Σε συνέντευξη που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Ντανιέλ Μερμέ - του γαλλικού ραδιοφωνικού σταθμού France Inter-, ο αμερικανός διανοητής Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky) αναλύει τους μηχανισμούς της κυριαρχίας και τους τοποθετεί στο ιστορικό τους πλαίσιο. Υπενθυμίζει, για παράδειγμα, ότι τα απολυταρχικά καθεστώτα βασίστηκαν στις μεθόδους της διαφημιστικής επικοινωνίας, οι οποίες τελειοποιήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επίσης, αναφέρεται στις προοπτικές κοινωνικής μεταρρύθμισης που διαφαίνονται και περιγράφει την ουτοπία εκείνων που -παρά τον κυρίαρχο λόγο των μέσων που τους θέλει ανίσχυρους- δεν έχουν παραιτηθεί από την επιθυμία τους να αλλάξουν τον κόσμο.
Ας ξεκινήσουμε από το ζήτημα των μέσων ενημέρωσης. Στη Γαλλία, το Μάιο του 2005, κατά τη διενέργεια του δημοψηφίσματος για την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, η πλειονότητα του τύπου υποστήριζε θερμά το «ναι». Παρ’ όλα αυτά, το 55% των Γάλλων ψήφισε «όχι». Η ισχύ της χειραγώγησης των μέσων δεν φαίνεται, επομένως, να είναι απόλυτη. Το «όχι» των πολιτών θα μπορούσε να θεωρηθεί «όχι» ενάντια στα μέσα ενημέρωσης;
“Το έργο που συγγράψαμε μαζί με τον Εντουαρντ Χέρμαν για τη χειραγώγηση από τα μέσα ενημέρωσης, ή, αλλιώς, για την κατασκευή της συναίνεσης, δεν αφορά το ζήτημα της επίδρασης των μέσων στο κοινό (1). Πρόκειται για ένα περίπλοκο θέμα, αλλά οι σχετικές έρευνες εις βάθος υποδεικνύουν ότι, στην πραγματικότητα, η επιρροή των μέσων είναι πιο σημαντική στα πιο μορφωμένα στρώματα του πληθυσμού. Η μάζα της κοινής γνώμης φαίνεται να είναι λιγότερο υποτελής στον λόγο που εκφέρεται από τα μέσα ενημέρωσης.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το ενδεχόμενο ενός πολέμου εναντίον του Ιράν: το 75% των Αμερικανών θεωρεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να σταματήσουν τις στρατιωτικές απειλές και να δώσουν προτεραιότητα στην αναζήτηση λύσης διά της διπλωματικής οδού. Οι έρευνες που διενεργήθηκαν από ινστιτούτα της Δύσης υποδεικνύουν ότι τόσο η ιρανική κοινή γνώμη όσο κι εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών συγκλίνουν, έτσι, σε ορισμένες όψεις του πυρηνικού ζητήματος: η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού των δύο χωρών εκτιμά ότι θα έπρεπε να γίνει πυρηνικός αφοπλισμός σε ολόκληρη τη ζώνη που εκτείνεται από το Ισραήλ ώς το Ιράν, συμπεριλαμβανομένου του πυρηνικού οπλοστασίου που διαθέτουν τα αμερικανικά στρατεύματα στην περιοχή. Ομως, για να βρει κανείς τη συγκεκριμένη πληροφορία στα μέσα πρέπει να ψάξει πολύ.
Οσο για τα σημαντικότερα πολιτικά κόμματα των δύο χωρών, κανένα δεν υποστηρίζει τη συγκεκριμένη θέση. Αν το Ιράν και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν γνήσιες δημοκρατίες, στο εσωτερικό των οποίων η πλειονότητα καθορίζει πράγματι τη δημόσια πολιτική, η τωρινή διαμάχη επί του πυρηνικού ζητήματος θα είχε, αναμφίβολα, ήδη επιλυθεί. Υπάρχουν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις.
Αναφορικά, για παράδειγμα, με τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό των ΗΠΑ, η πλειονότητα των Αμερικανών επιθυμεί τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών αλλά και την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, της οικονομικής ενίσχυσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της διεθνούς οικονομικής και ανθρωπιστικής βοήθειας. Τέλος, θέλει να ακυρωθούν οι φορολογικές ελαφρύνσεις που θεσμοθέτησε ο Τζορτζ Μπους προς όφελος των πλουσιότερων φορολογούμενων.
Σε όλα τα παραπάνω ζητήματα η πολιτική του Λευκού Οίκου αντιβαίνει στα αιτήματα της κοινής γνώμης. Ομως, οι έρευνες που αποκαλύπτουν την έντονη αντίθεση του κοινού σπανίως δημοσιεύονται από τα μέσα. Ως αποτέλεσμα, οι πολίτες όχι μόνο αποκλείονται από τα κέντρα των πολιτικών αποφάσεων αλλά, επιπροσθέτως, αυτά αγνοούν τις πραγματικές τάσεις της ίδιας της κοινής γνώμης την οποία διαμορφώνουν.
Σε διεθνές επίπεδο είναι διάχυτη η ανησυχία σε ό,τι αφορά το αβυσσαλέο "διπλό έλλειμμα" των Ηνωμένων Πολιτειών: το εμπορικό έλλειμμα και το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Ωστόσο και τα δύο διατηρούν στενή σχέση με ένα τρίτο έλλειμμα: το έλλειμμα της δημοκρατίας, που ολοένα βαθαίνει, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά γενικότερα, στο σύνολο του Δυτικού κόσμου.”
Κάθε φορά που κάποιος δημοσιογράφος-βεντέτα ή κάποιος παρουσιαστής τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων υψηλής ακροαματικότητας πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα αν δέχεται πιέσεις ή εάν του έχει συμβεί να υποστεί λογοκρισία, απαντά ότι είναι απολύτως ελεύθερος και ότι εκφράζει τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Πώς λειτουργεί ο έλεγχος της σκέψης σε μια δημοκρατική κοινωνία; Το τι συμβαίνει στις δικτατορίες είναι γνωστό.
“Οταν οι δημοσιογράφοι τίθενται υπό αμφισβήτηση απαντούν ευθύς αμέσως: "Κανείς δεν με πίεσε, μόνος μου γράφω ό,τι θέλω".
Αληθεύει! Μόνο που, εάν οι θέσεις τους ήταν αντίθετες προς την κυρίαρχη ιδεολογία, δεν θα τους επιτρεπόταν πλέον να αρθρογραφούν. Βεβαίως, ο κανόνας δεν είναι απόλυτος: ακόμη και τα δικά μου κείμενα δημοσιεύονται στον αμερικανικό τύπο, το καθεστώς των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι απολυταρχικό. Οποιοσδήποτε όμως δεν πληροί ορισμένα στοιχειώδη κριτήρια, δεν έχει καμία πιθανότητα, ως σχολιαστής της επικαιρότητας, να προσεγγίσει το ευρύτερο κοινό.
Πρόκειται, άλλωστε, για μία από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ του προπαγανδιστικού συστήματος ενός απολυταρχικού κράτους και της διαδικασίας που ισχύει στις δημοκρατικές κοινωνίες. Υπερβάλλοντας λίγο, στα απολυταρχικά καθεστώτα το κράτος αποφασίζει ποια είναι η γραμμή πλεύσης και οι υπόλοιποι οφείλουν, στη συνέχεια, να συμμορφωθούν. Οι δημοκρατικές κοινωνίες λειτουργούν διαφορετικά.
Η "γραμμή" ουδέποτε γίνεται αντιληπτή ως τέτοια, αλλά υπονοείται. Κατά μία έννοια πρόκειται για "πλύση εγκεφάλου σε καθεστώς ελευθερίας". Ακόμη και οι "έντονες" δημόσιες αντιπαραθέσεις στα μεγάλα ΜΜΕ προσδιορίζονται από παραμέτρους για τις οποίες υφίσταται από τα πριν μία άτυπη συναίνεση και οι οποίες αφήνουν στο περιθώριο τις αντίθετες απόψεις.
Το σύστημα ελέγχου των δημοκρατικών κοινωνιών είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό - εμφυσά τη γραμμή πλεύσης τους όμοια με τον αέρα που αναπνέουμε. Δεν το αντιλαμβανόμαστε και, συχνά, έχουμε την εντύπωση ότι παρακολουθούμε μία σφοδρή δημόσια διαμάχη. Κατά βάθος, έχει μακράν καλύτερες επιδόσεις από τα απολυταρχικά συστήματα.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Εχουμε την τάση να ξεχνάμε ότι ήταν τότε το ευρωπαϊκό κράτος που είχε σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο στα πεδία των τεχνών, των επιστημών, της τεχνογνωσίας, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας. Επειτα, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μεσολάβησε η απόλυτη μεταστροφή και η Γερμανία μετατράπηκε στο πιο δολοφονικό, στο πιο βάρβαρο κράτος της ανθρώπινης Ιστορίας.
Ολα αυτά υλοποιήθηκαν διά της εμφύσησης φόβου: φόβου για τους μπολσεβίκους, τους Εβραίους, τους Τσιγγάνους - εν ολίγοις, για όλους εκείνους που, κατά τους ναζί, απειλούσαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, δηλαδή τους "άμεσους κληρονόμους του ελληνικού πολιτισμού", όπως έγραφε ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ το 1935. Ομως τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης που βομβάρδισαν τον πληθυσμό με μηνύματα τέτοιου είδους άντλησαν, στην πλειονότητά τους, από τις τεχνικές μάρκετινγκ που είχαν εξελίξει... οι διαφημιστές.
Ας μην ξεχνάμε με ποιο τρόπο επιβάλλεται ανέκαθεν μια ιδεολογία. Για να κυριαρχήσει δεν αρκεί η βία - είναι απαραίτητη κάποια νομιμοποίηση διαφορετικής φύσης. Ετσι, από τη στιγμή που ένα άτομο ασκεί εξουσία πάνω σε κάποιο άλλο άτομο -ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για δικτάτορα, αποικιοκράτη, σύζυγο ή αφεντικό- χρειάζεται κάποια νομιμοποιητική ιδεολογία, πάντοτε την ίδια: η κυριαρχία γίνεται "για το καλό" του κυριαρχημένου. Υπό άλλους όρους, η εξουσία εμφανίζεται πάντοτε αλτρουιστική, ανιδιοτελής, γενναιόδωρη.
Κατά τη δεκαετία του ’30 κανόνας της γερμανικής προπαγάνδας ήταν, για παράδειγμα, η επιλογή απλών λέξεων, η ακατάσχετη επανάληψή τους και η σύνδεσή τους με συναισθήματα, συγκινήσεις, φόβους. Οταν ο Χίτλερ εισέβαλε στη Σουδητία (το 1938), επικαλέστηκε τους πιο ευγενείς και ανιδιοτελείς σκοπούς, την ανάγκη "ανθρωπιστικής παρέμβασης" για να αποτραπεί η "εθνική εκκαθάριση" των γερμανόφωνων και για να μπορέσουν όλοι ανεξαιρέτως να ζήσουν κάτω από τη "στοργική φτερούγα" της Γερμανίας, απολαμβάνοντας την υποστήριξη της πιο προηγμένης δύναμης παγκοσμίως, στα πεδία των τεχνών και της κουλτούρας.
Σε ό,τι αφορά την προπαγάνδα, παρ’ όλο που, από μία άποψη, τίποτα δεν άλλαξε από τον καιρό της Αθηναϊκής Δημοκρατίας σημειώθηκε όμως μεγάλη βελτίωση. Τα όργανά της τελειοποιήθηκαν, κυρίως -και κατά παράδοξο τρόπο- στις πιο ελεύθερες χώρες του πλανήτη: στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Εκεί, και όχι κάπου αλλού, δημιουργήθηκε, κατά τη δεκαετία του ’20, η σύγχρονη βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων- με άλλα λόγια, η βιομηχανία παρασκευής γνώμης ή η προπαγάνδα.
Οι εν λόγω δύο χώρες είχαν όντως προοδεύσει σε ό,τι αφορά τα δημοκρατικά δικαιώματα (ψήφος των γυναικών, ελευθερία έκφρασης κ.λπ.) σε τέτοιο βαθμό που οι βλέψεις για ελευθερία δεν μπορούσαν πλέον να χαλιναγωγηθούν μονάχα μέσω της κρατικής καταστολής. Υπήρξε, λοιπόν, στροφή προς τις τεχνολογίες της "κατασκευής συναίνεσης".
Η βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων παράγει, με την καθαυτό έννοια του όρου, συναίνεση, αποδοχή, υποτέλεια. Ελέγχει τις ιδέες, τις σκέψεις, το πνεύμα. Συγκριτικά με τον απολυταρχισμό είναι μεγάλη πρόοδος: είναι πολύ πιο ευχάριστο να υπομείνει κανείς μια διαφήμιση παρά να βρεθεί σε κάποιον θάλαμο βασανιστηρίων.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η ελευθερία της έκφρασης προστατεύεται με τρόπο που θεωρώ ότι τις καθιστά μοναδική περίπτωση στον πλανήτη. Το φαινόμενο είναι αρκετά πρόσφατο. Κατά τη δεκαετία του ’60 το Ανώτατο Δικαστήριο έθεσε πολύ υψηλά τον πήχη ως προς τον σεβασμό της ελευθεροστομίας, γεγονός που, κατά τη γνώμη μου, αποτύπωνε μία θεμελιώδη αρχή η οποία εγκαθιδρύθηκε από τον 18ο αιώνα κι έπειτα, εκφράζοντας τις αξίες του Διαφωτισμού. Η θέση του Δικαστηρίου ήταν ότι ο λόγος είναι ελεύθερος από οποιονδήποτε περιορισμό, εκτός εκείνου της συμμετοχής σε κάποια εγκληματική ενέργεια. Αν, για παράδειγμα, έχοντας εισβάλει σε κάποιο κατάστημα για να το ληστέψω κάποιος από τους συνεργούς μου οπλοφορεί κι εγώ του πω να πατήσει τη σκανδάλη, η υπόδειξή μου δεν προστατεύεται από το Σύνταγμα. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις πρέπει να υπάρχει πολύ σοβαρό κίνητρο για να αμφισβητηθεί η ισχύς της ελευθερίας έκφρασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο έφτασε, μάλιστα, να αναδιατυπώσει τη συγκεκριμένη αρχή υπερασπιζόμενο τις πρακτικές μελών της Κου Κουξ Κλαν.
Στη Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο όπως και, απ’ όσο γνωρίζω, στην υπόλοιπη Ευρώπη, η ελευθερία της έκφρασης προσδιορίζεται κατά τρόπο εξαιρετικά περιοριστικό. Προσωπικά θεωρώ ότι το βασικό ζήτημα είναι το εξής: το κράτος έχει το δικαίωμα να προσδιορίσει ποια είναι η ιστορική αλήθεια και να τιμωρήσει όλους όσοι απομακρύνονται από αυτήν; Το σκέπτεσθαι αντιστοιχεί με το συμβιβασμό σε μια καθαρά σταλινική πρακτική.
Ορισμένοι γάλλοι διανοούμενοι δεν μπορούν να παραδεχτούν ότι εκεί ακριβώς έγκειται η κλίση τους. Ωστόσο, η άρνηση μίας τέτοιας προσέγγισης δεν θα έπρεπε να υπονομεύεται από εξαιρέσεις. Το κράτος δεν πρέπει επ’ ουδενί να έχει την ευχέρεια να τιμωρήσει οποιονδήποτε ισχυρίζεται ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη Γη. Η αρχή της ελευθερίας της έκφρασης είναι, κατά κάποιο τρόπο, στοιχειώδης: είτε την υπερασπιζόμαστε ακόμη και στις περιπτώσεις γνώμης που μας προκαλούν αποτροπιασμό είτε δεν την υπερασπιζόμαστε καθόλου. Ακόμη και ο Χίτλερ και ο Στάλιν παραδέχονταν το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης εκείνων που είχαν την ίδια άποψη με τη δική τους...
Θέλω να προσθέσω ότι είναι οδυνηρό, αν όχι σκανδαλώδες, να εμπλέκεται κανείς σε διαμάχη για τα παραπάνω ζητήματα δύο αιώνες μετά την περίφημη διακήρυξη του Βολτέρου: "Θα υπερασπίζομαι τη γνώμη μου μέχρι θανάτου, αλλά θα έδινα και τη ζωή μου ακόμη για να μπορείτε να υπερασπίζεστε ελεύθερα τη δική σας". Και δεν τιμά καθόλου τη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος το να υιοθετεί κανείς ένα από τα θεμελιώδη δόγματα των βασανιστών τους.”
Σε ένα από τα βιβλία σας σχολιάζετε τη φράση του Μίλτον Φρίντμαν: «Η κερδοφορία είναι η ίδια η ουσία της δημοκρατίας»...
“Για να πω την αλήθεια οι δύο έννοιες είναι τόσο αντιφατικές μεταξύ τους που δεν είναι καν δυνατό να τις σχολιάσει κανείς... Σκοπός της δημοκρατίας είναι τα άτομα να μπορούν να αποφασίζουν τα ίδια για τη ζωή τους και για τις πολιτικές επιλογές που τα αφορούν. Η υλοποίηση κέρδους είναι παθολογία των κοινωνιών μας, η οποία βασίζεται σε συγκεκριμένες δομές. Σε μια κοινωνία έντιμη και ηθική, η έγνοια του κέρδους θα είχε περιθωριακή θέση. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το πανεπιστημιακό τμήμα όπου διδάσκω (το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης): ορισμένοι επιστήμονες εργάζονται σκληρά για να κερδίσουν πολλά χρήματα, αλλά τους θεωρούμε λίγο πολύ περιθωριακούς, προβληματικούς, σχεδόν παθολογικές περιπτώσεις. Το πνεύμα που εμφυσά την ακαδημαϊκή κοινότητα είναι, μάλλον, να προσπαθεί κανείς να κάνει ανακαλύψεις, τόσο για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του ανησυχίες όσο και για το καλό όλων.”
Στο πρόσφατο βιβλίο που τιμά το έργο σας και το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «L’ Herne», ο Ζαν Ζιγκλέρ γράφει: «Υπήρξαν τρεις απολυταρχισμοί: ο σταλινικός, εκείνος των ναζί και τώρα πρόκειται για τον "Tina"» (2). Θα μπορούσατε να συγκρίνετε τα τρία απολυταρχικά δόγματα;
“Δεν θα τις τοποθετούσα στο ίδιο επίπεδο. Το να μάχεται κανείς εναντίον του δόγματος "Tina" σημαίνει ότι έρχεται αντιμέτωπος με μία επιχείρηση διανοητικής απαλλοτρίωσης την οποία δεν μπορούμε να εξομοιώσουμε ούτε με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ούτε με το γκουλάγκ. Και, εκ των πραγμάτων, η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών προκαλεί μαζική αντιπαράθεση σε παγκόσμια κλίμακα. Η Αργεντινή και η Βενεζουέλα έδειξαν την πόρτα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποχρεώθηκαν να απαρνηθούν μία από τις πρακτικές που είχε εδραιωθεί τα τελευταία είκοσι, τριάντα χρόνια: το στρατιωτικό πραξικόπημα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα, το οποίο είχε επιβληθεί διά της βίας σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, έχει σήμερα απορριφθεί σε ολόκληρη την ήπειρο. Και η ίδια αντίθεση εναντίον της οικονομικής παγκοσμιοποίησης εκφράζεται σε παγκόσμια κλίμακα.
Το κίνημα για τη δικαιοσύνη, που φωτίζεται από τους προβολείς των μέσων κάθε φορά που πραγματοποιείται το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, εργάζεται, στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Πρόκειται για καινοφανές φαινόμενο στην Ιστορία, το οποίο σηματοδοτεί ίσως την απαρχή μιας πραγματικής Διεθνούς. Ομως, το βασικό του όχημα είναι ακριβώς το ότι υφίσταται εναλλακτική λύση. Αλλωστε, υπάρχει, άραγε, καλύτερο παράδειγμα για μια διαφορετική παγκοσμιοποίηση από το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ; Τα μέσα που διάκεινται εχθρικά απέναντί του βαφτίζουν όλους όσοι αντιτίθενται στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση "οπαδούς της αντι-παγκοσμιοποίησης". Αντιθέτως, οι τελευταίοι μάχονται για μια διαφορετική παγκοσμιοποίηση, εκείνη που συνενώνει τους λαούς.
Είναι εμφανής η αντίθεση μεταξύ των μεν και των δε καθώς, παράλληλα, πραγματοποιείται στο Νταβός το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, που στοχεύει στην παγκόσμια οικονομική ενοποίηση αλλά μόνον προς όφελος των επιχειρηματιών, των τραπεζών και του ιδιωτικού κεφαλαίου. Δυνάμεις οι οποίες ελέγχουν και τα ΜΜΕ. Πρόκειται για τη δική τους αντίληψη για την ενοποίηση του πλανήτη, η οποία, όμως, επιδιώκεται προς όφελος των επενδυτών. Τα κυρίαρχα μέσα θεωρούν ότι η εν λόγω ενοποίηση είναι η μοναδική που αξίζει -κατά κάποιο τρόπο- να φέρει τον επίσημο τίτλο της παγκοσμιοποίησης.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό παράδειγμα της λειτουργίας της ιδεολογικής προπαγάνδας στις δημοκρατικές κοινωνίες. Η οποία είναι τόσο αποτελεσματική ώστε ακόμη και οι συμμετέχοντες στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ να αποδέχονται, συχνά, τον κακόβουλο προσδιορισμό τους ως "οπαδών της αντι-παγκοσμιοποίησης". Στο Πόρτο Αλέγκρε έδωσα μία ομιλία στο πλαίσιο του Φόρουμ και συμμετείχα στην Παγκόσμια Σύσκεψη των Αγροτών. Αυτοί και μόνον αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού...”
Σας τοποθετούν στην κατηγορία των αναρχικών ή των ελευθεριακών σοσιαλιστών. Στη δημοκρατία, όπως την αντιλαμβάνεστε εσείς, ποια θα ήταν η θέση του κράτους;
“Ζούμε στον κόσμο που ζούμε, και όχι σε κάποιο φανταστικό σύμπαν. Σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν τυραννικές δομές - πρόκειται για τις μεγάλες εταιρείες. Είναι οι πιο στενοί συγγενείς των απολυταρχικών θεσμών. Δεν έχουν, για να το πούμε κι έτσι, καμία υποχρέωση να δώσουν λογαριασμό στο κοινό, στην κοινωνία· δρουν όπως τα αρπακτικά, με θήραμα άλλες επιχειρήσεις.
Για να αμυνθούν, οι πληθυσμοί δεν διαθέτουν παρά ένα και μοναδικό όργανο: το κράτος. Ομως, η ασπίδα του δεν είναι τόσο αποτελεσματική γιατί, γενικά, συνδέεται στενά με τα αρπακτικά. Με μία, μόνο, διαφορά: ενώ, για παράδειγμα, η General Electric δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, το κράτος οφείλει συχνά να δώσει εξηγήσεις στον πληθυσμό.
Οταν η δημοκρατία θα έχει διευρυνθεί σε βαθμό που οι πολίτες θα ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και συναλλαγής, θα συμμετέχουν στη λειτουργία και θα έχουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του γενικότερου πλαισίου του βίου τους, τότε θα γίνει εφικτή η σταδιακή εξάλειψη των κρατικών δομών. Το κράτος θα αντικατασταθεί από εθελοντικές ενώσεις, οι οποίες θα εδράζονται στους χώρους εργασίας και κατοικίας των ατόμων.”
Πρόκειται για κάτι αντίστοιχο με τα σοβιέτ;
“Τα σοβιέτ υπήρξαν ήδη. Ομως το πρώτο πράγμα που κατέστρεψαν ο Λένιν και ο Τρότσκι, αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ήταν ακριβώς τα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια και όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς. Τόσο ο Λένιν όσο και ο Τρότσκι υπήρξαν, από αυτή την άποψη, οι χειρότεροι εχθροί του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα. Ως ορθόδοξοι μαρξιστές εκτίμησαν ότι μία κοινωνία καθυστερημένη, όπως η Ρωσία της εποχής τους, δεν μπορούσε να περάσει αμέσως στο σοσιαλισμό χωρίς να έχει εισέλθει, κατ’ αρχήν, σε φάση βιομηχανοποίησης.
Το 1989, τη στιγμή της κατάρρευσης του κομμουνιστικού συστήματος θεώρησα ότι η συντριβή του ισοδυναμούσε, κατά παράδοξο τρόπο, με νίκη για τον σοσιαλισμό. Γιατί ο σοσιαλισμός, όπως τον αντιλαμβάνομαι προσωπικά, εμπλέκει τουλάχιστον, το επαναλαμβάνω, τον δημοκρατικό έλεγχο της παραγωγής, των συναλλαγών αλλά και άλλων διαστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σε κάθε περίπτωση, τα δύο βασικά συστήματα προπαγάνδας συμφώνησαν στο ότι το τυραννικό σύστημα το οποίο εγκαθιδρύθηκε από τους Λένιν και Τρότσκι και που μετατράπηκε σε τερατούργημα της πολιτικής από τον Στάλιν, ήταν ο "σοσιαλισμός". Οι ιθύνοντες της Δύσης δεν μπορούσαν παρά να σαγηνευτούν από αυτή την παράλογη και σκανδαλώδη χρήση του όρου, η οποία τους επέτρεψε, για δεκαετίες, να δυσφημούν τον αυθεντικό σοσιαλισμό.
Επιδεικνύοντας τον ίδιο ενθουσιασμό, αλλά από την αντίστροφη όψη, το σύστημα της σοβιετικής προπαγάνδας επιχείρησε να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τη συμπάθεια και το αίσθημα προσωπικής δέσμευσης που ενέπνεαν σε πολλούς εργάτες τα γνήσια σοσιαλιστικά ιδεώδη.”
Δεν αληθεύει ότι όλες οι μορφές αυτο-οργάνωσης βάσει των αναρχικών κριτηρίων κατέρρευσαν εν τέλει;
“Δεν υπάρχουν παγιωμένα "αναρχικά κριτήρια", δηλαδή κάποιου είδους ελευθεριακή κατήχηση στην οποία θα όφειλε κανείς να δηλώσει πίστη και υποταγή. Ο αναρχισμός, όπως τον κατανοώ εγώ τουλάχιστον, είναι κίνημα που εκκινεί από την ανθρώπινη σκέψη και πράξη, με στόχο να αναδείξει τις δομές ισχύος και κυριαρχίας, να απαιτήσει τη διαφανή νομιμοποίησή τους και, εφόσον αυτές -όπως συμβαίνει συχνά- αποδειχθούν ανεπαρκείς, να προσπαθήσει να τις υπερβεί.
Μακράν του να είναι "παρωχημένος", ο αναρχισμός, η ελευθεριακή σκέψη, είναι απολύτως θεμιτοί. Αποτελούν κοιτίδα της πραγματικής προόδου σε πλήθος περιπτώσεων. Μορφές καταστολής και αδικίας οι οποίες ήταν μετά βίας αναγνωρίσιμες και δεν προκαλούσαν καν την αντίσταση, δεν γίνονται πλέον ανεκτές. Το γεγονός είναι κατόρθωμα και φανερώνει πρόοδο του ανθρώπινου είδους συνολικά - όχι την αποτυχία του».”
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»