el | fr | en | +
Accéder au menu

Πολιτικός τουρισμός στη Βόρεια Ιρλανδία

Το πεδίο μάχης που έγινε αξιοθέατο

Εμφύλιος χωρίς μάσκες

Στις 30 Ιανουαρίου, η καθολική μειονότητα της Βόρειας Ιρλανδίας τιμά την επέτειο της «Ματωμένης Κυριακής» του 1972, όταν ο βρετανικός στρατός κατέστειλε τη διαδήλωση των καθολικών πνίγοντάς τη στο αίμα. Βεβαίως, από τις 8 Μαΐου 2007, ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (ΔΕΚ), Ιαν Πέισλι, κυβερνά από κοινού με τον υπ’ αριθμόν 2 στην ηγεσία του Σιν Φέιν, Μάρτιν Μακ Γκίνες. Παρά τη συγκατοίκησή τους, η μάχη ανάμεσα στους εξτρεμιστές προτεστάντες και στους Δημοκρατικούς συνεχίζεται στο πεδίο της συλλογικής μνήμης, διαμέσου... του τουρισμού.

Εικόνες πανικόβλητου πλήθους, κραυγές, πυροβολισμοί... Αυθεντικά ηχητικά και κινηματογραφικά ντοκουμέντα προβάλλονται κατ’ επανάληψη στο ολοκαίνουριο μουσείο του Φρι Ντέρι -στην καρδιά της δημοκρατικής συνοικίας Μπογκσάιντ, στο Λοντοντέρι (Βόρεια Ιρλανδία)- όπου οι επισκέπτες ξαναζούν τη Ματωμένη Κυριακή.

Τη μέρα εκείνη, στις 30 Ιανουαρίου 1972, η διαδήλωση υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων της καθολικής μειονότητας (1) μετατράπηκε σε σφαγή. Δεκατρείς νεαροί διαδηλωτές βρήκαν τον θάνατο από τα πυρά του βρετανικού στρατού. Ανάμεσα στα εκθέματα του μουσείου υπάρχουν ρούχα κουρελιασμένα και κηλιδωμένα με αίμα. Σε μία προθήκη εκτίθενται μία φορεσιά μωρού και ένα μαντίλι -είχαν χρησιμοποιηθεί, μάταια, σαν επίδεσμοι για τις πληγές του Μάικλ Κέλι. Δίπλα, μία φωτογραφία δείχνει τον Τζον Γιανγκ να χαμογελά: η λεζάντα επεξηγεί ότι σκοτώθηκε από πυροβολισμό στο κεφάλι.

Στον τοίχο του μουσείου, το οποίο είναι κατά το ήμισυ αφιερωμένο στην τραγωδία, έχουν κρεμαστεί δεκατέσσερις σταυροί με τα ονόματα των δεκατριών θυμάτων, καθώς και του Τζον Τζόνσον, ο οποίος απεβίωσε τον Ιούνιο του 1972, εξαιτίας των τραυμάτων που υπέστη τη Ματωμένη Κυριακή. Στην άκρη του διαδρόμου, σε αφίσα της εποχής αναγράφεται με κεφαλαία το μήνυμα: «Καμία αδελφοσύνη».

Αμεροληψία με στολή

Σε απόσταση μόλις πεντακοσίων μέτρων από το μουσείο, χτυπά η καρδιά ενός διαφορετικού κόσμου: Στον μικροσκοπικό θύλακα των προτεσταντών και φιλομοναρχικών του Φάουντεν, εδρεύει το πολεμικό μουσείο «Heritage Tower»! Ο Ουίλιαμ Τζάκσον, ιδρυτής και διαχειριστής του ιδρύματος, υπεραμύνεται της αμεροληψίας του. Ωστόσο, το κύριο έκθεμα του μουσείου είναι μια συλλογή στρατιωτικών στολών και διακριτικών του βρετανικού στρατού.

Όπως και στο μουσείο του Φρι Ντέρι, συμπεριλαμβάνεται η στολή των «B-Specials» -κατά την εκδοχή των Δημοκρατικών ήταν «εφεδρική αστυνομική μονάδα, η οποία καταργήθηκε το 1969»). Εδώ, σχολιάζεται ως εξής: «Για τον Θεό και για το Όλστερ, στη μνήμη των "B-Specials" που αφοπλίστηκαν εξαιτίας της πίστης τους».

Όταν οι Δημοκρατικοί εξηγούν ότι αντιτάχθηκαν στους βρετανούς «αποικιοκράτες», οι φιλομοναρχικοί αντιτείνουν ότι επρόκειτο για εσωτερική διαμάχη και ότι ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (ΙΡΑ) τους έβαζε το μαχαίρι στον λαιμό. Για να δικαιολογήσει τον αγώνα τους, τόσο η μία όσο και η άλλη παράταξη εγκαινιάζουν μουσεία, οργανώνουν «taxi-tours» και ξεναγήσεις στις λαϊκές συνοικίες, ακόμη και στη φυλακή του Μέιζ όπου κρατούνταν οι παραστρατιωτικοί.

Σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη λήξη των ταραχών, (2) ο τουρισμός είναι κάθε άλλο παρά αμελητέο πεδίο μάχης. Μέχρι το 1998, η μικρότερη από τις επικράτειες του Βασιλείου απωθούσε τους επίδοξους επισκέπτες. Μετά τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, (3) το 1998, ο αριθμός των επισκεπτών του Μπέλφαστ ανήλθε από 200.000 ετησίως σε 1.200.000. Η οικονομική συνεισφορά τους υπολογίζεται στα 280 εκατομμύρια ευρώ. Οι επαγγελματίες προβλέπουν, μάλιστα, περαιτέρω αύξηση για το 2008, δεδομένης της επιτυχημένης πολιτικής μετάβασης.

Ενώ ο οργανισμός τουρισμού προωθεί κυρίως την Ακτή των Γιγάντων, το λιμάνι του Μπέλφαστ (όπου κατασκευάστηκε ο «Τιτανικός») ή τις καταπράσινες και απόκρημνες ακτές, οι ιδιωτικές εταιρείες εκμεταλλεύονται επικερδώς την πολιτική ιστορία. Οι αναταραχές του παρελθόντος έγιναν αξιοθέατο.

Στο Μπέλφαστ, το 35% των επισκεπτών επιβιβάζεται στα τουριστικά λεωφορεία που διέρχονται από τις λαϊκές συνοικίες των φιλομοναρχικών και των δημοκρατικών σχολιάζοντας τις τοιχογραφίες, ενώ το 11% προτιμά κάποιο από τα παραδοσιακά μαύρα ταξί για την ξενάγησή του. «Οι τουρίστες έρχονται κυρίως για να δουν τις συνοικίες όπου σημειώθηκαν βίαια επεισόδια.

Ένωση πρώην ένοπλων

Σε κάθε περίπτωση, στο Μπέλφαστ, είναι σχεδόν το μόνο που έχουμε να προσφέρουμε», ομολογεί ο Τζο Λέιβελ, ιδιοκτήτης της εταιρείας City Sight Seeing Belfast, η οποία διοργανώνει περιηγήσεις στην πρωτεύουσα με διώροφα ανοιχτά λεωφορεία. Ο Λέιβελ ξεκίνησε την επιχείρηση πριν από τέσσερα χρόνια με ένα και μοναδικό λεωφορείο και σήμερα διαθέτει έντεκα...

Οι Δημοκρατικοί κατάλαβαν γρήγορα ότι το ενδιαφέρον των ξένων για την ιστορία τους θα μπορούσε να αποβεί κερδοφόρο. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Τζέρι Άνταμς, πρόεδρος του Σιν Φέιν, θεωρούσε τον πολιτικό τουρισμό μέσο για την ανάπτυξη του θύλακα των καθολικών στο Δυτικό Μπέλφαστ, του οποίου ήταν εκλεγμένος αντιπρόσωπος.

Η ένωση των επαγγελματιών ταξί της κοινότητας άρχισε να διαθέτει ξεναγήσεις και εγκαινιάστηκε το γραφείο τουρισμού του Δυτικού Μπέλφαστ. (4) Από τις αρχές του 2007, η εταιρεία Coiste («κοινότητα», στα γαλλικά), που συσπειρώνει πρώην κατάδικους, δηλαδή πρώην ένοπλους αγωνιστές, προγραμματίζει περιηγήσεις στη δημοκρατική συνοικία σε καθημερινή βάση και προωθεί πολιτικές ξεναγήσεις στο Ντέρι (5) και στο Σάουθ Άρμα.

Ένας από τους ξεναγούς της, ο Παντράικ Μακ Κότερ, πρώην κατάδικος και μέλος του IRA, σχολιάζει τις τοιχογραφίες υπερασπιζόμενος τον αγώνα των Δημοκρατικών: «Δεν εγκωμιάζω την προηγούμενη δράση μου, απλώς εξηγώ τι έκανα», δικαιολογείται. Κάποιος σουηδός τουρίστας δεν ενοχλείται καθόλου από τον μεροληπτικό χαρακτήρα της ξενάγησης που καταλήγει σε ομαδική φωτογράφιση μπροστά στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Όπως εξηγεί: «Είναι σημαντικό να ενημερώνεται κανείς απευθείας από την πηγή. Προτιμώ να ακούσω την αφήγηση κάποιου που έζησε τις ταραχές από μέσα».

Ο Κότερ προσθέτει: «Παρ’ όλο που δεν θέλω να ρίξω το φταίξιμο στους επίσημους ξεναγούς, νομίζω ότι υπεραπλουστεύουν τη διαμάχη, εξομοιώνοντάς τη με αντιπαράθεση φατριών των προτεσταντών και των καθολικών, την οποία η βρετανική εξουσία προσπαθούσε απλώς να εξομαλύνει».

Ο Σον Μακ Μπράντεϊ, στέλεχος της Coiste, δηλώνει: «Είδαμε στον τύπο πολλές κριτικές σύμφωνα με τις οποίες οι ξεναγήσεις μας είναι "περιηγήσεις τρόμου". Όμως ο κόσμος ενδιαφέρεται για τη δική μας εκδοχή της ιστορίας». Επιμένοντας στους παιδαγωγικούς σκοπούς του εγχειρήματος, δικαιολογεί την προβολή της Ιρλανδίας ως πεδίου σύγκρουσης: «Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα πάντα ενόσω η διαμάχη δεν έχει τερματιστεί. Τα έξι καντόνια (6) παραμένουν υπό κατοχή και οι κοινωνικές διακρίσεις συνεχίζονται. Δεν έχουμε πάψει να επιθυμούμε την ανεξαρτησία».

Αναμφίβολα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι αντιλήψεις τόσο των Δημοκρατικών όσο και των φιλομοναρχικών έγιναν πιο προοδευτικές. Η Coiste συνεργάζεται σε πλήθος αναπτυξιακών σχεδίων με την ένωση των φιλομοναρχικών πρώην κατάδικων, Epic. Εδώ και πάνω από έναν χρόνο, η Coiste οργανώνει, κατά παραγγελία, μία μαραθώνια πολιτική ξενάγηση διάρκειας έξι ωρών στο Δυτικό Μπέλφαστ, από τη δημοκρατική συνοικία του Φολς μέχρι την προτεσταντική του Σάνκιλ Ρόουντ, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του «τείχους της ειρήνης».

«Τα δύο στρατόπεδα αποδέχτηκαν ότι υφίσταται η άλλη πλευρά, και αυτό πρέπει να προβληθεί» δηλώνει, ο Ουίλιαμ Σμιθ, ιθύνων της Epic που υπήρξε πρώην κατάδικος και μέλος των Εθελοντών του Όλστερ (UVF).

Στο «άντρο των συμμοριτών»

Η συνεργασία δεν είναι πάντοτε ειδυλλιακή. Η Σάουθ Άρμα, η νότια πλευρά του καντονιού της Άρμα, μία από τις περιοχές που πρωταγωνίστησε στην ένοπλη διαμάχη, εθεωρείτο βασικός προμαχώνας του IRA κατά την ταραχώδη περίοδο. Εκεί βρισκόταν, μάλιστα, ένα από τα πιο πολυσύχναστα στρατιωτικά ελικοδρόμια στην Ευρώπη. Οι τελευταίοι βρετανοί στρατιώτες εγκατέλειψαν την περιοχή μόλις τον περασμένο Ιούνιο.

Επικράτεια με πλούσια αλλά ανεκμετάλλευτη πολιτιστική κληρονομιά, γνώρισε εξαιρετική τουριστική ανάπτυξη τα τρία τελευταία χρόνια. Είτε οι περιηγήσεις έχουν πολιτικό χαρακτήρα είτε όχι, προσελκύουν κυρίως ξένους οι οποίοι έχουν περιέργεια να δουν από κοντά το μέχρι πρότινος απρόσιτο «άντρο των συμμοριτών».

Η Coiste διατηρεί, εδώ και μερικά χρόνια, πρόγραμμα ξεναγήσεων και λαμβάνει κρατική επιδότηση, διαμέσου του Συνδικάτου για την Ανάπτυξη της Σάουθ Άρμα (SATI). Βοήθημα το οποίο δεν παραχωρείται στον Ουίλιαμ Φρέιζερ, ο οποίος υπεραμύνεται των προτεσταντών στην περιοχή, όπου η συντριπτική πλειονότητα είναι καθολικοί. Υπεύθυνος της Ένωσης Υπεράσπισης των Θυμάτων (FAIR), «οραντζιστής», αποτυχημένος υποψήφιος βουλευτής -με προεκλογική εκστρατεία εναντίον της ενσωμάτωσης των «τρομοκρατών» του Σιν Φέιν στην κυβέρνηση- οργανώνει ξεναγήσεις στη Σάουθ Άρμα, οι οποίες αποσκοπούν στην αναπαράσταση της ζωής των προτεσταντών κατά τη διάρκεια των ταραχών που ξεδιπλώνονταν. «Οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να δικαιολογήσουν τη δράση τους χάρη στις "ξεναγήσεις" τους, κάτι που εμείς δεν κατορθώσαμε. Προσπαθώ να κάνω ευρύτερα γνωστή τη δική μας πραγματικότητα. Εάν κανείς δεν το επιχειρούσε, θα συνέχιζε να διαδίδεται η ίδια ιστορία για τους απελευθερωτές μαχητές του IRA που αντιτάχθηκαν στον βρετανικό στρατό. Τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Ήταν δολοφόνοι, χασάπηδες. Διηγούμαστε την ιστορία μας γιατί δεν θέλουμε να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο. Συχνά έρχονται εδώ αμερικανοί φοιτητές για να κάνουν έρευνα. Σε γενικές γραμμές, τρέφουν συμπάθεια για τους Ρεπουμπλικανούς, αλλά αλλάζουν γνώμη μετά την ξενάγηση».

Ιστορία χωρίς επιδότηση

Εν συντομία, ο Φρέιζερ και η Κιάρα Ριλ, εκπρόσωπος της Coiste στη Σάουθ Άρμα, αλληλοκατηγορούνται ότι εγκωμιάζουν την τρομοκρατία ή ότι υποθάλπουν το μίσος. Απέναντι στο φαινόμενο των πολιτικών περιηγήσεων, στο Μπέλφαστ έχουν αναδειχθεί ορισμένοι ανεξάρτητοι ξεναγοί, σε αντίθεση με το Λοντοντέρι και τη Σάουθ Άρμα.

Τα πέντε ταξί της εταιρείας Belfast Taxi Tours ξεναγούν τους επισκέπτες σε όλες τις λαϊκές συνοικίες, δημοκρατικές ή φιλομοναρχικές, σε αξιοθέατα όπως τοιχογραφίες, επιτύμβιες στήλες και σημεία τρομοκρατικών επιθέσεων, ακόμη και σε κατοικίες πρώην τρομοκρατών. Οι οδηγοί θεωρούνται αντικειμενικοί. Ωστόσο, είναι δύσκολο να τηρηθεί ουδέτερη στάση σε μια χώρα όπου ακόμη κι εκείνοι που δεν συντάσσονται ευθέως ούτε με τη μία ούτε με την άλλη κοινότητα, έχουν γαλουχηθεί σε μια νοοτροπία αντιπαραθέσεως.

Κατά τον ίδιο τρόπο, οι «κλασικοί» ξεναγοί προσπαθούν να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικοί. Η Μπάρμπαρα Φέργκιουσον, η οποία αρνείται να αποκαλύψει την «κοινοτική» της ταυτότητα στους τουρίστες, ξεναγεί γκρουπ στη Σάουθ Άρμα, αποσκοπώντας στην ανάδειξη της πολιτιστικής της κληρονομιάς και όχι των πεδίων ταραχών του παρελθόντος. Παρ’ όλα αυτά, η χαοτική ιστορία της πόλης τής επιβάλλεται: «Δεν θέλω να κερδίζω χρήματα εκμεταλλευόμενη τον θάνατο των άλλων. Όμως το 2000 ξενάγησα κάποιον Γερμανό που, στο τέλος, μου είπε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να φύγει χωρίς να μάθει για τις ταραχές. Τότε κατάλαβα πως δεν γινόταν να το αποφύγω». Το κράτος αντιμετωπίζει με δυσφορία την ανάπτυξη του πολιτικού τουρισμού. Αποφεύγοντας να εμπλακεί, ο οργανισμός τουρισμού της Βορείου Ιρλανδίας καταπιάνεται ακροθιγώς με το ζήτημα στην ιστοσελίδα του. (7)

Στο Μπέλφαστ, στο Λόντον Ντέρι ή στη Σάουθ Άρμα, τα τουριστικά γραφεία παραδέχονται ότι η ιστορία της πόλης ή της περιοχής τους προσελκύει υπολογίσιμο αριθμό τουριστών, αλλά σπεύδουν, κατά κανόνα, να προωθήσουν άλλα θέλγητρα της επικράτειάς τους. Οι απόψεις των πολιτικών διίστανται. Σε αντιδιαστολή με το Σιν Φέιν που προωθεί τον πολιτικό τουρισμό, η Νταϊάν Ντοντς (δημοτική σύμβουλος του Μπέλφαστ και μέλος του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος του πρωθυπουργού Ιαν Πέισλι) εκφράζει την αποστροφή της για το «φαινόμενο του θεματικού πάρκου» που επιβάλλεται στις λαϊκές συνοικίες. Κάνει λόγο για «τουρισμό ζωολογικού κήπου».

Ο πρώην εθνικιστής δήμαρχος της πρωτεύουσας, Πατ Μακ Κάρθι, βρίσκει επίσης θλιβερό το ότι ο τουρισμός επωφελείται από τους «πρώην παραστρατιωτικούς που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην καταστροφή και τους φόνους». (8) Προσπαθώντας να αμβλύνει την υπερβολικά εχθρική εικόνα της επικράτειας, η κυβέρνηση παρέχει επιδοτήσεις στις κοινότητες που δέχονται να αποσύρουν ή να τροποποιήσουν τις τοιχογραφίες υπέρ των παραστρατιωτικών. Τον περασμένο Ιούλιο, ακόμη και οι παραδοσιακές παρελάσεις των οραντζιστών -για τη νίκη του προτεστάντη Γκιγιόμ ντ’ Όραντζ επί του καθολικού Ιακώβου Β’- προσέλκυσαν πολλούς ξένους, εκπλήσσοντας τους πάντες.

Ο οργανισμός τουρισμού της Βόρειας Ιρλανδίας έκανε πρόταση συνεργασίας στην Αρχή του Όραντζ, ώστε η εκδήλωση να λάβει πιο οικογενειακό και φιλικό χαρακτήρα, για να μην τρομάξει τους νέους επίδοξους επισκέπτες. Είναι, όμως δύσκολο, να αποτρέψει τους φιλομοναρχικούς και τους Δημοκρατικούς, από τη μετάθεση της αντιπαλότητας στο πεδίο της μνήμης, έπειτα από μία διένεξη που διήρκησε τρεις δεκαετίες. Τόσο για τους μεν όσο και για τους δε, πρόκειται για το νέο πεδίο μάχης. (9)

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Benoît Lety

Δημοσιογράφος

(1Οι προσδιορισμοί «προτεστάντες» ή «καθολικοί» αποτυπώνουν περισσότερο την πολιτική ταυτότητα και την κοινότητα προέλευσης, παρά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Οι προτεστάντες (54%) του πληθυσμού, γενικά φιλοενωτικοί, τίθενται υπέρ της διατήρησης της ένταξης της Βόρειας Ιρλανδίας στη Μεγάλη Βρετανία. Οι καθολικοί, στην πλειονότητά τους εθνικιστές, αγωνίζονται για την ενοποίηση της νήσου. Οι δημοκράτες καθολικοί (ΙΡΑ, Σιν Φέιν) και οι φιλομοναρχικοί προτεστάντες [Ένωση για την Άμυνα του Όλστερ (UDA), Δύναμη των Εθελοντών του Όλστερ (UVF)] θεωρούσαν ότι θα πετύχαιναν τον σκοπό τους μόνο διά της βίας.

(2Παραδοσιακά, οι ιστορικοί θεωρούν ως αφετηρία των ταραχών τις πρώτες μεγάλες διαδηλώσεις υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των καθολικών, το 1968, και ως καταληκτήριο σημείο τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής.

(3Υπογράφτηκε από τη βρετανική και την ιρλανδική κυβέρνηση το 1998 - η προτεσταντική κοινότητα και η αντίστοιχη μερίδα του τύπου ονομάζουν τη συνθήκη «Συμφωνία του Μπέλφαστ».

(5«Londonderry» είναι η επίσημη ονομασία της πόλης στη Μεγάλη Βρετανία. Ωστόσο, η καθολική κοινότητα ονομάζει την πόλη «Derry». Καθώς οι εθνικιστές πλειοψηφούν στο δημοτικό συμβούλιο, η πόλη ονομάζεται επισήμως «Derry City» στα έγγραφα του συμβουλίου, αλλά το κράτος διατηρεί μέχρι σήμερα το όνομα «Londonderry».

(6Η Βόρεια Ιρλανδία περιλαμβάνει έξι από τα τριάντα δύο παραδοσιακά ιρλανδικά καντόνια: Αντρίμ, Άρμα, Ντάουν, Φερμανάγκ, Λόντον Ντέρι και Τιρόν. Καθώς δεν αναγνωρίζουν την πολιτική υπόσταση της Βόρειας Ιρλανδίας, οι Δημοκρατικοί χρησιμοποιούν συχνά την έκφραση «τα έξι καντόνια».

(8Eleanor Burnhill, «Weeds and wild flowers, Political tourism in West Belfast», «Edinburg Review», τ. 120, 2007.

(9(9) Για τους «παράλληλους κόσμους» των δύο κοινοτήτων της Βόρειας Ιρλανδίας βλ. και Cedric Gouverneur, «Η βαλκανοποίηση της Βόρειας Ιρλανδίας», «K.E.-Monde Diplomatique», 20 Αυγούστου 2006.

Μοιραστείτε το άρθρο