Ο Οκτώβρης του 1917 (1) σημάδεψε την ιστορία του 20ού αιώνα. Η επανάσταση προκάλεσε πολυάριθμες πολεμικές και ιδεολογικές διακηρύξεις, εγκωμιαστικές κριτικές, αλλά και κατηγορηματικές καταδίκες, οι οποίες συγχέονται, από πολλούς παρατηρητές, με την πραγματικότητα. Στη συγκάλυψη αυτής, δε, συμβάλλει η εμμονή στο θεμελιακό γεγονός που υπήρξε η κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων. Έτσι, το 1917, αυτό που κυριαρχούσε ήταν η γενική αναστάτωση σε όλα τα επίπεδα (στρατός, αστυνομία, κρατικός μηχανισμός, οικονομικοί κύκλοι, απόψεις και αντίληψη της πολιτικής ζωής) και ένα χάος το οποίο έμελλε να βαρύνει έντονα στις επιλογές των μπολσεβίκων.
Κάθε σύστημα, του σήμερα ή του παρελθόντος, πρέπει να αναλύεται από τη σκοπιά των ζωντανών δυνάμεών του, από τη δυνατότητά του, ή μη, να μεταρρυθμίζεται, και συνεπώς να βρίσκει μια νέα ζωτικότητα εγκαταλείποντας τον όποιον επικίνδυνο προσανατολισμό. Οι ιδεολογίες συχνά τυφλώνουν, γιατί αυτοεξυμνούνται: οδηγούν τα ανθρώπινα όντα να ξεχνούν ότι το καθεστώς κάτω από το οποίο ζουν και το οποίο θεωρούν ως το πιο επιθυμητό, άρχισε να λειτουργεί σύμφωνα με άλλους κανόνες, κάτω από τη δράση διαλυτικών οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων, που είναι ικανοί να του αφαιρέσουν την ουσία και να αφήσουν να επιβιώσει μόνο η εμφάνισή του. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να συγκριθεί με ένα θέατρο όπου το σκηνικό και η δράση δεν έχουν καμία σχέση. Το σκηνικό είναι άλλου έργου, ανήκει σε μιαν άλλη εποχή. Οσο για τα όσα διαδραματίζονται, αυτά οδηγούν τελείως αλλού.
Οι κρίσεις και οι φάσεις αποσύνθεσης αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ροής της ιστορίας. Συχνά, σημαδεύουν το τέλος μιας εποχής, ενός συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αν υπάρχουν κάποιες δυνάμεις (εσωτερικές ή εξωτερικές), ανοίγει μια νέα σελίδα, που μερικές φορές ονομάζεται «επανάσταση». Παρατηρεί κανείς ότι ένας μεγάλος αριθμός συγγραφέων μιλάει για την επανάσταση που «εκπληρώθηκε» από τους μπολσεβίκους, κάτι το οποίο, συχνά, υπονοεί ότι ήταν «ένοχοι» γι’ αυτό. Η συγκεκριμένη ανάγνωση των γεγονότων είναι απλώς αξιοθρήνητη. Εκφράζει την πλήρη άγνοια αυτού που συνέβη τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1917, όταν τίποτε δεν λειτουργούσε στη Ρωσία, όταν η παράλυση της εξουσίας ήταν πλήρης και ολόκληρη η χώρα οδηγείτο προς εξεγέρσεις μεγάλης κλίμακας - προς τον εμφύλιο πόλεμο, με λίγα λόγια, προς το γενικευμένο χάος. Η επανάσταση -γιατί αυτό ακριβώς συνέβαινε- δεν ήταν παρά μια απάντηση στο αυξανόμενο χάος και την προοπτική της ξεκάθαρης εξαφάνισης της Ρωσίας ως έθνους-κράτους.
Επανάσταση ως λύτρωση
Με λίγα λόγια, δεν ήταν η επανάσταση εκείνη που προκάλεσε την κρίση: ήταν μια κρίση πολύ βαθιά η οποία λύθηκε από την επανάσταση των μπολσεβίκων, την ώρα που άλλες δυνάμεις οι οποίες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να την ελέγξουν, δεν κατάφεραν παρά να τη βαθύνουν. Αντίθετα με ορισμένες διαδεδομένες ιδέες, εκείνη τη στιγμή, το επίσημο πολιτικό καθεστώς, το οποίο συμβόλιζε η προσωρινή κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε μετά την πτώση του τσαρισμού, τον Φεβρουάριο του 1917, δεν ήταν παρά ένα σκηνικό - όπου δεν συνέβαινε τίποτε: «εξαντλημένο» και τελειωμένο. Δεν υπήρχε κρατική εξουσία, απλώς μια δήθεν εξουσία.
Η άποψη ότι οι μπολσεβίκοι «πήραν την εξουσία» (από κάποιον) αγνοεί την πραγματικότητα: κανείς δεν κατείχε οποιαδήποτε εξουσία, από την οποία απομακρύνθηκε. Όχι μόνο οι μπολσεβίκοι δεν πήραν την εξουσία από κανέναν, αλλά έπρεπε και να τη δημιουργήσουν. Όπως έγραψε στη συνέχεια ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, γνωστός ως Λένιν, στην αρχή οι μπολσεβίκοι δεν είχαν τίποτε, εκτός από συνθήματα όπως «σοσιαλισμός», «επανάσταση», κατάργηση των προνομίων και των τίτλων (αριστοκρατία, γραφειοκρατία). Το στοιχείο-κλειδί της επιτυχίας τους, ας μην το ξεχνούμε, ήταν η έκκλησή τους προς τους χωρικούς να απαλλοτριώσουν τη γη που καλλιεργούσαν και την οποία θεωρούσαν δική τους. Ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να σώσει την προσωρινή κυβέρνηση εάν το υιοθετούσε, αλλά η κυβέρνηση τότε έτρεχε πίσω από τους εκπροσώπους των ιδιοκτητών, πεπεισμένη ότι ο σοσιαλισμός ήταν αδύνατος - ένα λανθασμένο συμπέρασμα, βασισμένο, όμως, σε μια σωστή διαπίστωση.
Πράγματι ο σοσιαλισμός ήταν αδύνατος, αλλά οι ηγέτες της προσωρινής κυβέρνησης αρνούνταν να καταλάβουν ότι η αστική δημοκρατική επανάσταση ήταν πολύ δυνατή. Εκεί βρίσκεται το δράμα των πολιτικών κομμάτων που μετείχαν στους συνασπισμούς ανάμεσα στον Φεβρουάριο και τον Νοέμβριο του 1917: το χάος εξαπλωνόταν, και δεν κατάφερναν ούτε να το καταλάβουν, ούτε να το ελέγξουν. Αυτοί οι οποίοι ανέλαβαν δράση και τελικά τα κατάφεραν, διακινδύνευσαν σημαντικά, όχι γιατί οι Λευκοί (οι μοναρχικοί) ανασυνέτασσαν ήδη τις δυνάμεις τους (ενάντια στην προσωρινή κυβέρνηση), αλλά λόγω της σοβαρότητας της κρίσης και των βαθιών ρήξεων που προκλήθηκαν από μια πλήρη ανατροπή της κοινωνίας.
Οι μπολσεβίκοι τα καταφέρνουν, λοιπόν, αλλά το νικηφόρο κόμμα δεν είναι πραγματικά στην εξουσία, αρχικά, παρά μόνο τυπικώς, σαν μια απλή επιγραφή. Δεν μπορούσε να αντέξει στο καμίνι των γεγονότων, απέναντι στη μαζική εισροή νέων μελών και στην τεράστια πίεση των καθηκόντων που έπρεπε να εκπληρώσει, για τα οποία ούτε η εμπειρία του πριν από την επανάσταση, ούτε ο χαρακτήρας του το είχαν προετοιμάσει. Γιατί αυτό το κόμμα, ούτε λίγο ούτε πολύ, υπήρχε, με μια πραγματική εσωτερική δημοκρατία, αλλά δεν είχε αντέξει τη θύελλα, όχι εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου -οι μπολσεβίκοι βγήκαν από αυτόν νικητές- αλλά λόγω της πίεσης που ασκήθηκε από τα αμέτρητα καθήκοντα διοίκησης και οικοδόμησης του κράτους.
Ένα νέο κόμμα
Το 1921, λίγο πριν εξαγγείλει τη νέα οικονομική πολιτική (ΝΕΡ), μια περίοδο παύσης μετά τον «πολεμικό κομμουνισμό», ο Λένιν κατάλαβε ότι πρέπει να οικοδομήσει ένα νέο κόμμα: ο μπολσεβικισμός, που αποδείκνυε ακόμα τη δυνατότητά του για δράση κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, δεν ήταν πια παρά ένα φάντασμα. Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1921), η δράση αλλάζει έστω κι αν το σκηνικό παραμένει ίδιο. Οι μπολσεβίκοι έχουν καταλάβει την εξουσία, αλλά αρκετά βιβλία που είναι αφιερωμένα στο θέμα δεν καταλαβαίνουν ότι το να συνεχίζουν να μιλούν για «μπολσεβίκους» ισοδυναμεί με το να επικαλούνται ένα φάντασμα. Το έργο που παίζεται, και αυτό θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του, είναι η μεταμόρφωση ενός επαναστατικού κόμματος σε μια τάξη διαχειριστών. Συγκεκριμένα, δύο σενάρια συγκρούονται στο σκηνικό: το στοίχημα είναι να προσδιοριστεί το πνεύμα του καθεστώτος που γεννήθηκε από την επανάσταση.
Όπως έδειξα στο βιβλίο «Ο σοβιετικός αιώνας», η σύγκρουση ανάμεσα στον Λένιν και τον Ιωσήφ Στάλιν είναι μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πολιτικά προγράμματα βαθύτατα ανταγωνιστικά, και όχι ανάμεσα σε δύο πλευρές στο πλαίσιο του ίδιου κόμματος. Εάν έχουμε στο νου μας την εξαφάνιση του αυθεντικού μπολσεβικισμού, η διαμάχη αντιπαραθέτει έναν Λένιν ο οποίος αφοσιώνεται στην προσπάθεια προσδιορισμού ενός προγράμματος για ένα νέο πολιτικό στρατόπεδο, που θα είναι προσαρμοσμένο στην τελείως καινούρια κατάσταση που γεννήθηκε από τον εμφύλιο πόλεμο, και έναν Στάλιν που διαμορφώνει τη δική του αντίληψη γι’ αυτό που πρέπει να είναι το κράτος (με εκείνον επικεφαλής), η οποία βασίζεται σε προτάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τον μπολσεβικισμό, αλλά εκφράζουν κυρίως την αντίληψή του για μια προσωπική εξουσία που τη θεωρεί ως αυτοσκοπό, και η οποία τρέφεται από τη θεώρησή του για την ιστορία της Ρωσίας: αυτό που εκείνη σήμαινε στο παρελθόν και συνεπάγεται για το παρόν.
Τα προγράμματα που αντιπαρατίθενται μετωπικά το 1922-1923, κατά πρώτο λόγο με τη συζήτηση για τη συγκρότηση της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ), (2) αποκλείουν το ένα το άλλο και δεν προσπαθούν να συγκαλύψουν τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα τους. Η διαμάχη ολοκληρώνεται με την ασθένεια και στη συνέχεια με το θάνατο του Λένιν, τον Ιανουάριο του 1924.
Ο σταλινισμός (3) προσφέρει ένα καλό παράδειγμα του τι μπορεί να σημαίνει η γήρανση ενός συστήματος και θέτει επίσης το ζήτημα του να γνωρίζουμε εάν, σε αυτή την περίπτωση, η μακροβιότητά του δεν ήταν «γενετικά προκαθορισμένη» από το γεγονός της ανικανότητάς του να μεταρρυθμιστεί.
Ο σταλινισμός δεν μπορούσε να είναι άλλο πράγμα από αυτό που ήταν, δηλαδή ένα σύστημα ασφαλείας υψηλού βαθμού, οικοδομημένο για και γύρω από έναν αυταρχικό ηγέτη, και με αυτή την έννοια μη μεταρρυθμίσιμο. Ήταν, επίσης, ο λόγος για τον οποίο ο σταλινισμός, εξαιτίας της επίδρασης των αλλαγών που σημειώθηκαν στην κοινωνία από την ίδια την πολιτική του κράτους, δεν μπορούσε παρά να σκάψει τον ίδιο του τον τάφο.
Όταν μελετούμε τον Στάλιν, καταλαβαίνουμε ότι ο συνεχής αγώνας του ενάντια στο επαναστατικό παρελθόν προερχόταν από το γεγονός ότι αυτό το παρελθόν δεν του πρόσφερε καμιά ασφάλεια - δεν είχε ακολουθήσει τα διδάγματά του, του ήταν ακόμη και εχθρικό, όπως έδειξε ο αγώνας του υπέρ μιας μεγαλορωσικής σοβινιστικής Σοβιετικής Ένωσης. Η αναζήτησή του για ένα παρελθόν που του ταίριαζε περισσότερο δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι επικαλείτο την κληρονομιά του αυταρχισμού για να προσδιορίσει τις μεγάλες γραμμές αυτού που έμελλε να είναι η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Μόνο ο τσαρισμός τού πρόσφερε τη νομιμοποίηση που αναζητούσε, γιατί η εξουσία υπό τον τσάρο ασκείτο χωρίς ενδιάμεσους -την αντλούσε άμεσα από τον Θεό.
Πιο εντυπωσιακό υπήρξε, αντίθετα, το γεγονός ότι υιοθέτησε συστηματικά ιδεολογικές δομές της τσαρικής Ρωσίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Αυτό αποκαλύπτει ότι ο Στάλιν περιφρονούσε το γεγονός -το οποίο ωστόσο ήταν βεβαιωμένο- ότι αυτό το καθεστώς είχε εξαντλήσει όλες του τις δυνατότητες τη στιγμή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το μοντέλο του Ιβάν
Ο άρχοντας του Κρεμλίνου έμοιαζε να αγνοεί ότι το μοντέλο που ήθελε να υιοθετήσει ήταν φορέας κρίσεων, ήδη νεκρό - χωρίς να μιλήσουμε βέβαια για το αγαπημένο μοντέλο του, τον Ιβάν τον Τρομερό, (4) ο οποίος είχε βυθίσει τη χώρα σε μια σκοτεινή περίοδο ταραχών.
Το σταλινικό καθεστώς θα γνωρίσει παρόμοια τύχη, την ίδια στιγμή που, κατά τρόπο παράδοξο, εμφανίζεται, για ολόκληρο τον κόσμο, στο αποκορύφωμα της δόξας του, μετά τη συντριβή του ναζισμού. Το σύστημα παύει τότε να λειτουργεί και μπαίνει σε μια φάση παρακμής, ενώ ο αρχηγός του, ηγέτης μιας νικηφόρας υπερδύναμης, επωφελείται από το μέγιστο γόητρο. Αλλά είναι μια υπερδύναμη με πόδια από άργιλο, και όλοι οι σύντροφοι του Στάλιν το γνωρίζουν.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σταθούμε. Το τσαρικό καθεστώς δεν είχε λυτρωτή, κανένα νόμιμο και ικανό κληρονόμο. Το σταλινικό καθεστώς, από την πλευρά του, είχε λυτρωτή, ανάμεσα στην ομάδα των κοντινών συντρόφων του Στάλιν που περίμεναν ανυπόμονα τη στιγμή κατά την οποία θα μπορούσαν να ριχτούν στη δουλειά και να αναζωογονήσουν ένα καθεστώς με εξωφρενικές δυσλειτουργίες.
Όταν καταγγέλλει τους «κοσμοπολίτες» οι οποίοι «προσκυνούν τη Δύση», όταν οι ανώτατοι αξιωματούχοι πρέπει να φορέσουν τη στολή και όταν οι τίτλοι τους προέρχονται κατευθείαν από τον κατάλογο των βαθμών που είχε εγκαθιδρύσει ο Μεγάλος Πέτρος, όταν οι εβραίοι διανοούμενοι εξοντώνονται, τη στιγμή που ανώτατοι αξιωματούχοι δολοφονούνται [υπόθεση του Λένινγκραντ] (5), και όταν ανοίγει η δίκη των ανθρώπων «με τις λευκές μπλούζες», (6) είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι η Σοβιετική Ενωση έχει μπροστά της μια περίοδο εντυπωσιακής ανάπτυξης.
Στην πραγματικότητα, ένα τμήμα των στενών συνεργατών του Στάλιν, που υποτίθεται ότι ήταν δυναμικοί σταλινικοί -ορισμένοι ήταν πραγματικά!- περνούν στη δράση για να περιορίσουν τις καταστροφές που οφείλονται στον αρχηγό τους. Το κάνουν αρκετά γρήγορα μετά το θάνατό του, τον Μάρτιο του 1953, και κατά τρόπο ριζικό, προωθώντας μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα συγκεκριμενοποιηθούν κατά τη διάρκεια του 20ού συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, το 1956.
Άνθρωποι, των οποίων το μίσος για τη Σοβιετική Ένωση ανταποκρίνεται σε μια ψυχολογική ανάγκη την οποία δεν μπορώ να καταλάβω, συγκλονίστηκαν όταν βεβαίωνα ότι η κατάργηση των γκουλάγκ ήταν ένα από τα πρώτα μέτρα που υιοθέτησε η μετα-σταλινική ηγεσία. Μου φαίνεται πράγματι καθοριστικό να διακρίνουμε τα γκουλάγκ υπό τον Στάλιν, ως οικονομικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα του υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων (MVD), από το σύστημα των στρατοπέδων, το οποίο είχε μεταρρυθμιστεί σε βάθος, και το οποίο επιβίωσε ύστερα από το θάνατό του.
Επομένως, μπορούμε να αναρωτηθούμε για την επιμονή της Δύσης στα γκουλάγκ, για τους λόγους για τους οποίους αποδέχθηκε χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη την επιχειρηματολογία που εξίσωνε τα γκουλάγκ με το σοβιετικό καθεστώς, το οποίο ταυτιζόταν με το απόλυτο κακό. Χαιρέτισε τον υπέρμαχο αυτής της θέσης, τον Αλεξάντερ Σολτζενίτσιν, ως προφήτη.
Όμως ο Σολτζενίτσιν υπερασπιζόταν μια ιδεολογία του παρελθόντος. Μισούσε τους σοσιαλδημοκράτες που είχαν συσπειρωθεί γύρω από την επιθεώρηση Νόβι Μιρ και τον εκδότη της, Αλεξάντερ Τβαρντόβσκι. Ήταν ορκισμένος εχθρός της δυτικής δημοκρατίας. Μήπως αυτός ο κήρυκας μιας μεσαιωνικής ορθοδοξίας ήταν, άραγε, αναγκαίος για να συμπληρωθεί το ιδεολογικό κενό του ψυχρού πολέμου;
Το σοβιετικό σύστημα γνώρισε ακόμη έναν κύκλο παρακμής, με τη λεγόμενη περίοδο της «στασιμότητας», η οποία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Αυτή η περίοδος έθεσε το νέο ζήτημα των αντιφατικών προσανατολισμών μέσα στο σύστημα, που παράγονταν με την εμφάνιση ουσιαστικών φορέων αλλαγής.
Κοινωνική αλλαγή
Η αστυφιλία, ο εκσυγχρονισμός μεγάλης κλίμακας της χώρας, είχαν γίνει αναμφισβήτητα φαινόμενα. Έστω και αν το τμήμα του πληθυσμού που ζούσε στην ύπαιθρο παρέμενε σημαντικό, η πλειονότητα των πολιτών κατοικούσε πλέον σε πόλεις, είχε δεχθεί μια εκπαίδευση και είχε εξοικειωθεί με τις νέες τεχνολογίες. Η κατάσταση των γυναικών είχε επίσης γνωρίσει σημαντικές βελτιώσεις. Αυτές οι σημαντικές μεταμορφώσεις της κοινωνίας είχαν επίσης έμμεσες συνέπειες στον αγροτικό πληθυσμό, ο οποίος, χωρίς να μετακινηθεί προς τις πόλεις, υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο ζωής τους.
Το γρήγορο αυτό κίνημα γέννησε μια σχετικά νέα κοινωνία των πόλεων. Η αστυφιλία ήταν «νέα», ενώ το γραφειοκρατικοποιημένο κράτος, που είχε συνεργαστεί με το τσαρικό σύστημα, ήταν «παλιό». Παρά τη σχετική νεότητά του, το σύστημα που είχε εγκαθιδρυθεί μετά το 1917 είχε γεράσει πρόωρα.
Αυτό μας παραπέμπει στο ζήτημα των ενδείξεων ζωτικότητας. Το σοβιετικό κράτος ήταν τελείως γραφειοκρατικό και αυστηρά συγκεντρωτικό, ασκώντας έλεγχο από τα πάνω. Ωστόσο, η εξουσία στην κορυφή είχε καταστεί τελείως εξαρτημένη από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό, κυρίως από τον μηχανισμό των υπουργείων, ο οποίος είχε πετύχει να εξαναγκάσει την κορυφή να διαπραγματεύεται μαζί του. Προοδευτικά, πέτυχε ώστε η διαπραγμάτευση να εξελιχθεί προς όφελός του, και κατέληξε ακόμη και να πάψει να απαντά σε διαταγές. Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός μεταμορφώθηκε σε ένα τέρας που κινούνταν με τη δική του λογική και το οποίο οδήγησε το σύστημα στην άβυσσο.
Το θεμελιώδες γεγονός είναι ότι το κέντρο έχασε την εξουσία και τη δυνατότητά του να ελέγχει τις εξελίξεις. Αποδείχθηκε ανίκανο να κάνει αυτό το οποίο πρέπει να κάνουν τα συστήματα εάν δεν θέλουν να εξαφανιστούν, δηλαδή να μεταρρυθμίζεται, να προσαρμόζεται στις αλλαγές, να αλλάζει στρατηγική και πολιτικό προσανατολισμό, να κερδίζει νέους συμμάχους και να διεξάγει τη μάχη ενάντια στα κυριότερα εμπόδια. Το σύστημα αποπολιτικοποιήθηκε και δεν μπορούσε να επιβάλει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε. Κατά τρόπο συμβολικό, η χώρα διευθυνόταν από τον Λεονίτ Μπρέζνιεφ, έναν γενικό γραμματέα που ψυχορραγούσε, αν δεν ήταν ήδη νεκρός. Η αποπολιτικοποίηση, με την έννοια της απώλειας κάθε δυνατότητας άσκησης πολιτικής, δεν ήταν μόνο ένα σύμπτωμα: είχε φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή, επιβεβαιώνοντας την ιδέα ότι δεν υπήρχε πια «καθοδηγητικό κόμμα», με την έννοια ενός οργανισμού ικανού να αναπτύσσει συνεπή πολιτική δραστηριότητα.
Ένα τέτοιο κόμμα θα είχε αποφύγει την αξιοθρήνητη εξάρτηση από αυτή τη μάζα των ανώτατων αξιωματούχων των πιο ποικίλων διοικήσεων, οι οποίοι ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο για τα δικά τους συμφέροντα και ήταν και αυτοί με τη σειρά τους επικεφαλής ενός γιγαντιαίου στρατού από ηγετικά στελέχη απασχολημένα να «ιδιωτικοποιήσουν» τις επιχειρήσεις που υποτίθεται ότι διοικούσαν. Αναλυτές, προγραμματιστές, συγγραφείς, δημοσίευαν, προειδοποιούσαν, προέβλεπαν την καταστροφή, αλλά η κορυφή είχε παραλύσει. Αυτή την εποχή (από το τέλος της δεκαετίας του ’60 μέχρι και τη δεκαετία του ’80), κάθε κίνηση, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, θεωρείτο μοιραία.
Ο θρύλος, ο οποίος έχει διαδοθεί αρκετά, σύμφωνα με τον οποίο η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσε εξαιτίας δαπανών που δεν μπορούσε να αντέξει, και οι οποίες προκαλούνταν από τον ψυχρό πόλεμο και τον ανταγωνισμό στους εξοπλισμούς, δεν είναι, για να εκφραστούμε με αυτοσυγκράτηση, παρά ένα λάθος στη διάγνωση. Το ιντερλούδιο του Γιούρι Αντρόποφ (γενικού γραμματέα του κόμματος ανάμεσα στο 1982 και το 1984) είναι πολύ ενδιαφέρον, αλλά υπήρξε πολύ σύντομο για να μπορέσει να πείσει.
Η σύντομη αυτή περίοδος πρόσφερε στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναπολιτικοποίηση του συστήματος και στην κινητοποίησή του για επείγουσες μεταρρυθμίσεις στον οικονομικό και τον πολιτικό τομέα. Οι προϋποθέσεις επιτυχίας υπήρχαν. Η αποτυχία της ΕΣΣΔ είναι πλούσια σε διδάγματα για τα συστήματα, τους μετασχηματισμούς τους, τους κομπασμούς τους, τη γήρανσή τους, τις κρίσεις τους.
Το να μιλάει κανείς για γήρανση ισοδυναμεί με το να θεωρεί ότι ένα σύστημα περνά διαδοχικά από διαφορετικά στάδια, κατά τη διάρκεια των οποίων ένα καθεστώς δείχνει σημαντικό δυναμισμό, για να γνωρίσει, στη συνέχεια, περιόδους στασιμότητας και κατόπιν παρακμής, που ακολουθούνται από νέες δυναμικές φάσεις. Οι διαφορετικές στιγμές μπορούν να θεωρηθούν ως οι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, όσο το συγκεκριμένο σύστημα μπορεί ακόμα να ταυτίζεται ως τέτοιο και δεν είναι αθεράπευτο.
Τα εν λόγω φαινόμενα και η ορθότητά τους γίνονται καλύτερα κατανοητά αν συγκρίνουμε την ΕΣΣΔ με την Κίνα. Αναμφισβήτητα, μπορούμε να παραλληλίσουμε τα δύο καθεστώτα: το καθεστώς του Μάο Τσε Τουνγκ, όπως και το καθεστώς του Στάλιν, έκανε «μεγάλα άλματα προς τα μπρος», τα οποία ακολουθήθηκαν, σε καθεμία από τις δύο χώρες, από περιόδους στασιμότητας και παρακμής, και μετά από μορφές ανάκαμψης. Ωστόσο, τα δύο καθεστώτα γνώρισαν πολύ διαφορετική εξέλιξη.
Το σοβιετικό σύστημα, το οποίο όμως ήταν πολύ πιο ανεπτυγμένο, βούλιαξε σε μια φάση στασιμότητας και αποδείχθηκε ανίκανο να ξεκινήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ωστόσο ήταν απαραίτητες και για τις οποίες η χώρα ήταν έτοιμη. Αντίθετα, το κινεζικό σύστημα -που ανάγεται στον ίδιο τύπο πολιτικού συστήματος με το σοβιετικό- μπόρεσε να ξεκινήσει εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις, μολονότι δεν ήταν πολύ διαφορετικό από το καθεστώς του Στάλιν.
Ήταν πολύ περισσότερο καταπιεστικό και ήλεγχε πιο αυστηρά την κοινωνία απ’ ό,τι το σοβιετικό καθεστώς κατά την ίδια εποχή. Αυτό δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα των «κομμουνιστικών καθεστώτων», που τόσο έχουν αποδοκιμαστεί, αλλά στις δυνατότητες των ηγεσιών, σε ορισμένα στάδια, να μετασχηματιστούν ή όχι.
Ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας, ή πάντως ο χαρακτήρας χειραφέτησης της Οκτωβριανής Επανάστασης, δεν αμφισβητείται καθόλου. Αντίθετα, μπορούμε, άραγε, να μιλάμε για ένα σοσιαλιστικό σοβιετικό κράτος; Είναι δύσκολο να υποστηριχθεί μια τέτοια θέση. Το γεγονός ότι αυτοπροσδιορίστηκε το ίδιο ως «σοσιαλιστικό», με ένα «κομμουνιστικό» κόμμα, δεν βασίζεται σε τίποτε άλλο πέρα από τα συνθήματα και τις επίσημες αφίσες.
Ο σοσιαλισμός είναι μία μορφή δημοκρατίας που ξεπερνά όλες τις μορφές που μπορούν να υπάρξουν στον καπιταλιστικό κόσμο. Αυτό δεν μας λέει τίποτε για τον τύπο του οικονομικού συστήματος που μια τέτοια δημοκρατία θα μπορούσε ιδανικά να θέσει σε εφαρμογή. Ας πούμε απλώς ότι αυτό το σύστημα πρέπει να βρίσκεται στα χέρια της κοινωνίας, χωρίς καπιταλιστές ούτε γραφειοκράτες.
Ο στοχασμός πάνω σε αυτό το κράτος, το οποίο αυτοανακηρυσσόταν «σοσιαλιστικό» και διευθυνόταν από ένα «κομμουνιστικό» κόμμα, μπορεί να μας επιτρέψει να προτείνουμε κάποια στοιχεία απάντησης. Οι διακηρύξεις (όπως και οι μύθοι που άλλα κράτη προσπαθούν να διαδώσουν στον κόσμο) ήταν απαραίτητες για να νομιμοποιηθεί το σύστημα μπροστά στον ίδιο τον λαό του και μπροστά στον εξωτερικό κόσμο.
Αλλά αυτές οι διακηρύξεις δεν άντεχαν στη δοκιμασία της πραγματικότητας, όχι μόνο έξω από τη Ρωσία, αλλά στην ίδια τη Ρωσία, όπου, μετά τον Στάλιν, διαμορφώθηκε μια κοινωνία των πόλεων, αναπτυγμένη, μορφωμένη, με πολυάριθμα έμπειρα στελέχη σε όλους τους τομείς, ακόμα και στον τομέα διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων. Η κοινωνία τότε δεν μπορούσε να θεωρήσει το λόγο για τον «σοσιαλισμό» ως πραγματικότητα.
Το δράμα είναι ότι το βάρος της ιστορίας δεν είχε παραμεριστεί και δεν μπορούσε να παραμεριστεί. Η γραφειοκρατική «πανίδα» που είχε εγκατασταθεί σε βάθος και η οποία πολλαπλασιαζόταν στην τσαρική Ρωσία, είχε ίσως εξαφανιστεί όσον αφορά τα άτομα, αλλά το φαινόμενο είχε απλώς ξανανθίσει κάτω από μορφές που προσαρμόστηκαν στις σοβιετικές πραγματικότητες.
Το σοβιετικό κράτος αξίζει μια σοβαρή ιστορική μελέτη. Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο, σε κάθε περίπτωση: δεν ήταν σοσιαλιστικό. Αντίθετα, αυτοί που έκαναν τον Οκτώβρη ήταν σοσιαλιστές. Οι ιδέες στις οποίες πίστευαν και τις οποίες εφάρμοσαν, παραμένουν εξίσου ζωντανές όπως ήταν τότε, όταν στρατεύτηκαν σε αυτή την υπόθεση, καθώς ακούγονταν οι τριγμοί μιας χώρας και ενός έθνους που βρισκόταν στη διαδικασία της αποσύνθεσης, και έκαναν ξανά τη Ρωσία πρωταγωνίστρια της Ιστορίας.