα, ενάντια στη θρησκευτική και πολιτική επιλογή που περιγράφηκε προηγουμένως, ένα άλλο τμήμα του σουνιτικού ριζοσπαστικού ρεύματος έκανε μια ιδεολογική και θρησκευτική επιλογή η οποία αφορά την άρνηση του λιβανικού θεσμικού παιχνιδιού, τον αγώνα ενάντια στις διεθνείς αποφάσεις του ΟΗΕ, τη διατήρηση της κατάστασης πολέμου με το Ισραήλ, την υποστήριξη στην ισλαμική αντίσταση, έστω και αν αυτή ενσαρκώνεται από τη σιιτική Χεζμπολάχ, και την αλληλεγγύη με το συριακό καθεστώς, παρά τη διαμάχη του με τους ισλαμιστές. Τα μέλη του πολιτικού γραφείου της Χαμάς, που είναι εγκατεστημένα στη Δαμασκό, εντάσσονται σε αυτήν την προοπτική. Οι υπεύθυνοι της παλαιστινιακής οργάνωσης προσπαθούσαν να πείσουν τους λιβανέζους ομόθρησκούς τους να αλλάξουν τη στάση τους απέναντι στο συριακό καθεστώς, στο όνομα της πιο θεμελιώδους απαίτησης του αγώνα κατά του Ισραήλ.
Οι κύκλοι των υποστηρικτών του ιερού πολέμου στα παλαιστινιακά στρατόπεδα της Αϊν Χέλουα και του Νάχρ Ελ Μπάρεντ, στις ακτές του Λιβάνου, συμμερίζονται έναν παρόμοιο προσανατολισμό. Για να μην αρνηθούν τη θρησκευτική ταυτότητά τους, εισάγουν μία διάκριση ανάμεσα στο θεολογικό επίπεδο και το στρατηγικό επίπεδο: οι σιίτες είναι πάντα μισητοί στο θρησκευτικό επίπεδο, αλλά το επείγον του περιφερειακού αγώνα δικαιολογεί μια συμφωνία, έστω και έμμεση, με τη Χεζμπολάχ, για να αποτύχουν τα δυτικά σχέδια στην περιοχή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι κύκλοι των σαλαφιστών στην Αϊν Χέλουα καταγγέλλουν τις διεθνείς αποφάσεις που απαιτούν τον αφοπλισμό των λιβανικών και παλαιστινιακών ένοπλων οργανώσεων, φροντίζοντας ταυτόχρονα να εμποδίσουν τη Χεζμπολάχ να εγκατασταθεί στα στρατόπεδα των προσφύγων, στο όνομα της υπεράσπισης της σουνιτικής ταυτότητας.
Επίσης, εμποδίζουν κάθε μορφή θρησκευτικής αλληλεγγύης με τους λιβανέζους σουνίτες που έχουν κινητοποιηθεί πίσω από την οικογένεια Χαρίρι, αποδίδοντας στον Ραφίκ Χαρίρι την ευθύνη για το καθεστώς αποκλεισμού το οποίο υφίστανται οι παλαιστίνιοι πρόσφυγες από τη δεκαετία του 1990.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»