Μετά την κλωστοϋφαντουργία, την σιδηρουργία, τη βιομηχανία αυτοκινήτων... τώρα και ο τύπος. Οι εργάτες στις χώρες του Βορρά πλήρωσαν ακριβά τη μετατόπιση της παραγωγής προς το Νότο. Με τη μετοίκηση των αναγνωστών προς το Ίντερνετ, οι δημοσιογράφοι, με την σειρά τους, βλέπουν και αυτοί τις δουλειές τους να χάνονται. Θα μπορούσε να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι το ένα οικονομικό μοντέλο εκτοπίζει το άλλο, να πει αναστενάζοντας ότι ρόδα είναι και γυρίζει, ότι έτσι είναι η ζωή. Ευθύς αμέσως όμως τίθεται ζήτημα δημοκρατίας. Το αυτοκίνητο, μας λένε, δεν αποτελεί αναντικατάστατο δημόσιο αγαθό, είναι απλώς εμπόρευμα. Μπορούμε να το κατασκευάσουμε αλλού, αλλιώς ή να το αντικαταστήσουμε με κάποιο άλλο. Τίποτα πολύ σοβαρό, στο κάτω -κάτω. Ενώ ο τύπος...
Ο τύπος διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στο δημόσιο λόγο. Όταν κρίνει ότι απειλείται η ύπαρξή του, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου πιο εύκολα από έναν εργάτη που το εργοστάσιό του ετοιμάζεται να κλείσει. Και για να συσπειρώσει τον καθένα υπό το λάβαρό του, δεν έχει παρά να ψάλλει το γνωστό τροπάρι: «Κάθε φορά που κλείνει μια εφημερίδα, πεθαίνει μαζί της κι ένα κομμάτι της δημοκρατίας». Η δήλωση ωστόσο είναι παράλογη, γελοία ενδεχομένως. Αρκεί να πάει κανείς σε ένα περίπτερο για να διαπιστώσει ότι είναι δεκάδες τα έντυπα που θα μπορούσαν να σταματήσουν να υπάρχουν χωρίς να πάθει τίποτα η δημοκρατία. Οι δυνάμεις της ιδεολογικής τάξης θα έχαναν μάλιστα ορισμένα φέουδά τους από το εμπόριο. Κάτι τέτοιο δεν ακυρώνει τις ανησυχίες των δημοσιογράφων. Ωστόσο, είναι δισεκατομμύρια οι άνθρωποι πάνω στη γη που δεν έχουν καμία ανάγκη, προκειμένου να υπερασπιστούν την εργασία τους, να την περιβάλλουν με άλλη αρετή πέραν του ότι τους εξασφαλίζει ένα μισθό.
Εδώ και μερικά χρόνια, η βιομηχανία του τύπου βρίσκεται σε παρακμή. Η δε δημοσιογραφία πάσχει από πολύ παλιότερα. Άραγε, η θεματολογία της ήταν όντως πολύ πιο θαυμαστή πριν από 20 χρόνια, όταν τα περισσότερα έντυπα αποτελούσαν σάκους γεμάτους διαφημίσεις και εισπρακτικές μηχανές; Ή όταν στις ΗΠΑ, τα μεγαθήρια «New York Times», «Washington Post», «Gannett», «Knight Ridder», «Dow Jones», «Times Mirror» συγκέντρωναν είκοσι φορές μεγαλύτερα κέρδη από ό,τι στην εποχή του Γουοτεργκέιτ, πάνω στο αποκορύφωμα της «αντιεξουσίας»; (1) Μήπως τότε, που είχαν τόσα μέσα στη διάθεσή τους και απολάμβαναν ετήσια κέρδη της τάξης του 30%, ενίοτε και 35%, ασκούσαν τη δημοσιογραφία με τόλμη, δημιουργικότητα και ανεξαρτησία;
Και στη Γαλλία, η κριτική ενημέρωση κυριαρχούσε, άραγε, σε πρώτο πλάνο όταν οι όμιλοι Λαγκαρντέρ και Μπουϊγκ, με δισεκατομμύρια στα χέρια τους, έριζαν για τον έλεγχο του TF1; (2) Ή όταν τα ιδιωτικά κανάλια, καθώς ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στη χυδαιότητα, πολλαπλασιάζονταν όπως ο άρτος στην Καινή Διαθήκη, προσφέροντας μισθούς μαχαραγιάδων σε μια χούφτα δημοσιογράφων που είχαν ήδη αποδείξει αποτελεσματικά την υποταγή τους; Αυτή τη στιγμή, πολλοί διευθυντές εντύπων σχηματίζουν κοινό μέτωπο μπροστά στη θύελλα και εκλιπαρούν για την οικονομική βοήθεια αυτού που κάτω από άλλες συνθήκες αποκαλούν περιφρονητικά «κρατικό κορβανά». Η «Monde Diplomatique» τους εύχεται καλή τύχη, χωρίς να ξεχνά πόσο μεγάλο μέρος αυτής της βοήθειας έλαβαν στην παρούσα ατυχή συγκυρία. Αλλά, για να εξακολουθήσει να πρεσβεύει μια αντίληψη για τη δημοσιογραφία αλλιώτικη από τη δική τους, απευθύνει κατ’ αρχήν έκκληση στους αναγνώστες της.
Αν μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης παραμένει αδιάφορη απέναντι στα βάσανα των ΜΜΕ, αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι έχει καταλάβει ένα πράγμα: η έμφαση στην «ελευθερία της έκφρασης» χρησιμεύει συχνά ως προκάλυμμα για τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης. «Εδώ και πολλές δεκαετίες, οι μεγάλες εφημερίδες θα έλεγα ότι μάλλον παρεμποδίζουν ή και σαμποτάρουν τις προσπάθειες που στοχεύουν στη βελτίωση της κοινωνικής και πολιτικής μας κατάστασης», εκτιμά ο συνιδρυτής του εναλλακτικού διαδικτυακού τόπου CounterPunch.com, Αλεξάντερ Κόκμπερν. (3) Οι όλο και πιο σπάνιες έρευνες και τα ρεπορτάζ που δημοσιεύει διεκπεραιωτικά ο τύπος, βοηθούν κυρίως στο να συντηρηθεί το παραμύθι περί «ερευνητικής δημοσιογραφίας», ενώ στις άλλες σελίδες βρίθουν τα ανάλαφρα θέματα, τα πορτραίτα, οι στήλες του καταναλωτή, της μετεωρολογίας, τα αθλητικά, οι ανάλαφρες λογοτεχνικές στήλες. Για να μην ξεχνάμε και το απλό «copy-paste» (αντιγραφή-επικόλληση) από τα επείγοντα των πρακτορείων που κάνουν εργαζόμενοι οι οποίοι οδεύουν σε ταχεία ανειδίκευση.
«Φανταστείτε ότι η κυβέρνηση βγάζει διάταγμα με το οποίο απαιτεί απότομη μείωση των διεθνών θεμάτων στον τύπο και επιβάλλει το κλείσιμο των γραφείων των ανταποκριτών στο εξωτερικό ή δραστική μείωση στο προσωπικό και τον προϋπολογισμό τους. Φανταστείτε ότι ο πρόεδρος δίνει εντολή στα ΜΜΕ να εστιάζουν την προσοχή τους στις διασημότητες και τις ανοησίες αντί να ερευνούν τα σκάνδαλα που σχετίζονται με την εκτελεστική εξουσία. Σε μια τέτοια υποθετική κατάσταση, οι επαγγελματίες της δημοσιογραφίας θα είχαν κηρύξει απεργίες πείνας και ολόκληρα πανεπιστήμια θα έμεναν κλειστά εξαιτίας των κινητοποιήσεων. Και όμως, όταν έρχονται κάποια ιδιωτικά, σχεδόν μονοπωλιακά, συμφέροντα και αποφασίζουν περίπου τα ίδια πράγματα, δεν καταγράφεται καμία αξιοσημείωτη αντίδραση», ξεσπά ο αμερικανός πανεπιστημιακός Ρόμπερτ Μακτσέσνι. (4)
Ο Μακτσέσνι προχωρά στην άσκηση πνευματικής οικολογίας (5) κάνοντας το ακόλουθο ερώτημα: αφού τίθεται διαρκώς ζήτημα δημοκρατίας, πότε στην ευχή αποφασίσαμε ομαδικά -με ποιά αφορμή και κατόπιν ποιάς γενικής ψηφοφορίας;- ότι μια χούφτα μεγάλες επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται από τα έσοδα των διαφημίσεων και που κύριο μέλημά τους είναι να αποκομίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, θα είναι οι κύριοι αυτουργοί της ενημέρωσής μας;
Το 1934, ο γάλλος συνδικαλιστής ηγέτης Εντουάρ Νταλαντιέ κατακεραύνωνε τις «διακόσιες οικογένειες» που «τοποθετούν σε θέσεις εξουσίας τους δικούς τους ανθρώπους» και «παρεμβαίνουν στην κοινή γνώμη επειδή ελέγχουν τον τύπο». Εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα, λιγότερες από είκοσι δυναστείες ασκούν παρόμοιο έλεγχο, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Η δύναμη των νέων κληρονομικών φεουδαρχιών -Μέρντοχ, Μπέρτελσμαν, Λαγκαρντέρ, Σλιμ, Μπουίγκ, Μπερλουσκόνι, Σισνέρος, Αρνό... (6)- ξεπερνά πολλές φορές τη δύναμη των κυβερνήσεων. Εάν η «Monde Diplomatique» είχε σχέσεις εξάρτησης με κάποια από αυτές, θα μπορούσε να καταγγείλει τον έλεγχο που ασκεί ο Λαγκαρντέρ στο χώρο των εκδόσεων, τη μοίρα που επιφυλάσσει ο Αρνό στις εργάτριές του ή τις φυτείες του Μπολορέ στην Αφρική; (7)
Ο Σερζ Ζυλί, κάνοντας μια αναδρομή στις συνθήκες της αποχώρησής του από τη «Libération», την εφημερίδα που είχε ιδρύσει, μετά την αγορά του κεφαλαίου της από τον Εντουάρ Ντε Ρότσιλντ, λέει: «Ο Εντουάρ Ντε Ρότσιλντ [...] δεχόταν να δεσμευθεί οικονομικά, υπό την προϋπόθεση ότι κι εγώ θα δεσμευόμουν να εγκαταλείψω όχι μόνο τα καθήκοντά μου, αλλά και την εφημερίδα. Δεν είχα άλλη επιλογή, οπότε δέχτηκα αμέσως». (8) Αποτελεί μάλλον σκάνδαλο το γεγονός ότι ο διάδοχός του, τον οποίο επέβαλε ο μέτοχος, αυτοπροβάλλεται σήμερα ως θεματοφύλακας της ελευθερίας του τύπου.
Όλα τα σημερινά δεινά, ακούμε συχνά, προέρχονται από αυτό το ποταπό, το αποκρουστικό το Ίντερνετ. Τη δημοσιογραφία όμως, δεν την αποδεκάτισε το διαδίκτυο. Αυτή παρέπαιε από καιρό, υπό το βάρος των αναπροσαρμογών, του θεματικού μάρκετινγκ, της περιφρόνησης για τα λαϊκά στρώματα και της άλωσης από τους δισεκατομμυριούχους και τους διαφημιστές. Δεν χρησίμευσε το Ίντερνετ ως φερέφωνο των βομβαρδισμών που πραγματοποίησαν τα «συμμαχικά» στρατεύματα στον πόλεμο του Κόλπου (1991) ή το ΝΑΤΟ κατά τη σύγκρουση στο Κόσοβο (1999). Είναι επίσης αδύνατο να επιρρίψει κανείς ευθύνες στο Ίντερνετ για το γεγονός ότι τα μεγάλα ΜΜΕ στάθηκαν ανίκανα να προαναγγείλουν την κατάρρευση των αποθεματικών ταμείων στις ΗΠΑ (1989), κατόπιν να φανταστούν τον εκτροχιασμό των αναδυόμενων χωρών οχτώ χρόνια αργότερα και τέλος, να προειδοποιήσουν για τη φούσκα στον τομέα των ακινήτων, το τίμημα της οποίας εξακολουθεί να πληρώνει ο κόσμος. Ούτε οι φοβερές κατηγορίες για παιδεραστία στην υπόθεση Ουτρό (9) ή για αντισημιτισμό στην ιστορία του προαστιακού RER D (10) προήλθαν από το διαδίκτυο. Οπότε, αν πρέπει πραγματικά να «σώσουμε τον τύπο», θα άξιζε να διαθέσουμε το δημόσιο χρήμα σε όσους εκπληρώνουν την αποστολή μιας έγκυρης και ανεξάρτητης ενημέρωσης και όχι στους νεροκουβαλητές της εξουσίας. Η υπηρεσία του μετόχου και το εμπόριο των «πρόθυμων εγκεφάλων» θα βρουν πόρους από αλλού. (11)
Πολλές φορές, στις κατηγορίες που απευθύνονται στο Ιντερνετ, ανακαλύπτουμε και κάτι άλλο πέρα από μια δικαιολογημένη ανησυχία σε ό,τι αφορά τους τρόπους απόκτησης της γνώσης και μετάδοσης της πληροφορίας: τον τρόμο ότι η αυθεντία ορισμένων βαρόνων του σχολιασμού πλησιάζει στο τέλος της. Αυτοί, απολαμβάνοντας προνόμια φεουδάρχη, μοίρασαν χωράφια και κανόνισαν αργομισθίες. Μπορούσαν να «ανεβάζουν» ή να «κατεβάζουν» υπουργούς και να σπιλώνουν υπολήψεις. Ένα κονσέρτο από ομόφωνα εγκώμια υποδεχόταν το ίδιο θερμά κάθε ένα από τα προχειροφτιαγμένα έργα τους και τις πομπώδεις στήλες τους. (12) Που και που, κάποιες βέβηλες εφημερίδες έπαιζαν τον ρόλο πολιορκημένων πολιτειών. Αλλά, μια μέρα, κατέβηκαν; οι ξεβράκωτοι με τα πληκτρολόγιά τους.
Ας το αναγνωρίσουμε, το συνολικό πλαίσιο μιας ενημέρωσης που τελεί υπό σύγχυση εξαιτίας της βίαιης ανασυγκρότησης δυνάμεων δεν άφησε αλώβητους, ούτε εμάς. Ύστερα από μια αδιάκοπη ανοδική πορεία μεταξύ 1996 και 2003, η κυκλοφορία της «Monde Diplomatique» στα περίπτερα άρχισε να σημειώνει πολύ μεγάλη πτώση έως και πέρυσι. Όσο για τον αριθμό των συνδρομητών, αυτός συνέχισε να αυξάνεται. Εν τούτοις, για να μιλήσουμε με τους όρους των πωλήσεων σε φύλλα, η καθίζηση είναι πραγματική και μας επαναφέρει στα νούμερα του 1995, ακριβώς πριν αρχίσει η εφημερίδα να αποκτά μια αλυσίδα θυγατρικών εκδόσεων. Σίγουρα, η γενική αίσθηση βελτιώνεται αισθητά αν προσθέσουμε στο σύνολο τις 73 διεθνείς εκδόσεις του εντύπου (η πρώτη, στην Ιταλία, χρονολογείται από το 1994), τα δύο περίπου εκατομμύρια αντίτυπα που κυκλοφορούν χάρη σε αυτές και τους εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες της ιστοσελίδας μας.
Ωστόσο, κοινό και εισοδήματα είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Οι πωλήσεις και οι συνδρομές αποτελούν μακράν τους δυο βασικούς οικονομικούς πυλώνες μας. (13) Οι χρήστες του κυβερνοχώρου συνεισφέρουν στην επιρροή της εφημερίδας, όχι στην ύπαρξή της. Και αυτοί, ανάμεσά τους, που δεν συμμετέχουν ποτέ στα έσοδά μας, δρουν όπως οι λαθρεπιβάτες που η άφιξη στον προορισμό τους πληρώνεται χάρη στους ταξιδιώτες που αγόρασαν εισιτήριο.
Πολλές εφημερίδες, για να επιβιώσουν, επέλεξαν να ευθυγραμμίσουν περισσότερο το περιεχόμενό τους με τα υποτιθέμενα γούστα των αναγνωστών τους. Η κατάληξη είναι γνωστή εκ των προτέρων: «Προτιμούν τα σύντομα άρθρα και τις ειδήσεις που τους αφορούν άμεσα. Στο Ίντερνετ, ψάχνουν κυρίως για ό,τι τους κάνει τη ζωή πιο εύκολη. Επειδή τα μεγάλα κείμενα για τη διεθνή πολιτική τα έχουν όλο και σε λιγότερη εκτίμηση, οι χρήστες περιορίζονται στο να διατρέχουν διαγώνια τους τίτλους τους. Στο “Zero Hora”, μια βραζιλιάνικη εφημερίδα που ανήκει στον όμιλο RBS, το τμήμα κυκλοφορίας ρώτησε 120 αναγνώστες ποιά είναι η γνώμη τους για την ημερήσια εφημερίδα. Ο διευθυντής Μαρσελίνο Ράιχ έλαβε την αναφορά στη μία το μεσημέρι: “Σε γενικές γραμμές, ζητούν περισσότερα ένθετα για τη μαγειρική και τα ακίνητα και λιγότερα άρθρα για τη Χεσμπολάχ και τους σεισμούς”». (14) Ας το παραδεχτούμε: η «Monde Diplomatique», προφανώς, δεν είναι το έντυπο που αναζητούν.
Το γεγονός ότι η εφημερίδα μας είναι λιγότερο δημοφιλής, δεν είναι άσχετο με την απογοήτευση όσων παρατηρούν ότι, ελλείψει επαρκούς απήχησης και πολιτικού αντίκτυπου, το να ξεμπροστιάζουμε τα βασικά εργαλεία της κοινωνικής και παγκόσμιας τάξης είχε ελάχιστες επιπτώσεις στη διαιώνιση του συστήματος. Η κόπωση του «σε τί χρησιμεύει αυτό;», επομένως, αντικατέστησε σιγά-σιγά το παλιό «εσείς τί προτείνετε;», πράγμα που, στην περίπτωσή μας, δεν έχει πια καμιά βάση αφού μετά την πάροδο τόσων ετών, οι υποδείξεις και οι προτάσεις διαδέχονταν οι μία την άλλη στις σελίδες μας (κατάργηση του χρέους του Τρίτου Κόσμου, μεταρρύθμιση των διεθνών οργανισμών, φόρος Τόμπιν, εθνικοποίηση των τραπεζών, ευρωπαϊκός προστατευτισμός, «φορολογική γκιλοτίνα» σε ορισμένα εισοδήματα του κεφαλαίου, ανάπτυξη της οικονομίας της αλληλεγγύης και της μη εμπορικής σφαίρας, κ.λ.π.).
Κατά τα φαινόμενα, η παρακμή της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης μας έπληξε πιο σκληρά από άλλους. Η κυριαρχία του φιλελευθερισμού στον τομέα της σκέψης τέθηκε εκ νέου σε αμφισβήτηση, αλλά δεν προχώρησε παραπέρα. Διότι, αν η κριτική δεν επαρκεί, το ίδιο ισχύει και για την πρόταση: η κοινωνική τάξη δεν είναι κείμενο που θα αρκούσε να το «αποδομήσουμε» για να ανασυνταχθεί ολομόναχο. Πολλές ιδέες ξεπηδούν στον πραγματικό κόσμο χωρίς να γκρεμίζονται τα τείχη. Ωστόσο, ενίοτε, κάποιοι αναμένουν να ανταποκριθούν τα γεγονότα στις κοινές μας ελπίδες. Και στην αντίθετη περίπτωση, μας βρίσκουν λίγο καταθλιπτικούς...
Εν πάση περιπτώσει, όταν πρόκειται για το μέλλον της εφημερίδας μας, βασίζουμε την αισιοδοξία μας στη βεβαιότητα ότι μπορούμε να υπολογίζουμε στη δική σας συνεισφορά. Οπότε, προς το παρόν δεν θα ανεβάσουμε άλλο την τιμή μας. Θα τη διατηρήσουμε σε χαμηλότερα επίπεδα στις φτωχές χώρες. Θα εξακολουθήσουμε να στηρίζουμε τις καινούργιες διεθνείς μας εκδόσεις προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να μας καταβάλουν μειωμένα δικαιώματα κατά το ξεκίνημά τους. Θα παρακολουθούμε από κοντά τις νέες τεχνολογίες πολυμέσων, κυρίως για να αγγίξουμε τις νέες γενιές και να διασφαλίσουμε με αυτό τον τρόπο τη μετάδοση των πνευματικών και πολιτικών αξιών της εφημερίδας μας. Θα συνεχίσουμε να παραγγέλνουμε μεγάλα ρεπορτάζ και δημοσιογραφικές έρευνες, από ερευνητές καθώς κι από ακτιβιστές, πάνω στις τρέχουσες συγκρούσεις, τις κρίσεις, τις εναλλακτικές προτάσεις, τους πειραματισμούς.
Η συνέχιση της εξέλιξής μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική σας κινητοποίηση στο πλευρό μας. Αγοράζετε πιο τακτικά την εφημερίδα στα περίπτερα, γίνετε συνδρομητές, προσφέρετε μια συνδρομή σε δυνάμει αναγνώστες, προσχωρήστε στην ένωση των «Φίλων της Monde Diplomatique»: οι τρόποι με τους οποίους μπορείτε να παρέμβετε είναι πολλοί. Και, εδώ και λίγο καιρό, έχει δει το φως της μέρας ένα νέο εργαλείο. Σας επιτρέπει να αφαιρέσετε από το σύνολο των φόρων σας το 66% των δωρεών προς την εφημερίδα μας. Έτσι, το δημόσιο χρήμα, μετά τη βοήθεια που προσέφερε στις τράπεζες, θα μπορούσε επιτέλους να χρησιμεύσει και στην έρευνα γύρω από τα αίσχη τους.
Οι δικές μας απώλειες, συγκριτικά με εκείνες άλλων εντύπων, ίσως να μοιάζουν χαμηλές (330.000 ευρώ το 2007, 215.000 ευρώ τη χρονιά που πέρασε). Όμως, κανένας αργόσχολος τραπεζίτης που να φλέγεται να παραστήσει τον μαικήνα δεν θα προσφερθεί να τις καλύψει. Μια εφημερίδα σαν τη δική μας, όπου το σύνολο των εργαζομένων είναι και μέτοχοι, που οι αναγνώστες του, οι οποίοι κατέχουν κι αυτοί μερίδιο του κεφαλαίου, προσφέρουν συνδρομές αλληλεγγύης στις βιβλιοθήκες και στις φυλακές που δεν διαθέτουν πόρους, όπου, τέλος, ο διευθυντής εκλέγεται, κατά πάσα πιθανότητα μάλλον δεν θα τους φαινόταν ως το πλέον ενδεδειγμένο.
Το ερώτημα που μας θέτουν συνολικά είναι απλό: ποιός άλλος, αν όχι εσείς, θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί μια δημοσιογραφία γενικού ενδιαφέροντος, ανοιχτή στον κόσμο, να αφιερώνει δυο σελίδες στους ανθρακωρύχους της Ζάμπια, στο κινεζικό ναυτικό ή στη λετονική κοινωνία; Η «Monde diplomatique» μπορεί να έχει μειονεκτήματα, όμως ενθαρρύνει τους ανθρώπους που γράφουν, που ταξιδεύουν, ερευνούν, βγαίνουν από τα σπίτια τους, ακούν, παρατηρούν. Οι δημοσιογράφοι που τη βγάζουν δεν προσκαλούνται ποτέ στα δείπνα του Siècle, (15) δεν κάνουν «δουλείες» στα λόμπι των φαρμακευτικών ή σε φανταχτερές επιχειρήσεις, δεν κάνουν «κονέ» με τα μεγάλα ΜΜΕ. Αυτά, εξάλλου, που προβάλλουν κάθε «καινούργια μορφή» κάποιας άλλης εφημερίδας και μετατρέπουν τη δική τους «ανασκόπηση του τύπου» σε χώρο υποδοχής αποκλειστικά για πέντε - έξι έντυπα, πάντα τα ίδια, αποκρύπτουν επιμελώς τη «Monde Diplοmatique» παρά το απαράμιλλο ειδικό βάρος της σε παγκόσμια κλίμακα. Κατά βάθος, αυτό είναι το αντίτιμο της μοναδικότητάς μας.
Εμείς όμως έχουμε πολλούς συνενόχους σε άλλα μέρη: την ένωση των «Φίλων της Monde Diplomatique», η ύπαρξη της οποίας ενισχύει την ανεξαρτησία της σύνταξης και που, κάθε μήνα, διοργανώνει δεκάδες συζητήσεις γύρω από τα θέματα που αναπτύσσουμε. Τους περιπτεράδες που φροντίζουν να είναι η εφημερίδα μας σε καλή θέα, και μερικές φορές την προτείνουν. Τους εκπαιδευτικούς που την κάνουν γνωστή στους μαθητές τους. Τον εναλλακτικό τύπο που επωφελείται από τις πληροφορίες μας. Πολλούς περίεργους, κάποιους δημοσιογράφους, ελεύθερους σκοπευτές, κάτι παλιοχαρακτήρες...
Και τέλος, είστε όλοι εσείς. Χωρίς εσάς, τίποτα δεν είναι εφικτό.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»