Σε ένα απομακρυσμένο χωριό στα νότια της Υεμένης, στο μπροστινό τζάμι ενός αυτοκινήτου φιγουράρει επιδεικτικά το πορτρέτο του Αλί Αμπντουλά Σαλέχ -στρατευμένου στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών, στον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας»- πλάι σε αυτό του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Δεν πρέπει να εκλάβουμε αυτή τη διπλή σύνδεση μονάχα ως σημάδι διπροσωπίας, όπως πολλοί ξένοι αναλυτές καταγγέλλουν ενοχλημένοι, (1) αλλά, επίσης, ως δυνατότητα της εξουσίας να μην αποκοπεί από ένα αντιστασιακό κίνημα ισλαμιστών που χαίρει της αποδοχής της κοινωνίας και, έτσι, να διατηρεί μια σχετική σταθερότητα. Με πρωτοφανή, μάλιστα, επιτυχία: η χώρα δεν έχει γνωρίσει σοβαρή τρομοκρατική απόπειρα εναντίον της εδώ και έξι χρόνια από το 2001. (2)
Άνοιγμα στις ΗΠΑ
Οι κάτοικοι της Υεμένης δεν έχουν τόσο την έγνοια της τρομοκρατίας όσο αυτήν των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, της προοδευτικής εξάντλησης των πενιχρών πετρελαϊκών αποθεμάτων, της φθοράς της εξουσίας και των αρνητικών συνεπειών των πιέσεων που ασκήθηκαν από τη διεθνή εμμονή για ασφάλεια. Θέλοντας να μην επαναλάβει τα λάθη που, κατά την περίοδο 1990-91, όταν ξέσπασε ο Πόλεμος του Κόλπου, την είχαν απομονώσει από τα δυτικά έθνη και από μερίδα των αραβικών κρατών, η κυβέρνηση έκανε την επιλογή, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, να συνεργαστεί στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Η απόπειρα εναντίον του αμερικανικού πολεμικού πλοίου «USS Cole» στο λιμάνι Αντεν, τον Οκτώβριο του 2000 και, κατόπιν, η παρεμπόδιση της έρευνας που διεξήγαγε το FBI θέτουν την κυβέρνηση της Σαναά σε δύσκολη θέση.
Έκτοτε, υποχρεώνεται να ακροβατεί μεταξύ, των προσδοκιών ενός πληθυσμού από τη μία πλευρά, και μίας πολιτικής ελίτ που δεν μένουν ασυγκίνητοι έναντι της αντι-ιμπεριαλιστικής ρητορικής της Αλ Κάιντα και, από την άλλη, των απαιτήσεων της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της, που θεωρούν εγκληματικό κάθε κίνημα αντίστασης με θρησκευτικές αναφορές, ακόμη και εκείνα που απορρίπτουν τη βία. Η κυβέρνηση αποφασίζει, λοιπόν, να προσφέρει εγγυήσεις στοιχειώδους συνεργασίας: δημιουργείται παράρτημα του FBI στη Σαναά, αμερικανοί στρατιώτες εκπαιδεύουν τους ντόπιους στρατιωτικούς και, έπειτα από τη δολοφονία ενός υποτιθέμενου ηγετικού στελέχους της Αλ Κάιντα από αμερικανό στρατιώτη, τον Νοέμβριο του 2002, οι επίσημες διαμαρτυρίες διατυπώνονται σε χαμηλούς τόνους.
Ξαφνικά, από πιθανός στόχος αμερικανικών βομβαρδισμών, η Υεμένη μετατρέπεται σε σύμμαχο που χαίρει επιείκειας. Η νέα αυτή κατάσταση πραγμάτων υλοποιείται κατά κύριο λόγο μέσω της αύξησης της παρεχόμενης βοήθειας από τα δυτικά κράτη και την Παγκόσμια Τράπεζα, την εγκαινίαση από το αμερικανικό πρακτορείο Usaid ποικίλων σχεδίων ανάπτυξης σε ορισμένες περιοχές, όπως οι Τζόουφ, Μαρίμπ ή Σάμπγουα, όπου βρίσκουν δυνάμει καταφύγιο ομάδες τρομοκρατών και, ακόμη, από τη νέα επίσκεψη του προέδρου Σαλέ στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιούνιο του 2004 (στο πλαίσιο του G8).
Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία της πολιτικής της φόρμουλας, η οποία θεμελιώνεται κυρίως στην ενσωμάτωση των διαφόρων στοιχείων που απαρτίζουν την κοινωνία -φυλές, θρησκευτικοί παράγοντες και κόμματα της αντιπολίτευσης- στους μηχανισμούς του κράτους και της εξουσίας. Έτσι, αρνείται να διατάξει το κλείσιμο του ιδιωτικού πανεπιστημίου Al-Iman, το οποίο έχει κατηγορηθεί ότι εκπαιδεύει μαχητές της τζιχάντ, και να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των αμερικανικών αρχών που θέλουν το «πάγωμα» των περιουσιακών στοιχείων του ιδρυτή του, Αμπντέλ Ματζίντ Αλ-Ζιντάνι, ιστορικής μορφής του κόμματος Αλ-Ισλά της ισλαμιστικής αντιπολίτευσης. Πολύ δικαιολογημένα, η κυβέρνηση παραδέχεται την αναγκαιότητα να ασκήσει στενότερο έλεγχο των ξένων σπουδαστών που φοιτούν στα ισλαμικά ινστιτούτα (στο τέλος του 2001, δηλώνει ότι πάνω από 600 άτομα απελάθηκαν).
Διάλογος με το ισλάμ
Αν και υπάρχουν φορές που υφίστανται ισχυρές πιέσεις και διώκονται, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ο τύπος απολαμβάνουν ελευθερίας έκφρασης που είναι πρωτοφανής για τις χώρες της περιοχής. Διαμέσου μιας εθνικιστικής και αντι-ισραηλινής ρητορικής, ο πρόεδρος προσβλέπει στη διατήρηση μιας ψευδαίσθησης τουλάχιστον εθνικής κυριαρχίας.
Ο πόλεμος του Ιράκ, το 2003, του δίνει την ευκαιρία να ασκήσει δριμύτατη κριτική στην αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή και να γίνει κήρυκας του αγώνα εναντίον των μεταρρυθμίσεων που επιβάλλονται από το εξωτερικό. Το 2002, το κοινοβούλιο, υπό τον έλεγχο του Γενικού Λαϊκού Κογκρέσου (ΓΛΚ), κυβερνώντος κόμματος, ψηφίζει μία απόφαση που καλεί τις αραβικές χώρες να διακόψουν κάθε συνεργασία με τις ΗΠΑ όσο αυτές εμμένουν στη φιλο-ισραηλινή πολιτική τους.
Παράλληλα, η εξουσία αναπτύσσει μία επικοινωνιακή στρατηγική που επιτρέπει να συμφιλιωθούν ορισμένες ανταγωνιστικές απαιτήσεις. Η κυβέρνηση προβάλλει με επιτυχία την προσπάθεια προσέγγισης των ομάδων που ασπάζονται τη βία, στην οποία πρωτοστατεί ο δικαστής Χαμούντ Αλ-Χιτάρ. Χάρη στον τελευταίο, οι ομάδες αυτές θα μπορούσαν να πειστούν ότι ο ένοπλος αγώνας αντιβαίνει στις αρχές του Ισλάμ και, επομένως, να αποκηρύξουν την τρομοκρατία. Σύμφωνα με τις επίσημες θέσεις, μέσα από την επιτροπή διαλόγου και όχι μέσω της καταστολής η κοινωνία καθίσταται ικανή να αποφύγει τις τρομοκρατικές επιθέσεις.
Είναι, πάντως, πιθανότερο ότι χάρη σε συμφωνίες ή συμβιβασμούς, που έχουν συναφθεί κατά καιρούς στο πλαίσιο της κυβερνητικής διάσκεψης κορυφής (όπως συνέβη κατά την επιστροφή των μαχητών από το Αφγανιστάν στις αρχές της δεκαετίας του ’90), οι οπαδοί της τζιχάντ ενσωματώνονται στις οικονομικές ή και στρατιωτικές δομές και εγκαταλείπουν τη βία εναντίον του κράτους ή της Δύσης. Αυτή η στρατηγική συμβιβασμού δεν ικανοποιεί, όμως, τις ΗΠΑ. Οι εντάσεις γίνονται εμφανείς και οι αρχές της Υεμένης κατηγορούνται για διπροσωπία. Στις αρχές του 2004, η Σαουδική Αραβία απειλεί να οικοδομήσει τείχος, κατά μήκος των συνόρων της με την Υεμένη, για να εμποδίσει την εισροή παράνομων μεταναστών.
Οι αποκαλύψεις για την εξαιρετικά πιθανή εμπλοκή ανώτερων αξιωματούχων του μηχανισμού ασφάλειας στις απόπειρες εναντίον του «USS Cole», η παρουσία πολλών υπηκόων της Υεμένης στις τάξεις της αντίστασης στο Ιράκ και, ακόμη, οι φήμες που περιβάλλουν την απίστευτη απόδραση είκοσι τριών ατόμων που είχαν κατηγορηθεί για τρομοκρατία βάζουν τη χώρα σε άβολη θέση. Ο Τζορτζ Μπους στέλνει, λοιπόν, στον ομόλογό του πρόεδρο της Υεμένης ένα γράμμα στο οποίο αμφισβητεί την ειλικρίνεια της συμμετοχής του στη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας.
Η αρχή του συμβιβασμού
Αυτά τα περιστατικά αποκαλύπτουν κυρίως τον εύθραυστο χαρακτήρα ενός κράτους που, περισσότερο απ’ όσο άλλα, είναι αναγκασμένο να συσπειρώνει πολύ διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Οι πλασματικές θέσεις εργασίας δημόσιων αξιωματούχων, ειδικά στο στρατό, χρησιμοποιούνται, από την έλευση της δημοκρατίας, το 1962, ως η προσφιλέστερη μέθοδος ανακατανομής του πλούτου, ιδιαίτερα στις ζώνες των αυτοχθόνων στο βόρειο και το κεντρικό κομμάτι της χώρας, όπου οι υποδομές και οι δημόσιες υπηρεσίες είναι ανύπαρκτες. Σε όλα τα επίπεδα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, άτομα ή ομάδες μπορούν δυνάμει να παραμορφώσουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των δημοσίων πολιτικών σχεδιασμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση να τεθούν τα ιδιωτικά θρησκευτικά ιδρύματα υπό την κηδεμονία του κράτους, που είχε ανακοινωθεί το 2002 και, αργότερα, ξανά το 2005, όπως και η αναγγελία ενός νομοσχεδίου που απέβλεπε στη βελτίωση του ελέγχου της κυκλοφορίας όπλων στη χώρα, δεν είχαν παρά μικρή απήχηση. (3) Η πολυπλοκότητα του κράτους, η πολλαπλότητα των συμφερόντων και η ενσωμάτωση ποικίλων στοιχείων του πολιτικού τοπίου επέτρεψαν στην κοινωνία να περιορίσει την άσκηση βίας και, έκτοτε, αποτελούν πλεονέκτημα που επιτρέπει να διατηρηθεί κάποιος βαθμός πλουραλισμού.
Μολαταύτα, η θαυμαστή μηχανική του συμβιβασμού έχει την τάση να μπλοκάρει μερικές φορές. Το 1990, η ενοποίηση των δύο τμημάτων της Υεμένης -του Βορρά, που έχει θεμελιωθεί στην εθνικιστική ιδεολογία και εκείνου του Νότου, που βασίστηκε στον «επιστημονικό σοσιαλισμό»- οδήγησε σε έναν δύσκολο καταμερισμό της εξουσίας, καταλήγοντας, την άνοιξη του 1994, σε σύντομο πόλεμο, όπου αντιπαρατέθηκαν οι στρατιωτικοί μηχανισμοί των δύο πρώην κυρίαρχων κρατών.
Στο πλαίσιο που διαμορφώθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου, απέναντι στις ολοένα και πιο πιεστικές απαιτήσεις από την πλευρά της Ουάσιγκτον, η επίσημη εξουσία προσπαθεί να προσφέρει στους «συμμάχους» απτές αποδείξεις για την επένδυσή της στον αντιτρομοκρατικό αγώνα. Εκ των πραγμάτων, η εστίαση σε ζητήματα ασφάλειας ευνοεί τη σκλήρυνση του καθεστώτος, η οποία καταμαρτυρείται από τις πρόσφατες παραβιάσεις της ελευθερίας του τύπου, την αυθαίρετη φυλάκιση υπόπτων, τις δίκες-θεάματα, ενώ υλοποιείται κατά τρόπο που θυμίζει παρωδία ο πόλεμος που διεξάγεται, από τον Ιούνιο του 2004, στο βόρειο τμήμα της χώρας, ενάντια στην Πιστή Νεολαία του πρώην βουλευτή Χουσεΐν Μπαντρ Εντίν Αλ Χουθί.
Με στόχο να συντηρήσει όσο το δυνατόν καλύτερα την ισορροπία της δημοκρατίας που οικοδομήθηκε από την επανάσταση του 1962 και την ανατροπή του ιμάμη Αλ Μπαντρ, η κυβέρνηση στρέφει τις κατασταλτικές της ενέργειες εναντίον των «χαμένων της ιστορίας» που αντιπροσωπεύονται από τη μειονότητα των ζαϊδιτών (4) και όχι κατά των ισλαμιστών που προέρχονται από το ρεύμα των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Όπως είχε πράξει το 1994 εναντίον των παλαιών σοσιαλιστικών ελίτ της πρώην Υεμένης του Νότου, η επίσημη εξουσία, από το 2004, εναντιώνεται σε μία ομάδα ελάχιστα αναγνωρισμένη από την κοινωνία, στο βαθμό που αυτή εξομοιώνεται με το «παλαιό καθεστώς» της ζαϊδιτικής ηγεμονίας του ιμάμη. Εξάλλου, χάρη σε μία αποτελεσματική προπαγάνδα που παρουσιάζει την Πιστή Νεολαία σαν ομάδα σιιτών τρομοκρατών στενά συνδεδεμένη με τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ και χρηματοδοτούμενη από το Ιράν, η κυβέρνηση κατορθώνει να νομιμοποιεί σε διεθνές επίπεδο τη στρατιωτική της παρέμβαση εναντίον των «αγωνιστών του Αλ Χουθί», εγγράφοντάς τη στο πλαίσιο του αντιτρομοκρατικού αγώνα. Η Πιστή Νεολαία, όμως, δεν έχει και πολλά κοινά με την Αλ Κάιντα, εκτός από την αντι-ισραηλινή και αντι-αμερικανική ρητορική - σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστά απειλή ούτε για την εξουσία του προέδρου Σαλέχ ούτε για τις ΗΠΑ.
Άλλοθι η τρομοκρατία
Με πρόσχημα μια σύγκρουση μεταξύ μελών της Πιστής Νεολαίας και ορισμένων στρατιωτικών, η κυβέρνηση εξαπολύει σφοδρή επίθεση στην περιοχή της Σααντά, κοντά στα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία, εναντίον μίας ομάδας την οποία είχε άλλοτε υποστηρίξει για να δημιουργήσει αντίβαρο στη δράση των σαλαφιστών που είναι εγκατεστημένοι σε αυτή τη ζώνη. Ο στρατός υποτιμά την αντίσταση που αντιμετωπίζει σε αυτήν την περιοχή, η οποία για πολύ καιρό βρίσκεται στο περιθώριο κάθε είδους κρατικής αναπτυξιακής πολιτικής. Μετά την αποτυχία ποικίλων προσπαθειών εθνο-θρησκευτικής συμφιλίωσης, η βία εντείνεται και τα χωριά βομβαρδίζονται.
Η ακραία σκληρότητα των ένοπλων συγκρούσεων, που διακόπτονται τον Σεπτέμβριο του 2004 με τον θάνατο του Αλ Χουθί, για να ξεκινήσουν και πάλι τον Μάρτιο του 2005, επιφέρει τον θάνατο πολλών χιλιάδων - αμάχων, στρατιωτικών και ανταρτών. (5) Παράλληλα, η κυβέρνηση ξεκινά εκστρατεία καταστολής εναντίον των ζαϊδιτών διανοούμενων, απαγορεύει πολλά βιβλία και διατάζει την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας κάποιων εφημερίδων.
Υπερβάλλων ζήλος
Ο πόλεμος σίγουρα δεν είναι άσχετος με τις αντιπαλότητες και τις διαμάχες στην πολιτική σκακιέρα της Υεμένης, όμως ο βίαιος χαρακτήρας του πηγάζει, κατά πρώτο και κύριο λόγο, από την υπερβολική έμφαση στα ζητήματα ασφάλειας, η οποία ενθαρρύνθηκε από τη μάχη κατά της τρομοκρατίας που επιβάλει η «διεθνής κοινότητα». Οι πιέσεις που ασκούν οι Δυτικοί οδηγούν τη Σαναά να αντιδράσει με «υπερβάλλοντα ζήλο» σε κάθε είδους απειλή των δυτικών συμφερόντων (απαγωγές, όπως αυτές γάλλων τουριστών τον Σεπτέμβριο του 2006, που ήταν στην πλειονότητά τους δεν συνδέονται με πολιτικά αιτήματα, επιθέσεις ή έκφραση αντι-ιμπεριαλιστικού λόγου ). Αυτή η επιλογή πυροδοτεί μία αλυσιδωτή κατασταλτική αντίδραση που επηρεάζει την ασφάλεια των κατοίκων της Υεμένης, θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και υπερτονίζει τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος.
Μέσω της υπόθεσης του Αλ Χουθί εκφράζεται επίσης η φθορά της εξουσίας. Μολαταύτα, οι απόπειρες καταστολής της ελευθερίας του τύπου, η προσωπολατρία και η σταδιακή νομιμοποίηση μιας κληρονομικής εξουσίας στην οποία ο Αχμάντ Αλί Σαλέχ διαδέχεται τον πατέρα του, συνοδεύονται από έλλειψη αξιοπιστίας της αντιπολίτευσης. Η επιτυχία των προσπαθειών συσπείρωσης των διαφόρων κομμάτων που την απαρτίζουν, από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους μέχρι τους Σοσιαλιστές, υπόκειται στην καλή θέληση της εξουσίας. Μάλιστα, διαμέσου μιας στρατηγικής ενσωμάτωσης και συμβιβασμών, κατόρθωσε να απονεκρώσει μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης η οποία, μετά δυσκολίας προσπαθεί να παίξει τον ρόλο που της αντιστοιχεί.
Μόνος κυρίαρχος
Το κυβερνητικό κόμμα (ΓΛΚ) κατόρθωσε, με τα χρόνια, να δημιουργήσει ένα σημαντικό δίκτυο συμπαθούντων, βασιζόμενο περισσότερο στις πελατειακές σχέσεις παρά στην ιδεολογική σύμπλευση. Η ανακοίνωση εκ μέρους του προέδρου Σαλέχ, τον Ιούλιο του 2005, ότι δεν θα έθετε ο ίδιος υποψηφιότητα για τη διαδοχή του και η αγωνιώδης προσμονή για την τελική του απόφαση, που παρατάθηκε μέχρι το καλοκαίρι του 2006, δεν επέτρεψαν την ανάδυση της παραμικρής σοβαρής εναλλακτικής λύσης.
Έτσι, η αντιπολίτευση, ακόμη και συσπειρωμένη, γύρω από τον σοσιαλιστή Φαϊσάλ Μπεν Σαμλάν και του προγράμματός του για την καταπολέμηση της διαφθοράς, δεν κατάφερε να εμποδίσει τον πρόεδρο Σαλέχ απ’ το να επανεκλεγεί εύκολα έως το 2013. Αντιμέτωπη με οικονομικές και κοινωνικές δυσχέρειες, με δυσκολίες πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με την ανεργία, τον πληθωρισμό και μια εξωτερική πολιτική που δεν την ελέγχει, η πλειονότητα των κατοίκων της Υεμένης υπομένει στωικά την κατάσταση και αντιλαμβάνεται πόσο ανίσχυρη είναι η κυβέρνησή της.
Όπως φανερώνουν οι ταραχές του Ιουλίου του 2005, που ήταν απόρροια της απότομης ανόδου των τιμών των πετρελαϊκών παράγωγων και προκάλεσαν τον θάνατο περίπου πενήντα ατόμων, η κόπωση θα μπορούσε να δώσει τη θέση της στην εξέγερση. Έχοντας συναίσθηση της απουσίας αξιόπιστης μεταρρυθμιστικής λύσης, καθώς και του ότι οι εκκλήσεις τους για διεύρυνση του πλουραλισμού κινδυνεύουν να ευνοήσουν την αντιπολίτευση των ισλαμιστών του Αλ Ισλάχ, που έχουν στενούς δεσμούς με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι δυτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών, υιοθετούν μία αμφιλεγόμενη στάση.
Παρότι προωθούν τη σκλήρυνση του καθεστώτος, του ασκούν παράλληλα κριτική και χρηματοδοτούν προγράμματα που καθιστούν εφικτή τη δημοκρατική εναλλαγή. (6) Το ζήτημα της καταπολέμησης της διαφθοράς οδήγησε την Παγκόσμια Τράπεζα, στο τέλος του 2005, να μειώσει κατά ένα τρίτο περίπου την παρεχόμενη βοήθεια. Παρά την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στα ανατολικά της χώρας, η σταδιακή εξάντληση των ισχνών πετρελαϊκών αποθεμάτων τοποθετεί τη χώρα σε κατάσταση εξάρτησης.
Οικονομικός έλεγχος
Διάφορα σχέδια εισροής διεθνών κεφαλαίων στοχεύουν, άλλωστε, να ευνοήσουν την ανάδυση μίας φιλελεύθερης «κοινωνίας πολιτών», τη διοργάνωση ελεύθερων εκλογών ή, ακόμη, την εκπαίδευση των παραγόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης στο πλαίσιο της φιλόδοξης πολιτικής της αποκέντρωσης που ξεκίνησε το 2000. Αυτές οι πρωτοβουλίες δεν επενεργούν, πάντως, αισθητά στο δυτικό όραμα «ασφάλειας» για την Υεμένη. Αντίθετα με τις αναλύσεις που συνεχώς υπόσχονται στη χώρα συγκρούσεις, χάος, ακόμη και εξέγερση, είναι αναγκαίο να διαπιστώσουμε πώς η τοπική κοινωνία και η κυβέρνηση κατόρθωσαν να διατηρήσουν μία κάποια ισορροπία. Μάλιστα, η εμμονή με την ασφάλεια, επιβεβλημένη από την κυρίαρχη ιδεολογία, συνιστά δίχως άλλο τη βασική πηγή αστάθειας.
Η προτεραιότητα που αποδίδεται στην ασφάλεια των Δυτικών εις βάρος αυτής των κατοίκων της Υεμένης θα αποδειχθεί μακροπρόθεσμα λανθασμένη. Απομένει να μάθουμε εάν η κυβέρνηση της Υεμένης και οι δυτικές δυνάμεις κατανοούν αυτό το παράδοξο...
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»