H δεύτερη άποψη, η οποία είναι περισσότερο διαδεδομένη στους κύκλους των υπερασπιστών των δημόσιων ελευθεριών, είναι εξίσου απλουστευτική με την πρώτη. Πράγματι, δεν κινδυνεύουν όλοι οι πολίτες να υποστούν τα δεινά της ταλαιπωρίας που συνεπάγονται οι αντιτρομοκρατικές πολιτικές. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο, καθώς οι συγκεκριμένες πολιτικές συμβάλλουν στη δημιουργία διαχωριστικών γραμμών μέσα στις κοινωνίες: έτσι, από τη μια πλευρά τους βρίσκονται τα «φυσιολογικά» άτομα και από την άλλη τα «ύποπτα» ή «παρεκκλίνοντα». Οι μεν συνεχίζουν να διαθέτουν δημοκρατικές ελευθερίες και να απολαμβάνουν την προστασία του νόμου, ενώ οι δεύτεροι βρίσκονται αντιμέτωποι με πρακτικές που κινούνται εκτός των ορίων που θέτουν οι νόμοι.
Την επομένη των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους και οι στενοί του συνεργάτες αποφάσισαν την επιβολή άμεσων αντιποίνων ενάντια στους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, αλλά και να αρνηθούν στους μη Αφγανούς την ιδιότητα του αιχμαλώτου πολέμου η οποία προβλέπεται από τις διεθνείς συνθήκες. Επινόησαν λοιπόν μια νέα – και νόθα- κατηγορία, τους «εχθρούς μαχητές» («enemy combatants»), έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα να τους κρατούν επ’ αόριστον στο στρατόπεδο του Γκουαντάναμο.
Αυτές οι άνευ προηγουμένου αποφάσεις μας έδωσαν, ήδη από τις πρώτες κιόλας ημέρες, μια ιδέα για την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε η αντιτρομοκρατία, αποκλείοντας τις παραδοσιακές πρακτικές όπως ο διορισμός ανακριτών ή εισαγγελέων οι οποίοι θα ζητούσαν τη σύσταση διεθνών ανακριτικών επιτροπών αλλά και η χρησιμοποίηση –στο εξωτερικό- των συνδέσμων του FBI και των υπόλοιπων αστυνομικών υπηρεσιών για να ασκήσουν πιέσεις στις ξένες κυβερνήσεις. Ολα αυτά θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνοδευτούν με απειλές για επιλεκτικά στοχευμένες δολοφονίες (σε αυτήν την πρακτική είχε καταφύγει η κυβέρνηση Κλίντον μετά την πρώτη τρομοκρατική επίθεση ενάντια στους Δίδυμους Πύργους το 1993). (1)
Η νομιμοποίηση της πολεμικής επιλογής, η οποία δικαιολογούνταν με λίγο πολύ απατηλά επιχειρήματα (όπως η ύπαρξη στο Ιράκ όπλων μαζικής καταστροφής και πυρήνων της Αλ Κάιντα) είναι κάτι παραπάνω από συζητήσιμη. Τουλάχιστον, υπήρξε άραγε αποτελεσματική; Είτε πρόκειται για το Ιράκ, είτε για το Αφγανιστάν, η απάντηση κάθε άλλο παρά θετική είναι.
Παλιές συνταγές
Και στις δύο χώρες, η στρατιωτική οδός της αντιτρομοκρατίας υιοθέτησε τις μεθόδους «πολέμου κατά των ανταρτών» που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας (για παράδειγμα εκείνες που εφάρμοζαν οι Γάλλοι στην Αλγερία) ή της μετααποικιακής περιόδου (των Αμερικανών στο Βιετνάμ): χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα τα δόγματα του παρελθόντος για την «αντιμετώπιση των ανατρεπτικών δυνάμεων», με τα ίδια ακριβώς αντιπαραγωγικά αποτελέσματα που οδηγούν, όχι μονάχα στην εξάπλωση της αντίστασης σε ολοένα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, αλλά και στην έξαρση των τρομοκρατικών επιθέσεων: για παράδειγμα, στην Ισπανία (Μάρτιος 2004) ή στο Ηνωμένο Βασίλειο (Ιούλιος 2005). Και στις δύο αυτές χώρες, οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να αρνηθούν την –ωστόσο προφανή- σχέση ανάμεσα στη συμμετοχή αυτών των χωρών στον πόλεμο του Ιράκ (και του Αφγανιστάν) και στις τρομοκρατικές επιθέσεις που διαπράχτηκαν στο έδαφός τους.
Ωστόσο, οι συνέπειες της σημαντικής ανάπτυξης της διεθνούς αντιτρομοκρατικής συνεργασίας -η οποία κατόρθωσε να απαλλάξει σε αρκετά μεγάλο βαθμό κάθε υπηρεσία από την υποχρέωση να κρατάει μυστικές τις δραστηριότητές της, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το εθνικό συμφέρον- συζητήθηκαν πολύ λιγότερο από εκείνες των δύο πολέμων που αναφέραμε προηγουμένως. Πράγματι, δημιουργήθηκαν -ή ενισχύθηκαν- πλατφόρμες άμεσης συνεργασίας, καθώς και δομές συντονισμού (με τις οποίες διασυνδέονται συνήθως οι υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο των συνόρων, τα τελωνεία, οι υπηρεσίες μετανάστευσης, η δικαστική αστυνομία, η δικαιοσύνη, οι υπηρεσίες πληροφοριών της αστυνομίας και του στρατού και οι Ένοπλες Δυνάμεις), τόσο σε εθνικό επίπεδο (με αποκορύφωμα τη δημιουργία στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Ιούνιο του 2002, ενός «υπερυπουργείου», του Department of Homeland Security) όσο και σε υπερεθνικό.
Οι ανταλλαγές δεδομένων αφορούσαν κυρίως τις δημοκρατικές χώρες. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεώρησαν ότι οι ειδικές υπηρεσίες τους (η Europol που είναι αρμόδια για τον συντονισμό των Αστυνομιών, η Eurojust για τη δικαστική συνεργασία και η Frontex για την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης), καθώς και «πόλοι ανάλυσης» όπως το Centre de Situation Conjoint (Sitcen : υπηρεσία πληροφοριών, στελεχωμένη από πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό στο οποίο έχει ανατεθεί η αξιολόγηση των κινδύνων για την ασφάλεια) είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν «προστιθέμενη αξία» στους τομείς της συλλογής, ανταλλαγής και ανάλυσης των πληροφοριών.
Η συζήτηση έγινε περισσότερο έντονη όταν τέθηκε το ζήτημα των διατλαντικών ανταλλαγών των προσωπικών δεδομένων, στο βαθμό που το αμερικανικό σύστημα ελέγχου αυτού του είδους των πληροφοριών παρείχε ανέκαθεν λιγότερες εγγυήσεις σε σχέση με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Πόσω μάλλον που οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούσαν ότι οι υπηρεσίες τους είχαν κάθε δικαίωμα από τη στιγμή που είχε τεθεί ζήτημα εθνικής ασφάλειας, ακόμα και το δικαίωμα να μην τηρούν τους κανόνες που είχαν συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους ομόλογούς τους [συμφωνίες σχετικές με τη μεταφορά των δεδομένων PNR (Passenger Name Records) που αφορούν τους επιβάτες των ευρωπαϊκών αεροπορικών εταιριών] ή να επεμβαίνουν εκτός της επικράτειάς τους χωρίς άδεια (απαγωγές υπόπτων), ή ακόμα και να υποκλέπτουν τις πληροφορίες των τραπεζικών λογαριασμών τους (μέσω του συστήματος διατραπεζικού συντονισμού Swift). (2)
Εξάλλου, η εντατικοποίηση της διεθνούς αντιτρομοκρατικής συνεργασίας επέτρεψε σε πολλές δικτατορίες, όπως επίσης και σε καθεστώτα ελάχιστα ή καθόλου δημοκρατικά, από τα οποία ζητήθηκε να συμβάλλουν στη συλλογή πληροφοριών για ύποπτους τρομοκράτες, να σκληρύνουν την καταστολή που εφαρμόζουν εναντίον των αντιφρονούντων τους ή των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων τους. Κάτι τέτοιο συνέβη ιδιαίτερα στις περιπτώσεις της Λιβύης, της Αιγύπτου, της Αλγερίας, της Τυνησίας, ή του Νεπάλ, αλλά και της Ρωσίας. Πράγματι, το αμερικανικό αίτημα για συνεργασία επέτρεψε σε καθεστώτα αυτού του τύπου να μετατρέψουν την επιχείρηση καταστολής των αντιφρονούντων τους σε ένα νέο στοιχείο του «παγκόσμιου πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία».
Οι πρώτες λίστες
Έτσι, η παγκόσμια αντιτρομοκρατία δημιουργεί μια πραγματική «αγορά» ανταλλαγής ανασφαλειών και μορφών τρόμου. Οι συναλλαγές πραγματοποιούνται με την αναγνώριση των καταλόγων των υπόπτων ατόμων και των παράνομων οργανώσεων: κάθε υπηρεσία πληροφοριών αναγκάζεται να αναγνωρίσει τους καταλόγους που έχει συντάξει ένα άλλο κράτος προκειμένου να επιτύχει την αμοιβαία αναγνώριση των δικών της καταλόγων από αυτό. Η G8 έχει τον δικό της κατάλογο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες τον δικό τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περισσότερους, ανάλογα με το εάν αποσκοπούν στον εντοπισμό οικονομικών συναλλαγών ή στην απαγγελία κατηγορίας κατά ορισμένων ατόμων. Επίσης, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν τους δικούς τους, οι οποίοι συχνά δεν δίνονται στη δημοσιότητα. Επιπλέον, σε αυτούς τους επίσημους –ή τουλάχιστον γνωστούς- καταλόγους προστίθενται κι άλλοι, κατά πολύ μακροσκελέστεροι αλλά και μυστικότεροι, καθώς διευρύνουν ακόμα περισσότερο το φάσμα των υπόπτων (με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένοι κατάλογοι να θεωρούνται ακόμα καλύτεροι).
Το παράδειγμα των αμερικανικών no-fly lists (κατάλογοι των ατόμων στα οποία δεν επιτρέπεται η επιβίβαση στα αεροσκάφη που εκτελούν εσωτερικά δρομολόγια ή κατευθύνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες) που συντάχθηκαν μετά το 2001 με βάση την ενοποίηση όλων των διαθέσιμων δεδομένων, είναι χαρακτηριστικό για τον ανυπόληπτο χαρακτήρα των πληροφοριών, των φημών και της παραπληροφόρησης που συλλέχθηκαν για ορισμένα άτομα, ή ακόμα και απλώς σχετικά με κάποιο επώνυμο ή ψευδώνυμο. Σε αυτούς τους καταλόγους υπόπτων, οι οποίοι δεν διαθέτουν την παραμικρή συνοχή, μπορούν να βρεθούν καταχωρημένα τα πλέον ετερόκλιτα άτομα : ένα παιδάκι 11 μηνών μπορεί να θεωρηθεί εξαιρετικά επικίνδυνος διεθνής τρομοκράτης και –συνεπώς- να κρατηθεί μαζί με τη μητέρα του στο αεροδρόμιο, επειδή το ονοματεπώνυμό του και δύο άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία του (τα οποία κρατούνται μυστικά) συμπίπτουν με εκείνα ενός άλλου ατόμου. (3)
Ο δε Ρόμπερτ Κάμπελ, πιλότος της πολιτικής αεροπορίας, έχει βρεθεί αντιμέτωπος με την εξής παράδοξη κατάσταση: όπως εξήγησε το 2007 στην αμερικανική τηλεόραση, «έχω το δικαίωμα να οδηγώ ένα αεροσκάφος, ωστόσο, εάν θέλω να ταξιδέψω ως επιβάτης, μου απαγορεύεται η επιβίβαση στο αεροσκάφος». Επιπλέον, του είναι αδύνατον να καταλάβει γιατί έχει συμπεριληφθεί σε αυτόν τον κατάλογο υπόπτων. (4)
Όσον αφορά την πρόβλεψη της μελλοντικής συμπεριφοράς των εν δυνάμει υπόπτων για διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών, ο ρόλος των υπηρεσιών πληροφοριών βρίσκεται στην καρδιά της αναδιάταξης της παγκόσμιας αντιτρομοκρατικής δράσης. Στο όνομα της πρόληψης, του δικαιώματος επέμβασης πριν από την εκδήλωση μιας παράνομης πράξης, παρατηρήθηκε μια μετατόπιση των προτεραιοτήτων, από τη δικαστική αστυνομία ή την κατασταλτική στρατιωτική δράση στη συλλογή πληροφοριών, στην αποθήκευσή τους και στη διαλογή τους, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί ένα παιχνίδι εξομοίωσης των πιθανών μελλοντικών συμπεριφορών, το οποίο θα βασίζεται σε στοιχεία του παρελθόντος.
Παρόλο που πρόκειται για κάτι ανάμεσα στην επιστήμη και στη μαντεία, σε αυτές τις εκθέσεις για τη μελλοντική συμπεριφορά ορισμένων δυνητικά επικίνδυνων ατόμων, τα οποία πρέπει να συλληφθούν και να τεθούν υπό κράτηση πριν προλάβουν να περάσουν στη δράση, στηρίζεται ολόκληρη η ορθολογικότητα των αντιτρομοκρατικών πολιτικών. Ωστόσο, η ανάλυση των επανειλημμένων λαθών στα οποία υπέπεσαν οι κυβερνήσεις και οι υπηρεσίες πληροφοριών τους από το 2002 αποδεικνύει ότι αυτή η υποτιθέμενη γνώση σε ζητήματα που αφορούν τη μελλοντική αβεβαιότητα, τη συμπεριφορά των εχθρών και τον έγκαιρο εντοπισμό τους, είναι τουλάχιστον συζητήσιμη. Αυτό αποδεικνύεται από την τεράστια διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στα άτομα που θεωρούνται ύποπτα, σε εκείνα που συλλαμβάνονται, σε εκείνα στα οποία τελικά απαγγέλλονται κατηγορίες και σε εκείνα που καταδικάζονται. Βέβαια, ανέκαθεν υπήρχε αυτή η διαφορά •ωστόσο, σήμερα παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Θυμίζει περισσότερο μια μαντική τέχνη που αναζητεί σημάδια (του άγνωστου μέλλοντος) πάνω στο σώμα και στη συμπεριφορά των ατόμων και λιγότερο μια επιστημονική τεχνική που στηρίζεται στη θεωρία των πιθανοτήτων και στην ορθολογική ανάλυση του κινδύνου.
Ωστόσο, αυτό που δικαιολογεί τα βασανιστήρια, τη φυλάκιση, τη στέρηση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη και κάθε άλλη πρακτική που παραβιάζει τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, είναι η βούληση να επιτευχθεί η πρόληψη. Το ζητούμενο είναι πάντοτε η «απόσπαση πληροφοριών», να μιλήσουν ορισμένα άτομα • κι αν αρνηθούν, θα πρέπει να υποχρεωθεί το σώμα τους να μιλήσει. Πολλά είναι τα μέρη που χρησιμοποιήθηκαν για αυτό το σκοπό: το Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ, το Γκουαντάναμο, αλλά και ένα ολόκληρο αρχιπέλαγος από μυστικές τοποθεσίες κράτησης (στο Αφγανιστάν, στη Συρία, στο Μαρόκο, στην Αίγυπτο… αλλά και σε ευρωπαϊκό έδαφος, στην Πολωνία και στη Ρουμανία) (5) το οποίο σε μεγάλο βαθμό συμπίπτει με τις αμερικανικές και νατοϊκές στρατιωτικές βάσεις (για παράδειγμα το Ντιέγκο Γκαρσία στον Ινδικό Ωκεανό, το Καμπ Μπόντστιλ στο Κόσοβο και πλήθος άλλων σημείων που αποκαλύπτονται με το σταγονόμετρο από τις εκθέσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών).
Επτά χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας τους, αποκαλύπτεται η αποτυχία κι η αναποτελεσματικότητα αυτών των συστημάτων: η κακομεταχείριση που υπέστησαν οι ύποπτοι σε όλες αυτές τις βάσεις δεν επέτρεψε τη συλλογή αξιόπιστων πληροφοριών και δεν οδήγησε στην απαγγελία βάσιμου κατηγορητηρίου.
Όσον αφορά το Γκουαντάναμο, τα άτομα που υπέστησαν την κράτηση επ’ αόριστον ήταν συχνά «συνηθισμένοι» άνθρωποι, θύματα των περιστάσεων. Οι περισσότεροι από αυτούς που αφέθηκαν ελεύθεροι δεν ήταν μαχητές που συνδέονταν με την Αλ Κάιντα, αλλά ξένοι που συνελήφθησαν στο Αφγανιστάν (όπου είχαν βρεθεί για τουρισμό, κάποιο γάμο, θρησκευτικούς λόγους ή –για ορισμένους- λόγω της πολιτικής τους στράτευσης) και παραδόθηκαν στους Αμερικανούς για να μπορέσουν ορισμένοι να εισπράξουν την επικήρυξη. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του Μουράτ Κουρνάζ, ενός νεαρού Γερμανού τουρκικής καταγωγής, ο οποίος συνελήφθη στο Πεσαβάρ του Πακιστάν κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου ρουτίνας της τροχαίας και παραδόθηκε από την πακιστανική αστυνομία στις αμερικανικές δυνάμεις έναντι του ασήμαντου ποσού των 3.000 δολαρίων. (6) Ή του Αμπντουλάχ Αλ Αζμί, ενός πολίτη του Κουβέιτ ο οποίος στάλθηκε πίσω στη χώρα του τον Νοέμβριο του 2005. Από τους οκτώ πολίτες του Κουβέιτ που απολύθηκαν από το Γκουαντάναμο και στάλθηκαν στη χώρα καταγωγής τους, οι πέντε αθωώθηκαν για όλες τις κατηγορίες που τους βάρυναν. (7)
Τον Ιανουάριο του 2002, ο Αμερικανός νομικός Άλαν Μόρτον Ντέρσοβιτς προσπάθησε να δικαιολογήσει τα «νόμιμα» βασανιστήρια επικαλούμενος –όπως είχαν κάνει πριν από αυτόν και οι Γάλλοι στρατιωτικοί κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας- το σενάριο του τρομοκράτη που γνωρίζει πού έχει τοποθετηθεί μια βόμβα η οποία σύντομα θα εκραγεί, και αρνείται να αποκαλύψει τον τόπο όπου έχει τοποθετηθεί. Βέβαια, πρόκειται για ένα ελάχιστα ρεαλιστικό σενάριο, ωστόσο, απλά και μόνο η επίκλησή του χρησίμευσε για τη νομιμοποίηση πρακτικών με τις οποίες η πληροφορία που επιχειρείται να «αποσπαστεί» είναι «άγνωστη». Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν πρόκειται πλέον για την απόσπαση μιας πληροφορίας, αλλά για μια απλή διαδικασία ρουτίνας.
Έγιναν φιλομουσουλμάνοι
Σε κάθε περίπτωση, το μόνο που είναι βέβαιο, είναι ο απόλυτα αντιπαραγωγικός χαρακτήρας αυτών των μεθόδων, καθώς συνέβαλαν -πολύ πιο αποτελεσματικά κι από τις καλύτερες στιγμές της προπαγάνδας της Αλ Κάιντα- στη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού των μουσουλμανικών χωρών, ο οποίος προηγουμένως δεν διάκεινταν ιδιαίτερα εχθρικά απέναντι στους Αμερικανούς (για παράδειγμα στην Ινδία και στην Ινδονησία). Όμως, εκτός από την κυβέρνηση Μπους, υπάρχει ο κίνδυνος να υποφέρει επί δεκαετίες από αυτήν την απόρριψη και ολόκληρη η Δυτική διπλωματία, ακόμα και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Μάλιστα, ακόμα και η άρνηση των Ευρωπαίων να συμμετάσχουν στις χειρότερες από τις προαναφερθείσες ενέργειες, δεν εμπόδισε την ανάπτυξη ορισμένων μορφών συνενοχής.
Η λογική του «εξαιρετικού χαρακτήρα» των περιστάσεων που αναπτύχθηκε στην Ουάσιγκτον για τη δικαιολόγηση του αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία λειτούργησε λιγότερο καλά στην Ευρώπη. Εδώ, η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στις κυβερνήσεις που παραβιάζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα αποδείχθηκε συχνά ότι είχε εξαιρετική σημασία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαδραμάτισαν συχνά έναν εξισορροπητικό ρόλο τον οποίο δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν ούτε το Παναμερικανικό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (το οποίο στερείται της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων), ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Βουλή των Λόρδων που συχνά κατηγορείται για τον συντηρητισμό της, μπλόκαρε τις πρωτοβουλίες του Τόνι Μπλερ. Ανέτρεψε, ένα προς ένα, όλα τα επιχειρήματα και ακύρωσε όλα τα μέτρα που ήταν αντίθετα με το Habeas corpus, για παράδειγμα την επ’ αόριστον κράτηση στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Μπέλμαρς για τους ξένους των οποίων δεν είναι δυνατόν να γίνει απέλαση (αυτό το μέτρο είχε επιτραπεί με τον αντιτρομοκρατικό νόμο του 2001).
Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση των προσωπικών δεδομένων: οι υπηρεσίες πληροφοριών των ευρωπαϊκών χωρών ήταν έτοιμες να συνεργαστούν με τους αμερικανούς ομόλογούς τους. Μάλιστα, στα κρυφά, προχώρησαν συχνά σε συνεργασία. Ωστόσο, οι εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές ελέγχου, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, άσκησαν τόσο έντονες πιέσεις στις κυβερνήσεις, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στην Επιτροπή, ώστε αναγκάστηκαν να ανεβάσουν τον πήχη των απαιτήσεών τους και να αντιταχθούν στις αμερικανικές αξιώσεις.
Ο διάλογος για τη μεταφορά των δεδομένων PNR –και γενικότερα για την ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων με τους Αμερικανούς- κινητοποίησε την κοινή γνώμη σε ένα ζήτημα το οποίο οι κυβερνήσεις επιθυμούσαν να κρατήσουν εμπιστευτικό. Βέβαια, η κινητοποίηση δεν κατόρθωσε να εμποδίσει τις πρακτικές, ωστόσο, τις στέρησε από οποιαδήποτε νομιμοποίηση, ενώ ταυτόχρονα περιόρισε τον αριθμό τους και τις υπερβολές που θα μπορούσαν να σημειωθούν.
Αν και το ευρωπαϊκό σύστημα εξακολουθεί να στηρίζεται σε μια αστυνομική λογική (στην οποία περιλαμβάνονται και δικαστικοί λειτουργοί με έκτακτες αρμοδιότητες ή η στρατηγική της διείσδυσης των μυστικών υπηρεσιών σε διάφορους χώρους), δεν έχει υιοθετήσει –τουλάχιστον όχι ακόμα- τη λογική των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών και την τυφλή πίστη στις αρετές της τεχνολογίας που προωθούν οι Αμερικανοί.
Σε γενικές γραμμές, οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι υπηρεσίες πληροφοριών τους αρνήθηκαν να επιτρέψουν την πραγματοποίηση βασανιστηρίων στο έδαφός τους, αν και υπήρξαν (ενεργητικά ή παθητικά) συνένοχοι στις απαγωγές που πραγματοποίησαν οι αμερικανικές υπηρεσίες στο ευρωπαϊκό έδαφος ή επέτρεψαν τη διέλευση των αμερικανικών αεροσκαφών που μετέφεραν τους απαχθέντες υπόπτους (ή πήγαιναν να τους «παραλάβουν» σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα) σε μυστικές φυλακές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ευρωπαϊκή εμπλοκή
Πάντως, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να απαλλαγεί τόσο εύκολα από αυτές τις «μη φιλελεύθερες» πρακτικές: ορισμένα από τα κράτη μέλη της συμμετείχαν σε πολεμικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και σε ορισμένα εγκλήματα πολέμου, ενώ πολύ περισσότερα συμμετείχαν σε πολεμικές ενέργειες στο Αφγανιστάν και σε μεγάλης κλίμακας ανταλλαγή πληροφοριών που προέκυπταν από τις υποκλοπές τηλεπικοινωνιών που πραγματοποιούσαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες τους. Η Γαλλία, η οποία έχει εμπλακεί ελάχιστα στον πόλεμο του Ιράκ, συνεργάστηκε σε ανακρίσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Γκουαντάναμο, συμμετέχοντας με πράκτορες της Διεύθυνσης Επιτήρησης της Επικράτειας (DST) και δικαστικούς που πλαισίωναν τις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες. Επιπλέον, παρέσχε πολλούς καταλόγους υπόπτων, προχωρώντας στη συσχέτιση της αλγερινής Ένοπλης Ισλαμικής Ομάδας (GIA) και των «τσετσενικών» παρακλαδιών της Αλ Κάιντα.
Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του γαλλικού σχεδίου πολιτικής προστασίας Vigipirate [από το vigilance (επαγρύπνηση) και το pirate (πειρατής)] : στον εξαιρετικά ελαστικό κι ανοιχτό κατάλογο των κρουσμάτων «τρομοκρατίας» που ενδέχεται να κληθούν να αντιμετωπίσουν οι στρατιωτικές δυνάμεις που θα αναλάβουν την εφαρμογή του, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι «οδομαχίες», ο «έλεγχος του πλήθους», η «αντιμετώπιση των εκρήξεων βίας» και οι «επιθέσεις ΡΒΧ» (ραδιολογικές, βιολογικές και χημικές)»… Το σχέδιο αποτελεί την χαρακτηριστική απόδειξη του τρόπου με τον οποίο ορισμένα μέτρα που θεωρούνται «έκτακτα» από τους εμπνευστές τους, αποκτούν ένα μόνιμο χαρακτήρα από τη στιγμή που θα εφαρμοστούν για πρώτη φορά. Έστω κι αν πολλοί –κι ανάμεσά τους κι αρκετοί στρατιωτικοί- καταγγέλλουν τον καθαρά πολιτικό χαρακτήρα των μέτρων και την αναποτελεσματικότητά τους όσον αφορά την πρόληψη των πραγματικών απειλών. (8)
Στόχος οι μετανάστες
Αν και μορφές της αντιτρομοκρατίας που εφαρμόζουν είναι διαφορετικές, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες συναντώνται στην ανάπτυξη περισσότερο συνηθισμένων και λιγότερο θεαματικών πρακτικών, των οποίων το ύπουλο ρίζωμα εξηγείται, όχι μονάχα από το φόβο της τρομοκρατίας, αλλά και από την εξάπλωση του φόβου. Τα πολιτικά παιχνίδια για την σύνδεση της εγκληματικότητας με τους μετανάστες και η δημιουργία ενός αμαλγάματος στο οποίο περιλαμβάνονται η τρομοκρατία, οι ξένοι, οι μουσουλμάνοι, οι μετανάστες, και οι νεαροί πολίτες που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών (9) ευθύνονται σε ένα βαθμό για την αύξηση της ανησυχίας: δίνουν έναν πολύ πιο οικείο χαρακτήρα στην εχθρότητα, καθώς δημιουργούν ένα κλίμα καχυποψίας σύμφωνα με το οποίο τα μέλη των παράνομων τρομοκρατικών οργανώσεων αποτελούνται από άνεργους μετανάστες χωρίς χαρτιά, οι οποίοι έχουν διεισδύσει παράνομα στη χώρα.
Ωστόσο, η κοινωνιολογική προέλευση των βομβιστών –όπως αυτή διαπιστώθηκε από τις έρευνες που πραγματοποίησε η αστυνομία στις περιπτώσεις «ισλαμιστικών τρομοκρατικών χτυπημάτων» στην Ευρώπη- αναδεικνύει ορισμένα εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά: νόμιμη είσοδος στη χώρα (αν όχι γέννηση στο ευρωπαϊκό έδαφος), χαμηλό επίπεδο θρησκευτικής πρακτικής αλλά βαθύτατο αίσθημα της αδικίας και ετερόκλιτες –αλλά υπαρκτές- επαγγελματικές δεξιότητες (συνήθως πρόκειται για εργαζόμενους του τριτογενούς τομέα).
Στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, η πλειοψηφία των μελών των Κοινοβουλίων –και τα περισσότερα από τα κόμματα που εκπροσωπούνται σε αυτά- δέχονται χωρίς να αντιδράσουν όλα τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν την παράνομη και τη νόμιμη μετανάστευση, τους όρους επανένωσης των οικογενειών των οικογενειών των μεταναστών και τις αρχές που διέπουν το δικαίωμα του ασύλου. Προφανώς, με αυτόν τον τρόπο παρακινούνται οι υπουργοί Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης και οι αστυνομικές αρχές, αφενός να χρησιμοποιήσουν αυτά τα μέτρα για να αυξήσουν τα περιθώρια δράσης που διαθέτουν και, αφετέρου, να περιορίσουν τους δικαστικούς ελέγχους που περιορίζουν το έργο τους.
Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη διαδραματίζουν και οι «εμπειρογνώμονες» και πάσης φύσεως «ειδικοί» και «σύμβουλοι» που κατακλύζουν τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης κάθε φορά που πραγματοποιείται μια τρομοκρατική ενέργεια ή συζητείται η λήψη μέτρων ασφαλείας. Ποιες είναι άραγε οι σχέσεις τους με τις υπηρεσίες της αστυνομίας ή των μυστικών υπηρεσιών; Δεν είναι εύκολο να δοθεί μια ακριβής απάντηση. Πολύ συχνά, οφείλει κανείς να αρκεστεί στις φήμες: ο τάδε λέγεται ότι «έχει στενές σχέσεις με την DST», ο δείνα «είναι πράκτορας της Μοσάντ», κάποιος τρίτος φέρεται να «έχει πρόσβαση σε πλήθος απόρρητων στοιχείων κι εγγράφων», ενώ κάποιος άλλος θεωρείται «προφανέστατα εντελώς απατεώνας». Φυσικά, πρόκειται για εξαιρετικά λεπτό ζήτημα, καθώς η αμφισημία και το πέπλο αμφιβολιών που προσπαθούν να διατηρήσουν γύρω από τις πιθανές «επαφές τους» αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στον οποίο στηρίζεται, τόσο η «business» που έχουν στήσει, όσο και η νομιμοποίησή τους στα μέσα ενημέρωσης: αφήνουν διαρκώς να εννοηθεί ότι διαθέτουν «προνομιακή πρόσβαση» σε ορισμένες «ευαίσθητες πηγές», χωρίς ποτέ να δίνουν περεταίρω εξηγήσεις. Όμως, ο πέπλος μυστηρίου με τον οποίο προσπαθούν να περιβάλλουν τον εαυτό τους μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με προπέτασμα καπνού: τις περισσότερες φορές αποτελούν απλά «παπαγαλάκια» των υπηρεσιών και οι «πληροφορίες» που «αποκαλύπτουν» συνήθως σπάνια έχουν σημαντική διαφορά από εκείνες που εξασφαλίζουν από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές οι δημοσιογράφοι που είναι επιφορτισμένοι με το αντίστοιχο ρεπορτάζ. (10)
Για να επανέλθουμε στα κατασταλτικά μέτρα, όσο αυτά δίνουν την εντύπωση ότι αφορούν μονάχα ορισμένες ειδικές κατηγορίες ατόμων, οι οποίες έχουν στοχοποιηθεί από την παγκόσμια αντιτρομοκρατία, η κοινή γνώμη ελάχιστα συγκινείται. Εκφράζει την αντίθεσή της μονάχα όταν μπαίνουν ξαφνικά στο στόχαστρο του αντιτρομοκρατικού ελέγχου ορισμένες προνομιούχες ομάδες οι οποίες τυχαίνει να έχουν ορισμένες κοινές «παραμέτρους» με τις ομάδες του πληθυσμού που θεωρούνται «ύποπτες». Από εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποιούν πόσο μεγάλες μπορεί να είναι οι απώλειες της ατομικής ασφάλειας όταν αυτή βρίσκεται αντιμέτωπη με όλα όσα απαιτεί η εθνική ασφάλεια.
Κι όταν βρεθούν αντιμέτωπες με τις αυθαίρετες ενέργειες της αστυνομίας και των κρατικών αρχών, αρχίζουν να κατανοούν πόσο σημαντικές είναι οι δικαστικές εγγυήσεις που επιτρέπουν σε κάθε πολίτη να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους κρατείται, να δικαιούται αμέσως να καλέσει τον δικηγόρο του και να τύχει μιας δίκης στην οποία η απόφαση δεν έχει ληφθεί εκ των προτέρων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι αμερικανικές fly-list συναντούν ολοένα μεγαλύτερη αμφισβήτηση.
Αυτό γίνεται ακόμα περισσότερο φανερό στην περίπτωση των αστυνομικών ελέγχων για εξακρίβωση της ταυτότητας και των ιδιωτικών μηχανισμών επιτήρησης και παρακολούθησης: οι πολίτες εξεγείρονται ενάντια σε αυτά τα συστήματα μονάχα όταν συνειδητοποιούν ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται από αυτά τα συστήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλά χρόνια αργότερα, συσχετιζόμενες με τελείως διαφορετικές κοινωνικές συγκυρίες και υποβαλλόμενες σε ερμηνείες οι οποίες το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι απέχουν από την πραγματικότητα. Εξάλλου, είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι κοινωνίες στις οποίες είναι ακόμα πρόσφατη η ανάμνηση των δικτατορικών κυβερνήσεων (όπως για παράδειγμα η Ουγγαρία) διστάζουν να απαρνηθούν το δικαίωμά τους να απαγορεύεται η πρόσβαση της αστυνομίας στις πλέον προσωπικές δραστηριότητες της ιδιωτικής τους ζωής (στα αναγνώσματά τους, στην αλληλογραφία τους, στις μετακινήσεις τους).
Βουβοί πολίτες
Παραμένει, όμως, το σημαντικότερο: η καθημερινή αδιαφορία -αν όχι η ρητή επιδοκιμασία- απέναντι στις νέες μορφές επιτήρησης εξηγεί την ευκολία με την οποία τα νεαρά άτομα των λαϊκών τάξεων (κι ακόμα περισσότερο οι εθνοτικές ομάδες που έχουν στιγματιστεί ως διαφορετικές) εκλαμβάνονται πλέον ως άτομα ανεπιθύμητα, από τα οποία η κοινωνία οφείλει να προστατευτεί με μέσα ασφαλείας : η φυλακή θεωρείται ένα μέσο που επιτρέπει να κρατηθούν μακριά από την κοινωνία, -αν όχι για πάντα- τουλάχιστον όσο περισσότερο αυτό είναι δυνατόν.
Οι συγκεκριμένες συμπεριφορές συμβάλλουν –από κοινού με την αντιτρομοκρατική ρητορεία και τις εκκλήσεις για παρέκκλιση από τη νομιμότητα στο όνομα του επείγοντος χαρακτήρα και της επικινδυνότητας της κατάστασης- στη δημιουργία κανόνων που ορίζουν το τι είναι αποδεκτό ή όχι. Συνεπώς όσον αφορά το ζήτημα των συστημάτων διαχείρισης της ανασφάλειας, το να προβληματιστούμε για την «πολιτική της ανησυχίας» σημαίνει ότι θα αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε για τις δικές μας ευθύνες, κι όχι πλέον μονάχα για εκείνες των ηγετών μας, δεδομένου ότι σε αυτή τη διαχείριση συμμετέχουμε όλοι μας ενεργά, και μάλιστα πολύ πιο πρόθυμα απ’ ότι θα θέλαμε να παραδεχτούμε.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»