Κινήματα ενάντια στην ακρίβεια σε Μπουρκίνα Φάσο, Μάλι, Μαυριτανία, Νιγηρία, Ακτή Ελεφαντοστού και Καμερούν, «διαδηλώσεις της κατσαρόλας» ενάντια στην αύξηση της τιμής του ψωμιού στο Ντακάρ (Σενεγάλη) οι οποίες αντιμετωπίζονται με άγρια καταστολή...
Οι πληθυσμοί της Αφρικής υφίστανται τις συνέπειες της παγκόσμιας ανόδου της τιμής των δημητριακών. Η τιμή του εισαγόμενου από την Ασία ρυζιού, που αποτελεί τη βάση της διατροφής πολλών πληθυσμών, αυξάνεται με επικίνδυνο ρυθμό (στη Σενεγάλη, σε μία μόνο ημέρα, η τιμή του 50κιλου τσουβαλιού πέρασε από τα 21,3 ευρώ στα 26), τη στιγμή που και οι τιμές των υπόλοιπων δημητριακών σπάνε όλα τα ρεκόρ στις αγορές της Αμερικής.
Στην αρχή της χιλιετίας, η διατροφική ασφάλεια μετατρέπεται σε πηγή ανησυχίας ακόμα και για τις βιομηχανικές χώρες. Παρατηρητές όπως ο Ζαν Ζιγκλέρ, μέχρι πρόσφατα ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για το δικαίωμα στη διατροφή, εκφράζουν το φόβο τους για την εμφάνιση λιμών στη Δυτική Αφρική. (1) Ακόμα και στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου η γεωργία θυσιάστηκε στο βωμό της βιομηχανικής επανάστασης, (2) το υπουργείο που είναι αρμόδιο για τα ζητήματα σχετικά με την ύπαιθρο, τη διατροφή και το περιβάλλον εκδήλωσε την ανησυχία του, σε μελέτη που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Δεκέμβριο του 2006, (3) για τους κινδύνους που απειλούν τη διατροφική ασφάλεια.
Το καλοκαίρι του 2007, την εποχή του θερισμού για τους αγρότες του Βόρειου Ημισφαιρίου, οι τιμές διπλασιάστηκαν: στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγο, σημείο αναφοράς για το παγκόσμιο εμπόριο δημητριακών, η τιμή του σιταριού πέρασε -στο διάστημα μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου- από τα 200 δολάρια (126 ευρώ) ο τόνος στα 400 δολάρια (252 ευρώ).
Το ίδιο σενάριο παρατηρήθηκε και στο Παρίσι: στις αρχές του Σεπτεμβρίου η τιμή του σίτου που προοριζόταν για αλευροποίηση έφτασε στα ύψη: 300 ευρώ. Στα μέσα Μαρτίου του 2008, όταν οι ΗΠΑ εξάντλησαν σχεδόν πλήρως τις εξαγωγικές τους δυνατότητες, το κόστος ανέβηκε κι άλλο. Μέσα σε έναν χρόνο, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 130% στην αμερικανική προθεσμιακή αγορά -πρόκειται για ιστορικό ρεκόρ.
Η μεγαλύτερη αύξηση, πάντως, σημειώθηκε στην Αϊτή όπου, μέσα σε μία μόλις εβδομάδα, η τιμή του ρυζιού διπλασιάστηκε, με αποτέλεσμα να προκληθούν εξεγέρσεις που προκάλεσαν το θάνατο 5 ατόμων και τον τραυματισμό 200.
Επισφαλής ισορροπία
Τα τελικά αποθέματα (οι ποσότητες που έχουν απομείνει στα σιλό των χωρών που παράγουν δημητριακά πριν από την έναρξη του θερισμού) μειώνονται σταθερά, τη στιγμή που αυξάνεται η ζήτηση: η ρύθμιση της αγοράς δεν πραγματοποιείται πλέον με την αύξηση της προσφοράς, αλλά με την προσφυγή στα αποθέματα που έχουν συσσωρευθεί στις χώρες εξαγωγούς. Αυτή η επισφαλής ισορροπία ανατράπηκε το 2007 εξαιτίας του συνδυασμού δύο παραγόντων: αφ’ ενός της γενικευμένης αύξησης της ζήτησης (4) που δημιουργεί η ραγδαία αύξηση των φυτικών καυσίμων (5) και, αφ’ ετέρου, της κακής εσοδείας που οφειλόταν σε κλιματικούς παράγοντες. Τα δύο φαινόμενα οδήγησαν σε παροξυσμό τις εντάσεις που προκάλεσε η αύξηση της ζήτησης τροφίμων σε αναδυόμενες χώρες όπως η Κίνα.
Το πρώτο φαινόμενο απορροφά το 10% της παγκόσμιας παραγωγής καλαμποκιού. Ωστόσο, δεν είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για την αλματώδη αύξηση της τιμής των δημητριακών, γιατί οι Αμερικανοί -οι κυριότεροι κατασκευαστές φυτικών καυσίμων- αύξησαν σημαντικά την παραγωγή καλαμποκιού για να ανταποκριθούν στην ζήτηση.
Ο δεύτερος παράγοντας διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο το 2007: η ξηρασία στην Αυστραλία, η έλλειψη ηλιοφάνειας κι οι υπερβολικές βροχοπτώσεις στην Ευρώπη, και ο παγετός στην Αργεντινή είχαν ως αποτέλεσμα μια αναιμική παραγωγή. Βέβαια, απέχουμε πολύ από τη γενικευμένη έλλειψη τροφίμων, ωστόσο, στις αίθουσες συναλλαγών των χρηματιστηρίων εμπορευμάτων, η καμπύλη των τελικών αποθεμάτων αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα που καθορίζει τις αγοραπωλησίες: η σημαντική πτώση της ευνόησε την άνοδο των τιμών.
Το σιτάρι καταναλώνεται σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο και είναι αναντικατάστατο στην παραγωγή ψωμιού, ζυμαρικών και σιμιγδαλιού. Είναι δε το κατ’ εξοχήν δημητριακό που αποτελεί αντικείμενο ανταλλαγών, καθώς το ένα πέμπτο της παγκόσμιας παραγωγής κυκλοφορεί από ήπειρο σε ήπειρο.
Η μεγέθυνση της οικονομίας των αναδυόμενων χωρών, σε συνδυασμό με την αστικοποίηση του πληθυσμού τους έφεραν βαθύτατες αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες της ανθρωπότητας: οι άνθρωποι τρώνε περισσότερο και ιδιαίτερα μεγάλες ποσότητες κρέατος. Για παράδειγμα, οι Κινέζοι κατανάλωσαν το 2005 πενταπλάσιες ποσότητες κρέατος σε σχέση με το 1980.
Όμως για την παραγωγή ενός κιλού πουλερικών απαιτούνται τρία κιλά δημητριακών, ενώ για την παραγωγή ενός κιλού βοδινού κρέατος απαιτείται υπερδιπλάσια ποσότητα. Πράγματι, η καθημερινή τροφή των ζώων αποτελείται από δημητριακά και ελαιούχους καρπούς.
Με την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου στις αναδυόμενες χώρες, αυξάνεται αναπόφευκτα και η ζήτηση για δημητριακά. Μεταξύ 1960 και 2000, οι παγκόσμιες εξαγωγές σίτου τριπλασιάστηκαν. Η Αίγυπτος, η οποία αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έχει μετατραπεί σήμερα στον κυριότερο εισαγωγέα.
Μέχρι πρόσφατα, η αιγυπτιακή κυβέρνηση δεν αγόραζε σιτάρι από τους ντόπιους παραγωγούς, προτιμώντας το φτηνότερο εισαγόμενο. Έτσι, η πλειονότητα των αγροτών στράφηκε στην καλλιέργεια φρούτων προς εξαγωγή. Σήμερα, η αιγυπτιακή κυβέρνηση επιδοτεί την τιμή του ψωμιού, το οποίο μοιράζεται πλέον με δελτίο από τον στρατό, χωρίς ωστόσο η διανομή να είναι πάντα ομαλή κι αποτελεσματική.
Σε έκθεση του FAO που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2007, ο οικονομολόγος Αντάμ Πρακάς υπολογίζει ότι για τις λιγότερο προηγμένες χώρες η εισαγωγή των αναγκαίων τροφίμων θα κοστίζει κατά μέσον όρο 90% ακριβότερα σε σχέση με το 2000. (6) Μερικούς μήνες αργότερα, στις 9 Νοεμβρίου του 2007, οι εμπειρογνώμονες του FAO, αναθεώρησαν προς τα πάνω αυτές τις προβλέψεις.
Η ώρα των κερδοσκόπων
Σε συνέντευξη τύπου στο Ντακάρ, ο Ανρί Ζοσεράν, διευθυντής της παγκόσμιας υπηρεσίας ενημέρωσης και συναγερμών του FAO εξήγησε ότι, μεταξύ 2006 και 2007, για τις χώρες της Αφρικής οι δαπάνες για τις εισαγωγές τροφίμων αυξήθηκαν κατά 33%. Μάλιστα, για τις χώρες που εξαρτώνται περισσότερο από τις εισαγωγές, αυτή η αύξηση έφτασε το 50%. (7)
Ασφαλώς, οι μεγάλοι εξαγωγείς δημητριακών είναι οι πρώτοι που επωφελούνται από την κατάσταση. Οι ΗΠΑ αποκόμισαν έσοδα ρεκόρ από τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων: 85 δισ. δολάρια (53 δισ. ευρώ) για το 2007. Σύμφωνα δε με τις εκτιμήσεις του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας, η χρονιά του 2008 θα είναι ακόμα καλύτερη για τη χώρα. Στη Γαλλία, όσοι ασχολούνται με την παραγωγή και το εμπόριο δημητριακών διπλασίασαν το εισόδημά τους. Μάλιστα, οι μεγάλες επιχειρήσεις του χονδρικού εμπορίου δημητριακών προσπαθούν να περιβάλλουν τα αστρονομικά κέρδη τους με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διακριτικότητα γίνεται.
Στην άλλη άκρη της αλυσίδας, στις αναπτυσσόμενες χώρες που είναι καθαροί εισαγωγείς τροφίμων όπως το Μεξικό, (8) ο θυμός υποβόσκει. Εκεί, η τοπική γεωργία δεν είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού. Όμως, εάν η άνοδος του κόστους του καλαθιού της νοικοκυράς μπορεί να είναι ανεκτή για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπου οι δαπάνες για τρόφιμα δεν ξεπερνούν το 14% των δαπανών των νοικοκυριών, δημιουργεί ανεξέλεγκτες καταστάσεις στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής όπου τα νοικοκυριά αφιερώνουν στη διατροφή το 60% των δαπανών τους.
Καθώς βρίσκονται αντιμέτωπες με την άνοδο του πληθωρισμού στα είδη διατροφής, οι αναδυόμενες χώρες που είναι παραδοσιακοί εξαγωγείς τροφίμων επέβαλαν τελωνειακούς φραγμούς για να διατηρήσουν τις τιμές στην εγχώρια αγορά σε λογικό επίπεδο.
Τόσο η Αργεντινή (9) όσο και η Ρωσία επέβαλαν εξαγωγικούς δασμούς, καθώς και περιορισμούς στις ποσότητες που μπορούν να εξαχθούν. Παρόμοιους περιορισμούς υιοθετούν για το ρύζι το Βιετνάμ και η Ινδία. Μόλις έγινε αισθητή η επίδραση των μέτρων αυτών στην παγκόσμια αγορά, οι εντάσεις στις τρίτες χώρες αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο.
Οι πλέον εκτεθειμένες χώρες, οι καθαροί εισαγωγείς, καταφεύγουν σε επιδοτήσεις όταν τους το επιτρέπουν τα οικονομικά τους. Στο Μαρόκο, τον περασμένο Σεπτέμβριο, η αύξηση της τιμής του ψωμιού που αποφάσισε η συνδικαλιστική οργάνωση των αρτοποιών προκάλεσε βίαιες διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις. Καθώς η κυβέρνηση φοβόταν ότι ο θυμός των διαδηλωτών κινδύνευε να εξελιχθεί σε εξέγερση, προτίμησε να καταργήσει την απόφαση και να αναστείλει την ισχύ αρκετών εισαγωγικών δασμών, έτσι ώστε να ανακουφιστούν οι αλευροβιομήχανοι.
Η κυβέρνηση της Σενεγάλης ακολούθησε το παράδειγμά της στην περίπτωση αρκετών τροφίμων, μειώνοντας μάλιστα και τον ΦΠΑ και θεσπίζοντας διατίμηση για το ψωμί. Όμως όλα αυτά τα μέτρα μειώνουν σημαντικά τα δημοσιοοικονομικά έσοδα μιας χώρας, ενώ προκαλούν και την οργή θεσμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που εμμένουν στους ιερούς νόμους της προσφοράς και της ζήτησης.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση της Τυνησίας, για να αποφευχθεί η αύξηση της τιμής του ψωμιού, ζήτησε από τους αρτοποιούς να περιορίσουν το μέγεθος της φρατζόλας, ενώ στο Μάλι διατίθεται πλέον ένα άνοστο ψωμί που περιέχει ποσότητες σόργου και κεχριού.
Σύμφωνα με τον γεωπόνο Μαρκ Ντιφιμιέ, το παραμικρό αρνητικό κλιματικό επεισόδιο μπορεί να πυροδοτήσει έναν λιμό. (10)
Μάλιστα, η αντιμετώπισή του θα καταστεί ακόμα δυσκολότερη από το γεγονός ότι τα αποθέματα της παγκόσμιας επισιτιστικής βοήθειας μειώνονται επικίνδυνα: «Όταν η τιμή του σίτου αυξάνεται, η επισιτιστική βοήθεια μειώνεται. Η γενναιοδωρία των χωρών του Βορρά εκδηλώνεται μονάχα όταν διαθέτουν πλεονάσματα. Η παροχή βοήθειας συμβάλλει στον περιορισμό των αποθεμάτων και στη στήριξη των τιμών στην εγχώρια αγορά. Όμως, μόλις αρχίσει η γρήγορη άνοδος των τιμών, πουλάνε σε οποιονδήποτε είναι σε θέση να πληρώσει ικανοποιητικά».
Οι αριθμοί που δίνονται στη δημοσιότητα από το Διεθνές Συμβούλιο Δημητριακών (CIC) (11) επιβεβαιώνουν την άποψή του: μόλις άρχισαν να ανεβαίνουν οι τιμές, η επισιτιστική βοήθεια μειώθηκε, από 8,4 εκατομμύρια τόνους σε 7,4, ενώ αυτή τη χρονιά αναμένεται να περιοριστεί στα 6 εκατομμύρια τόνους.
Στην Κίνα, για παράδειγμα, το υπουργείο Υγείας ενθαρρύνει τις γυναίκες να καταναλώνουν γαλακτοκομικά προϊόντα για να απορροφά ο οργανισμός τους περισσότερο ασβέστιο. Όμως, περισσότερο γάλα σημαίνει μεγαλύτερο αριθμό εκτρεφόμενων ζώων και ολόκληρες καραβιές από ζωοτροφές. Κατά πάσα πιθανότητα, η ζήτηση θα αυξηθεί στα επόμενα έτη.
Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψη και το φαινόμενο της κερδοσκοπίας. «Μετατραπείτε σε πρωταγωνιστή της μεταβλητότητας στις αγορές των αγροτικών προϊόντων. Μην μένετε πλέον θεατές. Ενημερωθείτε»: αυτό ήταν το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έστειλε, το φθινόπωρο του 2007, σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου η Financeagri, μια γαλλική εταιρεία παροχής ενημέρωσης που ειδικεύεται στις γεωργικές πρώτες ύλες.
Αυτή η επιχειρηματική πρόταση αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της επανάστασης που έχει ξεκινήσει στις προθεσμιακές αγορές αγροτικών προϊόντων. Ενώ αρχικά, οι αγορές αυτές δημιουργήθηκαν για την κάλυψη του κινδύνου από τις απότομες διακυμάνσεις των τιμών, μετατράπηκαν σε πεδίο κερδοσκοπίας στο οποίο δραστηριοποιούνται επαγγελματίες κερδοσκόποι, αλλά και περιστασιακοί, όπως οι αγρότες. Η εμφάνιση των επενδυτών και των κερδοσκόπων αναστάτωσε τις αποτιμήσεις των αγροτικών προϊόντων, ενισχύοντας τη μεταβλητότητα των τιμών.
Μάλιστα, τα επενδυτικά κεφάλαια έχουν ξετρελαθεί με τους δείκτες των αγροτικών προϊόντων. Μεταξύ Απριλίου και Δεκεμβρίου του 2007, δηλαδή την περίοδο που οι αγορές των δημητριακών απογειώθηκαν, ο όγκος των κεφαλαίων που κατευθύνθηκε στον κλάδο πενταπλασιάστηκε, περνώντας από τα 156 εκατομμύρια δολάρια (99 εκατομμύρια ευρώ) στα 911 εκατομμύρια (583 εκατομμύρια ευρώ) σύμφωνα με την Barcap (θυγατρική της βρετανικής τράπεζας Barclays που ειδικεύεται στις επενδυτικές δραστηριότητες). (12)
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το ενεργητικό των επενδυτικών κεφαλαίων που έχουν τοποθετηθεί στις αμερικανικές αγορές αγροτικών προϊόντων έκανε ένα ακόμα μεγαλύτερο άλμα: μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου τριμήνου του 2007, επταπλασιάστηκε.
Η αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη και της κατανάλωσης τροφίμων, σε συνδυασμό με την έως τώρα υποτίμηση των αγροτικών προϊόντων σε σχέση με τις υπόλοιπες πρώτες ύλες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μόνιμη άνοδο της τιμής των τροφίμων. Κι αν οι αγορές των μετάλλων και της ενέργειας βρίσκονται σε αναβρασμό εδώ και πέντε χρόνια, για τα αγροτικά προϊόντα βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της κούρσας.
Η εκδίκηση των αγροτών
Και μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα οι παραγωγοί προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. «Οι υψηλές τιμές οδήγησαν στην ενίσχυση του ατομικισμού», διαπιστώνει ο αναλυτής ενός μεγάλου χονδρεμπορικού οίκου. Στη Γαλλία αθετήθηκαν πολλά συμβόλαια, ιδίως σε περιπτώσεις που αφορούσαν σιτάρι προς αλευροποίηση ή κριθάρι για τη ζυθοποιία: οι παραγωγοί που θεώρησαν ότι τους συνέφερε να πουλήσουν απευθείας στις βιομηχανίες αναγκάστηκαν να αποζημιώσουν τους συνεταιρισμούς που ζημιώθηκαν από την αθέτηση των συμβολαίων.
Ο Φιλίπ Μανζέν, πρόεδρος της Coop de France, (13) θεωρεί ότι αυτό είναι κατανοητό: «Ποτέ άλλοτε οι αγρότες δεν βρέθηκαν μπροστά σε τόσο μεγάλη μεταβλητότητα των τιμών -τριπλασιασμός σε 15 μήνες. Λογικό είναι να πάρουν τα μυαλά τους αέρα, ιδίως μετά από τρία χρόνια ισχνών αγελάδων». Πάντως, θεωρεί λυπηρή την εξέλιξη αυτή. Μπροστά στη συγκέντρωση που χαρακτηρίζει τη ζήτηση της βιομηχανίας και τη σταδιακή αποχώρηση του κράτους από την αγορά, η αλληλεγγύη των παραγωγών την οποία εκφράζει το συνεταιριστικό κίνημα θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του CIC, οι αγρότες αρχίζουν να αντιδρούν: το 2008 αναμένεται να αυξηθούν κατά 4% οι εκτάσεις στις οποίες καλλιεργείται σιτάρι. Η εξέλιξη μπορεί να συγκριθεί με την υπερθέρμανση της αγοράς των δημητριακών μεταξύ 1995 και 1996. Ωστόσο, αν εξετάσουμε το σύνολο των δημητριακών, λίγες χώρες διαθέτουν τα τεχνικά μέσα και κυρίως τη διαθέσιμη γη. «Η γη είναι η επένδυση του μέλλοντος», βεβαιώνει ο βρετανός επενδυτής Τζιμ Σλάτερ, ο οποίος, αφού πλούτισε στην αγορά των μετάλλων, στρέφεται προς τη γεωργία.
Η Ρωσία με τις αχανείς στέπες της Ανατολικής Σιβηρίας και η Ουκρανία με τα περίφημα μαύρα χώματά της μπορούν να αναπτύξουν τη γεωργία τους. Όμως το ηπειρωτικό κλίμα καθιστά το εγχείρημα αβέβαιο, καθώς ο παγετός μπορεί να προκαλέσει ορισμένες χρονιές την απότομη μείωση της παραγωγής.
Αντίθετα, η Αργεντινή και η Βραζιλία μπορούν να μετατρέψουν σε καλλιεργήσιμη γη την πάμπα και τα δάση τους. Σύμφωνα δε με τον Ντιφιμιέ, «υπάρχουν ακόμα κέρδη παραγωγικότητας τα οποία ο κόσμος ούτε καν υποπτεύεται». Όχι τόσο στην Ευρώπη, όμως, όπου η στρεμματική απόδοση είναι η υψηλότερη σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το μέλλον της εξαγωγικής γεωργίας βρίσκεται στις «νέες χώρες», όπου το κόστος παραγωγής είναι εξαιρετικά χαμηλό, όπως και οι στρεμματικές αποδόσεις. Όμως, κάτι τέτοιο συνεπάγεται τη διάδοση των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (οι οποίοι γνωρίζουν ήδη τεράστια εξάπλωση στην Αργεντινή) και ένα πλήθος αρνητικών συνεπειών για το περιβάλλον όπως η αποδάσωση στη Βραζιλία.
Όσον αφορά δε τις χώρες που πλήττονται από το σοκ της τιμής των δημητριακών, η σωτηρία τους θα έρθει μέσα από την αναγέννηση της γεωργίας τους. Ενισχύοντας τη γεωργία του, το Μάλι απέφυγε σε μεγάλο βαθμό τις συνέπειες της κρίσης. Αυτό κατέστη δυνατόν χάρη στις επενδύσεις στη ρυζοκαλλιέργεια στο Δέλτα του Νίγηρα, αλλά και στη στροφή των απογοητευμένων από την πτώση της τιμής του βαμβακιού αγροτών στην καλλιέργεια καλαμποκιού και σόργου.
Αντιμέτωπο με την τσιγκουνιά των δωρητριών χωρών από τις οποίες εξαρτάται, το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα προσπαθεί να στηρίξει την εγχώρια παραγωγή εντείνοντας τις αγορές του από τοπικούς παραγωγούς. Στη Δυτική Αφρική, το μερίδιό τους αυξήθηκε στο 30% το 2007, από 13% το 2005.
Η ραγδαία άνοδος της τιμής των δημητριακών θέτει ξανά το ζήτημα του ρόλου της γεωργίας ως συνιστώσας της ανάπτυξης. Η γεωργία θα έπρεπε να βρίσκεται στην καρδιά της μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) στην Ευρώπη αλλά και των διαπραγματεύσεων της Ντόχα. Και αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας ότι η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία συνέβαλε στην εξασθένιση της γεωργίας όλων των χωρών προωθώντας την απελευθέρωση της οικονομίας, θεωρεί σήμερα -στην έκθεσή της για την ανάπτυξη το 2008- ότι αυτός ο τομέας έχει να διαδραματίσει θεμελιώδους σημασίας ρόλο στην καταπολέμηση της φτώχειας.
Βέβαια, καθώς είναι δύσκολο να απαγκιστρωθεί κανείς από μια νοοτροπία που κυριαρχούσε επί δεκαετίες, το «new deal» που προτείνει για την παγκόσμια διατροφική πολιτική περιορίζεται στη σύναψη μιας νέας εμπορικής συμφωνίας στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου...
Τουλάχιστον, στην περίπτωση της Αφρικής, η κρίση μπορεί να έχει κάποια «παράπλευρα οφέλη»: να εγκαταλειφθεί η πολιτική της απελευθέρωσης των αγορών και της ελευθερίας των ανταλλαγών που επιβλήθηκε από τους διεθνείς οργανισμούς στις αδύναμες και παραιτημένες κυβερνήσεις, και να υιοθετηθούν εθνικές πολιτικές επικεντρωμένες στη διατροφική ασφάλεια και στη στροφή της τοπικής γεωργίας στην κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού. Όπως επισημαίνει ένας κοινωνιολόγος από την Ακτή του Ελεφαντοστού, «αυτό που χρειαζόμαστε κυρίως είναι να αποκτήσουν τα κράτη μας κυβερνήσεις»!
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»
Δείτε επίσης