Εξαιρετικά μειοψηφικές, σε διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ τους, και έχοντας συχνά ως μόνο κοινό πρόγραμμα έναν ασαφή κατάλογο αρνήσεων, υπόσχονται, ωστόσο, να συμβάλουν στην αναγκαία «επανίδρυση» της αριστεράς. Ενθαρρυμένες από το «όχι» στο δημοψήφισμα για την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη (ΕΣΣ) της 29ης Μαΐου 2005 και, στη συνέχεια, από την επιτυχία των κοινωνικών κινητοποιήσεων ενάντια στη Σύμβαση Πρώτης Εργασίας (CPE), τον Απρίλιο του 2006, οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται αριστερότερα του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΣΚ) [Κομουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ), τροτσκιστική άκρα αριστερά, εναλλακτική αριστερά και κίνημα για μια εναλλακτική, αντινεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση] υπέστησαν, στις προεδρικές εκλογές της 22ης Απριλίου του 2007, μια ήττα που δεν μπορεί να ερμηνευθεί μονάχα με το φαινόμενο της επικράτησης της λογικής της «χρήσιμης ψήφου», έστω και αν αυτό λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό.
Οι πέντε υποψήφιοι που μπορούμε να εντάξουμε σε αυτή την ανομοιογενή κατηγορία (Μαρί-Ζορζ Μπιφέ, Αρλέτ Λαγκιγιέ, Ολιβιέ Μπεζανσνό, Ζοζέ Μποβέ και Ζεράρ Σιβαρντί) συγκέντρωσαν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών 3.300.000 ψήφους (λίγο λιγότερο από το 9%), πολύ λιγότερες από τις 4.000.000 ψήφους (οι οποίες όμως τότε αντιστοιχούσαν στο 13,8%) που είχαν λάβει το 2002 οι Αρλέτ Λαγκιγιέ, Ολιβιέ Μπεζανσνό, Ρομπέρ Ι και Ντανιέλ Γκλικστεΐν. Στον δε πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, στις 10 Ιουνίου του 2007, η αδυναμία του χώρου επιβεβαιώθηκε, με 4,29% για το ΚΚΓ και 3,41% για το σύνολο της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Τα αποτελέσματα θα πρέπει να εξετασθούν σε βάθος χρόνου και σε σχέση με τις εκάστοτε συνθήκες. Στις προεδρικές εκλογές του 1988, οι υποψήφιοι που βρίσκονταν αριστερότερα του Σοσιαλιστικού Κόμματος συγκέντρωσαν το 11% των ψήφων, ενώ το 1995 το 14%. Βέβαια, το ποσοστό της συμμετοχής ήταν τότε αισθητά χαμηλότερο, πράγμα που αφήνει να εννοηθεί ότι τον Απρίλιο του 2007 δεν επωφελήθηκαν από την εντονότερη εκλογική κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν.
Όμως, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, εάν δεν συνυπολογίσουμε τους Πράσινους, οι δυνάμεις που προέρχονται από τα κομουνιστικά κόμματα, τα εναλλακτικά κινήματα και τη ριζοσπαστική αριστερά συγκεντρώνουν το 6% στις σημαντικότερες εκλογικές αναμετρήσεις (1). Μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις αποτελεί το Ολλανδικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο βρίσκεται αριστερότερα της σοσιαλδημοκρατίας και υπήρξε πρωτεργάτης του «όχι» στο ολλανδικό δημοψήφισμα για την ΕΣΣ. Μάλιστα, στις βουλευτικές εκλογές του 2006, έλαβε το 16,6% των ψήφων, τριπλασιάζοντας σχεδόν το ποσοστό του. Το δε νέο κόμμα της γερμανικής ριζοσπαστικής αριστεράς, το Die Linke, ελπίζει να επιτύχει παρόμοιες επιδόσεις, επωφελούμενο από τη δυναμική που δημιουργεί η ενοποίηση του ανατολικογερμανικού Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) και της δυτικογερμανικής κριτικής αριστεράς [Wahlaalternative fur Soziale Gerechtigkeit (WASG)]. Στη Γαλλία, η προσωποποίηση της πολιτικής ζωής και η τάση για απόλυτη κυριαρχία του προέδρου σε όλους τους θεσμούς αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για τα κόμματα που είναι λιγότερο επιδεκτικά από τα υπόλοιπα στη μετατροπή τους σε πλειοψηφικά κινήματα με υψηλή πολιτική αναγνωρισιμότητα. Στο εσωτερικό της «αριστεράς της αριστεράς», το βάρος του πολιτικού μάρκετινγκ δεν εστιάσθηκε στα καθ’ εαυτά θεσμικά προβλήματα και οδήγησε ορισμένες οργανώσεις να στραφούν στην αναζήτηση προσωπικοτήτων οι οποίες να μπορούν να αναπτύξουν σχέσεις και να προβληθούν από τα μέσα ενημέρωσης (Ολιβιέ Μπεζανσνό, Ζοζέ Μποβέ).
Η αποτυχία είναι πιο οδυνηρή, καθώς έρχεται μετά από περίοδο ευφορίας. Η «μάχη του Σιάτλ», η ανυποληψία στην οποία έχει βυθιστεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), η δημοφιλία του κινήματος ενάντια στους Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς, η έναρξη του διαλόγου για την υιοθέτηση «παγκόσμιων φόρων», η νέα δυναμική των κοινωνικών κινητοποιήσεων στη Γαλλία, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχαν συμβάλει στην άνθηση αισιόδοξων προσδοκιών για την ανυποληψία στην οποία έχουν περιέλθει οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η οποία φαινόταν να επιβεβαιώνεται, τόσο εκλογικά, το 2005, όσο και στις διαδηλώσεις του Απριλίου του 2006. Επίσης, παρά τη στασιμότητα των καταμετρημένων ημερών απεργίας τα τελευταία χρόνια, οι έρευνες που διεξήχθησαν το 1993, το 1998 και το 2004 αποκάλυπταν την επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στα αφεντικά και στους μισθωτούς (2).
Ένα μέτωπο με εσωτερικές αντιθέσεις
Τον Σεπτέμβριο του 2006, η επιτροπή για μια εθνική πρωτοβουλία για την αριστερή αντινεοφιλελεύθερη συσπείρωση και για μια κοινή υποψηφιότητα απηύθυνε την εξής έκκληση: «Διεξήγαμε μαζί την εκστρατεία για το αριστερό "όχι" ενάντια στην ΕΣΣ, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μιας κοινής δυναμικής των αντινεοφιλελεύθερων δυνάμεων, η οποία επέτρεψε τη νίκη της 29ης Μαΐου. Αυτή η συσπείρωση, αυτή η νίκη, εκφράζει μια ελπίδα: καλεί για μια πολιτική προοπτική στο ύψος των περιστάσεων». Όλοι γνωρίζουμε τι ακολούθησε...
Οι ανισότητες, η εργασιακή αβεβαιότητα, η συντριβή της ανθρώπινης ζωής δεν συνεπάγονται αυτόματα την αυξημένη συλλογική συνειδητοποίηση της έκτασης των συγκεκριμένων φαινομένων, ούτε των αιτίων τους. Μάλιστα, σε ορισμένες ιστορικές περιπτώσεις, μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Φαινόταν ότι οι «επιτροπές της 29ης Μαΐου» ενσάρκωναν μια ενωτική διαδικασία η οποία είχε αγκαλιαστεί από τη βάση και θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία μιας πολιτικής ταυτότητας για την υπέρβαση ορισμένων παλαιών διαχωριστικών γραμμών που είχαν προκύψει κατά την ιστορία του εργατικού κινήματος -ιδιαίτερα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΚΚΓ και τους τροτσκιστές- ενώ θα ενσωμάτωνε και τα οικολογικά διακυβεύματα που προβάλλει ο χώρος της εναλλακτικής, αντινεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Μεθυσμένοι από αυτές τις επιτυχίες, οι οποίες χωρίς αμφιβολία είχαν εν μέρει υπερεκτιμηθεί (3), οι ηγέτες και οι διανοούμενοι της «κριτικής αριστεράς», των οποίων την προσοχή μονοπωλούσε το ενδεχόμενο μιας υποθετικής ενότητας, δεν προέβλεψαν τον θρίαμβο, σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, μιας «ακομπλεξάριστης», πλέον, δεξιάς, η οποία υποστηριζόταν από οικονομικές δυνάμεις και μέσα ενημέρωσης των οποίων η κυριαρχία ήταν μεγαλύτερη από ποτέ.
Πάντως, πολλές ενδείξεις θα έπρεπε να είχαν σημάνει συναγερμό για τα όρια της συγκρότησης της «αριστεράς της αριστεράς». Για παράδειγμα, το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, το οποίο δημιουργήθηκε στην καμπή του αιώνα, έχει χάσει μεγάλο μέρος από την πολιτική αποτελεσματικότητά του τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, τη διετία 2005-2006, η οργάνωση Attac βρέθηκε αντιμέτωπη με μια βαθύτατη κρίση στα ηγετικά της κλιμάκια, η οποία απογοήτευσε τα μέλη της, με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να μειωθεί στο ήμισυ. Ελλείψει, δε, κοινής στρατηγικής, το κίνημα των κοινωνικών φόρουμ έχασε γρήγορα την ορμητικότητά του.
Επιπλέον, η «ενωτική δυναμική των Επιτροπών» δεν κατόρθωσε να εξαλείψει τις ανταγωνιστικές λογικές των διάφορων οργανώσεων. Μάλιστα, από το 2006, είχε μάλλον ως αποτέλεσμα να τις οδηγήσει σε παροξυσμό: η Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα (LCR) και το ΚΚΓ είχαν μετατρέψει αυτό το ζήτημα σε πεδίο αντιπαράθεσης. Ο Εργατικός Αγώνας (LO), ο οποίος ανέκαθεν αντιμετώπιζε επικριτικά τις «μικροαστικές» στρατηγικές της τροτσκιστικής ανταγωνίστριας οργάνωσης, δεν συμμετείχε ποτέ σε αυτή τη δυναμική, από την οποία η LCR αποστασιοποιήθηκε στα μέσα του προηγούμενου χρόνου. Αν και οι σχέσεις του ΚΚΓ και της LCR δεν έχουν φτάσει στην ανοιχτή σύγκρουση, εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά τεταμένες. Παρά την παρακμή του, το ΚΚΓ εξακολουθεί να διαθέτει σημαντικό αριθμό μελών (στις αρχές του 2003 υποστήριζε ότι έφταναν τα 300.000), επαγγελματικά στελέχη, περιουσιακά στοιχεία και, κυρίως, αιρετούς, οι οποίοι συχνά έχουν εκλεγεί σε συνεργασία με το ΣΚ. Από την πλευρά της, η LCR διαθέτει πολύ λιγότερα μέλη (περίπου 3.000), αλλά νεαρότερα. Επιπλέον, χάρη στον δημοφιλή Μπεζανσενό, εκμεταλλεύεται ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο και χρόνο προβολής από τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει πολύ καλύτερα σε μια προεδρική εκλογή απ’ ό,τι στις βουλευτικές εκλογές.
Το 2006, η LCR, η οποία αντιμετώπιζε τον ανταγωνισμό της LO για την κυριαρχία στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, αποφάσισε να κάνει αισθητή τη διαφοροποίησή της από το ΚΚΓ, το οποίο κατηγορείτο για συμβιβασμό με τους Σοσιαλιστές. Η διαμάχη ανάμεσα στα δύο κόμματα εκφράστηκε στις συζητήσεις που είχαν στα μέλη των Ενωτικών Επιτροπών για το ενδεχόμενο της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση της αριστεράς στην οποία θα κυριαρχούσαν οι «σοσιαλφιλελεύθεροι» του ΣΚ. Αν και το ΚΚΓ έδωσε για μια περίοδο την εντύπωση ότι η στάση του ήταν περισσότερο «ενωτική» από εκείνη της LCR, μόλις η τελευταία αποχώρησε από τις Επιτροπές, η απόπειρά του να επιβάλει τη γενική γραμματέα του κόμματος Μπιφέ ως ενιαία υποψήφια της «αντινεοφιλελεύθερης» συσπείρωσης σήμανε και το τέλος των ελπίδων για υπέρβαση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις οργανώσεις.
Τότε, στο κλίμα διαίρεσης προστέθηκε και η υποψηφιότητα του Μποβέ, την οποία προωθούσαν η ηγεσία του κινήματος για μια εναλλακτική, αντινεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, μέλη κινήσεων και συλλόγων που δραστηριοποιούνται στις υποβαθμισμένες συνοικίες, οι Εναλλακτικοί και ορισμένες προσωπικότητες του κομμουνιστικού κινήματος (4). Η LCR έδειχνε να έχει πληγεί λιγότερο από τη διάσπαση του χώρου στις προεδρικές εκλογές. Ομως, στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν, η διατήρηση, σε μεγάλο βαθμό, των δυνάμεων του ΚΚΓ (18 βουλευτές του κόμματος και συνεργαζόμενοι, έναντι 22 προηγουμένως) και η στασιμότητα της άκρας αριστεράς σε ένα μετριότατο επίπεδο -το άθροισμα των ψήφων όλων των κομμάτων της ανερχόταν στο 3,41% επιβεβαίωσε την υπόθεση ότι η διαίρεση έβλαψε το σύνολο των κομμάτων που βρίσκονται αριστερότερα του ΣΚ.
Ποιος κέρδισε τελικά από το «όχι»;
Αντίθετα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το δεξιό UMP κατόρθωσαν να επωφεληθούν σημαντικά από την κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία είχε αποκρυσταλλωθεί με το «όχι» στο ευρωσύνταγμα (5). Το πρώτο, προβάλλοντας το φόβητρο του Σαρκοζί, μετατράπηκε στον κυριότερο πόλο των κινητοποιήσεων ενός τμήματος της αριστεράς, ενώ το δεύτερο κεφαλαιοποίησε ορισμένες μορφές της απόρριψης της Ευρώπης και την επιθυμία για «επιστροφή της πολιτικής βούλησης». Επιπλέον, διάφορες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μετά τις εκλογές, αφήνουν να διαφανεί ότι ο Σαρκοζί, του οποίου τα εκλογικά ατού ταιριάζουν με την κοινωνιολογία της δεξιάς ψήφου, κατόρθωσε στο δεύτερο γύρο να προσελκύσει την ψήφο ατόμων από τα λαϊκά στρώματα τα οποία δεν διαθέτουν πτυχία, και τα οποία η αριστερά θεωρούσε «ιδιοκτησία» της (6).
Από την άλλη πλευρά, η χρησιμοποίηση από την «αριστερά της αριστεράς» των επιθέτων «αντινεοφιλελεύθερος» και «αντικαπιταλιστικός» ως μοναδικών στοιχείων της ταυτότητάς της, αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της αδυναμίας της να προβάλλει τις ιδέες της. Αποκαλύπτει επίσης την ανικανότητά της να καταρτίσει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα, το οποίο θα μπορούσε να αγγίξει τη μερίδα του πληθυσμού που δεν έχει ιδιαίτερη επαφή με τον πολιτικό και τον συνδικαλιστικό κόσμο, ούτε και με τα ιδεολογικά διακυβεύματα. Τουλάχιστον, στον όρο «εναλλακτική παγκοσμιοποίηση», ο οποίος είναι περισσότερο θετικός, περιλαμβάνονται αρκετά ουσιώδη ζητήματα: από τη ριζοσπαστική οικολογία, η οποία προβάλλει την «αποανάπτυξη» (το δραστικό περιορισμό του ρυθμού της οικονομικής μεγέθυνσης) και τη ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής μας για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που απειλούν τα οικοσυστήματα του πλανήτη, έως τις πιο κλασικές διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος, οι οποίες είναι συνήθως μισθολογικής φύσης ή επικεντρωμένες στην υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας και των δημόσιου χαρακτήρα τομέων. Πάντως, είτε πρόκειται για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, την ενεργειακή πολιτική, τη Δημοκρατία, τον κοινοτισμό, αλλά και για τη δομή των οργανώσεων ή την αναφορά στον κομουνισμό, οι εσωτερικές διαφορές εξακολουθούν να είναι σημαντικές. Και θα είναι δύσκολο να ξεπεραστούν εάν δεν υπάρξει σημαντική πολιτική προσπάθεια.
Εξάλλου, οι οργανώσεις του χώρου απευθύνονται σε διαφοροποιημένα κοινωνικά ακροατήρια. Οι πρώτες έρευνες έδειξαν ότι, σε μια συγκυρία γενικευμένης ύφεσης, η εκλογική πελατεία της LO και της LCR συγκεντρώνεται κυρίως στα πολύ λαϊκά στρώματα, του ΚΚΓ είναι μεγαλύτερης ηλικίας αλλά κατανέμεται πιο ομοιόμορφα στον κοινωνικό χώρο -ωστόσο είναι συγκεντρωμένη στα ιστορικά του προπύργια που απειλούνται- του Μποβέ είναι μάλλον διαταξική, ενώ η μεγαλύτερη δημοφιλία της Βουανέ (Πράσινοι) εντοπίζεται στα στελέχη επιχειρήσεων (7). Συνεπώς, η σύγκλιση αυτών των (μικρών) πολιτικών δυνάμεων δεν είναι διόλου αυτονόητη... Πάντως, οι επιδόσεις της «κριτικής αριστεράς» είναι υψηλότερες στους εργάτες και στους άνεργους (8). Για την αριστερά της αριστεράς, η διεύρυνση της λαϊκής βάσης καθίσταται ακόμα πιο αναγκαία από το γεγονός ότι ο Σαρκοζί και η δεξιά δείχνουν να έχουν κερδίσει τη μάχη της «πολιτισμικής ηγεμονίας», ακόμα και στο εσωτερικό των κοινωνικών ομάδων. Η προοπτική της ατομικής επιτυχίας, ακόμα και εις βάρος των «λιγότερο άξιων», κινητοποιεί τους ψηφοφόρους περισσότερο από την επίκληση της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αναφοράς στις κοινωνικές και τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης. Η υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας δυσφημείται και εξομοιώνεται με «φρένο» στις αναγκαίες «προσαρμογές». Ο πολιτισμικός ορίζοντας των λαϊκών στρωμάτων απομακρύνεται από τις προοπτικές της προόδου που δημιουργεί η συλλογική δράση και αναδιπλώνεται στις αξίες της καπιταλιστικής ηθικής: ατομική εργασία, μείωση της φορολογίας στα εισοδήματα και στη μεγάλη περιουσία, αμοιβή ανάλογα με την απόδοση, απόκτηση ιδιοκτησίας, μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων με γονικές παροχές...
Η δεξιά, η οποία βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τη συγκεκριμένη οικονομική κουλτούρα, στην εξάπλωση της οποίας συνέβαλε σημαντικά, φαίνεται να έχει ελεύθερα τα χέρια για να συνδυάσει τον κοινωνικό κυνισμό, την απόρριψη του φτωχού ξένου, και γενικότερα όσων βρίσκονται στα χαμηλότερα σκαλοπάτια της κοινωνικής κλίμακας, την έκκληση για την αποκατάσταση της εξουσίας των αρχών, την προώθηση της μαζικής κουλτούρας και την επικράτηση μονάχα της χρησιμοθηρικής αντίληψης για τη γνώση. Μπορεί επίσης να επιχειρήσει να ξηλώσει τις κοινωνικές κατακτήσεις του 1945, οι οποίες έχουν ήδη δεχθεί σημαντικά πλήγματα, και ό,τι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας, το οποίο έχει ήδη εξασθενίσει σημαντικά. Βέβαια, σε αυτή την εξασθένιση έχουν συμβάλει και οι πολιτικές που εφάρμοσε το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Όμως, η απότομη εφαρμογή του νέου κύκλου της «νεοφιλελεύθερης επανάστασης» θα μπορούσε επίσης να επιταχύνει και την ανασύνθεση των δυνάμεων της αμφισβήτησης και της αντίστασης. Θα γίνει άραγε δυνατή η αυτοϋπέρβαση των μικρών οργανώσεων και η δημιουργία ενός λαϊκού, ενωτικού και δημοκρατικού κινήματος κάτω από την ασφυκτική πίεση των κοινωνικών προβλημάτων;