«Εδώ, είναι αδύνατο να εισέλθει κανείς χωρίς οδηγό, καθώς, ύστερα από τις αναταραχές του φθινοπώρου του 2007, (1) η συνοικία περιφρουρείται. Ομάδες βούλγαρων εξτρεμιστών έρχονται συχνά για να μας προβοκάρουν έτσι ειδικά μετά το θάνατο ενός Ρομά, τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να οργανωθούν», επισημαίνει ο Μπατίστ Ριότ, νεαρός καθηγητής γαλλικών που παραδίδει μαθήματα φωτογραφίας στα παιδιά του μαχαλά -της τσιγγάνικης συνοικίας. Εξηγεί: «Τα μόνα μέρη όπου οι δύο πληθυσμοί συναντιούνται ακόμη είναι οι αγορές, στην περιφέρεια της τσιγγάνικης πόλης, γιατί οι τιμές είναι πιο προσιτές απ’ ό,τι στο κέντρο της Σόφιας».
Εκτός των τειχών
Συμμετέχοντας στον ενεργό πληθυσμό ήδη από την ηλικία των 15 ή 16 ετών, ελλείψει οικονομικής ευχέρειας για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, οι νέοι μαζεύουν και ξεδιαλέγουν σκουπίδια από τους δρόμους της Σόφιας: «Είμαστε τυχεροί. Καθώς εργάζομαι σε ένα δημοτικό σχολείο και τα παιδιά μου έχουν σχετικά ανοιχτόχρωμο δέρμα, μπορούν να δουλέψουν στα εργοτάξια μαζί με τους Βούλγαρους», δηλώνει με περηφάνια η Μιμί. Άλλοι υποχρεώνονται να αρκεστούν σε απλές δουλειές του ποδαριού.
Σύμφωνα με την Ιλόνα Τόμοβα, του Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας της Σόφιας, μόνο το 18% του ενεργού πληθυσμού των Ρομά δήλωναν ότι έχουν κάποια απασχόληση το 2001. Ακόμη και αν, έκτοτε, οι στατιστικές βελτιώθηκαν κάπως, η κοινωνική κατάσταση της μειονότητας αυτής παραμένει ανησυχητική.
«Υπομένουν συνεχείς διακρίσεις στον τομέα της εργασίας, της εκπαίδευσης ή της υγείας. Ο μέσος Βούλγαρος έχει φίλους Ρομά με τους οποίους πηγαίνει για καφέ ή βγαίνει για ένα ποτό, αλλά ο Ρομά είναι αυτός που ενσαρκώνει όλες τις διαστροφές του κόσμου», αναστενάζει ο Μαρσέλ Κουρτιάντ, διδάσκων της γλώσσας Ρομανί στο Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών (Inalco).
Ο διωγμός των Τσιγγάνων έχει τις ρίζες του στη μακρινή ιστορία. *Φτάνοντας από τη βόρεια Ινδία σε διαδοχικά κύματα, εμφανίζονται στην Ευρώπη ανάμεσα στον 14ο και στον 15ο αιώνα.
*Το 1348, υπάρχουν μαρτυρίες για τους Cingarije (2) στο Πρίζρεν (Κόσοβο), ενώ, από το 1385, ορισμένα κείμενα κάνουν λόγο για οικογένειες που ζουν σε καθεστώς σκλαβιάς στη Βαλαχία και στη Μολδαβία. Η διασπορά των πληθυσμών συνεχίζεται κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, συχνά με τις ευλογίες των τοπικών διοικητικών αρχών.
*Ετσι, το 1417, ο γερμανορωμαίος αυτοκράτορας Σιγισμούνδος Α’ παραχωρεί ευμενή συστατική επιστολή σε ομάδες Ρομά οι οποίες προέρχονταν από τη Βοημία -εξ ου και η ονομασία «Βοημοί» η οποία τους αποδίδεται.
*Στα οθωμανικά Βαλκάνια, οι Ρομά εντάσσονται στο διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Ορισμένοι, πυριτιδοποιοί και οπλουργοί, ακολουθούν τα στρατεύματα της Υψηλής Πύλης. Άλλοι εγκαθίστανται στις αγροτικές ζώνες, ως τεχνίτες ή γεωργοί. Από τους τελευταίους προέκυψαν οι «μαχαλάδες» πολυάριθμων πόλεων της Ν.Α. Ευρώπης, ιδίως στο Πρίζρεν και στη Μιτροβίτσα στο Κόσοβο.
*Ανεκτοί για τις ικανότητές τους σε περιόδους ειρήνης και αφθονίας, οι Τσιγγάνοι υφίστανται την καταστολή και τον λαϊκό διωγμό όταν η οικονομική ή η πολιτική κατάσταση δεν πηγαίνει και τόσο καλά. Στον ρου των αιώνων, οι εξοστρακισμοί πολλαπλασιάζονται, εξωθώντας τους στη μετανάστευση.
*Στα τέλη του 17ου αιώνα, ένα κύμα καταφτάνει στη Βουλγαρία, διαφεύγοντας από την ένοπλη διαμάχη ανάμεσα στην Αυστρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
*Επίσης, το 1860, η κατάργηση της δουλείας στα πριγκιπάτα της Ρουμανίας προκαλεί νέο κύμα διασποράς σε όλη την Ευρώπη.
*Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η γενοκτονία των ναζί στοιχίζει τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες Ρομά, το μαρτύριο των οποίων θα αγνοηθεί από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Μάλιστα, ο αριθμός των αγνοουμένων Ρομά στο στρατόπεδο Σατζμίστε, κοντά στο Βελιγράδι, παραμένει άγνωστος. Μόλις το 2007 στοιχειοθετήθηκε η λίστα των τσιγγάνων θυμάτων του στρατοπέδου του Γιασένοβατς, στην Κροατία. (3)
Μια ζωή στο δρόμο
Σήμερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, περίπου δέκα εκατομμύρια Ρομά ζουν στη Γηραιά Ηπειρο, από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη Ρωσία: διαμορφώνουν έτσι την πολυπληθέστερη διασυνοριακή μειονότητα. Κυνηγημένοι από τους πολέμους ή από την ένδεια, οι Ρομά των Βαλκανίων εγκαταστάθηκαν μαζικά, συχνά παράνομα, στη Δύση, επανασυνδεόμενοι με διάφορες τοπικές ομάδες (Αθίγγανοι, Μανούχ κ.λπ.) με τις οποίες, κατά τα άλλα, διατηρούν ελάχιστους δεσμούς.
Οι διεθνείς θεσμοί, ιδίως η Ευρωπαϊκή Ενωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης, απέκτησαν σαφή εικόνα του εν λόγω μεταναστευτικού κύματος κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών. Ως απόρροια, έγιναν προσπάθειες για την υποχρεωτική εκπαίδευση των πληθυσμών. Όμως, υπομένουν πολλές άλλες διακρίσεις, καθώς και την ολοένα και διογκούμενη φτώχεια, για την καταπολέμηση της οποίας έχουν αυξηθεί οι πρωτοβουλίες.
Η Δεκαετία για την Ενσωμάτωση των Ρομά, η οποία εγκαινιάστηκε το 2005 με την υποστήριξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη (NUPD) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποσκοπεί να διευκολύνει την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην υγεία και στη στέγη σε εννέα χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. (4)
Όμως, πάνω από τρία χρόνια από την έναρξη του εγχειρήματος, οι ειδικοί κρίνουν τα αποτελέσματα απογοητευτικά. Παρ’ όλο που η κοινή γνώμη συνειδητοποιεί σιγά σιγά τον διεθνικό χαρακτήρα του ζητήματος, τα κράτη συνεχίζουν να διστάζουν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την πλήρη ενσωμάτωση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Τσιγγάνοι των Βαλκανίων υπήρξαν τα πρώτα θύματα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και της πτώσης των κομμουνιστικών καθεστώτων. Λησμονημένοι από τις νέες κυβερνήσεις, έγιναν ακόμη φτωχότεροι εξαιτίας της οικονομικής μετάβασης, ενώ μετατράπηκαν σε στόχο των αναδυόμενων βίαιων εθνικισμών και σε αποδιοπομπαίους τράγους των διακοινοτικών συγκρούσεων. Εν ολίγοις, οι κοινότητές τους βρέθηκαν στο κοινωνικό περιθώριο και υπέστησαν ακόμη σε μεγαλύτερη ένταση έντονη τη βία, ακόμη και πραγματικά πογκρόμ.
Η Τόμοβα υπενθυμίζει: «Το 1989, οι Ρομά χαρακτηρίζονταν από το υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης εργαζομένων σε ολόκληρη τη Βουλγαρία: το 83% του ενεργού πληθυσμού εργαζόταν. Το 1993, απέμενε μόλις το 30%. Ορισμένοι Ρομά δεν έχουν πλέον πρόσβαση στην αγορά εργασίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Έκτατε, η δεύτερη γενιά δεν βρίσκει πλέον μόνιμες θέσεις εργασίας».
Γκέτο παντού
Αυτή η θλιβερή κατάσταση αφορά κυρίως τα αστικά γκέτο που, έχοντας διαμορφωθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970, επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. «Προηγουμένως, ο τρόπος ζωής των Τσιγγάνων δεν ξεχώριζε από εκείνον των υπολοίπων. Εργάζονταν, έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο, είχαν πρόσβαση στο σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.λπ. Η περιθωριοποίησή τους ξεκίνησε με τη "μετάβαση". Οι κάτοικοι των μικρών πόλεων δεν επωφελήθηκαν από την αναδιανομή των γαιών και υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα», εξηγεί η Αντονίνα Ζελιάσκοβα, του Διεθνούς Κέντρου Μελέτης των Μειονοτήτων και των Διαπολιτισμικών Σχέσεων (IMIR).
Στο Κουμάνοβο, στο βόρειο τμήμα της ΠΓΔΜ, πέντε χιλιάδες Ρομά συνωστίζονται σε έναν καταυλισμό ανάμεσα στους ποταμούς Λίπκοφσκα και Κονιάρσκα. Τα καταλύματα, κατασκευασμένα από τούβλα και υλικά που περισυλλέχθηκαν από τη γύρω περιοχή, βρίσκονται σε ζώνη εξαιρετικά επικίνδυνη εξαιτίας των πλημμυρών. Συναντά κανείς μικρομάγαζα, φορτηγά γεμάτα καρπούζια και άεργους νέους.
Σύμφωνα με τον Μιλάν Ντεμιρόφσκι, πρόεδρο της οργάνωσης Khan («ήλιος», στα Ρομανί), ο οποίος διδάσκει παιδιά και ενήλικες αναλφάβητους: «Το 95% δεν έχει πρόσβαση ούτε στο κατώτατο κοινωνικό επίδομα. Μοναδική τους λύση είναι να δημιουργήσουν τις δικές τους μικροεπιχειρήσεις, καθότι οι εταιρείες εδώ προσλαμβάνουν βάσει της κοινοτικής ταυτότητας: για τους Ρομά ποτέ δεν υπάρχει θέση».
Το εν λόγω καθεστώς αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανθεκτικό, παρά την αποκέντρωση που ξεκίνησε το 2001. Μετά τις συγκρούσεις ανάμεσα στους αλβανούς μαχητές του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας (UCK-M) και το στρατό των Σκοπίων, οι συμφωνίες της Οχρίδας, της 13ης Αυγούστου 2001, παραχωρούν περισσότερα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα στις μειονότητες.
Εξ ου και η αισιοδοξία του Ερντουάν Ισενί, δημάρχου του Σούτο Οριζάρι, ενός προαστίου της κοινότητας των Σκοπίων στο οποίο οι Ρομά αποτελούν την πλειονότητα: «Οι Ρομά ζουν καλύτερα εδώ παρά στις υπόλοιπες χώρες της περιοχής. Υπό αυτό το πρίσμα, η ΠΓΔΜ θα μπορούσε να θεωρηθεί από τα πιο προοδευτικά κράτη της Ευρώπης».
Μικρή πατρίδα
Με δυναμικό σαράντα χιλιάδων κατοίκων, η συνοικία, επονομαζόμενη Σούτκα, φαίνεται ότι πράγματι ευημερεί, με τα γραφικά μαγαζάκια της, τους εμπόρους με τις ελκυστικές βιτρίνες και τη σωρεία πελατών. Όμως, ακόμη κι εδώ, οι Ρομά αντιμετωπίζουν, σε καθημερινή βάση, διακρίσεις, ισχυρές προκαταλήψεις και πολιτικά εμπόδια. «Βάσει του νόμου περί αποκέντρωσης, η κοινότητά μας λαμβάνει μικρότερο προϋπολογισμό συγκριτικά με τους δήμους όπου ζουν Σκοπιανοί. Δεν έχουμε αρκετά χρήματα για να συνεχίσουμε την ανακατασκευή των δρόμων και να εκσυγχρονίσουμε τις υποδομές μας», αναστενάζει ο δήμαρχος: «Ήταν πολύ καλύτερα τον καιρό της Γιουκοσλαβίας του Τίτο».
Κατά τρόπο μοναδικό σε παγκόσμια κλίμακα, το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ προσδιορίζει τους Ρομά ως αναπόσπαστο κομμάτι του κράτους. Μόνο που, στην πραγματικότητα, «είναι αποκλεισμένοι από τον πολιτικό βίο», διαβεβαιώνει ο Κουρτιάντ.
Αναμφίβολα, οι συμφωνίες της Οχρίδας προβλέπουν τη χρήση της γλώσσας μιας μειονότητας στη διοίκηση κάποιας κοινότητας, εφόσον το 20% του πληθυσμού επιβεβαιώνει ότι ανήκει στην εν λόγω μειονότητα. Όμως, από αυτή τη ρήτρα επωφελούνται περισσότερο οι Αλβανοί (το ένα τέταρτο της ΠΓΔΜ), παρά οι υπόλοιπες κοινότητες της χώρας (Ρομά, Σέρβοι, Τορμπές, Αρουμάνοι, Βλάχοι κ.λπ.).
Από τους εκατόν είκοσι χιλιάδες Τσιγγάνους που ζούσαν στο Κόσοβο πριν από το 1999, απομένουν μονάχα τριάντα χιλιάδες περίπου, κι αυτοί βρίσκονται διασκορπισμένοι ανάμεσα στη σερβική ζώνη στο βόρειο τμήμα της χώρας καθώς και σε θύλακες του αλβανικού τομέα, νότια του Ίμπαρ. Το εύρος των καταστροφών στη Μιτρόβιτσα ή στην Πρίστινα καταμαρτυρεί τη βία της εθνικής εκκαθάρισης που μεσολάβησε.
Οι εξτρεμιστές του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (UCK) υποστήριξαν δήθεν ότι οι Ρομά ήταν υποχείρια του σερβικού στρατού, ούτως ώστε να δικαιολογήσουν τον διωγμό τους μετά το τέλος των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ και την απόσυρση των σερβικών στρατευμάτων.
Συρματοπλέγματα διατρέχουν τη στέγη και οι δρόμοι φράζονται με το πρώτο σήμα συναγερμού: με αυτόν τον τρόπο η οικογένεια Φατόν Σ. υπερασπίζεται το σπίτι της στα υψώματα του Οράχοβατς/Ράχοβετς, στη μέση του no man’s land που σηματοδοτεί το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην αλβανική πόλη και το σερβικό γκέτο.
Κατά τη διάρκεια των ταραχών του Μαρτίου 2004, τα επισφαλή προστατευτικά μέτρα δεν εμπόδισαν τους εξτρεμιστές Αλβανούς να πυρπολήσουν πολλά σπίτια της σερβικής συνοικίας. «Μας απορρίπτουν και από τα δύο στρατόπεδα, σε βαθμό που ο γιος μου αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο εξαιτίας της βίας που υφίστατο από τους αλβανούς συμμαθητές του», θρηνεί ο πατέρας του νεαρού άντρα. «Προσεύχομαι κάθε μέρα να μην του συμβεί τίποτα και να κατορθώσει σύντομα να πάει στα ξαδέρφια του στη Γερμανία».
Ο τελευταίος Ρομά
Διαφεύγοντας από τα κρούσματα βίας, οι Τσιγγάνοι του Κοσόβου καταλήγουν συχνά να βρίσκουν... τη μιζέρια: οι χιλιάδες που φυτοζωούν στις τενεκεδουπόλεις του Σηκουάνα, στην περιφέρεια Σεν Ντενί, το γνωρίζουν πολύ καλά.
Στο Πρίζρεν, την παλαιά εμπορική πόλη νότια του Κοσόβου όπου συμβίωναν, πριν από τον πόλεμο, Αλβανοί, Σέρβοι, Ρομά Βόσνιοι και Τούρκοι, έξι χιλιάδες Ρομά προσπαθούν ακόμα να επιβιώσουν: «Εδώ, πριν από το 1999, διατηρούσαμε καλές σχέσεις με τις άλλες κοινότητες», ομολογεί με περηφάνια ο Νάσερ, ένας επιχειρηματίας. «Παιδί, μιλούσα Ρομανί με τους αλβανούς γείτονές μου, σερβικά και τούρκικα με τους συμμαθητές μου. Έκτισα το σπίτι μου με τα ίδια μου τα χέρια και θα παραμείνω στο Κόσοβο: είναι η πατρίδα μου!»
Εκ των πραγμάτων, την εποχή της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, οι Τσιγγάνοι -και ιδίως εκείνοι από το Κόσοβο- έχαιραν πραγματικής αναγνώρισης, κοινωνικής, αλλά και πολιτισμικής (τα πρώτα ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα στα Ρομανί μεταδίδονταν στο Πρίζρεν και στην Πρίστινα). Εκπλήρωναν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, ενώ είχαν ενσωματωθεί στο πολιτικό σύστημα, με αντιπροσώπους στη διοίκηση των ομόσπονδων κρατών της χώρας.
Μόνο ένας Ρομά συνεχίζει να επιτελεί το λειτούργημα του δημοσίου κατηγόρου στο Πρίζρεν, ο οποίος είχε αναδειχθεί από την εποχή του Τίτο. «Δεν γνωρίζω σε τι θα μας ωφελήσει η ανεξαρτησία. Θέλουμε απλώς να ζήσουμε ειρηνικά. Ευχόμαστε τα παιδιά μας να μπορέσουν να εργαστούν στη γη που γεννήθηκαν και οι Ρομά να μην γίνονται πλέον βορά των τυφλών εθνικισμών», δηλώνει ο δημοσιογράφος Κουιτίμ Πακάκου.
Ελπίδα ή αυταπάτη; Κάνοντας την εμφάνισή τους στις χώρες της περιοχής από τις αρχές του 1990, τα ακραία εθνικιστικά κόμματα κινητοποιούν εύκολα την αγανάκτηση των περιθωριοποιημένων από την οικονομική μετάβαση εναντίον των Τσιγγάνων.
«Όταν οι Βούλγαροι που ζουν εν πολλοίς κάτω από το όριο της φτώχειας μαθαίνουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει προγράμματα βοήθειας ειδικά για τους Τσιγγάνους, όπως η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ, αντίθετα, οι ίδιοι δεν μπορούν να προμηθευτούν φάρμακα ή να έχουν θέρμανση τον χειμώνα εξαιτίας του κόστους του ρεύματος, ακούνε πιο προσεκτικά τις θέσεις κάποιου εξτρεμιστικού κόμματος όπως το Ataka», υπογραμμίζει ο Φρανσουά Φριζόν-Ρος, ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) και ειδικός επί ζητημάτων Βουλγαρίας (5).
Οι φτωχότεροι Ρομά, άνεργοι και δίχως μέσα βιοπορισμού, θεωρούνται έτσι «σφετεριστές», οι οποίοι κλέβουν, για παράδειγμα, ηλεκτρικό ρεύμα με παράνομες συνδέσεις χωρίς οι αρχές να τους ενοχλούν. Από την άλλη, τα μέσα ενημέρωσης δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στην κάλυψη περιστατικών εγκλημάτων που αποδίδονται στην κοινότητα των Τσιγγάνων.
Κατά τις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου 2006, ο συνασπισμός Ataka και ο ηγέτης του, Βόλεν Σίντεροφ, συσπείρωσαν σχεδόν το ένα τέταρτο των βουλγάρων ψηφοφόρων: κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ζητούσαν «να γίνουν οι Τσιγγάνοι σαπούνι». Τώρα, αξιώνουν «κυβερνητικό πρόγραμμα για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας των Τσιγγάνων».
Τα πρώτα θύματα
Με τέτοια διασπορά μίσους, ο Ataka προσελκύει ευρεία στρώματα του πληθυσμού, τα οποία είναι πεπεισμένα ότι όλα τα δεινά προέρχονται από τους Τσιγγάνους και θεωρούν ότι τα παραδοσιακά κόμματα δεν αντιμετωπίζουν το «πρόβλημα».
Στη Σερβία, ορισμένοι διανοούμενοι Ρομά επιχειρούν να ανακόψουν την άνοδο των εθνικιστών. «Είμαστε οι πιο αποφασισμένοι αντίπαλοι του Ριζοσπαστικού κόμματος», ισχυρίζεται ο Ράζκο Ντζούριτς, πρόεδρος της Ένωσης Ρομά. «Είκοσι οχτώ μέλη της οικογένειάς μου δολοφονήθηκαν από τους Τσέτνικ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Με επικεφαλής τον Τόμισλαβ Νίκολιτς -μετά την καταδίκη του προκατόχου του, Βόισλαβ Σέσελι, από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, που κρίνει τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κατά τον πόλεμο της Κροατίας (1991-1995)-, το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (SRS) διακήρυττε ανέκαθεν ότι συνεχίζει την ιδεολογική και λαϊκιστική κληρονομιά των Τσέτνικ. Πιστοί στον βασιλιά Πέτρο Β’ Καρατζόρτζεβιτς, αντιστάθηκαν στις δυνάμεις του Αξονα και στους υποστηρικτές του Τίτο μεταξύ 1941 και 1945. Κρίθηκαν ένοχοι για σφαγές Κροατών, μουσουλμάνων, αλλά και Ρομά της περιοχής τους.
Ένθερμοι υποστηρικτές της «μεγάλης Σερβίας», οι ακραίοι εθνικιστές του SRS επιθυμούν να συσπειρώσουν όλους τους πληθυσμούς Σέρβων των Βαλκανίων στους κόλπους του ιδίου κράτους και απορρίπτουν κάθε πολιτικό ή πολιτισμικό δικαίωμα για τις μειονότητες της χώρας.
Πρόγραμμα απαράδεκτο για την Ένωση Ρομά: «Θέλουμε να γίνουμε σημαντικό κόμμα στο Κοινοβούλιο της Σερβίας, να διαμορφώσουμε ένα κίνημα πολιτών, δημοκρατικό και ανοιχτό σε όλες τις κοινότητες. Στις βουλευτικές εκλογές της 22ας Ιανουαρίου 2007 κερδίσαμε μία έδρα και δεκαοχτώ χιλιάδες ψήφους, εκ των οποίων το ένα τρίτο προήλθε από ψηφοφόρους μη Ρομά», εξηγεί ο πρόεδρος της Ένωσης.
Στην πραγματικότητα, το παραπάνω αποτέλεσμα είναι μάλλον απογοητευτικό. Η Σερβία μετρά, για την ακρίβεια, πάνω από διακόσιες χιλιάδες τσιγγάνους ψηφοφόρους. Η κοινότητα χαρακτηρίζεται, επομένως, από διασπαστικές τάσεις: «Τα κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία εξαγόραζαν ανέκαθεν ψήφους με απατηλές υποσχέσεις ή με μερικά λίτρα ρακίζα (αλκοόλ)», λέει ο Ντζούριτς.
Αυτοί οι «άλλοι»
Το SRS έχει, πλέον, στο πλευρό του και την τραγουδίστρια Μαρίζα Σερίφοβιτς, νικήτρια του Διαγωνισμού Τραγουδιού της Γιουροβίζιον το 2007: η συμβολή της επηρέασε πολλούς Ρομά, οι οποίοι ψήφισαν το Ριζοσπαστικό κόμμα παρά τη ρατσιστική ρητορική του... Στη Βράνιε, αντιθέτως, στα νότια της χώρας, οι Τσιγγάνοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν μαζικά το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας, του προσφάτως εκλιπόντος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.
Παντού στα Βαλκάνια, οι Τσιγγάνοι, περιθωριοποιημένοι πια, δεν συμμετέχουν ισότιμα στο πολιτικό παιχνίδι. Μετατρέπονται σε υποχείρια κατά τις προεκλογικές περιόδους, χρησιμεύουν ως άλλοθι για τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, στιγματίζονται στο βωμό της δημαγωγίας. Ενσαρκώνοντας το ρόλο του «Άλλου», αντιπροσωπεύουν τον «οικείο ξένο»... καταφρονημένο, αλλά του οποίου η παρουσία είναι άκρως αναγκαία.
Ποια καλή οικογένεια στη Σερβία θα μπορούσε να γιορτάσει τη «slava» της (γιορτή του αγίου προστάτη της οικογενείας) χωρίς τη συνοδεία των μουσικών Ρομά;
Επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη σχιζοφρένεια ως προς την ταυτότητά του, το φεστιβάλ Γκούτσα Γκόρα, που συγκεντρώνει κάθε χρόνο τις καλύτερες τσιγγάνικες ορχήστρες της Σερβίας, είναι από τα σημαντικότερα σημεία συνάντησης των θιασωτών του σερβικού εθνικισμού.
Φορώντας μπλουζάκια με στάμπα τον Μιλόσεβιτς και τον στρατηγό Ράτκο Μλάντιτς, επικεφαλής του σερβικού στρατού της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από το 1992 ώς το 1995, οι συμμετέχοντες στο γλέντι διασκεδάζουν με μία μουσική υπόκρουση την οποία κανείς δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει με βεβαιότητα ως «βαλκανική», «σερβική» ή «ρομά»...
Όμοια με άλλες μειονότητες νομάδων, όπως οι Αρουμάνοι (6) ή οι Τορμπές, (7) οι Ρομά των Βαλκανίων αποτελούν, λοιπόν, σημαντική συνιστώσα της «βαλκανικής ταυτότητας», η οποία έχει διαμορφωθεί από κοινοτικές και γλωσσολογικές ιδιαιτερότητες, καθώς και από εδαφικές διεκδικήσεις.
Για παράδειγμα, κάποιος Τσιγγάνος του Νόβι Παζάρ, στα νότια της Σερβίας, ενδέχεται να είναι σέρβος πολίτης, να νιώθει ότι ανήκει πολιτισμικά στο Σαντζάκ (περιοχή ανάμεσα στη Σερβία και το Μαυροβούνιο), να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα ως μουσουλμάνου και να μιλά... αλβανικά, καθότι η οικογένειά του διατηρεί μακρόχρονες εμπορικές σχέσεις με το Κόσοβο. Οι Ρομά του Πρίζρεν (Κόσοβο) συστήνονται ως σουνίτες μουσουλμάνοι, ωστόσο, ορισμένοι ανήκουν σε αδελφάτα Σούφι, όπως το τάγμα των δερβίσηδων Ριφαΐ.
Αντίθετα με τα μοντέλα που εφαρμόστηκαν στις χώρες της περιοχής, μετά την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τα πρότυπα του γαλλικού έθνους-κράτους, η ταυτότητα δεν μπορεί και δεν είναι ποτέ «μία».
Λίγο απ’ όλα
Διαμορφώνεται σε συνάρτηση με πολλαπλά γλωσσολογικά, θρησκευτικά και κοινωνικά - επαγγελματικά πλαίσια, ενώ διαφοροποιείται αναλόγως των οικονομικών και πολιτικών περιορισμών.
Πρώην μουσουλμάνοι υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Τσιγγάνοι της Βουλγαρίας δηλώνουν σήμερα στην πλειονότητά τους ορθόδοξοι. Όσο για εκείνους που μιλούν ακόμη τουρκικά, παριστάνουν συχνά τους Τούρκους για να μεταναστεύσουν ευκολότερα στην Κωνσταντινούπολη...
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και οι μετακινήσεις πληθυσμών μετά τους πολέμους της δεκαετίας του 1990 επιτάχυναν δραματικά τη διαδικασία της πλασματικής διάκρισης εθνικών ταυτοτήτων και της πολιτισμικής ισοπέδωσης. Η Κροατία και το Κόσοβο δεν μετρούν πλέον σερβικές κοινότητες, δύο ομοιογενείς οντότητες μοιράζονται τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ενώ οι Ούγγροι εγκαταλείπουν τη Βοϊβοδίνα.
Σε ένα βαλκανικό τοπίο που βρίσκεται συνεχώς σε οικοδόμηση, οι Ρομά, όπως και οι υπόλοιπες μειονότητες που στερούνται «στέρεου» εδάφους, θα κατορθώσουν να διατηρήσουν τη θέση τους;
Τίποτα δεν είναι λιγότερο βέβαιο. Εκτός αν οι οργανώσεις Ρομά, όπως η Διεθνής Ένωση Ρομανί, αποκτήσουν επιτέλους την απαιτούμενη πολιτική βαρύτητα ώστε η φωνή τους να αντηχήσει στην εθνική, περιφερειακή και διεθνή πολιτική σκηνή.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»