Με ποιους, λοιπόν, πολεμούν οι Αμερικάνοι; Με εξωγήινους; Ο Ραλφ Πίτερς είναι πεπεισμένος. Ο φιλοπόλεμος απόστρατος αμερικανός αντισυνταγματάρχης φοβάται ότι οι Ταλιμπάν είναι άγριοι που «προτιμούν τους πρωτόγονους τρόπους ζωής και τα αμείλικτα πιστεύω τους» τα οποία έρχονται από άλλον πλανήτη. Η μάχη εναντίον τους συνοψίζεται σε μία «μετωπική σύγκρουση μεταξύ πολιτισμών από διαφορετικούς γαλαξίες». (1)
Ο Πίτερς δεν αισιοδοξεί για τη νίκη. Θεωρεί ότι οι αμερικανοί στρατιώτες που βρίσκονται στις ΗΠΑ, είναι στο έλεος εχθρικών μέσων ενημέρωσης, άσχετων ιθυνόντων και μιας κοινής γνώμης που έχει γίνει μαλθακή από την αφθονία και τον φιλελευθερισμό.
Ο ίδιος μνημονεύει τον Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, τον βρετανό συγγραφέα που είχε προειδοποιήσει τη βικτωριανή Αγγλία ότι τα στρατεύματά της θα κατατροπωθούν από ορδές μαχητών και ότι το Αφγανιστάν ήταν μια γη όπου οι αυτοκρατορίες πήγαιναν για να πεθάνουν.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η φυγή προς το εξωτικό, ως απάντηση στις περιπλοκές του πολέμου, διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους. «Η σύγκρουση των πολιτισμών» την οποία προφήτευσε ο εκλιπών Σάμιουελ Χάντινγκτον μπορεί να μην είναι της μόδας στα πανεπιστήμια αλλά η αντίληψη ότι οι ξένοι μάς μοιάζουν έχει χάσει τη λάμψη της από τα επακόλουθα της εισβολής στο Ιράκ και από το σχέδιο του Τζορτζ Μπους του νεότερου να αναμορφώσει τον κόσμο κατ’ εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Πλέον η κοινή γνώμη κλίνει προς τη διαφορετικότητα των πολιτισμών και ο Χάντινγκτον μπορεί πλέον να γελάει από τον τάφο του.
Όπως το διατυπώνει ένας αμερικανός στρατηγός, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλέκονται σήμερα σε «πολιτιστικές» συγκρούσεις στα όρια της αυτοκρατορίας. Για να επέμβουν σε τέτοιους παράξενους τόπους, είτε με αποστολές σταθεροποίησης, είτε με στρατιωτικές επιχειρήσεις «εθνικής ανασυγκρότησης», οι ένοπλες δυνάμεις προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τον πολιτισμό ως ξεχωριστό όπλο.
Το πρόγραμμα Human Terrain Teams του Πενταγώνου και το νέο εγχειρίδιο FM3-24 κατά του ανταρτοπόλεμου (2) ανακαλύπτουν ξανά την αποικιοκρατική ανθρωπολογία. Παρατηρείται, μάλιστα, νέο κύμα ενδιαφέροντος για κλασικά έργα γύρω από το «αραβικό πνεύμα». Ιστορικά, ορισμένες κρίσεις των αυτοκρατοριών όπως, για παράδειγμα, η ινδική εξέγερση των «cipayes» (3) το 1857, έδωσαν νέα ώθηση στην εθνογραφία και στη μελέτη των παραδόσεων διαφόρων φυλών.
Ζήτημα πολιτισμού
Το 1940, έπειτα από πολέμους με «παράξενους λαούς» -στη Νικαράγουα και στην Καραϊβική- οι αμερικανοί πεζοναύτες συνέταξαν το «Small Wars Manual», όπου συνιστούν τη μελέτη των «φυλετικών ιδιαιτεροτήτων» των αυτοχθόνων. (4) Πρόκειται για δοκιμασμένο αντανακλαστικό. Ο πολιτισμός χρησιμεύει ως αντίδοτο στην αμερικανική τεχνολογική αλαζονεία της δεκαετίας του 1990.
Εκείνη την περίοδο διάφοροι οραματιστές πίστευαν ότι με τα όπλα μεγάλης ακρίβειας, τις τεχνολογίες της πληροφορικής και τους δορυφόρους θα ανέπτυσσαν μία χωρίς προηγούμενο ικανότητα εξόντωσης του αντιπάλου, θα διέλυαν την ομίχλη του πολέμου και θα έκαναν τις Ηνωμένες Πολιτείες άτρωτες.
Το Ιράκ και η επανάκαμψη των Ταλιμπάν απαξίωσαν με σκληρό τρόπο τέτοιου είδους αντιλήψεις. Έτσι, η «πολιτιστική επανάσταση», η επιστροφή στην ταυτότητα και στους δεσμούς αίματος, στη γη και στην πίστη ως πηγές σύγκρουσης ηχούν σαν πολλή αυστηρή κριτική παρόμοιων φαντασιώσεων.
Όμως, μία μονόπλευρη πολιτιστική προσέγγιση, ακριβώς όπως η τυφλή πίστη στην τεχνολογία, μπορεί να οδηγήσει στο σφάλμα.
Η υπόθεση της πολιτιστικής ομοιότητας μπορεί να αποδειχτεί τόσο επικίνδυνη όσο και η εστίαση στο παράξενο, στην αραβική «περηφάνια» ή τη μουσουλμανική «τιμή». Και, βέβαια, η πεποίθηση ότι «γνωρίζουμε» καλά έναν εχθρό ή ότι θα κατακτήσουμε σε βάθος τη γνώση του πολιτισμού του μπορεί να προκαλέσει ένα απατηλό αίσθημα αυτοπεποίθησης και λάθη στην ανάλυση των καταστάσεων.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον πράκτορα της CIA, με τη μεγάλη πείρα στα ζητήματα του Ιράν, ο οποίος έπλεκε το εγκώμιο της κυβέρνησης του σάχη και της σταθερότητας στη χώρα το 1978, έξι μήνες πριν από την ισλαμική επανάσταση;
Εάν υπάρχει ένας τόπος που να περιγράφεται από τέτοιες αναλύσεις σαν φωλιά εξωτικών και πολιτιστικά μονολιθικών εχθρών, είναι οπωσδήποτε το χωνευτήρι Πακιστάν-Αφγανιστάν. Από το 2001 η φιλολογία των στερεοτύπων κάνει λόγο για το αιώνιο «νεκροταφείο των αυτοκρατοριών». Στο παρελθόν, άλλωστε, η «γη των σκελετών» έχει απωθήσει πολλούς εισβολείς, από τον Μεγάλο Αλέξανδρο μέχρι τις Σοβιετικές μεραρχίες.
Για τους σχολιαστές το φαινόμενο Ταλιμπάν δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά με όρους «ξένους προς τον δυτικό τρόπο σκέψης», ενώ ο πόλεμος συνοψίζεται σε μία πολιτιστική σύγκρουση μεταξύ μιας αρχαϊκής θεοκρατίας και μιας πλούσιας και υπερσύγχρονης μεγάλης δύναμης. Οι Ταλιμπάν, το καθεστώς των οποίων ανατράπηκε το φθινόπωρο του 2001, ηγούνται μιας εξέγερσης που πολλοί θεωρούν πρωτίστως πολιτιστική...
Ο πειρασμός να προσεγγίσει κανείς τους ίδιους τους Αφγανούς ως δέσμιους των παραδόσεών τους είναι μεγάλος. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι φυλές των Παστούν, από τις οποίες προέρχεται το μεγάλο μέρος των δυνάμεων των Ταλιμπάν, μοιράζονται έναν κώδικα τιμής και εκδίκησης που στηρίζεται στους δεσμούς αίματος.
Και ο «Economist» το αναπαράγει: «Από τη στιγμή που η τιμή του κηλιδώνεται -και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με τους Αμερικανούς- ένας Παστούν είναι υποχρεωμένος να πάρει εκδίκηση». (5)
Άλλος κόσμος
Άλλοι παρουσιάζουν τους Ταλιμπάν σαν μυστικιστές από άλλον κόσμο. Οταν, κατά τη διάρκεια κάποιας συνέντευξης, στρατιώτες των Ταλιμπάν διέκοψαν για να προσευχηθούν, ένας παριστάμενος δημοσιογράφος σχολίασε ότι ζηλεύει «τη δύναμη και την καθαρότητά τους», «την υπερβατική αίσθηση της γαλήνης, την αποφασιστικότητά τους και την εγγύτητά τους με τον θάνατο και τον Θεό, χαρακτηριστικά πολύ σπάνια στη σύγχρονη Δύση».
Η επωδός είναι ξεκάθαρη: Ενώ εμείς διαθέτουμε στρατηγικό, σύγχρονο και πολιτικό τρόπο σκέψης, αυτοί είναι πρωτόγονοι και αποκομμένοι από τον κόσμο. Και οι Δυτικοί δεν είναι οι μόνοι που έχουν καλλιεργήσει μια αίσθηση ριζικής διαφορετικότητας. Όπως υπερηφανεύτηκε ανοιχτά κάποιος Αφγανός αντάρτης: «Οι Αμερικάνοι αγαπάνε την Πέπσι Κόλα, εμείς αγαπάμε τον θάνατο».
Όταν οι Ταλιμπάν απέκτησαν τον έλεγχο σχεδόν όλης της χώρας, το 1998, μετά από εμφύλιο πόλεμο, επέβαλαν τη σαρία, τον ισλαμικό νόμο στην πιο αυστηρή και άκαμπτη μορφή του. Σε μια χώρα όπου το συντηρητικό Ισλάμ σπάνια είχε κυριαρχήσει, το νέο καθεστώς απαγορεύει τη μουσική και το αλκοόλ, εισάγει τις σωματικές τιμωρίες, απαγορεύει τις εικόνες που κρίνονται βλάσφημες, καταστρέφει χιλιάδες αντικείμενα προ-ισλαμικής τέχνης στο μουσείο της Καμπούλ και αρχαία βουδιστικά αγάλματα (κυρίως στην κοιλάδα του Μπαμιγιάν). Προχωρά σε εθνικές εκκαθαρίσεις σφαγιάζοντας χιλιάδες σιίτες Χαζάρα στο Μαζάρ ε Σαρίφ, εκτελεί ομοφυλόφιλους και αντιφρονούντες, στερεί από τα κορίτσια τη δημόσια εκπαίδευση και συγκροτεί θρησκευτική αστυνομία με καθήκον να χτυπά τις γυναίκες που δεν υιοθετούν τον αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα.
Μαθαίνουν εύκολα
Παρ’ όλα αυτά, οι Ταλιμπάν ήταν σε θέση να επαναπροσδιορίζουν τις αρχές τους σύμφωνα με την εξέλιξη της σύγκρουσης. Έτσι, αναθεώρησαν τη θέση τους στο θέμα της καλλιέργειας της παπαρούνας (6) και μετά την πτώση της κυβέρνησής τους μετατράπηκαν σε υπερασπιστές του ναρκο-κράτους και σε προστάτες της αγροτικής ζωής.
Στη Μούσα Κάλα ήραν ορισμένους περιορισμούς στην κοινωνική ζωή για να κερδίσουν τη συμπάθεια του πληθυσμού, εγκαταλείποντας κυρίως την υποχρεωτική γενειάδα για τους άντρες και την απαγόρευση των μουσικών οργάνων και του κινηματογράφου.
Επίσης, άλλαξαν στάση απέναντι στις επιθέσεις αυτοκτονίας. Παλαιότερα υποστήριζαν ότι η επίθεση με εκρηκτικά αποτελούσε πράξη δειλίας και ήταν αντίθετη προς το Ισλάμ. Τώρα πια επιδίδονται και οι ίδιοι σε τέτοιες επιθέσεις, ενώ οι θρησκευτικοί ηγέτες τους επανερμηνεύουν το Κοράνι με τρόπο που να τις δικαιολογεί, καταφεύγοντας σε διηγήσεις για εθελοντές μάρτυρες σε κάποιον μουσουλμανικό στρατό του 17ου αιώνα.
Στον πόλεμο της ενημέρωσης οι Ταλιμπάν προσαρμόστηκαν στην εξουσία των σύγχρονων μέσων με μια άνεση που ξεπερνά κατά πολύ την αντίστοιχη των αντιπάλων τους. Δίνουν τηλεοπτικές συνεντεύξεις, στέλνουν αντιπροσωπείες στο Ιράκ για να εξοικειωθούν με τις τεχνικές παραγωγής μαγνητοσκοπημένων μηνυμάτων της Αλ Κάιντα, μιμούνται τις δυτικές πρακτικές επικοινωνίες «ενσωματώνοντας» δημοσιογράφους στις δυνάμεις τους.
Όταν βρίσκονταν στην εξουσία παρομοίαζαν τις ανθρώπινες αναπαραστάσεις με την ειδωλολατρία. Τώρα γκρεμίζουν τα ταμπού γύρω από την «παραγωγή εικόνων» και μετατρέπονται σε αντάρτες της διαδικτυακής εποχής. Αποκορύφωμα της ειρωνείας; Το κίνημα που απαγόρευε τα μουσικά όργανα τώρα προσλαμβάνει τραγουδιστές για προπαγανδιστικούς σκοπούς, μοιράζει κασέτες με τραγούδια που υμνούν τους μάρτυρες Ταλιμπάν, καταδικάζουν τους άπιστους και μιμούνται ακόμη και την αμερικανική ραπ.
Στον αγώνα τους για να κερδίσουν την υποστήριξη των Αφγανών, οι Ταλιμπάν έχουν σχηματίσει μία εναλλακτική κυβέρνηση, ένα «αντι-κράτος», το ισλαμικό εμιράτο του Αφγανιστάν. Έχουν αναπτύξει παράλληλα εκπαιδευτικά, υγειονομικά και δικαστικά συστήματα και, επιπλέον, έχουν εγκαταστήσει, κοντά στην Κανταχάρ, επίσημο μεσολαβητή, στον οποίο οι κάτοικοι μπορούν να εκθέτουν τα παράπονά τους.
Επίσης, προσπαθούν να περιορίσουν τη δράση ιδιωτικών ένοπλων ομάδων, θεσπίζοντας κώδικες συμπεριφοράς που απαγορεύουν τις επιδρομές σε σπίτια, τις κλοπές, τις λεηλασίες.
Για τον πόλεμο ενάντια στους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους μελετούν το δυτικό δόγμα κατά του ανταρτοπόλεμου, καθώς και τις επιπτώσεις του στη σκέψη και την ψυχολογία του αντιπάλου. Η στρατηγική αλληλεπίδραση με τον εχθρό αποκτά την ίδια σημασία με τις ιερές παραδόσεις.
Αλλαγή τακτικής
Μολονότι η αφγανική εξέγερση διαθέτει συμπαγή εθνοτική βάση στις κοινότητες των Παστούν, δεν μπορεί να περιοριστεί εκεί. Οι παραδοσιακοί δεσμοί εμπιστοσύνης μεταξύ των φυλών αποσταθεροποιήθηκαν και μετασχηματίστηκαν με την ανάδυση των «tanzim» (είδος πολιτικών ομάδων), αλλά και των «qawm» (ομάδες αλληλεγγύης ή συμμετοχής, που δεν έχουν γεωγραφικά ομοιογενή επιρροή και στεγάζουν θρησκευτικές σέκτες και πραγματιστικές συμμαχίες). Ακόμα και οι ίδιοι οι Ταλιμπάν δεν λειτουργούν αποκλειστικά στα πρότυπα της φυλής.
Η ηγετική ομάδα τους περιλαμβάνει μέλη των φυλών Ντουρανί και Γκιλζάι, ενώ στο κίνημά τους μετέχουν και αντιτιθέμενες ομάδες, όπως οι σιίτες Χαζάρα, οι οποίοι έχουν περιοριστεί στην επαρχία Γκάζνι. Πολλοί Τατζίκοι και Ουζμπέκοι θρησκευτικοί παράγοντες έχουν προσχωρήσει στο κίνημα.
Επιπλέον, οι Ταλιμπάν διαθέτουν κανάλια ανεφοδιασμού και επικοινωνίας σε περιοχές όπου η πλειονότητα των κατοίκων δεν ανήκει στη φυλή των Παστούν, ενώ στρατολογούν μαχητές και από πολλές επαρχίες που δεν βρίσκονται κάτω από τον έλεγχό τους.
Επομένως, οι Ταλιμπάν μισούν οτιδήποτε θεωρούν ως εκφυλισμένο χαρακτηριστικό του σύγχρονου τρόπου ζωής, θέλουν, όμως, να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα που τους προσφέρει η τεχνολογία του. Κηρύσσουν την παράδοση, αλλά εφαρμόζουν την αλλαγή.
Μια ανάλογη παραδοξότητα διαπερνά και την Αλ Κάιντα. Μπορεί να χαρακτηρίζεται πρόθυμα κατάλοιπο της μεσαιωνικής εποχής, λόγω του ονείρου της για ένα μουσουλμανικό χαλιφάτο ή της νοσταλγίας της για μια Ισπανία που χάθηκε το 1492. Ή να θεωρείται ένας στρατηγικός παράγοντας που μεταχειρίζεται τη βία ως αυτοσκοπό: δηλαδή ότι εκτοξεύει και κάνει πράξη τις πολεμικές απειλές της, όχι χρησιμοποιώντας τις ως εργαλεία πολιτικής αλλά απλώς σκηνοθετώντας ένα θέατρο φρίκης.
Εντούτοις, η Αλ-Κάιντα αναδύθηκε μέσα από μια παγκόσμια αγορά ιδεών και τεχνολογιών. Ως δίκτυο αγωνίζεται για να ελέγξει αρκετούς βίαιους και οπισθοδρομικούς οπαδούς της που δεν εμπνέουν συμπάθεια στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς από την Αλγερία μέχρι το Ιράκ. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως προνεωτερικό ή απλώς μηδενιστικό κίνημα. Τα μηνύματά της περιέχουν κλασικές αρχές της στρατηγικής.
Ο Οσάμα μπιν Λάντεν, όταν κηρύσσει τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, δικαιολογεί τη στρατηγική του ανταρτοπόλεμου όχι απλώς ως έκφραση της ιερής βίας, αλλά και ως απαραίτητη μέθοδο μπροστά στον άνισο συσχετισμό δυνάμεων. Ο Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, κύριος θεωρητικός της Αλ Κάιντα, επιδιώκει να μετατρέπεται η βία σε πολιτικά αποτελέσματα και γράφει ότι οι επιτυχημένες επιχειρήσεις ενάντια στους εχθρούς του Ισλάμ δεν θα χρησιμεύσουν σε τίποτε εάν δεν δώσουν τη δυνατότητα να δημιουργηθεί «ένα μουσουλμανικό έθνος στην καρδιά του ισλαμικού κόσμου».
Τα μέλη της Αλ Κάιντα, απέχοντας πολύ από τον εγκωμιασμό της τρομοκρατίας ως αυτοσκοπού, άφησαν πίσω τους στις κρυψώνες της Τόρα Μπόρα (7) αντίγραφα του έργου του πρώσου θεωρητικού Καρλ φον Κλαούζεβιτς «Για τον Πόλεμο», στα οποία είχαν προσθέσει ιδιόχειρες σημειώσεις.
Η Αλ Κάιντα προσαρμόζεται στις ιδέες των «άπιστων» και τα στρατόπεδα εκπαίδευσής της είναι γεμάτα με βιβλία που δημοσιεύτηκαν στη Δύση.
Η οργάνωση οικειοποιείται τα δυτικά εγχειρίδια στρατιωτικής εκπαίδευσης, τα κείμενα των ένοπλων αριστερών ομάδων, κάνει αναφορές στη σύγχρονη σύλληψη του «πολέμου τέταρτης γενιάς» και τη θεωρία των «τριών φάσεων του ανταρτοπόλεμου» του Μάο Τσε Τουνγκ. Αναμειγνύει τις θρησκευτικές αντιλήψεις με την κλασική και σύγχρονη στρατηγική σκέψη.
Αλληλεπίδραση
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις κοινωνικές δομές ξένων χωρών βοήθησε τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν το ρόλο τους και να γίνουν πιο αποτελεσματικές και πιο ανθρώπινες.
Απέναντι σε καταστάσεις γενικευμένης εξέγερσης, διακοινοτικών συγκρούσεων ή κατάρρευσης του κρατικού μηχανισμού, είναι καλό να είναι κανείς προετοιμασμένος. Όμως, μολονότι ο πολιτισμός μπορεί να προσεγγιστεί λιγότερο ή περισσότερο εκλεπτυσμένα, η λέξη θα εμπνέει πάντα κάποια ανησυχία.
Ίσως δεν θα μπορέσουμε κάποτε να αποβάλουμε από το μυαλό μας τη φαντασιακή εικόνα που διατηρούμε για την Ανατολή. Όπως ο φόβος για τον θάνατο ή για το σκοτάδι, είναι πολύ ισχυρή για να υπερνικηθεί. Ο υβριδικός και ρευστός χαρακτήρας των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα αποδεικνύει ότι οι εμπόλεμες πλευρές πολώνονται αλλά και αλληλεπιδρούν. Κανένας πολιτισμός, όσο παράξενος κι αν είναι, δεν αποτελεί απομονωμένη νησίδα.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»