Φυγόδικος στη Γαλλία εδώ και χρόνια, ο Τσεζάρε Μπατίστι διέφυγε στη Βραζιλία, το 2004, για να αποφύγει την έκδοσή του, όπως ορίστηκε με δικαστική απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης, κατόπιν αιτήματος της Ιταλίας. Συνελήφθη στις 18 Μαρτίου 2007, με τη βοήθεια των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών και θα μπορούσε να εκδοθεί στη χώρα του, όπου έχει καταδικαστεί ερήμην, κυρίως για τη δολοφονία του δεσμοφύλακα Αντόνιο Σαντόρο και του αστυνομικού Αντρέα Καμπάνια. Πρώην μέλος μίας ομάδας ένοπλης δράσης της άκρας Αριστεράς κατά τη δεκαετία του ’70 (Προλεταριακός Στρατός για τον Κομουνισμό), ο Μπατίστι δεν έπαψε να διακηρύττει ότι είναι αθώος.
Η γάλλο-ιταλική συνεργασία για την έκδοση εγκαινιάστηκε το 2002, από τους υπουργούς δικαιοσύνης των δύο χωρών, τους Ρομπέρτο Καστέλι και Ντομινίκ Περμπέν. Είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση στη Ρώμη του Πάολο Περικέτι, που καταδικάστηκε με έφεση σε είκοσι χρόνια φυλάκισης για τη συμμετοχή του στην επιτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του στρατηγού Λίτσιο Τσιορτζέρι, στις 20 Μαρτίου 1987. (1) Ο Περικέτι είναι στη φυλακή εδώ και πέντε χρόνια και διακινδυνεύει να εκτίσει άλλα δεκαπέντε εάν οι ιταλοί δικαστές παραμείνουν ανένδοτοι, παρά τα κενά της υπόθεσης, τόσο τύποις όσο και σε βάθος. (2)
Και στις δύο περιπτώσεις, η διακυβερνητική συμφωνία ήρθε για να ακυρώσει μία άλλη, άτυπη και ανεπίσημη, που είχε συναφθεί πιθανόν με τον ιταλό σοσιαλιστή ηγέτη Μπετίνο Κράξι. Γνωστή ως «δόγμα Μιτεράν», δημιουργούσε κλίμα επιείκειας, στο οποίο το γαλλικό κράτος ευνοούσε τα πρώην μέλη του ιταλικού ένοπλου αγώνα κατά τα λεγόμενα «χρόνια του μολυβιού». Η συμφωνία Καστέλι-Πέρμπεν, αντιθέτως, επιθυμεί τη «μηδενική ανοχή» απέναντί τους. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη συμφωνία δεν πέρασαν από κανέναν κοινοβουλευτικό έλεγχο, γεγονός που φανερώνει την απόλυτη ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας επί του ζητήματος, ακόμη κι αν η εν λόγω πρωτοβουλία επικυρώθηκε από τους δικαστές Περνάμε έτσι, όχι από το κράτος δικαίου στην αυθαιρεσία, αλλά από μία αυθαίρετη επίδειξη επιείκειας στη μη αμνηστία, σε αυτό που ο Σαρλ Πεγκί ονομάζει αυθαίρετο «μίσος».
Το ολίσθημα μεταφράζεται ως απάρνηση των μέτρων επιείκειας που τα δημοκρατικά κράτη κατόρθωσαν να υιοθετήσουν στο παρελθόν. Η εποχή μας, ακόμη και σε δομικό επίπεδο, δεν ευνοεί πλέον τέτοιου είδους ενέργειες. Το γεγονός εξηγείται από τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει η έννοια του «εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας» –αναγνωρισμένη παγκοσμίως– και από την ηχηρή ανάδειξη των δικαιωμάτων των θυμάτων στη δικαστική σκηνή, από τη δεκαετία του ’90 κι έπειτα. Η τιμωρία των εγκλημάτων που δεν επιδέχονται επανόρθωση έγινε το σημείο αναφοράς για την αντίληψη περί δίκαιου και άδικου, βάρβαρου και πολιτισμένου.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη τείνει να εξαλείφει τις λεπτές διακρίσεις που ίσχυαν, σε δικαστικό και πολιτικό επίπεδο, από τον 18ο αιώνα και οι οποίες άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο υιοθέτησης μέτρων αμνηστίας. Έτσι, η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, στις 26 Αυγούστου 1789, στη Γαλλία, συντάσσοντας έναν περιοριστικό κατάλογο των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων, θέτει συμβολικά σημεία αναφοράς μεταξύ του αποδεκτού και του μη αποδεκτού έναντι της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει το δικαίωμα αντίστασης στην καταπίεση, δηλαδή τη δυνατότητα της υπέρβασης των ορίων κατά περίπτωση και σύμφωνα με συγκεκριμένα κίνητρα.
Η επιείκεια στην περίπτωση εκείνων που θα πρόδιδαν ή θα έκαναν κατάχρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη –παρεμποδίζοντας, έτσι, την ανθρωπότητα από το να υφίσταται ως τέτοια–, μπορούσε να θεωρηθεί «βάρβαρη». Το έγκλημα του υποβιβασμού της ανθρωπότητας, δηλαδή εκείνο που έδινε το κύριο βάρος στην ίδια την αρχή της ανθρωπότητας (τη δουλεία, την παράκαμψη του νόμου, τη σκληρότητα έναντι των αποικιοκρατούμενων ή των κατακτημένων κ.λπ.), πρόγονος του δικού μας εγκλήματος εναντίον της ανθρωπότητας, δεν δικαιολογούσε καμία επιείκεια. Ωστόσο, δεν συγχεόταν με τα κοινά εγκλήματα αίματος, αλλά ούτε και με τις επιπτώσεις του δικαιώματος αντίστασης στην καταστολή ή του καθήκοντος εξέγερσης.
Απωθημένη για πολύ καιρό, η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου χρησιμοποιήθηκε, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να αποκρυσταλλώσει την έννοια του εγκλήματος εναντίον της ανθρωπότητας. Παρ’ όλα αυτά, ήδη από το 1949, το Πρωτόκολλο υπ’ αριθμόν 2 στις συνθήκες της Γενεύης, αναφορικά με τα ανθρωπιστικά δικαιώματα σε περιόδους ενόπλων συγκρούσεων, προτείνει στα κράτη να «αποδώσουν την ευρύτερη δυνατή αμνηστία στα άτομα που έχουν λάβει μέρος στην ένοπλη διαμάχη».Μόνον οι ιθύνοντες θα αναλάμβαναν την ευθύνη. Ξαναβρίσκουμε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το νήμα με την επιείκεια που επέδειξε ο Θρασύβουλος, στην πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση αμνηστίας, στα 403 π.Χ. Αφού έδιωξε από την εξουσία τους Τριάντα Τυράννους της Αθήνας, πρότεινε στην εκκλησία του δήμου να ψηφίσει έναν νόμο συμφιλίωσης. Το θέσπισμα απαγόρευε την υπόμνηση των δεινών της εποχής, χωρίς, όμως, η απαγόρευση της μνημόνευσης να εφαρμόζεται και για τους Τριάντα Τυράννους: μόνον οι αρχηγοί θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για το αίμα που είχε χυθεί.
Και στις δύο περιπτώσεις, η αμνηστία είχε στόχο να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της εκδικητικής δικαιοσύνης. Σήμερα, η προθυμία για επιείκεια έχει εξαφανιστεί από τον ορίζοντα του διεθνούς ποινικού δικαίου. Οι σχετικές διεθνείς συνθήκες αντιμετωπίζουν εχθρικά, στο σύνολό τους, τα μέτρα αμνηστίας. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ένα μέρος του δικαστικού δόγματος υποστηρίζει, μάλιστα, ότι ορισμένες από τις εν λόγω συμβάσεις (έναντι των οποίων το άρθρο 55 της ευρωπαϊκής συνθήκης αποδίδει υπεροχή στις εθνικές νομοθεσίες), επιδέχονται αμφιβολιών, σε ότι αφορά την εγκυρότητά τους για τις περιπτώσεις αμνηστίας που σχετίζονται με τα «γεγονότα της Αλγερίας»: οι δικαστικές αποφάσεις που αμνήστευαν τα εγκλήματα των αλγερινών ανταρτών και των αποικιοκρατικών δυνάμεων καταστολής, στο πλαίσιο των συμφωνιών του Εβιάν, θα θεωρούνταν αντικρουόμενες με τα παγκοσμίως ισχύοντα κανονιστικά πλαίσια του ανθρωπισμού. Έτσι, το διεθνές δίκαιο φαίνεται να έχει την τάση να εξαλείψει το κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους να παραχωρεί αμνηστία για ορισμένα γεγονότα.
Η συγκεκριμένη ροπή επιβεβαιώνεται από οργανώσεις και δικαστικά σώματα της Αμερικής. Ενδεικτικά, πολλές αναφορές της Διαμερικανικής Επιτροπής των δικαιωμάτων του ανθρώπου έχουν διαπιστώσει ότι οι νόμοι περί αμνηστίας στη Νότιο Αμερική θίγουν εμμέσως το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη. Όσο για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν έχει ακόμη εκφράσει ολοκληρωμένη άποψη επί του συγκεκριμένου θέματος σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, αλλά έχει απορρίψει όλες τις πρόσφατες προσφυγές για μη δίκαιη δίκη που οδήγησε σε καταδίκη ερήμην. Παρακολουθούμε, επομένως, μία παρέκκλιση: οποιοδήποτε έγκλημα συνδέεται με κάποιο πολιτικό ζήτημα είναι, πλέον, δυνατό να κριθεί έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Η νομιμότητα της αντίστασης εναντίον της καταστολής εκλείπει.
Παράλληλα, διαπιστώνουμε, εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου, την άνευ προηγουμένου ενίσχυση της θέσης των θυμάτων στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο. Από τη μία πλευρά, τους παρέχονται τα μέγιστα προς ικανοποίηση των αιτημάτων τους για επανόρθωση. Από την άλλη, τους δίνεται πρόσβαση σε αποζημιώσεις δημοσία δαπάνη. Διευρύνουμε, έτσι, το περιεχόμενο της έννοιας της επανόρθωσης: η τελευταία οφείλει να είναι και συμβολική, να αποκαθιστά την ακεραιότητα του θύματος και, στην αντίθετη περίπτωση, να του επιτρέπει να θρηνήσει για τις απώλειες που υπέστη. Πρόκειται για νέο κοινωνικό σύμπτωμα. Πλέον, δεν είναι η καταδίκη στην επανόρθωση που ικανοποιεί το αίτημα του θύματος, αλλά η ποινή που επισείεται στον ένοχο. Ως εκ τούτου, η ποινική δικαιοσύνη θα χαρακτηρίζεται στο εξής από τις ποινές που προβλέπει, ενώ το δικαστικό λειτούργημα θα υποβιβάζεται στην τιμωρητική του διάσταση: η μόνη δίκαιη απόφαση είναι η καταδίκη.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, πολλοί γάλλοι σοσιαλιστές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονταν εγγύτερα στον πρώην πρόεδρο, αποστασιοποιήθηκαν από το «δόγμα Μιτεράν», αναγνωρίζοντας, εκ των υστέρων, τον αυθαίρετο χαρακτήρα του και διατυπώνοντας την άποψη ότι δεν είναι εφαρμόσιμο στις περιπτώσεις των εγκλημάτων αίματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξέφρασαν την ίδια τους την απογοήτευση, απόρροια των πολιτικών αμνηστίας που εφάρμοσε ο σοσιαλιστής ηγέτης και οι οποίες δεν επέτρεψαν ούτε την αλλαγή σελίδας ούτε την κατάπαυση των τρομοκρατικών ενεργειών στην Κορσική ή στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα (Action Directe). Κυρίως, μάλιστα, εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στην ιταλική Αριστερά που αντιμετώπιζε εχθρικά οποιονδήποτε νόμο περί αμνηστίας. Στη Ρώμη, μονάχα οι Πράσινοι και η Κομουνιστική Επανίδρυση αγωνίζονται ενεργά υπέρ κάποιου ανάλογου μέτρου, το οποίο θα είχε την ικανότητα να διαχωρίσει το παρελθόν από το παρόν και να παρεμποδίσει τη σύγχυση μεταξύ της σύγχρονης τρομοκρατίας και εκείνης της δεκαετίας του ’70. Όπως το διατύπωσε και ο Τζιοβάνι Πελεγκρίνο, πρόεδρος της ελεγκτικής επιτροπής του κοινοβουλίου για την τρομοκρατία των «χρόνων του μολυβιού», «Εκείνη η εποχή ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος χαμηλής έντασης», που χαρακτηρίστηκε από τη στρατηγική παρόξυνσης των καταστάσεων, τις δραστηριότητες της μασονικής στοάς P2 και τις τρομοκρατικές απόπειρες της άκρας Δεξιάς.
Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 ανέδειξαν μία τρομοκρατία νέου είδους και οδήγησαν στη θέσπιση νόμων καταστολής, οι οποίοι αναθεωρούν πληθώρα κεκτημένων στο πεδίο των δημοσίων ελευθεριών. Η απάντηση στην πολιτική βία δεν γίνεται πλέον αντικείμενο δημόσιας αντιπαράθεσης ούτε εντάσσεται σε κάποιο ειδικό καθεστώς. Ωστόσο, η επιείκεια και, κυρίως, η αμνηστία, έχει στόχο τη διαπραγμάτευση αυτών των ειδικών υπερβάσεων του δικαίου, η νομιμότητα του οποίου μπορεί να αναγνωριστεί μέσα από το ιστορικό πλαίσιο ή υπό το πρίσμα των εκάστοτε διακηρυγμένων προθέσεων. Γι’ αυτό, ακόμη κι αν οι εν λόγω πράξεις θεωρούνται κατακριτέες σύμφωνα με τα κριτήρια του ανθρωπισμού, οι δράστες τους δεν οφείλουν να εξαιρεθούν από την ανθρωπότητα.
Τα μέτρα επιείκειας υπήρξαν ανέκαθεν θεμέλια της δημοκρατίας. Ορίζουν το σύνορο όλων όσα είναι κοινωνικώς αποδεκτά. Οι απόπειρες των αντιστασιακών νομιμοποιούνταν, δίχως, ωστόσο, να είναι νόμιμες, ενώ οι ωμότητες των ναζιστών ήταν νόμιμες χωρίς να αντλούν νομιμοποίηση. Η εξέγερση των κομουνιστών έθιξε τις ευαισθησίες της εποχής, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων ενός Βίκτωρα Ουγκό, αλλά συνιστούσαν πολιτική βία που δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με εκείνη των εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου. Οι ενέργειες των ανθρώπων της δημοκρατίας του Σαλό (1943-1945) (3) δεν ήταν νόμιμες, σε αντίθεση με αυτές των ιταλών πατριωτών… Οι πολιτικές αμνηστίας οφείλουν να αξιολογούν το σχέδιο δράσης των εμπλεκομένων υπό το πρίσμα της ηθικής. Η παραχώρηση αμνηστίας σε καταδότες κάνει να συγχέονται το εγκόσμιο και το αλλόκοσμο. Η αμνηστία σε εκείνους που παρασύρθηκαν εξαιτίας της αντίστασης στην καταστολή σημαίνει ότι παύουν οι δυσανάλογα εκδικητικές συμπεριφορές απέναντί τους. Ποιος δεν νιώθει έκπληξη με το γεγονός ότι ο Μωρίς Παπόν διέφυγε του εγκλεισμού, ενώ οι αιτήσεις για επιείκεια από μέρους των αγωνιστών της Action Directe παραμένουν νεκρό γράμμα;
Η σύγχυση όλων ανεξαιρέτως των εγκλημάτων απαγορεύει τη μεταλαμπάδευση των αξιών της αντίστασης στην καταπίεση. Όμως, ακόμη περισσότερο, η συστηματική άρνηση της αμνηστίας είναι ισοδύναμη της αποδοχής της πολιτικής βίας ως μεταδοτικής ασθένειας: στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο όνομα του αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας, διαπιστώνεται άρνηση να ελεγχθεί η εκτελεστική εξουσία, ενώ οι ιθύνοντες κάνουν εκ νέου –και απροκάλυπτα– χρήση βασανιστηρίων. Η μηδενική ανοχή έναντι εγκλημάτων που δεν επανορθώνονται επιτρέπει σε εκείνον που την καταγγέλλει να βιαιοπραγεί ο ίδιος χωρίς όρια.
Όμως, εάν ίδιον της δημοκρατίας δεν είναι να χάσει το κυριαρχικό δικαίωμα του τιμωρείν, εάν η δημοκρατία –όπως και τα υπόλοιπα πολιτικά καθεστώτα πρέπει να αντιμετωπίσει την «αδύνατη υπέρβαση της κυριαρχικής βίας», σύμφωνα με την έκφραση του φιλοσόφου Ζακ Ντεριντά, πρέπει να αναζητήσει τα μέσα που θα επέτρεπαν να ελαχιστοποιηθεί το πεδίο αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας. Η αμνηστία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δημοκρατικής πανοπλίας. Ωστόσο, υπερβαίνοντας την επιείκεια που θα μείωνε τη σκληρότητα των ποινών τις οποίες επιβάλει η εκτελεστική εξουσία –όπως συμβαίνει στην περίπτωση της χάρης–, ίδιον της αμνηστίας είναι να μεταφέρει στη νομοθετική εξουσία τον ρόλο του προσδιορισμού του συμβολικού πεδίου και της θέσης που επιφυλάσσεται για τη βιαιοπραγία σε μία κοινωνία.
Η εν λόγω μετατόπιση δεν σημαίνει το τέλος της βίας. Στην καταστολή των εγκληματιών, η κοινοβουλευτική παρέμβαση, εκπεφρασμένη ως αμνηστία, αποτελεί μία άλλη μορφή βίας η οποία ασκείται επί των θυμάτων, καθότι απαιτείται από τα τελευταία να καταβάλλουν κοπιώδη προσπάθεια – να προσπαθήσουν να επιδείξουν μεγαλοψυχία. Ως αντίβαρο, ρυθμίζεται προς όφελος της κοινωνίας η πολιτική διαμάχη που είχε προκύψει στους κόλπους της.
Η σύγχρονη απόρριψη της αμνηστίας συνοδεύεται από την αδιαφορία για τις κοινωνικές συνέπειες της αύξησης των κατασταλτικών πρακτικών στην Ευρώπη. Αποκαλύπτει, επίσης, ανικανότητα για σοβαρή αντιμετώπιση του ζητήματος της πολιτικής βίας στον ρου της Ιστορίας. Δεν είναι λογικό το να συγχέονται τα κοινά εγκλήματα αίματος με τα εγκλήματα εναντίον των απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου και με εκείνα όλων όσοι παρεκκλίναν χρησιμοποιώντας αθέμιτα πολιτική βία. Διότι η μη διάκριση μεταξύ των παραπάνω υπερβάσεων καταλήγει να απαγορεύει κάθε δυνατότητα ελέγχου επί της κατασταλτικής αυθαιρεσίας εκ μέρους της κρατικής εξουσίας.