Μερικές βδομάδες ύστερα από τα γεγονότα, ο σουηδός σοσιαλιστής Ιαν Αντερσον, πρόεδρος της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, παρακολουθεί έκπληκτος τα τεκταινόμενα. Μέσα σε μερικούς μήνες, από τον Νοέμβριο του 2007 ώς τον Ιούνιο του 2008, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) εξέδωσε τέσσερις δικαστικές αποφάσεις που επικυρώνουν την υπεροχή των δικαιωμάτων των επιχειρήσεων έναντι των μισθωτών:
Στην υπόθεση Βίκινγκ, ένας φιλανδός εφοπλιστής ήθελε να αλλάξει τη σημαία ενός οχηματαγωγού σε εσθονική, προκειμένου να αποφύγει τη συλλογική σύμβαση εργασίας.
Στην υπόθεση Λαβάλ, ένας σουηδός συνδικαλιστής επιχείρησε, παρεμποδίζοντας τις εργασίες μιας οικοδομικής επιχείρησης, να εξαναγκάσει έναν λετονικό φορέα παροχής υπηρεσιών να υπογράψει συλλογική σύμβαση εργασίας.
Στην υπόθεση Ρούφερτ, μια πολωνική εταιρεία στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας κατέβαλε μισθούς χαμηλότερους από το κατώτερο όριο.
Τέλος, στις 18 Ιουνίου 2008, η Κομισιόν προσέφυγε στο ΔΕΚ γιατί έκρινε υπερβολικές τις υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν από το Λουξεμβούργο σε ξένο φορέα παροχής υπηρεσιών.
Σε όλες τις περιπτώσεις, το ΔΕΚ απέρριψε κατηγορηματικά τις συνδικαλιστικές απαιτήσεις και ζήτησε από τις δημόσιες αρχές να περιορίσουν τα κοινωνικά πρότυπα που έχουν επιβληθεί στις επιχειρήσεις που μεταφέρονται στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με το ΔΕΚ, το δικαίωμα στην εργασία και οι μετακινήσεις των μισθωτών δεν πρέπει να παρεμποδίζουν «δυσανάλογα» την ελεύθερη σύσταση επιχείρησης (άρθρο 43 της Συνθήκης της Ρώμης) και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Κοινή Αγορά (άρθρο 49).
Ο ευρωβουλευτής Ιαν Αντερσον δεν ανέμενε τέτοιου είδους ερμηνεία των ευρωπαϊκών κειμένων. Ανησυχεί για τη νομιμοποίηση του κοινωνικού ντάμπινγκ και φοβάται πως θα ακολουθήσουν και άλλες δικαστικές αποφάσεις με παρόμοιο προσανατολισμό.
Στις 22 Οκτωβρίου 2008, μάλιστα, το Κοινοβούλιο ενέκρινε, στη βάση μιας «έκθεσης πρωτοβουλίας» του ίδιου βουλευτή, «νομοθετικό ψήφισμα», αντικρούοντας ανοιχτά τη νομολογία του ΔΕΚ. Σπάνιο γεγονός στον πομποναρισμένο κόσμο αυτού του θεσμού, που διαταράσσεται μόνον από ομάδες τουριστών ή παιδιών σε σχολικές εκδρομές.
Σύμφωνα με τους ευρωβουλευτές, «οι οικονομικές ελευθερίες δεν θα μπορούσαν να ερμηνευτούν έτσι ώστε να παρέχουν στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να αποφύγουν ή να παρακάμψουν νόμους και κοινωνικές πρακτικές (1)».
Διευκρινίζουν μάλιστα ότι, αντίθετα με την περιοριστική ερμηνεία που της έδωσαν οι δικαστές, η οδηγία της 16ης Δεκεμβρίου 1996 περί απόσπασης μισθωτού (2), η οποία διέπει τα δικαιώματα των μισθωτών σε επιχειρήσεις που μετακινούνται στην Κοινή Αγορά, θεσπίζει τους ελάχιστους κανόνες, τους οποίους οι κυβερνήσεις μπορούν να συμπληρώνουν με «ευνοϊκότερους» όρους για τους υπαλλήλους.
Το ψήφισμα, αν και δεν έχει υποχρεωτική ισχύ, ασκεί πίεση στα κράτη-μέλη και την Κομισιόν, από τα οποία οι βουλευτές ζήτησαν τη λήψη αναγκαίων μέτρων για τη διευκρίνιση του κοινοτικού δικαίου. Εκφράζει, εξάλλου, την άποψη της Βουλής σχετικά με ένα ζήτημα αρχής: τα δικαιώματα των επιχειρήσεων δεν υπερέχουν των δικαιωμάτων των κοινωνικών εταίρων - και προοιωνίζεται τη θέση της σχετικά με μελλοντικές οδηγίες.
Δεδομένου ότι εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία (474 ψήφοι υπέρ, 106 κατά και 93 απόντες), προσέδωσε στο Κοινοβούλιο την εικόνα του υπερασπιστή της κοινωνικής Ευρώπης, εικόνα που ενισχύθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2008, με την αντίθεσή του στην επιμήκυνση του χρόνου εργασίας από 48 σε 70 ώρες εβδομαδιαίως (3). Συνδικάτα και σωματεία χαιρέτησαν το «ιδιαίτερα αποφασιστικό μήνυμα (4)» που απηύθυναν οι βουλευτές στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά και την Κομισιόν.
Παρ’ όλο που κανείς δεν αμφισβητεί την κοινωνική διάσταση των εγκεκριμένων από το Κοινοβούλιο κειμένων, οι αντιδράσεις στις δικαστικές αποφάσεις του ΔΕΚ αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Βασιζόμενο στα «ιστορικά» άρθρα -τα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης της Ρώμης που κατοχυρώνουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και προηγούνται χρονικά από τις ασαφείς κοινωνικές διατάξεις που ήρθαν αργότερα να τα διαταράξουν (5)- το ΔΕΚ έθεσε το ζήτημα όχι τόσο της φύσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όσο της λογικής του. Ταυτόχρονα, κατέδειξε την αστάθεια της θεσμικής θέσης του Κοινοβουλίου όπως και την πολιτική του ανωριμότητα.
Το ΔΕΚ επωφελήθηκε, πράγματι, από τα κενά της κοινοτικής νομοθεσίας για να προσδώσει σε αυτήν αντίθετη ερμηνεία από εκείνη των κοινοβουλευτικών επιδιώξεων. Η γαλλίδα σοσιαλίστρια Φρανσουάζ Καστέξ θυμίζει ότι, κατά την έγκρισή της, το 1996, η οδηγία περί υπαλληλικής απόσπασης παρουσιάστηκε ως πρόοδος για τους μισθωτούς. Ομως οι δικαστές τη χρησιμοποίησαν ως εργαλείο στην υπηρεσία της ελεύθερης σύστασης επιχείρησης.
Για τον Αντερσον, «το Δικαστήριο δεν παρακολουθεί τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Θα έπρεπε να εμπνευστεί από τις πολιτικές ανταλλαγές προκειμένου να καθορίσει την πρόθεση του νομοθέτη».
Η Κάστεξ φαίνεται πιο ρεαλίστρια, επικαλούμενη «την πολιτική του νομικού κενού» που αφήνουν μεγάλο περιθώριο χειρισμού στους δικαστές, στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερα δομημένων ευρωπαϊκών συνθηκών. Να υπενθυμίσουμε ότι, κατόπιν της έντονης αμφισβήτησης που προκάλεσε η οδηγία Μπόλκενσταϊν (6), οι ευρωβουλευτές απέσυραν από το κείμενο την αρχή της χώρας προέλευσης, αλλά δεν προσδιόρισαν το εφαρμοστέο δίκαιο...
Μέχρι σήμερα, η εξουσία του ΔΕΚ δεν ενοχλούσε εμφανώς τους βουλευτές. «Οταν η νομοθεσία ήταν ασαφής, τα αιρετά μέλη, κυρίως οι Γερμανοί και οι Αγγλοι, επαφίονταν στην κρίση των δικαστών για να την ερμηνεύσουν», εξηγεί η Φρανσουάζ Καστέξ.
Οι Σκανδιναβοί και οι Γερμανοί είναι ακόμα πιο θορυβημένοι από τις αποφάσεις του ΔΕΚ, αφού ανακάλυψαν την αστάθεια των συστημάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων στη μεγάλη εσωτερική αγορά, μέσα από δύο κρίσεις που τους αφορούν άμεσα. Επιπλέον, αυτή η νομολογία έρχεται σε μια στιγμή που τα κοινωνικά σχέδια πολλαπλασιάζονται και η οικονομική κρίση προοιωνίζεται νέες διαμάχες μεταξύ συνδικάτων και επιχειρήσεων.
Το πάνω χέρι στους δικαστές
Η άτολμη στάση των βουλευτών στις Βρυξέλλες προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, καθώς οι ανώτατοι δικαστικοί αναλαμβάνουν τώρα στην Ε.Ε. μία αποστολή, τη δημιουργία δικαίου, η οποία κανονικά ανήκει στα εκλεγμένα ή δημοκρατικά ελεγχόμενα όργανα. Κανένας ανάμεσά τους δεν φαίνεται να αμφισβητεί την υπέρμετρη αυτή εξουσία των δικαστών, η οποία θέτει την Ευρώπη υπό το καθεστώς της νομολογίας και όχι του Ρωμαϊκού Δικαίου (7).
Το Κοινοβούλιο είναι ο αδύναμος κρίκος του κοινοτικού συστήματος. Δεν έχει την ικανότητα να προτείνει οδηγίες ή κανονισμούς. Μπορεί μόνο να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που έχει τη νομική πρωτοβουλία, να το κάνει. Αλλά η Κομισιόν παραμένει ελεύθερη να δώσει ή όχι συνέχεια στα αιτήματα των βουλευτών. Ετσι, στις 21 Ιανουαρίου 2009, η ίδια απέρριψε την έκκλησή τους για λήψη δικαστικών μέτρων έναντι των δικαστικών αποφάσεων του ΔΕΚ, «καθώς δεν διέκρινε, σε αυτό το στάδιο, τη σχετική αναγκαιότητα» (8).
Από την άλλη πλευρά της διαδικαστικής αλυσίδας λήψης αποφάσεων, το Κοινοβούλιο οφείλει να διαπραγματευτεί την τελική ψήφιση των κειμένων με το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (οι υπουργοί των «27»), στο πλαίσιο της διαδικασίας της συναπόφασης.
Εάν δεν υπάρξει συμφωνία, οι βουλευτές μπορούν μόνο να απορρίψουν το κείμενο, όχι να επιβάλουν κάποιο άλλο στη θέση του. Επομένως, υπογραμμίζει η Καστέξ, όχι μόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει νεοφιλελεύθερους «νόμους», αλλά, «όταν το Κοινοβούλιο αντιτίθεται σε αυτούς ή υιοθετεί σημαντικές τροπολογίες, επανέρχεται μερικούς μήνες αργότερα με ένα κείμενο του ίδιου περιεχομένου».
Στην περίπτωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, οι υπουργοί κατέστησαν γνωστό, από τις 18 Δεκεμβρίου 2008, ότι μία τροποποίηση της νομοθεσίας δεν φαινόταν «ενδεδειγμένη» (9).
Σύμφωνα με τον Αντερσον, δεν πρέπει, πάντως, να αγνοούμε τη διαπραγματευτική ισχύ του Κοινοβουλίου. «Ολα είναι θέμα πολιτικής», εκτιμά, θυμίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Βουλή θα αποφανθεί σχετικά με τη σύνθεση της Κομισιόν, την οποία θα προτείνουν τα κράτη-μέλη έπειτα από τις εκλογές του ερχόμενου Ιουνίου. «Είναι ένα μέσο πραγματικής πίεσης», το οποίο οφείλει, κατά τη γνώμη του, να υποστηριχτεί από δράσεις προς τις κυβερνήσεις κάθε χώρας και ελπίζει σε μία μελλοντική ενίσχυση των εξουσιών του Κοινοβουλίου.
Αλλά, για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια ενίσχυση πρέπει να υπάρχει ουσιαστική επιθυμία εκ μέρους του θεσμού να εκφράσει τον συσχετισμό δυνάμεων σε θεμελιώδη ζητήματα. Ομως οι αντιθέσεις που εκδηλώνονται φαίνονται υποτονικές. Επί τη ευκαιρία των συζητήσεων σχετικά με τις δικαστικές αποφάσεις του ΔΕΚ, για παράδειγμα, το Κοινοβούλιο εξέφρασε περισσότερο συναινετικό πνεύμα, παρά την πρόθεση να λειτουργήσει ως αντιπροσωπευτικός πολιτικός θεσμός.
Ο διαχωρισμός αριστεράς - δεξιάς δεν έπαιξε πρακτικά κανένα ρόλο. Η πλειονότητα των κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ χριστιανοδημοκράτες), συνέβαλε στην έγκριση του ψηφίσματος της 22ας Οκτωβρίου 2008, που αντέκρουε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Ο πρόεδρος του ΕΛΚ, Ζοζέφ Ντολ, μάλιστα, εξέφρασε την άποψή του «για ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών χωρίς κοινωνικό ντάμπινγκ». Το ίδιο συνέβη και στη Συμμαχία Φιλελεύθερων και Δημοκρατών για την Ευρώπη (ΣΦΔ χριστιανοδημοκράτες).
Στη πράξη, το ΕΛΚ (286 αιρετά μέλη) και η Ομάδα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ, 217 αιρετά μέλη) ελέγχουν εναλλάξ τη Βουλή (785 μέλη) και συχνά βρίσκονται σε συμφωνία. Τους καταλογίζεται, επίσης, ότι μοιράζονται την εξουσία, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων του προέδρου και των μελών του προεδρείου, εις βάρος άλλων πολιτικών σχηματισμών. Η βουλευτής των Πράσινων [της Ελεύθερης Ευρωπαϊκής Συμμαχίας (ΕΕΣ)], Ελέν Φλοτρ, καταγγέλλει την «αυξανόμενη τάση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να εξουσιάζεται από τα δύο μεγάλα κόμματα (10)».
Παιχνίδι συσχετισμών
Η γαλλίδα σοσιαλίστρια βουλευτής Περβάνς Μπερές δεν κρύβεται:
«Η διαχωριστική γραμμή κυμαίνεται ανάλογα με τα διαπραγματευόμενα θέματα. Σχετικά με τα κοινωνικά ζητήματα, συχνές είναι οι συμμαχίες με τη Συνομοσπονδιακή Ομάδα της Ενωτικής Αριστεράς [Βορειοευρωπαϊκή Πράσινη (ΕΑ/ΒΠΑ)], στην οποία συμμετέχουν κόμματα της αριστεράς, κατά κύριο λόγο κομμουνιστές ή πρώην κομμουνιστές, καθώς και με την ομάδα των Πράσινων (ΕΕΣ) αλλά και με το κόμμα των Φιλελεύθερων (ΣΦΔ). Μαζί τους το ΕΣΚ παίζει απόλυτα τον ρόλο της αντιπολίτευσης απέναντι στην πλειοψηφούσα δεξιά. Ομως αυτές οι συμμαχίες δεν επιτρέπουν πάντα στο ΕΣΚ να συγκροτήσει πλειοψηφία. Οταν τα θέματα αφορούν καθαρά τη νομοθεσία, το ΕΣΚ προσπαθεί συχνά να συνάψει συμφωνία με το ΕΛΚ» (11).
Η πλασματική ανάγνωση των αποφάσεων του Κοινοβουλίου σύμφωνα με τον διαχωρισμό αριστεράς - δεξιάς και η συνεχής ανασύσταση των ομάδων ανά πενταετία με τις εκλογές δείχνουν, εξάλλου, ότι οι συμμαχίες με ιδεολογικά κριτήρια δεν είναι ξεκάθαρα ορισμένες. Χαρακτηριστικό του πνεύματος «συμβιβασμού» είναι ότι το ψήφισμα ενάντια στο κοινωνικό ντάμπινγκ της 22ας Οκτωβρίου «επικροτεί τη Συνθήκη της Λισαβόνας», η οποία συμπεριλαμβάνει ακέραια τα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης της Ρώμης όπου βασίστηκε το ΔΕΚ για να τοποθετήσει τα δικαιώματα των επιχειρήσεων πάνω από εκείνα των μισθωτών.
Κατά τον ίδιο τρόπο, «ενθαρρύνει ενεργά την ανταγωνιστικότητα, που βασίζεται στη γνώση και την καινοτομία, όπως το προβλέπει η στρατηγική της Λισαβόνας» (Μάρτιος 2000), ένα νεοφιλελεύθερο πακέτο νέας κοπής προς χρήση των κρατών-μελών (12).
Η στάση του Κοινοβουλίου, ως οχυρού των κοινωνικών δικαιωμάτων, αποκτά, έτσι, λιγότερη αξιοπιστία. Ο ενθουσιασμός των βουλευτών για τη Συνθήκη της Λισαβόνας είναι τέτοιος που την κατέστησαν ένα από τα θεμέλια του ψηφίσματός τους, έστω κι αν δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ. Πρόκεται για μία ρωγμή στο δίκαιο και τη δημοκρατία, την οποία η Κομισιόν και το ίδιο το ΔΕΚ συνηθίζουν όλο και περισσότερο.
Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία παραμένει εμποτισμένη από τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό. Στο στενάχωρο γραφείο του στις Βρυξέλλες, ο Αντερσον μας εξήγησε την πίστη του στην οικονομία της αγοράς «η οποία δημιουργεί θέσεις εργασίας», προτού μας κάνει ένα μάθημα σχετικά με τον «ξενόφοβο», κατά την άποψή του, χαρακτήρα της γαλλικής συζήτησης για τον «πολωνό υδραυλικό».
Γεγονός που δεν τον εμποδίζει να εξηγήσει τη στάση του ΔΕΚ, με βάση τη στελέχωσή του με δικαστές από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΧΚΑΕ), το 2004. Σε αυτές τις χώρες, οι ελίτ εκτιμούν συχνά ότι η κοινωνική νομοθεσία αποτελεί για τα παλαιά κράτη-μέλη ένα συγκαλυμμένο τρόπο προστασίας των αγορών τους. Κατά μία έννοια, φταίει ο πολωνός δικαστής!
Πράγματι, όπως το αναφέρει η πολιτειολόγος Ζερσέντε Μάγιο, «η λογική της ψήφου αντιστοιχεί σε διάφορες κατηγορίες, δύσκολα αναγνωρίσιμες: ευρώφιλοι έναντι ευρωσκεπτικιστών, εθνικό συμφέρον, μικρές ομάδες έναντι των ΕΛΚ και ΕΣΚ και, κατά ελάσσονα λόγο, ο διαχωρισμός αριστεράς - δεξιάς (13)».
Επικαλούμενος τις ευρωπαϊκές συζητήσεις, ο Γκαέλ Μπρουστιέ, ερευνητής πολιτικών επιστημών, φαίνεται διστακτικός: «Εχω την εντύπωση ότι πρόκειται για τελετουργία. Φερόμαστε σαν να... ήταν η Ευρώπη πολιτική, σαν να μπορούσε να γίνει κοινωνική...».
Για την Καστέξ, ωστόσο, εάν το Κοινοβούλιο είναι «ένας θεσμός από τον οποίο λείπει η ωριμότητα» - ίδια ανησυχία με αυτήν του Ντολ - τα πρόσφατα γεγονότα (δικαστικές αποφάσεις του ΔΕΚ και κοινωνική κρίση) θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επιβεβαίωσή του ως αντιπροσωπευτικού θεσμού, αναγκαιότητα που γίνεται πολύ πιο έντονη από το γεγονός ότι η εκλογή του κάθε 5 χρόνια συνοδεύεται από υψηλό ποσοστό αποχής (14).
Ας θυμηθούμε, ακόμη, ότι κατά τη διάρκεια του ψηφίσματος αντί-ΔΕΚ, συνδικαλιστικές διαδηλώσεις διεξάγονταν στους δρόμους των Βρυξελλών, προκειμένου να δείξουν ότι η Βουλή θα μπορούσε «να επηρεαστεί απ’ έξω». Αλλά έως ποιο σημείο; Οι «προοδευτικές» θέσεις του Κοινοβουλίου εγγράφονται σε ένα ιδιαίτερα δυσμενές κλίμα για την κοινωνία πλαίσιο. Οπως συνόψισε ένας συνδικαλιστής: «Χαιρόμαστε που κάναμε ένα βήμα μπρος και δεν κοιτάμε ότι κάναμε δέκα βήματα πίσω».
Συνθήκες με σκιές
Συμπτωματικά, κατά τη διάρκεια συζήτησης σχετικά με τις δικαστικές αποφάσεις του ΔΕΚ, το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να ζητήσει ανοιχτά τη διασαφήνιση των Συνθηκών προκειμένου να εγγράψει σε αυτές την ισοδυναμία του οικονομικού και κοινωνικού δικαίου.
Η ομάδα της Ενωτικής Αριστεράς ζητούσε, κυρίως, την προσθήκη στη Συνθήκη της Λισαβόνας μιας ρήτρας για την κοινωνική πρόοδο. Η πρόταση απορρίφθηκε προκαλώντας τον θυμό της ιρλανδής βουλευτού (ΕΑ/ΒΠΑ) Μαρί-Λου Μακ Ντόναλντ, η οποία δήλωσε «την απέραντη απογοήτευσή της» σε σχέση με την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων που χρησίμευσε ως βάση του ψηφίσματος.
Πράγματι, το κείμενο «δεν απαιτεί τις αναγκαίες για την προστασία των εργαζομένων τροποποιήσεις του δικαίου. Η αρχική μορφή των κειμένων αναγνώριζε ότι η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας αποτελούσε έγκυρη επιλογή. Αντίθετα, η αναγνώριση αυτή αποσύρθηκε σκόπιμα και κυνικά». Η τελική μορφή του ψηφίσματος, η οποία επικυρώθηκε από το Κοινοβούλιο, απαιτεί τη διασαφήνιση του «πρωτογενούς δικαίου», χωρίς να δίνει παραπάνω διευκρινίσεις. Επικεντρώνεται στις οδηγίες και την ερμηνεία τους, κυρίως στην οδηγία περί υπαλληλικής απόσπασης του 1996, ζητώντας από την Κομισιόν να καταθέσει τροποποιητικές προτάσεις του κειμένου και από τα κράτη-μέλη να διασαφηνίσουν τη θέση τους.
Γνωρίζουμε τις απαντήσεις. Για τη Μαριάνα Αρκίν (ΣΦΔ), η αναθεώρηση των Συνθηκών ως απάντηση στις δικαστικές αποφάσεις του ΔΕΚ θα ήταν σαν να «σκοτώνουμε μύγα με σφυρί». Η Συνθήκη της Λισαβόνας θα αρκούσε να εξισορροπήσει τα πράγματα.
Ωστόσο, σύμφωνα με την παραδοχή της Σεβερίν Πικάρ, υπεύθυνης της νομικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (ΕΣΔ), η οποία υποστηρίζει την επικύρωση της Συνθήκης, «είναι αβέβαιο ότι μπορεί μόνη της να προκαλέσει μεταβολή της νομολογίας», ακόμη κι αν η Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η οποία θα γίνει υποχρεωτική, περιλαμβάνει «το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης».
Σύμφωνα με την Πικάρ, το ΔΕΚ έδειξε όλο το εύρος της διακριτικής του εξουσίας, που είναι γεμάτη από παραπομπές στις Συνθήκες, σε περίπτωση διαφωνίας ανάμεσα στο αναγνωρισμένο δικαίωμα για συλλογική δράση των μισθωτών και την ελευθερία δράσης των επιχειρήσεων.
Το ΔΕΚ κλίνει προς την πλευρά της εργοδοσίας, την οποία αξιολογεί, λογικά, ως «πυλώνα» της Κοινής Αγοράς. Προσβάλλοντας τη νομοθεσία, χωρίς, ωστόσο, να αμφισβητεί τις Συνθήκες, το Κοινοβούλιο επιχειρεί, τέλος, να κάνει χώρο για τον εαυτό του στην ευρωπαϊκή κουζίνα χωρίς να σπάσει τα πιάτα του νεοφιλελευθερισμού που κληρονόμησε από τους «πατέρες θεμελιωτές».
Οι πρόσφατες θέσεις κοινωνικού προσανατολισμού των ευρωβουλευτών κρίθηκαν και από τις συγκυρίες. Μετά το ολλανδικό και το γαλλικό «όχι» το 2005, και κατόπιν το ιρλανδικό το 2008, η Ευρωπαϊκή Ενωση βρέθηκε αντιμέτωπη με μία «κρίση νομιμότητας». Πρέπει να αποκαταστήσει την εικόνα της, χωρίς ωστόσο να μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πολιτικές ισορροπίες πενήντα χρόνων.
Ενα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν για την έγκριση του ψηφίσματος κατά του κοινωνικού ντάμπινγκ, ήταν εξάλλου το γεγονός ότι οι αποφάσεις του ΔΕΚ χρησιμοποιήθηκαν για να μειώσουν την αξιοπιστία της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Ο «ευρωπαϊκός μύθος»
«Υπάρχει σύγκλιση ενδιαφερόντων προκειμένου οι κυβερνήσεις, το Ευρωκοινοβούλιο και η Κομισιόν να επινοήσουν σχέδια για την προβολή της δράσης της Ευρώπης έναντι της κρίσης και των κοινωνικών δυσκολιών. Η Ευρώπη είναι συνδεδεμένη με τον νεοφιλελευθερισμό. Καθώς είναι ο καρπός της αυτονομίας των ελίτ, αλλά και καθώς η καθολική ψηφοφορία εκφράζεται ακόμη, οι ευρωπαίοι "εγκέφαλοι" αναγκάστηκαν να υπογράψουν για την "Κοινωνική Ευρώπη" για να νομιμοποιηθούν. Είναι η συνεχής ένταση ανάμεσα στον "ευρωπαϊκό μύθο" και την πραγματικότητά του», εκτιμά ο Μπριστιέ.
Είναι αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις υποστηρίζουν διαρκώς την αύξηση εξουσιών του Κοινοβουλίου (15). Κατά τη διαπραγμάτευση της «Συνταγματικής Συνθήκης» από τη Συνέλευση, υπό την προεδρία του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν το 2004, οι βουλευτές εργάστηκαν με κοινή συνεννόηση με τα κράτη-μέλη, με το γνωστό σε μας αποτέλεσμα, και υποστήριξαν μέχρι τέλους το κείμενο, ακόμη και μετά την απόρριψή του από τους πολίτες της Γαλλίας και της Ολλανδίας.
Παρ’ όλο που συνεδριάζουν ανά πολιτικές ομάδες, τα αιρετά μέλη συνεχίζουν να συγκεντρώνονται ανά εθνικότητες και δεν είναι σπάνιο, πριν από κάθε σύνοδο, οι κυβερνήσεις να εκθέτουν στα αιρετά μέλη της χώρας τους την πολιτική που θα ακολουθήσουν (16).
Μολονότι κάτι τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί νόμιμο, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που διατηρεί το εθνικό πλαίσιο στην Ευρώπη, όπως κατέδειξε η οικονομική κρίση, μετριάζει την ιδέα ότι το Κοινοβούλιο θα ενσάρκωνε την ανάδειξη ενός «ευρωπαϊκού λαού» στο όνομα του οποίου θα μπορούσε να γίνει «ομοσπονδιακός νομοθέτης» της Ενωσης.
(1) Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, «Προκλήσεις όσον αφορά τις συλλογικές συμβάσεις στην Ε.Ε.» (2008/2085 (ΙΝΙ)) Ρ6_ΤΑ (2008)0513, Στρασβούργο, 22 Οκτωβρίου 2008. Ολόκληρο το κείμενο στα ελληνικά στο http://www.europarl.europa.eu /sides/getDoc.do?type=ΤΑ&reference=Ρ6-ΤΑ-2008-0513&language=EL
(2) Οδηγία 96/71/Ε.Ε. του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης της 16ης Δεκεμβρίου 1996. Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενωσης σειρά L, Λουξεμβούργο, 18-21 Ιανουαρίου 1997.
(3) Βλ. στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «Αναθεώρηση της οδηγίας περί χρόνου εργασίας», 8 Δεκεμβρίου 2008 http://www.europarl.europa.eu/news/ expert/background_page/ 048-44003-343-12-50-908-20081208BKG44002-08-12-2008-2008-false/ default_fr.htm
(4) Βλ., για παράδειγμα, το επίσημο ανακοινωθέν της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας των Συνδικάτων «L’Europe se porte bien», 17 Δεκεμβρίου 2008 http://www.etuc.org/a/5675, ή την κίνηση υπέρ του φόρου Τόμπιν (attac), «οδηγία περί χρόνου εργασίας: το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιδρά», 22 Δεκεμβρίου 2008 http://france.attac.org/spip.php?article9368
(5) Βλ. Corinne Gobin «Une Europe sociale trompe l’―il», «Le Monde Diplomatique», Νοέμβριος 1997.
(6) Η σχετική οδηγία περί ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών και ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά», η επονομαζόμενη «οδηγία Υπηρεσίες» ή «οδηγία Μπόλκενσταϊν» από το επίθετο του ευρωπαίου επιτρόπου Φριτς Μπόλκενσταϊν, προκάλεσε την αντίθεση του κοινωνικού κινήματος από το 2003 έως το 2005. Πράγματι, νομιμοποιούσε την εφαρμογή του εργατικού δικαίου της χώρας προέλευσης της επιχείρησης στους μισθωτούς της χώρας προορισμού. Επειτα από την τροπολογία, εγκρίθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2006.
(7) Βλ. «Ce juge meconnu de Luxembourg», «Le Monde Diplomatique», Μάιος 1999.
(8) Αυτό το κείμενο, το οποίο διαβιβάστηκε στο Κοινοβούλιο ως «προσχέδιο», δεν έχει ακόμη εκδοθεί.
(9) Το Λουξεμβούργο πρότεινε, ωστόσο, την έγκριση, πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, δήλωσης όλων των θεσμικών οργάνων, που να θυμίζει ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αποσκοπεί τόσο στην οικονομική όσο και στην κοινωνική πρόοδο http://www.epha.org/a/3084.
(10) Θέση η οποία εκφράστηκε κατά την έγκριση της «οδηγίας Υπηρεσιών» από το Κοινοβούλιο στις 15 Νοεμβρίου 2005.
(11) Συνέντευξη η οποία δημοσιεύτηκε στην προσωπική της ιστοσελίδα http://www.pervenche-beres.fr.
(12) Βλ. Bernard Cassen, «Petits arrangements sur le dos de salaries», «Le Monde Diplomatique», Νοέμβριος 2005.
(13) Gersende Mayo, «Η ευρωπαϊκή διάσταση των πολιτικών ομάδων», Πανεπιστήμιο Paris 1, 4 Νοεμβρίου 2005.
(14) Κατά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση το 2004, η συνολική συμμετοχή ήταν της τάξεως του 44,6%, σημείωσε δηλαδή πτώση 5 μονάδων σε σχέση με το 1999. Είναι το χειρότερο αποτέλεσμα από το 1979, χρονιά των πρώτων εκλογών του Κοινοβουλίου με άμεση καθολική ψηφοφορία.
(15) Βλ. «Une Europe des elites ? Reflexions sur la fracture democratique de l’Union Europeenne» υπό την επίβλεψη των Paul Magnette και Olivier Casta, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Βρυξελλών, 2007.
(16) Σημειώνουμε ακόμη, από τη Συνθήκη του Αμστερνταμ το 1997, την αναγνώριση της σημασίας της αντιπροσώπευσης των εθνικών Κοινοβουλίων στη Διάσκεψη των οργάνων που ασχολούνται με κοινοτικά θέματα. Παρ’ όλο που δεν έχουν αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων, η Συνθήκη της Λισαβόνας θα τους επέτρεπε -με μία πολύ σύνθετη διαδικασία- να προσβάλλουν μία ευρωπαϊκή απόφαση ως προς την αρχή της επικουρικότητας. Πρόκειται μήπως για ανταγωνισμό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο;