el | fr | en | +
Accéder au menu

Το βρόμικο παιχνίδι με Φάταχ και Χαμάς

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ενωση προσέφεραν και πάλι βοήθεια στην Παλαιστινιακή Αρχή μετά την έξωση της Χαμάς, νικήτριας των εκλογών του Ιανουαρίου 2006. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει ωστόσο το ίδιο, όπως είχε τεθεί τότε που βάλτωσε η διαδικασία του Οσλο: είναι, άραγε, έτοιμο το Ισραήλ να αποχωρήσει από όλα τα εδάφη που κατέλαβε το 1967 και να επιτρέψει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους; Η συγκαταβατικότητα της «διεθνούς κοινότητας» απέναντι στην ισραηλινή κυβέρνηση, εδώ και δέκα χρόνια, αφήνει ελάχιστο περιθώριο αισιοδοξίας.

«Πρέπει να σωθεί ο πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς!». Ομόφωνα η «διεθνής κοινότητα» το διακηρύσσει με στεντόρεια φωνή. Και προωθεί τολμηρές προτάσεις: να δοθεί και πάλι βοήθεια στην Παλαιστινιακή Αρχή, να ελαφρύνουν τα δεινά του πληθυσμού των πόλεων, να αρχίσουν διαπραγματεύσεις ειρήνης για να ενισχυθούν οι «μετριοπαθείς» Παλαιστίνιοι. Ακόμη και ο Εχούντ Ολμέρτ ανακαλύπτει ξαφνικά στον Μαχμούντ Αμπάς έναν «εταίρο» για την ειρήνη. Αραγε, θα βγουν τελικά από το βαθύ λήθαργο ο Λευκός Οίκος και οι Βρυξέλλες, που κώφευαν επί χρόνια απέναντι στις συντριπτικές εκθέσεις για την κατάσταση στη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη και τη Γάζα, οι οποίες δημοσιεύονταν από τους πλέον ετερόκλητους οργανισμούς, όπως η Διεθνής Τράπεζα, η Διεθνής Αμνηστία ή η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας;

Η ξαφνική αφύπνιση προκλήθηκε από την χωρίς προηγούμενο νίκη της Χαμάς στη Γάζα. Ωστόσο, ούτε οι ΗΠΑ ούτε το Ισραήλ είχαν τσιγκουνευτεί τα στρατιωτικά μέσα που έδωσαν στη Φάταχ για να τα καταφέρει, επιτρέποντας πολλές φορές τη διοχέτευση όπλων που προορίζονταν για την προεδρική φρουρά και για την προληπτική ασφάλεια (1). Τίποτε δεν κατάφεραν.

Η λιποταξία των περισσότερων στρατιωτικών υπευθύνων της Φάταχ (Μοχάμεντ Νταχλάν, Ρασίντ Αμπού Σαμπάκ, Σαμίρ Μασαράουι), οι οποίοι προτίμησαν να ταμπουρωθούν στη Δυτική Οχθη ή στην Αίγυπτο και όχι στο πλευρό των δυνάμεών τους, δεν είναι παρά ένα από τα στοιχεία που εξηγούν τη συντριπτική πανωλεθρία. Η ανικανότητα της Φάταχ να μεταρρυθμιστεί, να εγκαταλείψει το καθεστώς του κόμματος-κράτους, ενός κράτους που δεν υπάρχει, και να γίνει μία «φυσιολογική» πολιτική δύναμη, αποτελεί μια άλλη εξήγηση: νεποτισμός, διαφθορά, κλίκες συνεχίζουν να διαβρώνουν την οργάνωση που ίδρυσε ο Γιάσερ Αραφάτ.

Ομως, η αδικαιολόγητη αγριότητα των συγκρούσεων ανάμεσα στη Χαμάς και τη Φάταχ στη Γάζα δείχνει επίσης τη διάλυση της παλαιστινιακής κοινωνίας, που επιταχύνθηκε από 15 μήνες διεθνούς απομόνωσης. Εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες, αντεκδικήσεις, λεηλασίες σημάδεψαν τις συγκρούσεις, καθώς το καθένα από τα δύο στρατόπεδα κατηγορούσε το άλλο ότι είναι πουλημένο στους ξένους.

Ηδη στις 12 Ιανουαρίου, στη διάρκεια μεγάλης συγκέντρωσης στη Γάζα, ο Μοχάμεντ Νταχλάν καλούσε το πλήθος να καταγγείλει τους «σιίτες» της Χαμάς (2). Οσο για την ισλαμιστική οργάνωση, καταγγέλλει τους εχθρούς της ως πράκτορες του Ισραήλ και των ΗΠΑ, ή, απλά, ως «κουφάρ» (άπιστους).

Όμηροι των ενόπλων

Η ισραηλινή δημοσιογράφος Αμίρα Χας σημειώνει ότι «τα δύο στρατόπεδα μεταμορφώνουν τους πολίτες σε ομήρους, καταδικάζοντάς τους σε θάνατο στις συγκρούσεις των δρόμων, θυσιάζοντας την παλαιστινιακή υπόθεση στο βωμό της αντιζηλίας τους» (3). Η Παλαιστίνη πληρώνει τη στρατιωτικοποίηση του πολιτικού αγώνα, στρατιωτικοποίηση η οποία συνοδεύεται από τη λατρεία της βίας και από μια φαλλοκρατική κουλτούρα.

Σε ένα απεγνωσμένο κείμενο που έστειλε μέσω του Διαδικτύου στις 12 Ιουνίου, ο παλαιστίνιος ψυχίατρος Εγιάντ Σεράτζ τονίζει: «Πόσο μίσος και πόσες φυλετικές εκκλήσεις για εκδίκηση. Δεν είναι μόνο ένας πολιτικο-στρατιωτικός αγώνας για την εξουσία. (...) Εχουμε όλοι ηττηθεί από το Ισραήλ, και αυτό το αίσθημα ταπείνωσης στρέφεται ενάντια σε μικρότερους εχθρούς, μέσα στους κόλπους μας. Το Ισραήλ μάς έχει κακομεταχειριστεί, με την καταπίεση και τα βασανιστήρια, και έχει προκαλέσει πόνο και τραύματα, που δείχνουν σήμερα το άσχημο πρόσωπό τους μέσα από μια τοξική και χρόνια βία».

Από την πλευρά του, ο ισραηλινός δημοσιογράφος Γκιντεόν Λεβί περιγράφει με τα παρακάτω λόγια την κληρονομιά των 40 χρόνων της κατοχής στη Γάζα:

«Οι νέοι άνθρωποι που είδαμε να αλληλοσκοτώνονται τόσο βάναυσα είναι τα παιδιά του χειμώνα του 1987, τα παιδιά της πρώτης Ιντιφάντα. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έφυγαν ποτέ από τη Γάζα. Εβλεπαν, για χρόνια ολόκληρα, τα μεγαλύτερα αδέρφια τους να δέρνονται και να προσβάλλονται, τους γονείς τους φυλακισμένους μέσα στο ίδιο το σπίτι τους, χωρίς δουλειά και χωρίς ελπίδα. Εχουν ζήσει όλη τους τη ζωή στη σκιά της ισραηλινής βίας» (4).

Μπορεί, άραγε, να σταματήσει το ναυάγιο της Παλαιστίνης; Ισως, εάν οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές διακηρύξεις είχαν, έστω και για μία φορά, αποτελέσματα, αν η «διεθνής κοινότητα» αποφάσιζε τελικά να επιβάλει τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους.

Εδώ και πέντε χρόνια, ο ίδιος ο Τζ. Μπους προσχωρούσε στην άποψη για μια ειρήνη που θα βασίζεται σε δύο κράτη, τα οποία θα ζουν το ένα δίπλα στο άλλο. Ωστόσο, από τότε, τίποτε δεν έγινε.

Ας θυμηθούμε: Τη διετία 2003-2004 η ισραηλινή κυβέρνηση δεν έπαψε να διακηρύσσει ότι το μόνο εμπόδιο για την ειρήνη ήταν ο Γιάσερ Αραφάτ. Ο γηραιός ηγέτης πολιορκήθηκε στα ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα του γενικού αρχηγείου του της Μουκάταα, στη Ραμάλα.

Ο Αριέλ Σαρόν έλεγε: «Ο δικός μας Μπιν Λάντεν είναι ο Γιάσερ Αραφάτ». Η «διεθνής κοινότητα» τότε δεν έκανε τίποτε. Όταν ο Αραφάτ χάθηκε, στις 11 Νοεμβρίου 2004, ο Μαχμούντ Αμπάς τον αντικατέστησε ως επικεφαλής της Παλαιστινιακής Αρχής. Ο πιο «μετριοπαθής» από τους ηγέτες της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ήταν αποφασισμένος να επαναλάβει την «ειρηνευτική διαδικασία», αλλά τα ανοίγματά του δεν κατέληξαν πουθενά: ο εποικισμός επιταχύνθηκε, η κατασκευή του διαχωριστικού τείχους επίσης, τα φυλάκια ελέγχου μετέτρεπαν κάθε μετακίνηση μερικών χιλιομέτρων ανάμεσα σε δύο χωριά σε αβέβαιη οδύσσεια. Όλα αυτά προσέφεραν γόνιμο έδαφος για τη νίκη της Χαμάς στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, τον Ιανουάριο του 2006.

Το πλεονέκτημα της Χαμάς

Η Χαμάς χρησιμοποίησε τρία μέγιστα πλεονεκτήματα που είχε απέναντι στον πληθυσμό: τη συμμετοχή της στην αντίσταση ενάντια στην κατοχή, το δίκτυο κοινωνικής βοήθειας που είχε στήσει, την αναμφισβήτητη αφοσίωση των στελεχών της. Μήπως, όμως, οι ψηφοφόροι ψήφισαν τους ισλαμιστές γιατί απέρριπταν την ιδέα της ειρήνης; Μήπως γιατί επιθυμούσαν περισσότερες επιθέσεις αυτοκτονίας;

Όχι! Ολες οι έρευνες κοινής γνώμης επιβεβαίωναν ότι ο πληθυσμός προσδοκούσε μια λύση που θα βασίζεται στα δύο κράτη. Άλλωστε, η Χαμάς το είχε καταλάβει πολύ καλά: το εκλογικό πολιτικό πρόγραμμά της ήταν αρκετά διαφορετικό από τη Χάρτα της, η οποία, όπως η Χάρτα της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης της δεκαετίας του ’60, διακήρυττε την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ.

Πολλοί από τους ηγέτες της βεβαίωναν ότι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, το κίνημά τους ήταν έτοιμο να προσχωρήσει στην άποψη δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους ακόμα και μονάχα στα εδάφη που κατελήφθησαν το 1967.

Αμέσως μετά τις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, τον Ιανουάριο του 2006, τέθηκε σε εφαρμογή μια στρατηγική που ενορχηστρώθηκε από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, υποστηρίχθηκε από την Ε.Ε. και υιοθετήθηκε από τμήμα της Φάταχ, ώστε να ανατραπεί με όλα τα μέσα το αποτέλεσμα των εκλογών.

Τα διδάγματα του Ιράκ

Ενώ η Χαμάς επιθυμούσε να συγκροτήσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας, οι αμερικανικές πιέσεις εμπόδισαν τη συμφωνία. Ο οικονομικός αποκλεισμός τιμωρούσε τον πληθυσμό γιατί «δεν είχε ψηφίσει σωστά». Δεν άγγιζε, όμως, καθόλου τις οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες της Χαμάς, όπως απέδειξαν οι συγκρούσεις στη Γάζα, αλλά οδηγούσε στη φτώχεια την Παλαιστίνη, και κυρίως επιτάχυνε την αποσύνθεση των θεσμών.

Η «διεθνής κοινότητα» ξέχασε τα διδάγματα του Ιράκ: 12 χρόνια κυρώσεων ενάντια στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα στη σταθερότητα του καθεστώτος, ούτε στο επίπεδο ζωής των ηγετών του. Αντίθετα, το εμπάργκο τιμώρησε τον πληθυσμό και κυρίως συνέβαλε στο να απογυμνώσει το κράτος από την ουσία του: οι αξιωματούχοι εγκατέλειπαν τα γραφεία τους για να προσπαθήσουν να κερδίσουν τα προς το ζην, οι βασικοί θεσμοί αποδυναμώνονταν, η φυλετική αλληλεγγύη αντικαθιστούσε το κράτος ευημερίας.

Όταν οι ΗΠΑ εισέβαλαν στη χώρα, το Μάρτιο του 2003, το κράτος κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Βέβαια, δεν υπάρχει παλαιστινιακό κράτος, αλλά οι κάποιες δομές της Παλαιστινιακής Αρχής οι οποίες οικοδομήθηκαν με δυσκολία μετά το 1993 δεν άντεξαν περισσότερο στη διεθνή απομόνωση.

Λύση στο αδιέξοδο προσφέρθηκε το Φεβρουάριο του 2007, με την υπογραφή των συμφωνιών της Μέκκας, ανάμεσα στη Χαμάς και τη Φάταχ, υπό την αιγίδα του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Αμπντάλα. Στις 12 Φεβρουαρίου, σε συζήτηση στον σαουδαραβικό τηλεοπτικό σταθμό Αλ Ιχμπαρίγια, ο Χάλεντ Μέσααλ, επικεφαλής του πολιτικού γραφείου της Χαμάς, εξηγούσε το πρόγραμμα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας: «Δεν είναι το πρόγραμμα μιας ιδιαίτερης οργάνωσης. (...) Κάθε τμήμα έχει τις πεποιθήσεις του, αλλά ως κυβέρνηση εθνικής ενότητας συμφωνήσαμε σε πολιτικές βάσεις και αυτές προσδιορίζουν τους εθνικούς στόχους μας και αυτό το οποίο προσδοκούμε: ένα παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα της 4ης Ιουνίου 1967».

Η δήλωση αυτή, όπως και πολλές άλλες, επιβεβαίωνε την εξέλιξη της Χαμάς (5), η οποία μπορούσε να «ελεγχθεί» από τη «διεθνή κοινότητα». Ακόμη περισσότερο μια που η ευελιξία συνοδεύτηκε με την επαναδιατύπωση της αραβικής πρωτοβουλίας ειρήνης, η οποία πρότεινε στο Ισραήλ εξομάλυνση των σχέσεων με τους γείτονές του, με αντάλλαγμα τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους (6).

Δυτική υποκρισία

Ο Ρόμπερτ Μάλεϊ, διευθυντής του προγράμματος Μέσης Ανατολής της International Crisis Group και πρώην σύμβουλος του προέδρου Μπιλ Κλίντον, έγραφε προφητικά: «Η επιτυχία της Μέκκας θα εξαρτηθεί (...) σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή στάση. Ηδη υψώνονται φωνές οι οποίες, ενώ χαιρετίζουν υποκριτικά τη σαουδαραβική προσπάθεια, ζητούν από την κυβέρνηση που θα συγκροτηθεί να σεβαστεί τους όρους που έχουν επιβληθεί εκ των προτέρων. Από την κυβέρνηση Μπους δεν περίμενε κανείς τίποτε καλύτερο. Αλλά από την Ευρώπη; Δεν έμαθε, άραγε, τίποτε από αυτή τη συλλογική αποτυχία; Η συμφωνία στη Σαουδική Αραβία έγινε εφικτή γιατί δεν ζητήθηκε από τη Χαμάς να κάνει ιδεολογική επανάσταση, την οποία δεν θα έκανε, αλλά ενθαρρύνθηκε να κάνει μια πραγματιστική εξέλιξη την οποία ίσως κάνει. (...) Η πορεία της Χαμάς είναι τέτοια που δικαιολογεί να τη δοκιμάσουμε: είναι, άραγε, έτοιμη να αποδεχθεί και να επιβάλει μια αμοιβαία κατάπαυση πυρός; Είναι, άραγε, διατεθειμένη να αφήσει ελεύθερα τα χέρια του προέδρου Αμπάς, ο οποίος έχει την κατάλληλη εντολή ως ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης να διαπραγματευτεί με το Ισραήλ; Συμφωνεί, άραγε, να τεθεί σε δημοψήφισμα κάθε συμφωνία που θα συνάψει ο Μαχμούντ Αμπάς; Και δεσμεύεται, άραγε, να σεβαστεί τα αποτελέσματά της;» (7).

Τυφλή, η «διεθνής κοινότητα», βυθίστηκε ακόμη περισσότερο σε αδιέξοδο. Διατηρεί την απομόνωση, η οποία δεν θα μπορούσε παρά να ενισχύσει τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της Χαμάς. Εβλεπε αδιάφορη την παλαιστινιακή κοινωνία να διαλύεται. Αυτή η τοποθέτηση δικαιολογείται με μια λογική την οποία κατήγγειλε, σε συντριπτική εμπιστευτική έκθεση, ο Αλβάρο ντε Σότο, συντονιστής του ΟΗΕ για την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή (8). Μεταχειριζόμαστε το Ισραήλ, εξηγεί ο ντε Σότο, «με μεγάλη προσοχή, σχεδόν με τρυφερότητα». Το Κουαρτέτο (9) μεταμορφώθηκε σε «όργανο επιβολής κυρώσεων ενάντια στην εκλεγμένη κυβέρνηση ενός λαού ο οποίος ζει κάτω από κατοχή, όργανο που θέτει όρους για το διάλογο οι οποίοι είναι αδύνατο να εκπληρωθούν», και απέφυγε κάθε πίεση πάνω στην ισραηλινή κυβέρνηση, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον εποικισμό και την επέκταση του τείχους.

Ένας ισραηλινός στρατιώτης απήχθη τον Ιούνιο του 2006. Η «διεθνής κοινότητα» δεν αντιδρά ουσιαστικά καθόλου στα αντίποινα της καταστροφής του κεντρικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και των κτιρίων στη Γάζα και στη στρατιωτική επίθεση, που προκαλεί εκατοντάδες θύματα.

Δύο ισραηλινοί στρατιώτες συλλαμβάνονται τον Ιούλιο του 2006 στα σύνορα του Λιβάνου: Επί 33 ημέρες η «διεθνής κοινότητα» αφήνει να καταστρέφεται η χώρα των Κέδρων και οι υποδομές της.

Εξαγωγή της κρίσης

Όπως φαίνεται, το Ισραήλ ασκεί με αυτόν τον τρόπο το δικαίωμά του για «νόμιμη άμυνα». Και, κατά τη διάρκεια του έτους, η επέκταση των οικισμών καθιστά κάθε μέρα πιο απίθανη τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους.

Ωστόσο, το χάος (που διευρύνεται) δεν εγγυάται καθόλου την ασφάλεια των Ισραηλινών. Ο πόλεμος του Λιβάνου, το καλοκαίρι του 2006, απέδειξε ήδη το ευάλωτο των Ισραηλινών απέναντι σε ένα αποφασισμένο και καλά εξοπλισμένο αντάρτικο. Το γεγονός ότι συνεχίζεται η εκτόξευση ρουκετών ενάντια στο Σντερότ και η ανικανότητα του ισραηλινού στρατού να τους σταματήσει είναι μία σοβαρή ήττα, όπως το παραδεχόταν ο Ζεέβ Σιφ, στρατιωτικός σχολιαστής της εφημερίδας «Χαάρετζ» -πέθανε πολύ πρόσφατα- μερικές ημέρες πριν η Λωρίδα της Γάζας περάσει κάτω από τον έλεγχο της Χαμάς: «Το Ισραήλ ουσιαστικά νικήθηκε. (...) Το Ισραήλ έζησε στο Σντερότ κάτι χωρίς προηγούμενο από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας και ίσως από ποτέ άλλοτε: Ο εχθρός κατάφερε να σιγήσει μια ολόκληρη πόλη και να σταματήσει εκεί κάθε φυσιολογική ζωή» (10). Αυτό που συμβαίνει στο Ναχρ ελ Μπάρεντ και στα άλλα στρατόπεδα προσφύγων του Λιβάνου, ή ακόμη και στη Γάζα, δηλαδή η εγκατάσταση ριζοσπαστικών πυρήνων που συνδέονται με την Αλ Κάιντα, θα έπρεπε να θυμίζει σε όλους ότι το ναυάγιο της Παλαιστίνης θα προκαλέσει μια ανεξέλεγκτη ριζοσπαστικοποίηση, καθώς και κατακλυσμούς για το Ισραήλ και για ολόκληρη την περιοχή.

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Alain Gresh

Διευθυντής της διαδικτυακής εφημερίδας Orient XXI, συγγραφέας του βιβλίου Palestine, un peuple qui ne veut pas mourir, εκδόσεις Les Liens qui libèrent, Παρίσι, 2024.

(1Amos Harel και Avi Issacharoff, «Fatah to Israel: Let us get arms to fight Hamas», «Haaretz», 6 Ιουνίου 2007.

(2Όλοι οι Παλαιστίνιοι της Γάζας είναι σουνίτες. Αλλά η υποστήριξη που προσφέρει η Τεχεράνη στη Χαμάς «δικαιολογεί» αυτό το είδος των κατηγοριών.

(3«Sacrificing the Palestinian struggle», 14 Ιουνίου 2007.

(4Gideon Levy, «Flight from Gaza. Last to leave did turn out the lights», «Haaretz», 17 Ιουνίου 2007.

(5Βλέπε Paul Delmotte, «Η πολιτική ταυτότητα των πράσινων», «Le Monde diplomatique»-«K.E.», 28/1/07.

(6Αντίθετα με την προπαγάνδα της ισραηλινής κυβέρνησης, η οποία συχνά αναπαράγεται χωρίς επαλήθευση από τα μέσα ενημέρωσης, η πρωτοβουλία δεν προβλέπει το «δικαίωμα επιστροφής» των παλαιστίνιων προσφύγων. Ζητά για το πρόβλημα των προσφύγων μια λύση «δίκαιη» και «μέσω διαπραγματεύσεων», στη βάση της απόφασης 194 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.

(7«Palestine, l’ Europe face a ses responsabilites», «Le Monde», 13 Μαρτίου 2007.

(9Όργανο το οποίο δημιουργήθηκε το 2003 για να συντονίζει τη δράση στη Μέση Ανατολή και περιλαμβάνει τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τον ΟΗΕ.

(10«An Israeli defeat in Sderot», «Haaretz», 8 Ιουνίου 2007.

Μοιραστείτε το άρθρο