Τρεις ημέρες μετά τις «ιστορικές εκλογές» που «διεξήχθηκαν με ηρεμία» (σύμφωνα με τον αμερικανό πρεσβευτή στο Ναϊρόμπι Μάικλ Ρανενμπέργκερ), η χώρα βυθίστηκε στο χάος. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, που ήταν εμφανώς νοθευμένα προς όφελος του Μβάι Κιμπάκι, (1) προκάλεσε φονικές συγκρούσεις. Έχουν καταμετρηθεί περισσότεροι από 700 νεκροί από «βιαιοπραγίες συμμοριών χειραγωγούμενων νεαρών οι οποίοι τρομοκρατούν τον πληθυσμό», σύμφωνα με τον ερευνητή Ερβέ Μοπέ, ο οποίος υποβαθμίζει αισθητά τον εθνοτικό χαρακτήρα αυτών των γεγονότων. (2) «Για την εκατόμβη ευθύνονται, και οι δυνάμεις της αστυνομίας, που έχουν λάβει την άδεια να πυροβολούν κατά βούληση».
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί παρόμοια γεγονότα σε μια τόσο ήρεμη χώρα της Ανατολικής Αφρικής; Σίγουρα όχι οι πολίτες των δυτικών κοινωνιών, καθώς η Κένυα, όπως του παρουσιαζόταν τις παραμονές της κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, έδειχνε να διαιωνίζει τα στερεότυπα περί ονειρικών «απέραντων ανοιχτών οριζόντων», τα οποία βρίσκονται κάπου ανάμεσα στις φωτογραφίες του Πίτερ Μπερντ και την ταινία «Ο βασιλιάς των λιονταριών. (3)
Έτσι, στο γαλλικό κανάλι TF1, η εικόνα της χώρας συνοψιζόταν σε ρεπορτάζ για το Τουνγκάι, ένα χωριό περίπου 30 γυναικών Μασάι που αποφάσισαν να ζουν στο εξής μακριά από τους άντρες. (4) Επρόκειτο για μια όμορφη ιστορία της αιώνιας Αφρικής, με ολίγον από «καλώς νοούμενο φεμινισμό». Η ιλουστρασιόν εκδοχή προβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό και από τον ευρωπαϊκό περιοδικό τύπο, ο οποίος είχε κάθε συμφέρον να μην δυσαρεστήσει τον κενυατικό οργανισμό τουρισμού και χάσει τα διαφημιστικά του κονδύλια.
Όμως, τα μπανγκαλόου των εθνικών πάρκων και τα ξενοδοχεία των παραλίων του Ινδικού Ωκεανού, όλες οι υποδομές που προσελκύουν κάθε χρόνο περισσότερο από ένα εκατομμύριο τουρίστες, δεν είναι ουσιαστικά τίποτα άλλο από ένας κόσμος αποκομμένος από την πραγματικότητα. Παρά τον ρυθμό ανάπτυξης στο 6% για το 2007 και την κατακόρυφη άνοδο του χρηματιστηριακού δείκτη κατά 800% μέσα σε έξι χρόνια, ο ανθόκηπος και ο λαχανόκηπος της Μαύρης Ηπείρου, το «υπόδειγμα οικονομικής ευημερίας και σταθερότητας στην Αφρική», το χαϊδεμένο παιδί των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, υπέφερε από έναν κρυφό πυρετό, τον ίδιο ακριβώς με αυτόν που έπληττε τους γείτονές του (Αιθιοπία, Σομαλία, Σουδάν, Ουγκάντα).
Σε απόσταση μικρότερη των δύο χιλιομέτρων από το επιχειρηματικό κέντρο του Ναϊρόμπι είχαν ήδη πυροδοτηθεί οι ωρολογιακές βόμβες των 143 τενεκεδουπόλεων της πρωτεύουσας. Είναι γνωστό ότι αυτές οι ζώνες όπου στοιβάζονται οι απόκληροι είναι οι μεγαλύτερες και οι πλέον εκρηκτικές σε ολόκληρη την υποσαχάρια Αφρική. (5)
Το κέντρο της Αφρικής
Η βία υπέβοσκε ήδη στην πρωτεύουσα, όπου ζουν 20.000 δυτικοί εργαζόμενοι, και η οποία αποτελεί κομβικό σημείο για τις ανθρωπιστικές οργανώσεις (φιλοξενεί τα περιφερειακά γραφεία των υπηρεσιών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων) και τα μέσα ενημέρωσης (παρατηρείται η μεγαλύτερη συγκέντρωση ξένων δημοσιογράφων σε ολόκληρη την ήπειρο). Επίσης οι εκπρόσωποι της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας την χρησιμοποιούν ως βάση (εκατό πολυεθνικές εταιρείες) προκειμένου να κατακτήσουν τις αναδυόμενες αγορές της Ανατολικής Αφρικής.
Όπως παρατήρησε εν θερμώ η καθηγήτρια Ζακλίν Κλοπ του πανεπιστημίου Κολούμπια, «από την εποχή της αποικιοκρατίας, η ιστορία της χώρας σημαδεύτηκε από τη βία και την καταστολή (...). Στα περισσότερα μέρη όπου ξέσπασε η βία (όπως το Έλντορετ, το Μόλο και το Νάροκ) είχαν σημειωθεί συγκρούσεις και κατά τη διάρκεια των εκλογών του 1992 και του 1997. Ο μεγάλος αριθμός των ατόμων που αναγκάστηκαν εξαιτίας των συγκρούσεων να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν μέσα στη φτώχεια και την ανασφάλεια, είναι, για μια ακόμη φορά, τα πρώτα θύματα». (6)
Το φθινόπωρο του 2007, όταν ο ηγέτης της αντιπολίτευσης, Ράιλα Οντίνγκα, βρισκόταν στην πρώτη θέση των δημοσκοπήσεων, η χώρα μόλις είχε βγει από έναν κύκλο αντιπαράθεσης και αίματος. Στην καρδιά των «no go zones» της πρωτεύουσας -στις οποίες ήταν ακόμα αισθητός ο αντίκτυπος των φονικών συγκρούσεων του 2006 ανάμεσα στις πολιτοφυλακές της φυλής Λούο (επονομαζόμενες και Ταλιμπάν) και της φυλής Κικούγιου [γνωστές με το όνομα Μουνγκίκι (Πλήθος)] για τον έλεγχο της λαθραίας διακίνησης του τσάνγκαα (νοθευμένο παραδοσιακό οινοπνευματώδες ποτό)- ξέσπασε ένα κύμα εκτελέσεων. Διαπράχτηκε από τις ομάδες Κβε-Κβε, τις ειδικές δυνάμεις της κυβέρνησης που πυροβολούσαν εν ψυχρώ τους νεαρούς κατοίκους των τενεκεδουπόλεων για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ανήκαν στους Μουνγκίκι.
Η δράση αυτών των πραγματικών ταγμάτων θανάτου είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια 500 ατόμων. Επιπλέον, τα κακουργήματα των Μουνγκίκι, τα οποία καταγγέλθηκαν από την Κενυατική Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αλλά και ο καταλογισμός στους Μουνγκίκι, από τον εθνικό τύπο της χώρας, όλων των ευθυνών για την ανασφάλεια που επικρατεί στο Ναϊρόμπι, συνέβαλαν στο να αναπτυχθεί κλίμα εχθρότητας ενάντια στους Κικούγιου -την εθνότητα του προέδρου- στο 60% των κατοίκων του Ναϊρόμπι που στοιβάζεται στις αυτοσχέδιες συνοικίες.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, στους πρόποδες του όρους Ελγκον και του όρους Κένυα, όπως και στην Κοιλάδα του Ριφτ, όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης και οι εκτοπίσεις πληθυσμών που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του ’90 (7) είχαν αναζωπυρώσει την εχθρότητα ανάμεσα στην πλειοψηφούσα ομάδα των αγροτών Κικούγιου και τη μειοψηφούσα φυλή κτηνοτρόφων Καλεντζίν: «πολιτοφυλακές που καθοδηγούνται από ισχυρούς πολιτικούς σκορπίζουν τον τρόμο, εφαρμόζοντας μια πολιτική που αποσκοπεί στην πρόκληση αστάθειας μέσα από τις βιαιοπραγίες, καθώς και στην αλλοίωση της πολιτικής γεωγραφίας και του πολυεθνοτικού χαρακτήρα των περιοχών». (8)
Σ’ αυτό το κλίμα το περασμένο φθινόπωρο, διαδίδονται φήμες περί ατασθαλιών: ο 76χρονος απερχόμενος πρόεδρος υιοθέτησε μια διοικητική «μεταρρύθμιση». Πολλαπλασιάστηκαν τα εκλογικά κέντρα σε περιοχές που διάκεινται ευνοϊκά προς αυτόν, ενώ αντικαταστάθηκε και μέρος των μελών της Εκλογικής Επιτροπής (ECK).
Συμφωνία στον αέρα
Η προεκλογική εκστρατεία, όπου πρωτοστατούσαν δύο σημαντικές προσωπικότητες της κενυατικής πολιτικής σκηνής οι οποίες έπαιζαν -ύστερα από τέσσερις δεκαετίες ανταγωνισμού μεταξύ τους- την τελευταία τους παρτίδα σε ένα «πολύπλοκο παιχνίδι συμμαχιών και προδοσιών, ανάλογα με τους προσωπικούς στόχους της καθεμιάς, το οποίο καμουφλαριζόταν ξεδιάντροπα σε εθνοτική αντιπαράθεση», (9) σημαδεύτηκε από τη διαφθορά και το βρόμικο χρήμα. Όλοι οι υποψήφιοι για την προεδρία υπογράφουν ενώπιον της ECK έναν κώδικα δεοντολογίας με τον οποίο δεσμεύονται πανηγυρικά να μην καταφύγουν στη βία.
Ωστόσο, η τραγωδία είχε ήδη δρομολογηθεί. Θα ξεσπάσει σε αυτές ακριβώς τις εκλογικές περιφέρειες όπου «η σύμπτωση ενός ολοένα μεγαλύτερου χάσματος ανάμεσα στους φτωχούς και στους πλούσιους με την ολοένα μεγαλύτερη εξαθλίωση, οδηγούν στην εξέγερση που τροφοδοτείται από τις διαψευσμένες ελπίδες ». (10)
Έχοντας μετατραπεί σε οπαδούς του Κιμπάκι και του Οντίνγκα, βέβαιοι για την ατιμωρησία τους, οι πρωταγωνιστές των βιαιοπραγιών του παρελθόντος κινητοποιήθηκαν και πάλι, για να διεξαγάγουν μια καινούρια σκοτεινή εκστρατεία: να σκορπίσουν χρήματα και το δηλητήριο της πικρίας σε έναν πληθυσμό που αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στις υπερβολικές ελπίδες και στην έκρηξη της οργής. Φτώχεια, ατιμωρησία, χειραγώγηση, άνεργη νέα γενιά που τριγυρνάει στους δρόμους...
Αντίθετα με ό,τι γράφτηκε βιαστικά όταν ξέσπασε η κρίση στα τέλη του 2007, τα αίτια αυτής θυμίζουν περισσότερο ανάλογα περιστατικά της Ακτής του Ελεφαντοστού στα τέλη της δεκαετίας του 1990, παρά τη Ρουάντα του 1994.
Η κύρια αντίθεση
Για την αγγλόφωνη Δυτική Αφρική, το Ναϊρόμπι διαδραματίζει ακριβώς τον ίδιο ρόλο ως σταυροδρόμι της περιοχής, με εκείνον που διαδραμάτιζε το Αμπιτζάν στη γαλλόφωνη Δυτική Αφρική. Κι όπως συνέβη στις συνοικίες του Αμπιτζάν (Λε Πλατό και Κοκοντί), οι περισσότεροι από τους Δυτικούς που εργάζονταν στο Ναϊρόμπι, οχυρωμένοι μέσα στα κτίρια υψηλής ασφαλείας των ακριβών συνοικιών της πρωτεύουσας, προτίμησαν να μην κοιτάζουν την πραγματικότητα κατάματα, τηρώντας μια σώφρονα σιωπή. Όμως, σήμερα, η κρίση έχει δείξει το πραγματικό της πρόσωπο: την αντιπαράθεση ανάμεσα στους πλούσιους και τους εγκαταλελειμμένους στη μοίρα τους κατοίκους των παραγκουπόλεων, «στη γεμάτη έπαρση πολιτική ελίτ και στον λαό που ζει μέσα στην εξαθλίωση ». (11)
Ο Κιμπάκι αποδοκιμάστηκε από το φτωχότερο τμήμα της εθνότητάς του (Κικούγιου), το οποίο δεν δίστασε να ψηφίσει εναντίον του ανταποκρινόμενο στην έκκληση του Οντίνγκα (ενός Λούο), όπως άλλωστε συνέβη και στην περίπτωση του συνταγματικού δημοψηφίσματος της 22ης Νοεμβρίου 2005. (12)
Πράγματι, μέσα σε δύο χρόνια, από το 2003 ώς το 2005, ο αρχηγός του κράτους απογοήτευσε όλους όσους ήλπιζαν στην αλλαγή. Οι υποσχέσεις για δικαιοσύνη, δημιουργία επιτροπών για την καταπολέμηση της διαφθοράς, για αποκατάσταση της αλήθειας και τη συμφιλίωση, ώστε να επουλωθούν οι πληγές που άνοιξαν οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων επί 23 χρόνια από το καθεστώς ‘Αραπ Μόι, εκμηδενίστηκαν.
Καθώς αδυνατούσε να επιτύχει την καταδίκη των ενόχων, ο Τζον Γκιθόνγκο, «τσάρος» της επιτροπής για την καταπολέμηση της διαφθοράς, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 2005. Εκείνη ακριβώς την εποχή, ο Οντίνγκα, ο οποίος θεωρούνταν ο πρωτεργάτης της νίκης του Κιμπάκι το 2002, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον κυβερνητικό συνασπισμό στον οποίο κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζε το περιβάλλον του προέδρου -όλοι Κικούγιου.
Ο εξηνταδυάχρονος Οντίνγκα είναι ένας ικανότατος κι έμπειρος στυγνός κερδοσκόπος, «του οποίου το δημαγωγικό παρελθόν κάθε άλλο παρά αθώο είναι». (13)Το νεφέλωμα των συμβούλων του φαίνεται εξίσου θολό κι εκρηκτικό με εκείνο του πρώην αφεντικού του: ο Μουσάλια Μουνταβάτι, στον οποίο ο ηγέτης της αντιπολίτευσης υποσχέθηκε την αντιπροεδρία εάν εκλεγεί πρόεδρος, υπήρξε υπουργός Οικονομικών του Αραπ Μόι και είχε εμπλακεί σε ένα από τα χειρότερα σκάνδαλα υπεξαίρεσης, στην υπόθεση Γκόλντενμπεργκ . (14)
Επίσης, ο Γουίλιαμ Ρούτο, Καλεντζίν «βαρόνος» της Κοιλάδας του Ριφτ, η οποία έχει αποφασιστική σημασία για τη χώρα, και επικεφαλής της νεολαίας της Εθνικής Αφρικανικής Ενωσης της Κένυας (Kanu), του κόμματος που είχε ιδρύσει ο πρόεδρος Μόι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, επωφελήθηκε προσωπικά από τα εκατοντάδες εκατομμύρια σελίνια που είχε τυπώσει η Εθνική Τράπεζα της Κένυας για να εξασφαλιστεί η επανεκλογή του μέντορά του.
Εξαιρετικά αμφιλεγόμενο είναι και το βιογραφικό ενός από τους συμβούλους του Οντίνγκα, του αμερικανού μάγου της επικοινωνίας Ντικ Μόρι, ο οποίος υπήρξε ο σκηνοθέτης της πορτοκαλί ψευδοεπανάστασης στην Ουκρανία, τον Νοέμβριο του 2004. Τελικά, κάτω από τις πιέσεις της κοινής γνώμης, θα απομακρυνθεί πριν από το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας.
Όμως, ο κίνδυνος να ξεσπάσουν βίαιες εντάσεις είναι μεγαλύτερος κατά τη διάρκεια των περιόδων δημοκρατικής μετάβασης, ιδίως μέσα σε μια συγκυρία καλπάζουσας παγκοσμιοποίησης που απαιτεί γρήγορες προσαρμογές. Επίσης, η πενταετία του κιμπακισμού συνέβαλε στο να βαθύνει το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς μέσα σε μια κοινωνία όπου το 50% του πληθυσμού ζει με εισόδημα μικρότερο των δύο δολαρίων την ημέρα. (15)
Χαμένοι στο διηνεκές
Στις τενεκεδουπόλεις της Μομπάσα, του Ναϊρόμπι και του Κισούμου φυτοζωεί ένας σχετικά νέος πληθυσμός (η πλειονότητά του είναι κάτω των 40 ετών), ο οποίος είναι θεατής της παγκοσμιοποίησης και ταυτόχρονα αποκλεισμένος από αυτήν. Είναι οι πρωταγωνιστές (μερικές φορές) ή οι θεατές (συχνότερα) της «αγοράς της επισφαλούς ζωής» που επικρατεί στις φτωχογειτονιές: επί πληρωμή προστασία των οδών, διά της βίας είσπραξη των χρωστούμενων ενοικίων, απόσπαση χρημάτων για την προστασία των μέσων μαζικής μεταφοράς, παράνομη σύνδεση στο δίκτυο ηλεκτρισμών, κατάληψη και είσπραξη δικαιωμάτων για τη χρήση των ελάχιστων αποχωρητηρίων.
Ανήσυχη, η κοινωνιολόγος Αβίντα Ατιένο, η οποία πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα στο περιβάλλον των νεαρών Κικούγιου των τενεκεδουπόλεων του Ναϊρόμπι, αναρωτιόταν, την παραμονή των εκλογών: «Για το καλό της Κένυας, ας ελπίσουμε ότι οι Μουνγκίκι είναι απλώς το σύμπτωμα ενός περαστικού εκλογικού πυρετού και όχι η απότομη και βίαιη προειδοποίηση για κάτι πολύ πιο βίαιο (16)
Η Τζιντάγι Φρέιζερ, αρμόδια για ζητήματα αφρικανικών υποθέσεων στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, η οποία κατέφθασε επιτόπου μόλις ξέσπασε το κύμα της βίας, κάλεσε τους Κιμπάκι και Οντίνγκα να επιλύσουν το πρόβλημα «συνεργαζόμενοι για την ενίσχυση των θεσμών της Κένυας». (17)
Γιατί η Κένυα είναι «κομβικός στρατηγικός» εταίρος της Ουάσιγκτον (η οποία της χορήγησε 500 εκατομμύρια δολάρια το 2007) και η προκεχωρημένη βάση των Ηνωμένων Πολιτειών στον αγώνα τους ενάντια στην τρομοκρατία που ταλανίζει το Κέρας της Αφρικής. Μάλιστα, συγκαταλέγεται στις χώρες που βολιδοσκοπούνται για να φιλοξενήσουν την Africom, της στρατιωτική διοίκηση την οποία η Ουάσινγκτον εγκαθιστά αυτή τη στιγμή στη Μαύρη Ήπειρο.
Επιπλέον, οι αναταράξεις που προκαλεί η αποσταθεροποίηση του κυριότερου κόμβου θαλάσσιων επικοινωνιών της Ουγκάντας, της Ρουάντας, του Μπουρούντι, του Νότιου Σουδάν και του Ανατολικού Κονγκό που πλήττονται ήδη από την αλματώδη αύξηση της τιμής της βενζίνης και των ειδών πρώτης ανάγκης, συμβάλλουν ακόμα περισσότερο στην εξασθένηση των οικονομιών της ενδοχώρας της Ανατολικής Αφρικής.
Το Πορτοκαλί Δημοκρατικό Κίνημα (ODM) του Οντίνγκα ελέγχει ήδη την πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Αυτό δεν εμπόδισε τον Κιμπάκι να διορίσει τον Ιανουάριο μία κυβέρνηση όπου συναντάμε πολλούς παλαιούς και εξαιρετικά αμφιλεγόμενους γνώριμους της εξουσίας. Για παράδειγμα, τον υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας, Τζορτζ Σαϊτότι, ο οποίος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί το 2006 από το υπουργείο Παιδείας, καθώς είχε αναμειχθεί κι αυτός στο σκάνδαλο Γκόλντενμπεργκ.
Ο επόμενος γύρος
Από την πλευρά του, ο Κιραΐτου Μουρούνγκι επιστρέφει στο υπουργείο Ενέργειας, το οποίο είχε εγκαταλείψει το 2006, καθώς είχε προσπαθήσει να εμποδίσει τη διεξαγωγή της έρευνας για μια άλλη υπόθεση διαφθοράς, το σκάνδαλο της Angloleasing Finance . (18)
Ο Κιμπάκι εξακολουθεί να προσπαθεί να πείσει ότι η κρίση δεν έχει λάβει διαστάσεις. Υποσχέθηκε δε να διευρύνει ακόμα περισσότερο την κυβέρνησή του. Ωστόσο, η πορτοκαλί αντιπολίτευση αρνείται να συμμετάσχει σε αυτήν. Η χώρα βυθίζεται στην ακυβερνησία.
Σύμφωνα με μια διάσημη παροιμία των Κικούγιου, «όταν δύο ελέφαντες συγκρούονται στη σαβάνα, ο μόνος που υποφέρει είναι το χορτάρι». Κι όπως μας υπενθυμίζει η Ζακλίν Κλοπ, «αυτή τη φορά, είναι καιρός να ζητήσουμε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Ειδάλλως, θα συμβάλλουμε στο να εμποδίσουμε ακόμα περισσότερο την εύθραυστη πορεία της Κένυας προς τη δημοκρατία».
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»